Abbotts of Salonica IV: η Άνοδος και η Πτώση του Τζέκη Άμποτ

(Rise and Fall of John Nelson Abbott)

Οι μέχρι σήμερα πληροφορίες για την ζωή του Τζέκη Άμποτ ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Αντίθετα οι μύθοι γύρω από τον ιδιότροπο και σπάταλο τρόπο ζωής του άφθονες γιατί κέντριζαν τη φαντασία των ανθρώπων. Με αυτό το τελευταίο άρθρο θέλουμε να κλείσουμε το κεφάλαιο της μεγάλης αυτής οικογένειας, παρουσιάζοντας άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία από τη ζωή του πιο διάσημου μέλους της.

Η Άνοδος…

Όπως είδαμε στο 2ο Μέρος, ο Μπάμπης (Robert Abbott) και ο Τζέκης (John Nelson Abbott) δημιούργησαν τoν Σεπτέμβριο του 1833 μια κοινή εταιρεία. Την ονόμασαν Αφοί Άμποτ (Abbott Frères – Abott Brothers) ανεξαρτοποιούμενοι έτσι από τον πατέρα τους Τζόρτζη (George Frederick Abbott) και την εταιρεία του G. F. Abbott & Co. Ο τελευταίος είχε ήδη παντρευτεί την τρίτη του σύζυγο, Ανυσία Φούντρια, και έφερνε στον κόσμο τους νέους του απογόνους. Ο Τζέκης είχε πατρευτεί στις 26 Σεπτεμβρίου 1826 στο Λονδίνο την Λύδια Άσερ, κόρη της Ιουδήθ και του ωρολογοποιού Βενιαμήν Άσερ (Benjamin and Judith Asher), μέλη της εβραϊκής κοινότητας Λονδίνου. Το 1829 είχε αποκτήσει ένα γιο στον οποίο έδωσε το δικό του όνομα, John Nelson Abbott, γνωστός ως Junior για να ξεχωρίζει από τον πατέρα του. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Άγγλου προξένου – και άσπονδου εχθρού των δυο αδελφών – Τσαρλς Μπλαντ (Charles Blunt), ο Τζέκης είχε αποκτήσει και μια κόρη το 1833 της οποίας όμως αγνοούμε ακόμη το όνομα. Ήταν η χρονιά που αποφάσισε να μετακομίσει στον Βόλο όπως έγραψε ο Γάλλος πρόξενος Πιέρ – Φρανσουά Γκύ . Έγινε αντικείμενο καταγγελιών και απέκτησε την αποστροφή όλων. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει τη δουλειά του στον Βόλο. «Άφησε τον αδερφό του Ρόμπερτ Άμποτ στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστα καλύτερο από αυτόν, αλλά που μπόρεσε να αντέξει τη γενική περιφρόνηση». Ο τελευταίος θα παντρευτεί την κόρη του ταμία της κοινής τους εταιρείας, την Κατερίνα Ηρακλείδη. Η τύχη τους θα αλλάξει απρόσμενα μετά το 1835. Τότε περίπου τα δυο αδέλφια μαθαίνουν για τα εξαιρετικά κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από το εμπόριο των βδελλών. Οι θρυλούμενες ιστορίες λένε ότι το έμαθαν από ένα Γάλλο έμπορο ο οποίος αναζητούσε στη περιοχή τα χρυσοφόρα αυτά σκουλήκια. Η δυτική Ευρώπη έδινε υψηλή τιμή. Η ζήτηση ήταν μεγάλη για καθαρά ιατρικούς λόγους. Το είδαν σαν μιαν ανέλπιστη ευκαιρία, γιατί τα έλη γύρω από τη Θεσσαλονίκη έσφυζαν από βδέλλες. Γρήγορα παίρνουν από τη Κωνσταντινούπολη μονοπωλιακή άδεια για να εμπορευθούν το άγνωστο αυτό είδος, πληρώνοντας και το παραδοσιακό μπαχτσίσι, τον κραταιό αυτό θεσμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που τόσο αγαπήσαμε και εμείς. Η άδεια ανανεώνεται κάθε χρόνο με πλειοδοτικό διαγωνισμό τον οποίο έχουν τον τρόπο τους να κερδίζουν πάντα αυτοί. Τα λεφτά αρχίζουν να μπαίνουν στο ταμείο με τη σέσουλα. Τίποτα δεν τους σταματά. Ούτε η μεγάλη φωτιά που κατακαίει το πατρικό τους στη φραγκογειτονιά τον Σεπτέμβριο του 1939, προίκα του πάμπλουτου καπνέμπορα Καυταντζόγλου στη κόρη του Δόμνα, τη μητέρα τους. Ήταν το σπίτι που γεννήθηκαν, τόσο αυτός όσο και ο Μπάμπης. Ευκαιρία να χτίσουν ένα καινούργιο οίκημα στο ίδιο μέρος, ένα πραγματικό κόσμημα. Η παράδοση αναφέρει ότι το σπίτι ανήκε στον Τζέκη. Όπως θα δούμε όμως του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα. Είχε την πλειοψηφία.

Ας σημειώσουμε ότι η απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας από ξένους υπηκόους στην Οθωμανική αυτοκρατορία είχε ιδιαιτερότητες. Τα ακίνητα των ξένων υπηκόων έπρεπε επισήμως να εγγραφούν στο όνομα Οθωμανών γυναικών. Ο πραγματικός ιδιοκτήτης εμφανιζόταν σε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ αυτού και της Οθωμανής υπηκόου που δάνειζε το όνομα της με ένα αντίτιμο. Το 1856 με το Χάτι Χουμαγιούν (Hatt-i-Humayun), άνοιξε η δυνατότητα αγοράς ακινήτων στο δικό τους όνομα. Η άδεια όμως δεν παραχωρήθηκε παρά δέκα χρόνια αργότερα, με το νόμο της 10ης Ιουνίου 1867, ο οποίος προέβλεπε υπογραφή ειδικών πρωτοκόλλων μεταξύ Πύλης και ενδιαφερομένων δυτικών κρατών. Σ’ αυτή τη περίπτωση οι ξένοι υπήκοοι θα εξισώνονταν με τους Οθωμανούς υπηκόους σε ότι αφορά την απονομή δικαιοσύνης για θέματα ιδιοκτησίας, που σήμαινε απονομή από οθωμανικά δικαστήρια και όχι από τα προξενικά όπως προέβλεπαν οι διομολογήσεις. Η Αγγλία το έπραξε με το Πρωτόκολλο της 18ης Ιουνίου 1867. Αυτό όμως δεν φαίνεται να επηρέασε τα ακίνητα των δύο αδελφών τα οποία είχαν αποκτηθεί με τις προηγούμενες διατάξεις. Ως Άγγλοι υπήκοοι ήταν κάτω από το αγγλικό νομικό καθεστώς και η απονομή δικαιοσύνης γινόταν από τα βρετανικά προξενικά δικαστήρια.

Οι επόμενες δύο δεκαετίες θα είναι δυο χρυσές δεκαετίες. Ο Τζέκης, θεωρείται ο πλουσιώτερος κάτοικος της πόλης, με ιδιότροπη και ανάρμοστη συμπεριφορά για τα ήθη της εποχής. Όπως γράφει ο Μπλαντ το 1848, είχε διώξει από το σπίτι τη γυναίκα του και είχε αναλάβει ο ίδιος την ανατροφή της κόρης του, προς μεγάλη αγανάκτηση του Άγγλου προξένου. Σε επιστολή του το 1849, ο πρόξενος αναφέρει ότι είχε δημιουργήσει και άλλα τέσσερα νοικοκυριά με νέες γυναίκες που έφερε από την επαρχία. Τις συντηρούσε, τις φρόντιζε και τις στόλιζε με κοσμήματα. Τις χρησιμοποιούσε για να αγοράζει με το όνομα τους τσιφλίκια, ακίνητα, αποθήκες κλπ. Δημιουργεί επίσης το εξοχικό του στο Ρετζίκι, τον μικρό του παράδεισο. Δανείζει χρήματα σε πασάδες και μπέηδες που του πωλούν τις σοδειές τους. Τους έχει έτσι γερά δεμένους. Τον σέβονταν και τον φοβόντουσαν για τους ισχυρούς δεσμούς με το δοβλέτι. Ο Τζέκης σε όλο αυτό το διάστημα τραβάει από το κοινό ταμείο χρήματα χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Ο πεθερός του Μπάμπη κρατάει τεφτέρι και τα καταγράφει όλα. Να όμως που το 1856 τα γραφεία του εμπορικού πιάνουν φωτιά και καίγονται τα κιτάπια τους, οι λογαριασμοί χάνονται. Αλλά όσο τα λεφτά συνέχιζαν να μπαίνουν στο ταμείο με τους ίδιους φρενήρης ρυθμούς, δεν φαίνεται η κατάσταση αυτή να δημιουργεί κάποιο πρόβλημα.

Ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ με τον γιο του Αμπτντούλ Χαμιτ θα φιλοξενηθούν στο παλατάκι στη φραγκογειτονιά το 1858. Είναι ο μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο σουλτάνος του Τανζιμάτ, του Χάτι Σερίφ, και του Χάτι Χουμαγιούν που προστάτευε τις μειονότητες και εξασφάλιζε την ίση μεταχείρηση όλων των κατοίκων της τεράστιας αυτοκρατορίας. Ο Τζέκης βρίσκεται στο απόγειο του πλούτου και της δόξας. Τα πράγματα όμως αρχίζουν να αλλάζουν με το πέρασμα στη δεκαετία του 1860. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Αμντούλ Μετζίτ το 1861 από φυματίωση, αναλαμβάνει ο αδελφός του, ο Αμπντούλ Αζίζ. Οι μεγάλες δαπάνες του κράτους αυξάνουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού, οι ξένοι χρηματιστές σκέφτονται σοβαρά πια αν πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τη χώρα αν και οι Έλληνες τραπεζίτες του Πέρα κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας τουρκικό χρέος στη Δύση με διπλάσιο επιτόκιο μέσω των εκτεταμένων εμπορικών δικτύων τους. Για να μπει μια τάξη στα οικονομικά του κράτους ιδρύεται το 1863 η γαλλοβρετανική Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, η οποία αναλαμβάνει την πώληση των χρεογράφων του οθωμανικού δημοσίου. Τα επιτόκια ανεβαίνουν και το εμπόριο αρχίζει να δυσκολεύει. Στη Θεσσαλονίκη εμφανίζονται νέοι ανταγωνιστές όπως οι Μοδιάνο, Αλλατίνι, Χατζηλαζάρου και οι δουλειές μοιράζονται. Ο Τζέκης παρόλα αυτά συνεχίζει τον πανάκριβο τρόπο ζωής σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Πράγμα που αναγκάζει τον αδελφό του Μπάμπη να χτυπήσει το κώδωνα του κινδύνου.

..και η Πτώση

Ο Μπάμπης προσπαθεί να φρενάρει τις υπέρμετρες δαπάνες του αδελφού του που χρηματοδοτούνται από το κοινό ταμείο της εταιρείας. Ο Τζέκης αντιδρά. Αυτός δεν είναι η εικόνα της εταιρείας; Δεν μιλά όλος ο ντουνιάς για αυτόν, για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο; δεν κατεβάζουν όλοι με σεβασμό το κεφάλι όταν περνούν από μπροστά του; Έχει λοιπόν κάθε δικαίωμα να τραβά περισσότερα χρήματα από το κοινό ταμείο. Κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που θα διχάσει τα δυο αδέλφια και θα οδηγήσει τον Τζέκη στη καταστροφή. Χάρη στην ημερολογιακή κοστολόγηση των νομικών υπηρεσιών ενός νομικού συμβούλου του Τζέκη, μαθαίνουμε τα καθέκαστα. Ο Ιωακείμ Γκράσι (Gioachino Grassi) τα καταγράφει όλα, κοστολογημένα κάθε φορά με βάση τον χρόνο που διαρκούσαν οι υπηρεσίες του. Έτσι μαθαίνουμε ότι από τις 3 Νοεμβρίου 1867, τα δυο αδέλφια αρχίζουν μεγάλες συζητήσεις, δυο φορές την εβδομάδα.

Οι συζητήσεις πάνε πίσω μέχρι το 1833, χρονιά που άρχισε η κοινή τους εταιρεία, μιλάνε για τα μερίδια, για τις αναλήψεις, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ανακαλύπτουμε ότι ο Μπάμπης προτείνει συμβιβασμούς, χωρίς όμως να γίνονται αποδεκτοί. Πολλές φορές συμμετέχει και ο πρωτότοκος γιος του Μπάμπη, ο Αλφρέδος, αλλά ούτε αυτό φέρνει αποτέλεσμα.

Αρχίζει έτσι να προβάλει δειλά ως μόνη λύση η προοπτική χωρισμού των δυο αδελφών, που σημαίνει διάλυση της εταιρείας. Ο Μπάμπης προτείνει μια συναινετική ρευστοποίηση. Ο Τζέκης αντιστέκεται. Αναγνωρίζει ότι έκανε μεγαλύτερες αναλήψεις από το ταμείο της εταιρείας, της τάξης των τριών πέμπτων, αλλά αυτό ισχυρίζεται ότι ήταν απόρροια του μεγαλύτερου μεριδίου που κατείχε στην εταιρεία. Ένα επίσημο χαρτί του έδινε αυτό το ποσοστό. Θυμάται ότι είχε ένα αντίγραφο το οποίο πρέπει να καταστράφηκε στη πυρκαγιά του 1856. Ίσως όμως να έχει το δικό του αντίγραφο ο αδελφός του. Στέλνει τον Γκράσι να ζητήσει ένα αντίγραφο από τον Μπάμπη. Αυτός βέβαια αρνείται ότι υπήρξε τέτοιο χαρτί. Ο Τζέκης προσφεύγει στο Προξενείο ζητώντας να υποχρεώσει τον Μπάμπη να του δώσει το πολυπόθητο χαρτί. Στη προξενική ακρόαση ο Μπάμπης επαναλαμβάνει ότι δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο έγγραφο. Στις 29 Μαρτίου 1868 οξύνεται η κατάσταση. Ο Μπάμπης καταγγέλλει εγγράφως τον Τζέκη ότι έστειλε τηλεγραφήματα στους συνεργάτες της εταιρείας πληροφορώντας τους ότι η επιχείρηση πρόκειται να διαλυθεί. Υποδείκνυε μάλιστα τον τρόπο που θα έπρεπε στο εξής να εκτελούν τις παραγγελίες τους. Ήταν άραγε πρωτοβουλία με στόχο να πιέσει τον Μπάμπη στο θέμα των μεριδίων; Τον Απρίλιο ο Τζέκης αποφασίζει να ζητήσει τις υπηρεσίες ενός εγνωσμένου κύρους συμβούλου στη Κωνσταντινούπολη, κάποιου Κλίφτον. Στέλνει εκεί τον Γκράσι για 21 μέρες, από 26 Απριλίου μέχρι 17 Μαΐου. Αλλά και από εκεί δεν προκύπτει τίποτα σημαντικό, πλην μιας μεγάλης αύξησης των εξόδων.

Βλέποντας την παρελκυστική τακτική του αδελφού του, ο Μπάμπης αποφασίζει τον Ιούλιο να προσφύγει στο Ανώτατο Προξενικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης (Supreme Consular Court of Constantinople) με αίτημα τη ρευστοποίηση της εταιρείας. Με την έναρξη της δίκης η εταιρεία «Αφοί Άμποτ» διακόπτει τη λειτουργία της. Το ταμείο κλείνει. Είναι η αρχή μιας άλλης περιπέτειας που θα διαρκέσει έξι χρόνια από τον Ιούλιο του 1868 έως τον Ιούνιο του 1874. Κύριος μάρτυς εναντίον του, ο ταμίας της εταιρείας και πεθερός του Μπάμπη, ο Ηρακλείδης. Ο Τζέκης προσπαθεί να πείσει το δικαστήριο ότι είχε τα τρία πέμπτα της εταιρείας, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τα πάντα είχαν καεί. Στο διάστημα αυτό, θα αναγκαστεί να προσφύγει σε μεγάλο δανεισμό για να χρηματοδοτήσει τις διαρκείς ενστάσεις και εφέσεις που υποβάλλει.

Δια χειρός Τζέκη: Λίρας Τουρκίας 3431 6/00 – τρεις χιλιάδας τετρακοσίας τριάντα μία κ’ εξ εκατοστά χρεωστώ ο υποφαινόμενος να πληρώσω ες τον Κύριον Δαβίδ Σ, Φρανσές την 17/29 ερχομ. Μαϊου Ε,Ε ατόκως, κ άλλας τόσας έλαβον παρά του ιδίου εσ σήμερον εσ μετρητά. Θεσσαλονίκη 17/29 Μαρτ, 1871, και η υπογραφή του.

Ζητά μάλιστα από τις γυναίκες στις οποίες είχε χαρίσει πανάκριβα κοσμήματα να του τα δώσουν προσωρινά πίσω. Τα βάζει ενέχυρο στον Σαούλ Μοδιάνο για να αποκτήσει μια εφήμερη ρευστότητα. Βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Η αρχή του συμφωνητικού με το οποίο βάζει ενέχυρο τα κοσμήματα μιας γυναίκας στον ενεχυροδανειστή Σαούλ Μοδιάνο από τον οποίο δανείζεται 1060 τουρκικές λίρες.

Από τη μεριά του ο Μπάμπης εγκαθίσταται στο Βόλο ίσως γιατί έχει κουραστεί από όλη αυτή την ιστορία. Σύμφωνα με τον Εδεσσαίο ιστορικό Ευστ. Στουγιαννάκη μια Ελισάβετ Άμποτ είχε παντρευτεί τον εγκατεστημένο στο Βόλο Λάζαρο Χατζηλαζάρου, πρώτο ξάδελφο του Περικλή. Κατά τον αυστριακό πρόξενο ήταν κόρη του Μπάμπη.

Από αναφορά του αυστριακού προξένου Chiari προς τον υπουργό εξωτερικών Andrassy το 1876 με την ευκαιρία της σφαγής των προξένων «ο κ. Περικλής Χατζηλαζάρου δεν έχει σχέση ούτε με τον κ. Μουλέν ούτε με τον κ. Άμποτ. Αλλά ο ξάδερφος του Περικλή Χατζηλαζάρου που ζει στο Βόλο (ήταν στο Βόλο κατά τη διάρκεια των γεγονότων), είναι παντρεμένος με την αδερφή του κ. Ερρίκου Άμποτ, η οποία είναι επίσης αδερφή της κυρίας Μουλέν»

Στις 5 Φεβρουαρίου 1874 ο Μπάμπης θα αφήσει την τελευταία του πνοή, λίγους μήνες πριν την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης. Στις 23 Ιουνίου 1874, το Ανώτατο Εφετείο για θέματα εκτός Αγγλίας (Judicial Committee of the Privy Council) δικαιώνει τον Μπάμπη. Θα γίνει ρευστοποίηση της εταιρείας με πώληση της ακίνητης περιουσίας μέσω δημοπρασιών. Οι εισπράξεις θα κατανεμηθούν μεταξύ των δύο αδελφών σε ίσα μερίδια. Από το μερίδιο του Τζέκη όμως θα αφαιρεθούν 2 εκατομμύρια γρόσια για να προστεθούν στο μερίδιο του Μπάμπη, ως αποζημίωση των υπεραναλήψεων που είχε κάνει. Τα έξοδα της δίκης όπως και όλων των περαιτέρω διαδικασιών θα επιβαρύνουν τον ίδιο. Το δικαστήριο ορίζει υπεύθυνο για τη ρευστοποίηση της εταιρείας, τον έμπειρο διευθυντή της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Θεσσαλονίκης, Τσαρλς Ουίλιαμ Μπιουκάναν (Charles Willam Buchanan). Σημειώνουμε ότι η υπερανάληψη των δύο εκατομμυρίων αντιπροσώπευε την διαφορά μεταξύ 2,5 και 3 πέμπτα, δηλαδή 0,5/5. Το ένα πέμπτο λοιπόν αντιστοιχεί σε 4 εκατομμύρια γρόσια και τα 5/5 σε 20 εκατομμύρια γρόσια. Είναι μια πρόχειρη εκτίμηση των εσόδων της εταιρείας στα εικοσιπέντε χρόνια λειτουργίας της.

Ο Τζέκης δεν έχει ξαναδεχτεί τέτοιο χτύπημα. Αυτός ο μέγας και πολύς, είναι πια καταχρεωμένος. Μια ύστατη προσπάθεια στο Λονδίνο να κηρύξει χρεοκοπία απλά προσθέτει επί πλέον χρέη. Γίνεται ράκος. Ο Δεκέμβριος της χρονιάς εκείνης τον βρίσκει κατάκοιτο στο κρεββάτι από όπου τον σηκώνουν, νεκρό πλέον, στις 27 Φεβρουαρίου 1875.

Η ρευστοποίηση της Abbott Brothers και η εκτέλεση της Διαθήκης του Τζέκη

Ο υπεύθυνος ρευστοποίησης της κοινής εταιρείας των δύο αδελφών δεν προλαβαίνει να συλλέξει τα στοιχεία που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία ενόψει των δημοπρασιών, όταν γίνεται γνωστός ο θάνατος του Τζέκη. Στη ρευστοποίηση προστίθεται πλέον και η εκτέλεση της διαθήκης. Κληρονόμοι σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία φέρει ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 1829, είναι η σύζυγος του Λύδια Άμποτ και ο μόλις γεννηθείς γιος John Nelson Abbott. Ο τελευταίος, χρηματιστής στο Λονδίνο πια, έρχεται στην Ανατολή για τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις, οι οποίες όπως θα δούμε θα πάρουν χρόνο. Γνωρίζει άπταιστα ελληνικά, αφού έβγαλε το Βασιλικό Γυμνάσιο Αθηνών πριν πάει στο Καίμπριτζ για σπουδές.

Η μητέρα του, με πληρεξούσιο της 1ης Μαρτίου 1875, τον ορίζει νόμιμο εκπρόσωπο της για κάθε απόφαση που θα την αφορά σχετικά με την κληρονομιά ως χήρα του θανόντος την 27η Φεβρουαρίου John Nelson Abbott.

Η ημερομηνία της διαθήκης και οι νόμιμοι κληρονόμοι αναγράφονται σε έγγραφο με το οποίο η Λυδία Άμποτ και ο γιος John Nelson Abbott αποδέχονται τη διαχείριση όλης της περιουσίας του Τζέκη από τον Μπιουκάναν για την εκτέλεση της διαθήκης.

Η ρευστοποίηση της εταιρείας Αφοί Άμποτ και η εκτέλεση της διαθήκης του Τζέκη είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες. Έτσι αμφότερες τίθενται κάτω από το Ανώτατο Προξενικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης με πρόεδρο και δικαστή τον γενικό πρόξενο της Αγγλίας Φίλιπ Φράνσις (sir Philip Francis). Εκτελεστής της περίπλοκης διαθήκης ορίζεται στις 10 Απριλίου 1875, με τη σύμφωνη γνώμη των κληρονόμων του Τζέκη, ο έμπειρος διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Μπιουκάναν στον οποίο ανατίθεται η διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων του Τζέκη.

Απόσπασμα της απόφασης του δικαστηρίου με την οποία ορίζεται από τις 10 Απριλίου 1875 εκτελεστής της διαθήκης του Τζέκη ο διευθυντής της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Θεσσαλονίκης C. W. Buchanan.

Αντικαταστάτης του για τη ρευστοποίηση της εταιρείας «Αφοί Άμποτ» ορίζεται, με τη σύμφωνη γνώμη των κληρονόμων των δύο πλευρών, ο ετεροθαλής αδελφός Βαρθολομαίος Έντουαρντ Άμποτ, γιος του Τζόρτζη και της τρίτης γυναίκας του Ανυσίας, ο οποίος είχε σπουδάσει οικονομικά στην Αγγλία. Συγχρόνως ορίζονται δυο δικηγορικά γραφεία της Κωνσταντινούπολης, των Κέιβαν – Λάμποκ και Ρόμπερτ Μακ Άντριου (Cavan – Lubbock, Robert Mac Andrew) ως εκπρόσωποι όλων των πιστωτών του Τζέκη, δηλαδή των ανθρώπων στους οποίους χρωστούσε. Τα αιτήματα των πιστωτών θα απευθύνονται τόσο στα δύο δικηγορικά γραφεία όσο και στον διαχειριστή της περιουσίας του Τζέκη. Τελική απόφαση επί όλων των θεμάτων θα παίρνει αποκλειστικά το Δικαστήριο στη Κωνσταντινούπολη υπό τον γενικό πρόξενο και δικαστή Φίλιπ Φράνσις.

Αντιπρόσωποι του θανόντος Μπάμπη είναι η χήρα του Κατερίνα και οι γιοι Αλφρέδος και, μέχρι τον τραγικό του θάνατο, Ερρίκος. Το πιο κάτω έγγραφο είναι ιστορικό. Ο Ερρίκος είχε υπογράψει προσφυγή με τη μητέρα του Αικατερίνη και τον αδελφό του Αλφρέδο προς τον διαχειριστή της διαθήκης του Τζέκη για ένα θέμα σχετικό με τη ρευστοποίηση της Abbott Brothers. Η απόφαση επί της προσφυγής βγήκε στις 29 Μαΐου 1876, τρεις εβδομάδες μετά την άγρια δολοφονία του.

This image has an empty alt attribute; its file name is last-document-henry-abbott-31-5-1876.png

Λίγες μέρες μετά την ονομασία του, ο εκτελεστής της διαθήκης λαμβάνει από το Δικαστήριο τα άμεσα μέτρα που πρέπει να πάρει. Θα πρέπει να ετοιμάσει μέχρι την 31η Μαΐου οκτώ εκθέσεις εκ των οποίων μία θα αφορά τα χρέη και μία τη προσωπική περιουσία του Τζέκη. Ξεφυλλίζοντας τις εκθέσεις αυτές μαθαίνουμε ότι τα ποσά τα οποία διεκδικούσαν οι πιστωτές ανέρχονταν σε 4,5 εκατομμύρια γρόσια. Εκτός από το μεγάλο χρέος προς τους κληρονόμους του αδελφού του, ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους δίκης, στις λίστες βρίσκουμε τα ονόματα των μεγάλων χρηματιστών της Θεσσαλονίκης όπως Μοδιάνο, ντε Μποτόν, Νεχαμά, Μπενβενίστε, Ιωάννη Χατζηλάζαρο κλπ. Εκεί βρίσκουμε και ονόματα γυναικών. Πρόκειται για γυναίκες στο όνομα των οποίων είχε γράψει τα ακίνητα. Όπως την Retibe Hanum στην οποία είχε γράψει κτήματα με κατοικία στο Χορτιάτη αξίας 420.000 γροσίων. Σε ορισμένες όμως γυναίκες, εκτός από ακίνητα, είχε χαρίσει και πολλά κοσμήματα. Ανακαλύπτουμε μια Αννέττα Γεωργίου η οποία διεκδικεί 180.000 γρόσια από ενοίκια ακινήτων που ήταν γραμμένα στο όνομα της καθώς και 150.000 γρόσια, την αξία των κοσμημάτων που δάνεισε στον Τζέκη. Μια Ελένη Δημητρίου διεκδικεί μικρότερο ποσό που συμπεριλαμβάνει επίσης τιμαλφή. Το υπόμνημα όμως που υπογράφει η Αννέττα Γεωργίου έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Περιγράφει ένα προς ένα τα κοσμήματα που της είχε χαρίσει ο Τζέκης τα τελευταία 26 χρόνια. Άρα τον γνώριζε από το 1849, πράγμα που επιβεβαιώνει την αναφορά του τότε προξένου της Αγγλίας Τσαρλς Μπλαντ. Πρόκειται για κοσμήματα που είχε δωρίσει στην ίδια αλλά και λίρες που είχε χαρίσει στη γέννηση κάθε παιδιού τους: Μίλτον, Ελίζα, Κλοτίλδη και Ελπίδα. Άλλη επιβεβαίωση της πληροφορίας του Μπλαντ ότι ο Τζέκης είχε αποκτήσει παιδιά με άλλες γυναίκες. Μαθαίνουμε ότι στην Ελίζα Άμποτ χάρισε ένα χρυσό μπρασελέ με διαμάντια καθώς και κινέζικα κοσμήματα όταν επέστρεψε από τις σπουδές της στη Γερμανία. Ακόμη πιο σημαντικό, η έρευνα του εκτελεστή της διαθήκης έδειξε ότι ο Τζέκης είχε γράψει πράγματι στο όνομα της Αννέττας το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του, συμπεριλαμβανομένου του ακινήτου της Retibe Hanum!

Ένα από τα υπομνήματα της Αννέττας Γεωργίου υπογράφεται και από τη κόρη της Ελίζα Άμποτ.

Η τύχη της οικίας επί της σημερινής οδού Φράγκων

Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τις πωλήσεις της ακίνητης περιουσίας. Το μόνο στοιχείο αφορά στο τσιφλίκι Αρακλί το οποίο πουλήθηκε σχετικά νωρίς. Ο Μπιουκάναν αναφέρει σε έκθεση του της 14ης Ιουνίου 1875 ότι βρήκε οκτώ ακίνητα στα βιβλία του εκλιπόντος Τζέκη με την αξία τους σε τουρκικές λίρες. Μερικά του ανήκαν εξ ολοκλήρου, άλλα μερικώς. Το μόνο – και ακριβότερο – ακίνητο στη Θεσσαλονίκη, του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα. Η αξία του μεριδίου του υπολογίστηκε σε 2.500 τουρκικές λίρες (περίπου 250.000 γρόσια), ήτοι, 420.000 γρόσια το σύνολο της οικοδομής. Το 1875 με την χρεοκοπία του τουρκικού δημοσίου ίσως οι τιμές να είχαν πέσει λόγω της γενικής δυσπραγίας. Το ίδιο φαινόμενο γνωρίσαμε και εμείς τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται προφανώς για το ακίνητο που φιλοξένησε τον σουλτάνο Αμπντουλ Μετζίτ το 1858, δηλαδή την οικοδομή που υπήρχε στη σημερινή οδό Φράγκων. Τα υπόλοιπα δύο πέμπτα ανήκαν στον αδελφό του Μπάμπη από την εποχή που έχτισαν το κτίριο μετά τη πυρκαγιά του 1839. Ήταν το πατρικό τους, το σπίτι στο οποίο γεννήθηκαν, κληρονομιά της μάνας τους, της Δόμνας Καυταντζόγλου. Η σχέση τρία πέμπτα – δύο πέμπτα στην ιδιοκτησία του σπιτιού, εκπλήσσει. Ήταν η πάγια θέση του Τζέκη για τα μερίδια της κοινής εταιρείας ‘Αφοί Άμποτ’. Αυτό υποστήριζε, τόσο στις συζητήσεις με τον αδελφό του όσο και στη μεγάλη δίκη στη Κωνσταντινούπολη. Να είχε δίκιο ο Τζέκης; δεν αποκλείεται, γιατί η σχέση που εφαρμόστηκε στην ιδιοκτησία του σπιτιού της φραγκογειτονιάς ίσως αντικατόπτριζε τη μεταξύ τους σχέση στην εταιρεία, η οποία είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Όλα τα στοιχεία όμως είχαν γίνει στάχτη στη πυρκαγιά του 1856. Μετά τον θάνατο του Τζέκη, υποθέτουμε ότι το σπίτι περιήλθε στους κληρονόμους του Μπάμπη οι οποίοι ήταν και οι μεγαλύτεροι πιστωτές χάρη στη δίκη που κέρδισαν. Πρόκειται για τη χήρα Αικατερίνη, τον Αλφρέδο και τον Ερρίκο. Με την εκκαθάριση λοιπόν της κοινής εταιρείας και της διαθήκης του Τζέκη θα έγινε δυνατή η εγκατάσταση του Ερρίκου στο κτήριο της οδού Φράγκων. Εάν δώσουμε βάση στην ανταπόκριση της γαλλικής L’ Illustration, εκεί βρισκόταν και το προξενείο της Γερμανίας με πρόξενο τον Ερρίκο. Όπως αναφέρει η γαλλική επιθεώρηση είχε πάρει αυτή τη θέση χάρη στις υψηλές σχέσεις του ευκατάστατου πεθερού του, Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, γιατρού των δύο προηγούμενων σουλτάνων και ιδρυτή της Ιατρικής Σχολής στη Κωνσταντινούπολη. Τι απέγινε όμως το κτήριο μετά τον θάνατο του Ερρίκου στις 6 Μαΐου 1876; Εικάζουμε ότι τότε πωλήθηκε από τους εναπομείναντες κληρονόμους του Μπάμπη, δηλαδή τη χήρα Αικατερίνη και τον Αλφρέδο, στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα. Ίσως ήταν η τελευταία πράξη του εκτελεστή της διαθήκης Μπιουκάναν πριν μετατεθεί σε άλλη θέση ή η πρώτη πράξη του διαδόχου του, Ρόμπερτ Μένταρτ (Robert Medard), νέου εκτελεστή της διαθήκης από τον Φεβρουάριο του 1877 και μετά.

Η τύχη του Μικρού Παραδείσου στο Ρετζίκι

Το κτήμα στο Ρετζίκι ανήκε εξ ολοκλήρου στον Τζέκη και η τιμή του υπολογιζόταν σε 800 τουρκικές λίρες, περίπου 80.000 γρόσια. Ο Μπιουκάναν όμως υπογραμμίζει τον Ιούνιο του 1875 ότι «σήμερα είναι ένα ερείπιο. Οι στάβλοι έχουν γκρεμιστεί, τα θερμοκήπια πέφτουν και αυτά στο έδαφος, το κυρίως οίκημα έχει άμεση ανάγκη αποκατάστασης και οι κήποι, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν πανέμορφοι, είναι πια γεμάτοι από αγριόχορτα. Κρατώ ένα κηπουρό για ένα και μόνο λόγο, να αποτρέπει την κλοπή των φρουτοφόρων δέντρων». Η πώληση του κτήματος θα έγινε λοιπόν το δεύτερο μισό του 1875 ή το 1876. Αγοραστής, όπως έγραψε ο μοναχός (Φρερ) Ροντρίγκεζ, ήταν ο βαρώνος Φρεντερίκ ντε Σαρνώ (Baron Frédéric de Charneaud), ιδιοκτήτης ορυχείων και εκπρόσωπος της κρατικής Εταιρείας Καπνού “Regie de Tabacs”. Αυτός πήρε τα μάρμαρα και τα ωραία δέντρα για να ομορφύνει τα σπίτια του στη φραγκογειτονιά και στη συνοικία των εξοχών. Το 1895, ο γιος του, ο Εντουάρ ντε Σαρνώ (Edouard de Charneaud), πούλησε τα ερείπια για 200 ναπολεόνια στον Πασκάλ Ρουτζιέρο. Όπως έχουμε δει, ο σπάταλος Εντουάρ ξεπούλησε αργότερα και την ιδιοκτησία του πατέρα του στη περιοχή των εξοχών, την περίφημη έπαυλη “Villa Mon Plaisir” στον Κλεωνα Χατζηλαζάρου. Ο Ρουτζιέρο με τη σειρά του προσπάθησε να κάνει μερικές επιδιορθώσεις, έχτισε μια γεφυρούλα στον χείμαρρο που διέτρεχε το κτήμα και το πούλησε στους Φρερ το 1902 για 10.000 φράγκα. Ο Ροντρίγκεζ αναφέρει ότι στο μεταξύ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ένας ανιψιός του Τζέκη, ασχολήθηκε με το εμπόριο και αγόρασε ένα τεράστιο οικόπεδο δίπλα στη θάλασσα το οποίο είναι γνωστό και σήμερα ως κτήμα Άμποτ. Πρόκειται προφανώς για τον Αλφρέδο Άμποτ τον πρωτότοκο γιο του Μπάμπη. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο Αλφρέδος ήταν στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1876 όταν σφαγιάσθηκε ο αδελφός του και ο γαμπρός του. Ήταν αυτός που έτρεξε στη Χρυσάνθη Οικονόμου – Χατζηλαζάρου ζητώντας να του πει πού κρυβόταν η Στεφάνα, το κορίτσι που είχε αποφασίσει να ασπαστεί το κοράνι. Αν αληθεύει αυτό που γράφει ο Ροντρίγκεζ, τότε θα πρέπει ο Αλφρέδος να έφυγε για ένα διάστημα από τη Θεσσαλονίκη μετά τη δολοφονία του αδελφού του, πηγαίνοντας ίσως στο Βόλο. Θα πρέπει αυτό να έγινε μετά τη πώληση του κτηρίου στη Τράπεζα και του κτήματος στο Ρετζίκι στον Σαρνώ. Στη συνοικία των εξοχών αγόρασε επιστρέφοντας ένα μεγάλο παραθαλάσσιο οικόπεδο όπου έκτισε το σπίτι και προξενείο της Αγγλίας. Εκεί έγινε η απαγωγή του γιου του Ροβέρτου όπως είδαμε στο 2ο Μέρος.

Τι συνέβη με τους πιστωτές του Τζέκη; Μετά την πληρωμή των κληρονόμων του Μπάμπη όπως όριζε η δικαστική απόφαση, τα χρήματα που περίσσευαν δεν έφταναν για να καλύψουν τις απαιτήσεις των άλλων πιστωτών. Έτσι το Δικαστήριο επέβαλε μια γραμμική μείωση των απαιτήσεων κατά 40%. Υπήρχε όμως μια εξαίρεση. Οι απαιτήσεις της Γεωργίου ήταν τόσο μεγάλες που κινδύνευαν να ανατρέψουν την όλη διαδικασία. Το πρώτο μισό του 1876 αναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις του Μπιουκάναν και του Άγγλου προξένου στη Θεσσαλονίκη, J E Blunt, γιου του Τσαρλς Μπλαντ που ήταν πρόξενος την περίοδο 1835 – 1856, με την Αννέττα Γεωργίου. Ο διευθυντής της Τράπεζας ήταν πεπεισμένος ότι η σύντροφος του μακαρίτη Τζέκη θα δεχόταν μια πολύ μικρότερη αποζημίωση από ότι της αναλογούσε με βάση τα χαρτιά του θανόντος, λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης, μιας ουσιαστικά χήρας με τέσσερα παιδιά. Και αυτό τελικά έγινε. Αντί του ποσού των 6.509 τουρκικών λιρών που έδειχναν τα βιβλία του Τζέκη, θα συμφωνήσει σε μια αποζημίωση 600 λιρών προς μεγάλη ανακούφιση των Άγγλων δικαστών. Η μείωση γι αυτήν ήταν 90% !

————

Η διαδικασία ρευστοποίησης και η εκτέλεση της διαθήκης δεν σταμάτησαν όμως ούτε το 1876 ούτε το 1877. Το τουρκικό δημόσιο ανακάλυψε το 1878 ότι ο Τζέκης χρωστούσε φόρους καπνού από Στρώμνιτσα και Δεκάτης από Θεσσαλονίκη για τα έτη 1852 και 1853, τους οποίους είχε εισπράξει αλλά δεν είχε αποδώσει. Κυριολεκτούσε λοιπόν ο Τζέκης όταν κατά την επίσκεψη του σουλτάνου στο Ρετζίκι του είπε ότι το πανέμορφο κτήμα ανήκε στη μεγαλειότητα του (!). Το δημόσιο στράφηκε και αυτό εναντίον των κληρονόμων του Τζέκη απαιτώντας την αποπληρωμή των χρωστουμένων.

Δυστυχώς, όλα έπεσαν πάνω στον γιο του Τζέκη αν κρίνουμε από την αλληλογραφία με τον Άγγλο πρόξενο Θεσσαλονίκης τα πρώτα χρόνια του 1880 για κληρονομικά θέματα. Λέγεται ότι αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα! Καί όχι μόνο. Τα συντρίμμια μιας σπάταλης ζωής επέπλεαν για καιρό στον κόλπο του Θερμαϊκού. Πολλοί έζησαν από αυτόν, πολλοί πλούτισαν αλλά και πολλοί ζημιώθηκαν. Ποτέ όμως δεν θα μάθουμε αν είχε δίκιο ή άδικο στο θέμα της μοιρασιάς της κοινής εταιρείας. Ένα είναι σίγουρο: μια συναινετική διαδικασία, ένας συμβιβασμός, θα ήταν προτιμότερος από μια πανάκριβη και καταστροφική γι αυτόν δικαστική διαμάχη. Κάτι που αρχίζουμε να μαθαίνουμε και στις μέρες μας.

Advertisement

Abbotts of Salonica ΙΙΙ – Ο Μικρός Παράδεισος του Τζέκη Άμποτ

Ι. Από το Ρετζίκι των Προξένων…

Περιγραφή της θερινής διαμονής των ‘φράγκων’ προξένων και εμπόρων της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 18ου αιώνα μας δίνει ο πρόξενος της Γαλλίας Εσπρί Κουζινερύ. Μετά το πρώτο ταξίδι στην Έδεσσα το 1776, όπου αναζήτησε τις Αιγές και την Πέλλα, θα ταξιδέψει to 1779 στις Σέρρες για δουλειές του προξενείου. Βγαίνοντας από την Πύλη του Επταπυργίου, αφήνει στα δεξιά του την κρήνη του Σεΐχη με τα γάργαρο νερό (Σέιχ Σου) και ανεβαίνει τον λόφο που περιβάλλει τη πόλη. Από εκεί αγναντεύει την ωραία κοιλάδα του Ουρεντζίκ (Urendgik), το τότε θερινό θέρετρο της Θεσσαλονίκης, πράγμα που του δίνει την αφορμή να διηγηθεί το ιστορικό της περιοχής. Κατοικώντας και δουλεύοντας στην πιο χαμηλή και ανθυγιεινή γειτονιά της πόλης, δίπλα στο λιμάνι, οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες και έμποροι πήραν τη συνήθεια να διαμένουν τα καλοκαίρια εκτός των τειχών στην κοιλάδα Ουρεντζίκ (Ρετζίκι) όπου έχτισαν ωραία σπίτια.

«Κάθε κατοικία ή ομάδα κατοικιών περιβάλλεται από μεγάλα δέντρα, βελανιδιές, πλατάνια, και ιταλικές λεύκες. Άφθονες πηγές συντηρούσαν τη καταπράσινη χλωρίδα κάνοντας τη διαμονή ευχάριστη… Πριν την (γαλλική) επανάσταση, οι Ευρωπαίοι κάτοικοι των λιμανιών της Ανατολής προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να απαλύνουν τις στερήσεις και τους κινδύνους που καθημερινά διέτρεχαν…Η τακτική των Τούρκων να συμπεριφέρονται άσχημα σ’ αυτούς που ονόμαζαν ραγιάδες, τους οδηγούσε να ζουν μακριά από τη πόλη μεταφέροντας εκεί τον δυτικό τρόπο ζωής και τις συνήθειες τους, κάνοντας έτσι πιο ευχάριστη τη διαβίωση τους…Εδώ, πολύ περισσότερο απ’ότι στη πόλη, νιώθουν την κοινωνική αρμονία και την αίσθηση ότι αποτελούν μια οικογένεια παρότι μέλη διαφορετικών εθνών… Άγγλοι, Γερμανοί, Βενετοί, Γάλλοι ήταν ιδιοκτήτες των περιποιημένων κατοικιών…Κάθε πρωί οι έμποροι, συχνά καθ’ ομάδες, έπαιρναν τον δρόμο για τις δουλειές τους στη πόλη και επέστρεφαν το βράδυ. Οι οικογένειες τους έρχονταν να τους περιμένουν πάνω στα βραχάκια δεξιά και αριστερά του δρόμου. Εκεί άκουγαν τα νέα της ημέρας και έπαιρναν την αλληλογραφία..Κάθε βράδυ συναντιόντουσαν στο σπίτι κάποιου και χόρευαν ενώ άλλες φορές πήγαιναν πικνίκ αφήνοντας στη πόλη τις εμπορικές τους ζήλιες και διαφορές. Ήταν η χρυσή εποχή των Ευρωπαίων της Θεσσαλονίκης…Όλα όμως είχαν αλλάξει όταν ανέλαβα και πάλι τη θέση του προξένου μετά τη παλινόρθωση (σημ. το 1814). Οι παλιές βίλες είχαν γίνει ερείπια και οι μόνοι κάτοικοι ήταν οι κουκουβάγιες (Cousinèry, Voyage dans la Macèdoine, 1831»

…στο Ρετζίκι του Τζέκη Άμποτ

Όπως γράφει ο Κουζινερύ σττη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων η περιοχή εγκαταλείφτηκε από τους προξένους και οι όμορφες πολυεθνικές παρέες διαλύθηκαν. Πολλά χρόνια αργότερα, ένας εγγονός του, ο Τζέκης, θα επιστρέψει εκεί. Θα αγοράσει περισσότερα εδάφη και θα δημιουργήσει τον δικό του μικρό παράδεισο. Ας δούμε πώς περιγράφουν τη ζωή του τρεις άνθρωποι διαφορετικών αφετηριών.

Πρώτος είναι ο μοναχός (Φρερ) Ροντρίγκεζ, καθηγητής του Κολλεγίου Δελασάλ (Frère Rodriquez, professeur du Collège De la Salle). Ο Κ. Βακαλόπουλος ανακάλυψε το χειρόγραφο του μοναχού το οποίο και δημοσίευσε το 1972 (Contribution à l’histoire de la colonie européenne de Thessqlonique vers la fin du XVIIIe siècle). Ο Ροντρίγκεζ δίδαξε στο κολλέγιο για 44 χρόνια, από το 1888 μέχρι το 1932. Όπως αναφέρει στο χειρόγραφο του, αυτά που γράφει τα διάβασε ή τα άκουσε από αυτόπτες μάρτυρες «τα σαράντα χρόνια που βρίσκομαι εδώ». Συμπεραίνουμε έτσι ότι έγραψε το χειρόγραφο περί το 1928. Γράφει λοιπόν:

«Γύρω στο 1825, ο Τζέκης Άμποτ, Έλληνας στο θρήσκευμα, Άγγλος στην υπηκοότητα, είχε την ιδέα να εμπορεύεται βδέλλες, επειδή εκείνη την εποχή η ιατρική τις χρησιμοποιούσε συχνά. Οι βδέλλες του Χορτιάτη, ενός βουνού ύψους 1.200 μέτρων, 20 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, ήταν γνωστές σε όλη την Ανατολή. Μέσω διαφημίσεων, ο Άμποτ έκανε γνωστές αυτές τις βδέλλες στην Ευρώπη, μετά από λίγους μήνες οι παραγγελίες έτρεχαν, ο Τζέκης έστελνε χιλιάδες από αυτές κάθε μέρα: η τιμή αυξανόταν με τη φήμη. Μετά από ένα χρόνο ο Άμποτ πουλούσε βδέλλες ένα φράγκο το κομμάτι. Με ένα μπαχτσίσι, ο πονηρός Σαλονικιός μονοπώλησε αυτό το προσοδοφόρο εμπόριο».

Γνωρίζουμε βέβαια από τα προηγούμενα ότι οι αδελφοί Μπάμπης και Τζέκης Άμποτ ίδρυσαν τη κοινή τους εταιρεία Αφοί Άμποτ το 1833 έχοντας ο καθένας το 50% των μετοχών. Το εμπόριο της βδέλλας άρχισε μετά το 1835, με πολλά κέρδη προς το τέλος της δεκαετίας αυτής. Και ο Ροντρίγκεζ συνεχίζει:

 «Έβαζαν άλογα μέσα στις λιμνούλες που ήταν γεμάτες από αυτά τα υδρόβια σκουλήκια, και έβγαιναν έχοντας καλυμμένα τα πόδια τους από τις πολυπόθητες βδέλλες. Μετά από λίγα χρόνια ο πανούργος έμπορος είχε μια κολοσσιαία περιουσία… Αλλά όσα φέρνει ο άνεμος δεν τα φέρνει ο χρόνος. Ο Τζέκης αποσύρεται από τις επιχειρήσεις και γίνεται σπάταλος. Η κοιλάδα του Ασβεστοχωρίου εκτείνεται από το Χορτιάτη μέχρι τα Πλατανάκια. Ο Τζέκης είχε θαυμάσει τόσες πολλές φορές αυτό το υπέροχο πανόραμα, από την κορυφή του βουνού, που αποφάσισε να το απαθανατίσει… Το μέρος αυτό ονομαζόταν Eurumedjeck (αράχνες). Ο Τζέκης αγόρασε για μερικές τουρκικές λίρες αυτό το άντρο εντόμων γεμάτο με απότομους βράχους, που καλύπτει τουλάχιστον 20 εκτάρια (200 στρέμματα). Μετά από μια μαγική μεταμόρφωση αυτό το μέρος ονομάστηκε Urendjick δηλαδή Μικρός Παράδεισος… Ο νέος άσωτος έβαλε να δουλέψουν 600 εργάτες: ανατινάχτηκαν οι βράχοι με δυναμίτη… και οι πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί το κάστρο, τα γύρω τείχη, οι αναβαθμίδες των κήπων…Άλλοι εργάτες μετέφεραν τη γη από την πεδιάδα πάνω σε μουλάρια… Αρκετοί από τους καλύτερους κηπουρούς της πόλης οργάνωσαν τα παρτέρια. Οι πιο μορφωμένοι γεωπόνοι παρήγγειλαν σπάνια δέντρα από μακρινές χώρες: καλλωπιστικούς λωτούς Αμερικής και ψηλούς κέδρους και πεύκα από τον Λίβανο, συκιές και αμπέλια από τη Σμύρνη… Μετά από πέντε χρόνια δουλειάς και ένα εκατομμύριο τουρκικές λίρες ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση…Οι πρόξενοι προσκλήθηκαν να περάσουν τις διακοπές στο Urendjick. Ο κ. Cousinéry Πρόξενος της Γαλλίας, στενός φίλος του Djeck, έχει καταγράψει σε ένα θαυμάσιο έργο σε δύο τόμους, τη χαρούμενη ζωή που έζησαν αυτοί οι κύριοι εκεί, αυτή την εποχή όχι πολύ παλιά και η οποία ωστόσο φαίνεται μυθική. Η θρησκευτική λειτουργία γινόταν κανονικά. Κάθε Κυριακή ένας καθολικός ιερέας τελούσε Λειτουργία στο παρεκκλήσι, τα ερείπια του οποίου φαίνονται ακόμη και σήμερα. Η ψαλμωδία των πιστών ενωνόταν με τον ήχο των καταρρακτών και το τραγούδι των πουλιών. Στη συνέχεια ποτά σερβίρονταν στην πλατεία στη σκιά των κέδρων και των καστανιών. Στη μέση βρισκόταν ένας πίδακας νερού ύψους είκοσι μέτρων, που περιβάλλόταν από τα αγάλματα που κοσμούν τον κήπο της σημερινής Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας, γιατί εκεί ήταν που γεννήθηκε ο Τζέκης Άμποτ».

Ο μοναχός Ροντρίγκεζ μπερδεύει εδώ δύο εποχές : την εποχή της πρώτης θητείας του Κουζινερύ στη Θεσσαλονίκη (1773 – 1793), μια εξαιρετική περίοδο για τους Ευρωπαίους προξένους και εμπόρους στο Ρετζίκι, με την εποχή του Τζέκη (μετά το 1835) όταν ήταν μόνος εκεί. Ο Τζέκης λόγω της μικρής του ηλικίας δεν μπορεί να είχε σχέσεις με τον Κουζινερύ, ο οποίος αναχώρησε για πάντα από τη Θεσσαλονίκη το 1817, όταν ο Τζέκης έμπαινε στην εφηβεία. Αντίθετα, ο πατέρας του Τζόρτζης, υποπρόξενος της Ρωσίας (1804 – 1818) σίγουρα θα είχε σχέσεις με τον πρόξενο Κουζινερύ στη διάρκεια της δεύτερης του θητείας (1814 – 1817). Αντίθετα, σημαντική πληροφορία είναι ότι ο Τζέκης γεννήθηκε στο πατρικό του σπίτι, κληρονομιά του Καυταντζόγλου στη κόρη του Δόμνα, σύζυγο του Τζόρτζη Άμποτ.

Μια ανάλογη περιγραφή κάνει και ο δημοσιογράφος Σαμ Λεβύ, σε άρθρο του στην εφημερίδα του πατέρα του Journal de Salonique τον Ιούλιο του 1910.

«Κάποιοι αποκαλούν το μέρος urumdjek, από την τούρκικη λέξη “αράχνη”. Το ακίνητο περιβάλλεται από χαράδρες, από μονοπάτια που τυλίγονται και πλέκονται σαν ιστός αράχνης. Άλλοι το αποκαλούν Eureumdjik (από το τουρκικό “Μικρός Παράδεισος”) που είναι πιο κατάλληλη ονομασία. Όπως και να έχει, το Urumdjek ή το Eureumdjik αγοράστηκε πριν από περισσότερα από τρία τέταρτα του αιώνα από τον αείμνηστο Τζέκη Άμποτ. Αυτός ο σπάταλος άνθρωπος που είχε εξαιρετικές εκκεντρικότητες, είχε και ένα πολύ μεγάλο προσόν: λάτρευε τη φύση. Έτσι μπήκε στο μυαλό του να κάνει την περιουσία του μια πραγματική Εδέμ. Το κτήμα έχει έκταση περίπου είκοσι εκτάρια, τα επτά από τα οποία αποτελούν τον κήπο. Αυτός ο κήπος, χωρισμένος σε κλιμακωτές πλαγιές, σχεδιάστηκε από έναν ειδικό που συμφώνησε να έρθει από την Αγγλία παίρνοντας πολλά λεφτά. Έτσι μεταμορφώθηκε από τόπο των αραχνών (Urumdjek) σε αληθινό μικρό παράδεισο (Eureumdjik). Μόνο για σκιερά δέντρα έφερε σχεδόν 80 από τα πιο σπάνια είδη της αμερικανικής χλωρίδας. Πλατάνια, βελανιδιές, έλατα, πεύκα, λεύκες και τόσα άλλα δέντρα στην όμορφη σκιά των οποίων ο άνθρωπος αφοσιώνεται στους πιο υγιείς διαλογισμούς. Την ώρα που ο λόγιος φυσιοδίφης, με την ανεκτίμητη βοήθεια των άφθονων νερών που διαπερνούσαν κελαριστά το ακίνητο έφτιαχνε τους κήπους, ο Τζέκης είχε φέρει αρχιτέκτονες από το Λονδίνο που του έχτισαν ένα παλάτι για το οποίο ξόδεψε υπέρογκα ποσά».

ΙΙ, Η επίσκεψη του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ

Η επίσκεψη του χαλίφη και σουλτάνου Αμπντουλ Μετζιτ στη Θεσσαλονίκη το 1858 και η φιλοξενία του από τον Τζέκη στο πατρικό μέγαρο της σημερινής οδού Φράγκων σημάδεψε έντονα την κοινωνία της πόλης. Πιο κάτω τρεις περιγραφές της επίσκεψης στο εξοχικό του Τζέκη, στο Ρετζίκι.

κατά τον μοναχό Ροντρίγκεζ

«Το 1858, ο σουλτάνος ​​Abdoul-Medjid, επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Τζέκη, σήμερα Οθωμανική Τράπεζα. Ο Abdoul-Hamid, γιος του Σουλτάνου, συνόδευε τον πατέρα του. Ήταν 12 ετών. Δεν πίστευε τότε ότι μισό αιώνα αργότερα θα επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη αιχμάλωτος. Αυτοί οι δύο επιφανείς επισκέπτες προσκλήθηκαν από τον ιδιοκτήτη να επισκεφτούν το Urendjick…κάτι που έγινε δεκτό με μεγάλη χαρά. Έτσι ο Άμποτ διεύρυνε το μονοπάτι που οδηγούσε σε αυτή την υπέροχη βίλα, έχτισε γέφυρες, αγόρασε όλα τα τούρκικα χαλιά που υπήρχαν στα καταστήματα και κάλυψε το δρόμο με αυτά από το σπίτι του μέχρι το Urendjick, δηλαδή σε μήκος επτά χιλιομέτρων. Ένα χαμάμ χτίστηκε ειδικά για την Μεγαλειότατα του, κόστισε 25.000 φράγκα, και σήμερα λειτουργεί ως παρεκκλήσι. Στο τέλος φτάνει η μέρα που ορίστηκε για αυτήν την επίσκεψη. Όλη η Θεσσαλονίκη γιορτάζει, οι χορωδίες, οι μπάντες πνευστών, οι ορχήστρες, προηγούνται, συνοδεύουν, ακολουθούν την πομπή… οι πολυτελείς άμαξες κυλούν στα χαλιά… στη μέση της διαδρομής, η αδελφή του Μορέλ, ηγουμένη του Ορφανοτροφείου του Ζέϊτενλικ εμφανίζεται με ένα αίτημα στο χέρι… Ο Abdoul Medjid κάνει νόημα στις άμαξες να σταματήσουν, διαβάζει το γράμμα, γράφει με μολύβι: “Χορηγείται στο διηνεκές”. Βάζει την υπογραφή του. Ήταν δωρεάν απόληψη νερού για το Ίδρυμά της.

Μετά από λίγο, ο Σουλτάνος ​​βρίσκεται μπροστά στο υπέροχο μέρος του Τζέκη, στο Urendjick. Βάζει το δεξί του πόδι στο σκαλοπάτι για να κατέβει από την άμαξα… Αλλά ο ουρανός είχε συννεφιάσει, μια εκθαμβωτική λάμψη με μια τρομακτική βροντή, θεωρήθηκαν ως κακός οιωνός και η τρομαγμένη Μεγαλειότητά του έβαλε το δεξί πόδι πίσω κοντά στο αριστερό και αρνήθηκε να κατέβει …Τι απογοήτευση για τον Τζέκη! Ήταν στο απόγειο του πλούτου, της ασωτίας και της δόξας του. Αλλά ο Ταρπειανός βράχος ήταν κοντά στο Καπιτώλιο και για τον Άμποτ (σημ. βράχος δίπλα στο Καπιτώλιο της Ρώμης από όπου έριχναν και σκότωναν τους καταδικασμένους)… Παρακάλεσε τον Σουλτάνο να δεχτεί έναν καφέ. Φέρνουν το χρυσό μαγκάλι. Ο καφές ετοιμάζεται καίγοντας χαρτονομίσματα αξίας 60.000 φράγκων…Ο Σουλτάνος ​​ρωτά τον Στρατάρχη που τον συνόδευε αν ο καφές γίνεται πιο νόστιμος όταν βράζει με χαρτονομίσματα παρά με κάρβουνο…Αυτή τη στιγμή ο Τζέκης φέρνει τα κλειδιά της ιδιοκτησίας του σε μια ασημένια πιατέλα και τα προσφέρει στους επιφανείς Επισκέπτες. Ο Παντισάχ τα περιστρέφει, τα επεξεργάζεται και μετά τα δίνει πίσω στον Άμποτ, λέγοντάς του «Η ωραία περιουσία σου θα είναι αφορολόγητη όσο είσαι εσύ κάτοχος».

κατά τον Σαμ Λεβύ

«Προετοιμάζοντας την φιλοξενία του Χαλίφη, ο Τζέκης έβαλε περί τους χίλιους εργάτες να καλλωπίσουν τον κήπο ώστε να είναι αντάξιο στις προσδοκίες του υψηλού επισκέπτη. Για μία μόνο νύχτα που θα περνούσε ο σουλτάνος εκεί, κατασκεύασε ένα μπάνιο με πάχος τοίχων 1,90 μέτρων τους οποίους διακόσμησε εσωτερικά με ζωγραφιές. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κατέβει ο Αμπντουλ Μετζίτ από την άμαξα του στο χρυσοκεντημένο χαλί που ήταν στρωμένο μπροστά στην είσοδο των κήπων, ένας κεραυνός έπεσε εκεί κοντά. Ο σουλτάνος θεώρησε ότι ήταν κακό σημάδι και έκανε πίσω».

κατά τον Σταμ Σταμ

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, σκιτσογράφος και πολιτικός Σταμάτιος Σταματίου (γνωστός ως Σταμ Σταμ) από τη Ναύπακτο είχε διατελέσει νομάρχης στην Έδεσσα τα χρόνια της διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1918 – 1920) αλλά και (1922 – 1924) όπου και παντρεύτηκε. Τον Αύγουστο του 1936 δημοσίευσε στο περιοδικό Μπουκέτο την ιστορία του Τζέκη όπως του την διηγήθηκε ο ‘μπαρμπα Μάνθος’ ένας καφετζής της Αγίας Παρασκευής (παλιά Γενίκιοϊ) στη Θεσσαλονίκη.

«Έλληνας, Θεσσαλονικιός, μεγάλος και πολύς. Μεγαλοκτηματίας, πλούσιος πολύ! Όσο τόπο παίρνει τριγύρω η ματιά σας, όλα δικά του κτήματα ήσανε και τσιφλίκια. Χρήματα είχε άφθονα, λίρες με το σακί, που λένε. Αφού είχε δανείσει και το τουρκικό Δημόσιο ένα εκατομμύριο και διακόσιες χιλιάδες γρόσια!
Μια φορά που ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο καλός σουλτάνος της Τουρκίας, ο Μετζίτ –αυτός που έκανε και τα «μετζίτια»– ζήτησε να πάει να φιλοξενηθεί και στου Τζέκη, εδώ πέρα, τα παλάτια. Απ’ τον μπαμπά μου τ’ άκουσα αυτό!
Σαν το ’μαθε ο Τζέκης, έστρωσε όλο το δρόμο με χαλιά, από του Βαρδαριού την πόρτα ως εδώ. Γιατί τότε υπήρχανε τα φρούρια στη Σαλονίκη και στο Βαρδάρι είχε πόρτα, που κάθε βράδυ στις 12, αλά τούρκα, έκλεινε, τραβώντας αλυσίδα. Ούτε να μπει ούτε να βγει κανένας απ’ την πόλη πιά. Φρουρά έμενε πάντοτε εκεί. Κι απάνω από το θόλο, εκρεμότανε η κοκαλοραχιά ενός ανθρώπου, που θα ήταν γίγαντας, ως τρεις φορές πιο μεγάλη από τη δική μας. Τη θυμούνται όλοι οι παλιοί.
Όξω στα σύνορα του τσιφλικιού, ο Τζέκης, με ψηλό καπέλο, σαν κανένας λόρδος, περίμενε τον πολυχρονεμένο. Δίπλα του κορίτσια όμορφα, ντυμένα σαν αρχαία, με κόκκινα μεταξωτά, να περιποιηθούνε τον σουλτάνο και να του ρίξουν λουλούδια και μυρωδικά.
Ο σουλτάνος στάθηκε, είδε τα ωραία χτήματα και τα ωραία σπίτια, θαύμασε και ρώτησε τον Τζέκη:
— Τίνος είν’ αυτά;
Τι να πει ο Τζέκης; Πώς ήταν δικά του; Μπρος στον σουλτάνο τέτοιος λόγος τότε δεν λεγότανε.
Σαν πονηρός λοιπόν Ρωμιός που ήταν του απάντησε:
— Αφέντη και σουλτάνε μου, όλα δικά σας είναι, όπως κι εγώ.
Ευχαριστήθηκε ο σουλτάνος από την απάντηση και χαμογέλασε.
— Καλά, του είπε, αφού είναι δικά μου, εγώ σου τα χαρίζω.
Κι έπειτα από λίγο:
— Καλά, αφού είσαι κι εσύ δικός μου, τότε γιατί φορείς καπέλο φράγκικο και φέσι δεν φορείς;
Και του πρόσφερε αμέσως ένα φέσι και μέσα ένα παράσημο και μια διαταγή: «Κανένα δικαστήριο Μακεδονικό να μη δικάζει ποτέ τον Τζέκη για ό,τι κι αν κάμει, παρά μόνον ο σουλτάνος».
Έτσι ο Τζέκης έγινε εδώ πέρα μεγάλος και πολύς. Βαλήδες και κατήδες, αγάδες, ντερβισάδες, μαλμουδήρηδες, παρακαλούσαν για τη φιλία του και του κάναν επισκέψεις.
Όταν έβγαινε ο Τζέκης απ’ την πόλη για να ’ρθεί εδώ στα κτήματα κι αργούσε να γυρίσει, του Βαρδαριού η πόρτα έμεινε ανοιχτή και τον περίμενε.
— Τζέκης, μπατριγιάν, κισιτζέκ, έλεγαν οι καπουτζήδες Τούρκοι της φρουράς. (δηλαδή, ο Τζέκη εφέντης θα περάσει).
Και έμενε έτσι ανοιχτή η πύλη ως τις δέκα, έντεκα –μεσάνυχτα δικά μας– μέχρι να γυρίσει ο Τζέκης, ενώ έπρεπε να είναι κλειστή από τις έξι, δώδεκα αλά τούρκα δηλαδή.
— Τζέκης, μπατριγιάν, κισιτζέκ!
Αλλά και ο Τζέκης ποτέ δεν καταχράστηκε το μεγάλο προνόμιο που είχε, να μην τον πιάνει κανένα δικαστήριο.
Μόνον μια φορά, που πιάσαν κάποιον Έλληνα επαναστάτη και τον περνούσαν απ’ εδώ και το ’μαθε ο Τζέκης, ρίχτηκε και τον ελευθέρωσε μεσ’ απ’ των στρατιωτών τα χέρια.
— Πήγαινε, του είπε, και σε διορίζω στα χτήματά μου αγροφύλακα.
Πού να μιλήσουνε οι Τούρκοι!
Του έκαμαν έναν τεμενά βαθύ οι αξιωματικοί και τράβηξαν αδειανοί κατά την πόλη
.

Το εσωτερικό του χαμάμ που κατασκεύασε ο Τζέκης για τον σουλτάνο όπως είναι σήμερα, παρεκκλήσι του κολλεγίου Δελασάλ.

ΙΙΙ. Το άδοξο τέλος του Τζέκη

Η μυθική ζωή του Τζέκη δεν είναι παράδοξο που δημιούργησε μύθους γύρω και από το άδοξο τέλος του.

κατά τον μοναχό Ροντρίγκεζ

«Οι γιοι του άσωτου, βλέποντας την περιουσία τους να εξατμίζεται, ανέλαβαν τη διαχείριση των επιχειρήσεων… ο πατέρας τους, ντροπιασμένος, έμεινε σε ένα δωμάτιο και άφησε τον εαυτό του να λιμοκτονήσει από φόβο μήπως δηλητηριαστεί από τους γιους του. Οι δύο γιοι μήνυσαν ο ένας τον άλλον για το πατρικό σπίτι που ο καθένας διεκδικούσε. Ο μεγαλύτερος κάλεσε τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου του Παρισιού. Ο νεότερος κάλεσε τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου του Λονδίνου. Η δίκη κράτησε πολύ…Οι διάδικοι, αποδοκιμαζόμενοι στη Θεσσαλονίκη μετά τον θάνατο του πατέρα, πούλησαν τα ακίνητα που τους είχαν απομείνει και αποσύρθηκαν χωρίς φανφάρες στην Αγγλία. Αυτό έχω διαβάσει ή ακούσει να λένε αυτόπτες μάρτυρες, στο Urendjick, που ανήκει σήμερα στους Φρερ. Εγώ είμαι εδώ περίπου σαράντα χρόνια »

κατά τον Σαμ Λεβύ

«Το επεισόδιο με τον σουλτάνο σήμανε την αρχή της πτώσης του Τζέκη. Μέχρι τον θάνατο του η ζωή γινόταν όλο και πιο άθλια. Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από το μηδέν, κατόρθωσε να συσσωρεύσει μια κολοσσιαία περιουσία αλλά πέθανε στη ψάθα χωρίς να βρεθεί ένας ελεήμων να του προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Έτσι το ήθελε η ανθρώπινη μοίρα».

κατά τον Σταμ Σταμ

« Μα έχει η τύχη και τις ημέρες τις ανάποδες. Σκότωσαν τον Σουλτάν-Μετζίτ οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη. Ήρθεν άλλος, ήρθεν ο Αζίζ, κι ύστερα άλλος, που δεν θυμούμαι τ’ όνομά του, τον σκότωσαν κι αυτόν και ήρθεν ο Σουλτάν-Χαμίτ. Τότε ο Τζέκης, που θεωρήθηκε φίλος του Μετζίτ, άρχισε να χάνει. Δεν τον πείραξε κανείς, αλλά κατάλαβε ότι τα πράματα δεν ήσαν πια γι’ αυτόν σαν πρώτα. Ζητούσε τα λεπτά που είχε δανείσει στο τουρκικό Δημόσιο κι ούτε απάντηση του δίναν. Τότε, τι σκέφτηκε κι αυτός; Επήρε όλα τα δέκατα του καζά Θεσσαλονίκης, για να ισοφαρίσει με αυτά τα χρήματα που είχε να λάβει από το Δημόσιο. Αλλά ο Τούρκος μαλμουντήρης (οικονομικός έφορος) της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος βαλής του είπαν:

— Τζέκη εφέντη, ό,τι έχεις να πάρεις απ’ το κράτος, να το ζητήσεις από τη Σταμπούλ. Εμείς εδώ είμαστε υπάλληλοι του ντοβλετιού. Σ’ έχουμε γραμμένο στα χαρτιά μας, πρέπει να πληρώσεις, γιατί θα σου πάρουμε τα χτήματα και θα πας και φυλακή.

Πείσμωσε ο Τζέκης, αλλά πεισμώσαν κι αυτοί. Τον βρήκαν και κάνα δυο ανάποδες σοδιές, κι ένα πρωί το τουρκικό Δημόσιο του κατάσχεσε το σπίτι, που είναι τώρα η Οθωμανική η Τράπεζα, του κατάσχεσε απέναντι τους στάβλους, εκεί που είναι του Λοβέρδου χάνι, του κατάσχεσε τα κτήματα εδώ, τίποτα δεν τ’ άφησε, τον πέταξε στο δρόμο, του ’φαγε και τα χρήματα. Τουρκιά ήταν αυτή· ποιος θα της μιλούσε; Έτσι μια μέρα χάθηκε φτωχός και κακομοίρης».

Επόμενο 4ο Μέρος, Η άνοδος και η πτώση του Τζέκη Άμποτ

Abbotts of Salonica ΙΙ – Από τη Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη

Ι. Ο χρόνος και οι συνθήκες άφιξης του Βαρθολομαίου Έντουαρτ στη Θεσσαλονίκη

«Ο πρώτος Άμποτ που ήρθε στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Βαρθολομαίος Έντουαρτ, ιδρυτής της English Levant Company. Όταν έφτασε στη πρωτεύουσα της Μακεδονίας το 1771, ο Βαρθολομαίος Έντουαρτ είχε μια Ελληνίδα σύζυγο από τη Σμύρνη με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά τα οποία υπό την επιρροή της μητέρας τους έγιναν πραγματικοί λεβαντίνοι». Έτσι περιγράφει την έλευση του Βαρθολομαίου η Μερόπη Αναστασιάδου στο κλασικό πλέον βιβλίο της «Salonique, 1830-1912. Une ville ottomane à l’âge des Réformes». Η θέση αυτή αποτελεί την κυρίαρχη άποψη του περασμένου αιώνα μεταξύ των ιστορικών. Μια συμπληρωματική εκδοχή αναφέρει γάμο – σε Θεσσαλονίκη ή Άγκυρα – με την Σάρα Σασώ, χήρα του εμπόρου Γκαμπριέλ Σασώ (Gabriel Chasseaud). Σμύρνη; Άγκυρα; Κωνσταντινούπολη; Ένα πυκνό πέπλο κάλυπτε την αρχή από την οποία ξεκίνησε η εποποιία των Άμποτ στη Θεσσαλονίκη. Η παρούσα έρευνα προσπαθεί να δώσει μερικές απαντήσεις και μια πιο καθαρή εικόνα.

Πρώτα από όλα η Levant Company είχε παρουσία στη Θεσσαλονίκη με ένα μικρό γραφείο (factory) από το 1715, όταν έφτασε εκεί από τη Σμύρνη ο έμπορας Richard Kemble ο οποίος ήταν και ο πρώτος πρόξενος της Αγγλίας. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στη χρονιά έλευσης του Βαρθολομαίου στη Θεσσαλονίκη. Είναι αλήθεια ότι είχε σχεδιάσει και προετοιμαστεί να μετακομίσει από τη Κωνσταντινούπολη το 1771 αφού την άνοιξη της χρονιάς εκείνης υπέβαλε αίτηση για εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Αυτό όμως, τυπικά τουλάχιστον, δεν έγινε δυνατό λόγω της διένεξης με τον Άγγλο πρέσβη για την “προδοσία του” στην απελευθέρωση του γαμπρού του Αλεξέι Ομπρέσκοφ. Ο πρέσβης για να τον τιμωρήσει απέσυρε την βρετανική προστασία από τον Βαρθολομαίο και αρνήθηκε να υποβάλει στη Πύλη άδεια εγκατάστασης του στη Θεσσαλονίκη. Η Levant Company όμως τον αναφέρει ως μέλος το 1773 όπως δείχνει ο κατάλογος της (David Wilson, Admissions of Freemen and Grants of Liberty of Trade, 1695-1824, 2017). Μπορούσε με άλλα λόγια να ασκήσει εμπόριο με το όνομα του έχοντας ως βάση τη Κωνσταντινούπολη, όχι όμως τη Θεσσαλονίκη. Το πρόβλημα λύθηκε με τον απρόοπτο θάνατο του πρέσβη σε ταξίδι του στη Βενετία τον Αύγουστο του 1775 (Basil C. Gounaris…). Έτσι ο Βαρθολομαίος μπόρεσε να εγκατασταθεί το 1776 στη πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από έρευνα των αρχείων του γραφείου της Θεσσαλονίκης όπου φαίνεται καθαρά ότι η εκεί εμπορική δραστηριότητα του Βαρθολομαίου ξεκινά το 1777, με το εμπορικό πλοίο Resolution που του έφερε από το Λονδίνο 20 μπάλες βαμβακιού (D. Vlami, Entrepreneurship and relational capital in a levantine contex, 2009).

Το τρίτο στοιχείο αφορά στον γάμο του Βαρθολομαίου με τη χήρα Chasseaud. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι δεν φαίνεται να υπήρχε έμπορος με αυτό το όνομα στη Θεσσαλονίκη πριν από την άφιξη του Βαρθολομαίου, πλην ενός φούρναρη Jean Chassaud από τη Μασσαλία, ο οποίος δεν είχε ασχοληθεί με το εμπόριο. Αντίθετα γνωρίζουμε ότι υπήρχε στη Κωνσταντινούπολη το πρώτο μισό του 18ου αιώνα ο γεννημένος στη Σμύρνη έμπορος Jean Baptiste Chasseaud, Γάλλος με ολλανδική προστασία, καθώς και κάποιος Gaspard Chasseaud (David Wilson, Early Chasseauds in the Levant, 2011). O Ιsmael Kadi όμως στην έρευνα του «Ottoman and Dutch merchants in the 18th century, 2012» ανακάλυψε ότι τον Ιούνιο του 1759 εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα ένας έμπορος με ολλανδική προστασία ονόματι Γκαμπριέλ Σασώ (Gabriel Chasseaud) ο οποίος είναι ο άνθρωπος που μας ενδιαφέρει. Ήταν μάλιστα η τελευταία εταιρεία υπό ολλανδική προστασία (Chasseaud & Co) που εγκαταστάθηκε εκεί. Ο γεννημένος το 1740 Γκαμπριέλ γράφει το 1760 σε επιστολή του στον Ολλανδό Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη ότι “αναγκάστηκε να παντρευτεί εκεί μια νεαρή Ελληνίδα στενή συγγενή της κυρίας Άμποτ” (“had been forced to marry a Greek girl, a close relative of Mrs. Abbott”, Anatolicap. 251, 1995). Κυρία Άμποτ ήταν η Ελληνίδα σύζυγος του Πήτερ Άμποτ, του ταμία της Levent Company στη Κωνσταντινούπολη. Οι σχέσεις των Ευρωπαίων με ντόπιες γυναίκες ήταν συχνά αιτία τριβών με τις τοπικές αρχές αλλά και με την Πύλη. Χωρίς να είναι γνωστές οι λεπτομέρειες του επεισοδίου αυτού, φαίνεται ότι ο εικοσάχρονος Γκαμπριέλ ξεπέρασε τα επιτρεπόμενα όρια με την όμορφη Σάρα, κόρη του Ρωμιού Αναστασίου Ραζή, συγγενικής οικογένειας της συζύγου του Πήτερ Άμποτ. Η όλη ιστορία καταλήγει σε αναγκαστικό γάμο και στη γέννηση το 1761 του Πιέρ Σασώ (Pierre Philippe Chasseaud, 1761 – 1843) και λίγο αργότερα της Φιλίτσας Σασώ (Felicia Chasseaud).

Όπως είδαμε, στην Άγκυρα εγκαθίσταται το 1768 και ο Τζάσπερ Άμποτ με την γυναίκα του Κυριακή και τα τρία αγόρια τους. Λόγω συγγένειας, οι οικογένειες Άμποτ και Σασώ θα είχαν στενές σχέσεις. Ο Βαρθολομαίος στα επαγγελματικά του ταξίδια θα εντυπωσιαστεί από την όμορφη Σάρα. Ο Τζάσπερ Άμποτ είδαμε ότι πέθανε στην Άγκυρα το 1774 σε ηλικία 43 ετών. Ο Βαρθολομαίος έφτασε στη Θεσσαλονίκη το 1776 έχοντας στο πλάι του τη Σάρα, η οποία εκτός από τον Πιέρ και τη Φιλίτσα, κυοφορούσε μάλλον και τον George Frederick (Τζόρτζη), το πρώτο δικό τους παιδί. Θα πρέπει να παντρεύτηκαν στην Άγκυρα ή στη Κωνσταντινούπολη, πριν αναχωρήσουν όλοι μαζί με πλοίο για τη Θεσσαλονίκη. Ο Γκαμπριέλ απουσιάζει από το κάδρο χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο, πιθανότατα θύμα και αυτός της δυσεντερίας που είχε πλήξει την Άγκυρα.

Ο Χένρυ Χόλαντ (Henry Holland) στο βιβλίο του «Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, 1815» αναφέρει ότι επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη τέλη Νοεμβρίου του 1812. Γράφει χαρακτηριστικά : «οι οικογένειες των Φράγκων που κατοικούν εδώ και καιρό στο Λεβάντε, χάνουν σταδιακά τα πολλά τους εθνικά χαρακτηριστικά, καθώς ταυτίζονται περισσότερο με τις συνήθειες της χώρας στην οποία ζουν…Ένα τέτοιο εντυπωσιακό παράδειγμα έπεσε στην αντίληψή μου, με την οικογένεια του κυρίου Άμποτ (Βαρθολομαίου), Άγγλου εμπόρου της Θεσσαλονίκης. Η διαμονή του για περισσότερο από μισό αιώνα σε διάφορα μέρη της τουρκικής αυτοκρατορίας, έχει αφαιρέσει από τον κύριο Άμποτ οτιδήποτε αγγλικό, εκτός από το όνομά του και μια ατελή γνώση της γλώσσας. Φοράει ρούχα του τόπου, μιλά τα τουρκικά σχεδόν ως μητρική του γλώσσα και συνεργάζεται κυρίως με Τούρκους. Στη διάρκεια της μακράς διαμονής του στο εξωτερικό, τα σαράντα δύο χρόνια τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη και δεκατρία στο βόρειο τμήμα της Μικράς Ασίας. Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα από εκεί και ο γιος του (ο Τζόρτζης), το μόνο άτομο στην οικογένεια που μιλά αγγλικά, είναι επίσης παντρεμένο με γυναίκα του ίδιου έθνους. Φάγαμε μία ή δύο φορές στο κ. Άμποτ κατά την παραμονή μας στη Θεσσαλονίκη. Οι χρήσεις του σπιτιού του διέφεραν ελάχιστα από αυτά της κοινής ελληνικής κοινωνίας και οι κυρίες της οικογένειας τηρούσαν σχολαστικά την ελληνική νηστεία, η περίοδος της οποίας είχε μόλις αρχίσει». Βέβαια ο Βαρθολομαίος ήταν γέννημα και θρέμμα της Ανατολής, δεν είχε έλθει δηλαδή στο Λεβάντε από την Αγγλία. Ίσως έγινε παρανόηση αυτών που του είπε ο Βαρθολομαίος όπως και τα σαράντα-δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τα οποία αντιστοιχούν στο χρόνο από την αίτηση που είχε υποβάλει για την ίδρυση της εταιρείας του εκεί. Αντίθετα τα δεκατρία χρόνια που είχε περάσει ο Βαρθολμαίος “στο βόρειο τμήμα της Μικράς Ασίας” ίσως σημαίνει ότι είχε συνοδεύσει τον πρωτότοκο αδελφό του Τζάσπερ στην Άγκυρα, πράγμα όμως που δεν προκύπτει από το ημερολόγιο του γιου του Τζάσπερ, Χένρυ. Οι κυρίες της οικογένειας είναι προφανώς η σύζυγος του Βαρθολομαίου, Σάρα, η σύζυγος του Τζόρτζη, Δόμνα, και η κόρη τους Σαρούλα.

Το σημαντικό λοιπόν είναι ότι το 1776 υπάρχει στη Θεσσαλονίκη μια νέα οικογένεια με έναν σαραντάχρονο Βαρθολομαίο και μια τριανταπεντάχρονη Σάρα που θα γίνουν η αφετηρία των Άμποτ της Θεσσαλονίκης.

ΙΙ.Τα πρώτα παντρολογήματα στη Θεσσαλονίκη

Παράλληλα με τις οικονομικές δραστηριότητες ο Βαρθολομαίος θα τακτοποιήσει και τις οικογενειακές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Πρώτα θα παντρέψει τη θετή του κόρη Φιλίτσα Σασώ, μετά την ανιψιά του Μαίρη Άμποτ με τον θετό του γιο Πιέρ/Πήτερ Σασώ και στη συνέχεια την έτερη ανιψιά Ελισάβετ Άμποτ. Θα ακολουθήσουν τα φυσικά του παιδιά που απέκτησε με τη Σάρα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1788 θα παντρέψει στο Ρετζίκι την θετή του κόρη Φιλίτσα Σασώ (Felicia Chasseaud) με τον πρόξενο της Βενετίας στη Θεσσαλονίκη κόμη Τζουζέπε Κοχ (Joseph (Giuseppe) de Coch) και θα αποκτήσουν έντεκα παιδιά, έξι αγόρια και πέντε κορίτσια. Το γεγονός ότι ο γάμος γίνεται στο Ρετζίκι, δείχνει ότι Βαρθολομαίος είχε ήδη αποκτήσει εξοχική κατοικία εκεί όπως οι περισσότερο πρόξενοι και έμποροι της πόλης. Ο Τζουζέπε Κοχ είχε διαδεχτεί στο προξενείο τον πατέρα του Πιέτρο Κοχ το 1786, ο οποίος είχε συνάψει πολύ φιλικές σχέσεις με τον Βαρθολομαίο. {Ο Βαρθολομαίος μάλιστα εξάσκησε και καθήκοντα αναπληρωτή προξένου της Βενετίας όταν ο Τζουζέπε αναχώρησε με άδεια στη Βενετία για ένα έτος το 1791 – 1792 – Σπ. Λάμπρος, Το εν Θεσσαλονίκη Βενετικόν Προξενείον, 1912}. Μετά τη πτώση της Βενετίας στον Ναπολέοντα, ο Κοχ έγινε πρόξενος της Αυστρίας. Ο Χένρυ Χόλαντ γράφει: «Ο κύριος Chasseaud, ο οποίος είναι συγγενής του κ. Abbott και συνδέεται με το αγγλικό κατεστημένο στο Λεβάντε, μας γνώρισε τον αυστριακό πρόξενο, στο σπίτι του οποίου περάσαμε δύο πολύ ευχάριστες βραδιές. Η συντροφιά αποτελούνταν από Έλληνες, Γερμανούς, Άγγλους και λίγους Γάλλους. Οι κυρίες της οικογένειας του Προξένου, και η κυρία και η κόρη του κ. Chassaud ήταν οι μόνες γυναίκες. Ο Αυστριακός πρόξενος και ο κ. Chassaud είναι παντρεμένοι με αδερφές ελληνικής οικογένειας. Οι κόρες τους αποτελούν το πιο καλλιεργημένο κομμάτι της γυναικείας κοινωνίας στη Θεσσαλονίκη, και είναι περισσότερο επηρεασμένες από τα ελληνικά πρότυπα στη φορεσιά, στους τρόπους και στη γλώσσα τους». Στη πραγματικότητα βέβαια ο γυναίκα του προξένου Κοχ ήταν αδελφή του Πήτερ Σασώ.

Την επόμενη χρονιά ο Βαρθολομαίος θα παντρέψει τον θετό του γιο Πήτερ Σασώ (Peter Chasseaud, 1761-1843) με την ανιψιά του, και κόρη της Κυριακής Άμποτ, Μαίρη (1770-1844). Ας σημειώσουμε ότι το 1781 ο Pierre Chasseaud αποκτά την αγγλική υπηκοότητα και στο εξής θα είναι γνωστός ως Peter Chasseaud. Θα αποκτήσουν πολλά παιδιά μεταξύ των οποίων τον Τζάσπερ, τον Ουίλιαμ, τον Γκαμπριέλ (Gabriel Chasseaud, 1790-1864), και τον Χένρυ (Henry Chasseaud, 1796-1878). Ο τελευταίος θα παντρευτεί το 1824 τη Μαργαρίτα Σαρνώ (Margaret Charnaud), κόρη του Άγγλου προξένου, με την οποία θα αποκτήσουν την Αδελαϊδα (1830) και τον Τζών (John Charnaud, 1834 – 1910), μετέπειτα διευθυντή του αλευρόμυλου Αλλατίνη. Η Ρουθ Καρκ, στο βιβλίο της «American Consuls in the Holy Land, 1994» θα γράψει για κάποιον Τζάσπερ Σασώ (Jasper Chasseaud) από τη Θεσσαλονίκη που γίνεται πρώτος πρόξενος των ΗΠΑ στη Βηρυτό το 1833 μετά από προσπάθειες του θείου του Πήτερ Άμποτ, προξένου της Αγγλίας: «A native of Salonika, Chasseaud was a succesful Beirut businessman, one of a group of local entrepreneurs who were instrumental in the gtowth of the city as an important commercial center of the eastern Mediterranean». Πρόκειται για τον Τζάσπερ, γιο του Πήτερ Σασώ και της Μαίρης Άμποτ, ο οποίος εμφανίζεται το 1817 ως μέλος στα κατάστιχα της Levant Company της Βηρυτού. Θα σταδιοδρομήσει ως έμπορος στη Βηρυτό και το 1833 θα γίνει ο πρώτος πρόξενος των ΗΠΑ. Θα αποκτήσει πολλά παιδιά εκ των οποίων ο George Washington Chasseaud θα γίνει διάσημος με το κλασικό βιβλίο του για τους Δρούσους του Λιβάνου (The Druses of the Lebanon: Their Manners, Customs, and History. With a Translation of their Religious Code, 1855).

Στις 19 Απριλίου 1790 ο Βαρθολομαίος θα παντρέψει την άλλη ανιψιά του Ελισάβετ Άμποτ με τον υπό γαλλική προστασία Αντόνιο Γκλιούμπιχ (Antonio Gliubich, 1747-1798), Σαλονικιό με καταγωγή από τη Ραγούσα. Το ζευγάρι θα αποκτήσει το 1792 τον Pierre που τον φωνάζουν Πετράκη (Petracchi Gliubich). Ο Αντόνιο πεθαίνει πολύ νέος στο Ρετζίκι, το καλοκαιρινό προάστιο για τους πλούσιους εμπόρους της Θεσσαλονίκης και τους Ευρωπαίους διπλωμάτες, όπως γράφει ο τότε Γάλλος πρόξενος Εσπρί Κουζινερύ (Voyage dans la Macedoine, 1931). Η μητέρα του παντρεύεται ξανά πολύ γρήγορα έναν Γάλλο έμπορο, τον Φιλίπ Φουκιέ (Philibert Fouquier). Ο Πετράκης θα σταλεί στο Παρίσι, στο περίφημο λύκειο Louis le Grand που υπάρχει και σήμερα, όπου μελετά ανατολικές γλώσσες μεταξύ του 1803 και του 1808. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη εργάζεται ως συνέταιρος στην εμπορική εταιρεία του θετού πατέρα του και στις 19 Μαρτίου του 1812 παντρεύεται τη κόρη του Βαρθολομαίου και της Σάρας, την Μαρία Κανέλα Άμποτ (1785 – 1850) η οποία συμβαίνει να είναι και θεία του! Πράγματι, ο Πετράκης είναι εγγονός του Τζάσπερ Αμποτ, αδελφού του πατέρα της Μαρίας Κανέλας. Θα αποκτήσουν ένα αγόρι το οποίο δεν επιζεί και έξι κόρες. Ας σημειώσουμε ότι η τέταρτη κόρη Φανή Βιργινία Γκλιούμπιχ θα παντρευτεί τον Μανόλη Σαριδάκη από τη Κρήτη. Ο γιος τους, ο οποίος θα πάρει το όνομα του παππού Αντόνιο (Antoine Saridaki), θα δουλέψει στην Οθωμανική Αυτοκρατορική Τράπεζα στη Θεσσαλονίκη. Το ίδιο και ο δικός του γιος, ο Αλφόνσος, αρχίζοντας από το Μοναστήρι και κλείνοντας τη καριέρα του στη Κωνσταντινούπολη ως διευθυντής.

Στις 3 Φεβρουαρίου του 1802, ο Βαρθολομαίος θα παντρέψει την μικρή του κόρη Άννα (Annetta Abbott, 1789-1834) με τον Γάλλο έμπορο Αντουάν Παρσύ (Antoine Parsy, 1771-1833). Θα αποκτήσουν εννέα παιδιά, οκτώ κορίτσια και τελευταίο ένα αγόρι. Ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια Γάλλων εμπόρων να απαλλαγούν από τη γαλλική προστασία την περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων, όταν η Μασσαλία ήταν αποκλεισμένη και είχαν αναδουλειές, αλλά και για να ξεφύγουν από τις ποινές που επέβαλε το δικό τους προξενείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αντουάν Παρσύ, ο οποίος για να αποφύγει πρόστιμο που του είχε επιβάλει ο Γάλλος πρόξενος Κλεραμπώ (Clairambault), προσέφυγε στο σουηδικό προξενείο, στο οποίο πρόξενος ήταν τότε ο πεθερός του Βαρθολομαίος, και πήρε σουηδική προστασία. Όπως διαμαρτύρεται ο Γάλλος πρόξενος το 1806 σε έγγραφο προς τον Ταλεϋράνδο « (ο Παρσύ) μου έκανε γνωστό ότι είχε πλέον σουηδική προστασία με βούλα και του Σουλτάνου και συνεπώς δεν ήταν πια Γάλλος αλλά Σουηδός» ! (Mathieu Justin, Le consulat de France à Salonique 1781 – 1913, 2014).

Τα παντρολογήματα του Βαρθολομαίου στη ΘεσσαλονίκηΣτην αριστερή κολόνα οι δύο ανεψιές του Βαρθολομαίου, παιδιά του αδελφού του Τζάσπερ και της Κυριακής Αθανασίου. Στη μεσαία κολόνα τα παιδιά του Γκαμπριέλ και της Σάρας Σασώ, θετά παιδιά του Βαρθολομαίου. Στη δεξιά κολόνα τα δικά του παιδιά με τη Σάρα Σασώ. Με κόκκινες γραμμές οι γάμοι τους.

ΙΙΙ. Οι οικονομικές δραστηριότητες του Βαρθολομαίου

Με την άφιξη του στη Θεσσαλονίκη ο Βαρθολομαίος άρχισε την εμπορική του δραστηριότητα (1777), μάλλον ως μεμονωμένος έμπορος. Αργότερα συνεχίζει ιδρύοντας κοινή εταιρεία με τον θετό του γιο Πήτερ, την B. E. Abbott & P. Chasseaud. Ο Πήτερ Σασώ φέρεται στα αρχεία της Levant Company ως μέλος της το 1788. Άρα η κοινή εταιρεία πρέπει να ιδρύθηκε τότε. Μια άλλη εταιρεία, η G. F. Abbott & Co, του γιου του Τζόρτζη, θα ιδρυθεί αργότερα με την ενηλικίωση του. Σ’ αυτήν συμμετέχουν, εκτός από τον Τζόρτζη και τον πατέρα του, ο πεθερός του Νάνος Καυταντζόγλου με 70.000 πιάστρα όπως και το άλλο εξέχον μέλος της ελληνικής κοινότητας, ο Θεόδωρος Χοϊδάς. Δεν υπήρχαν τότε τραπεζικοί οργανισμοί και η ίδρυση μιας εμπορικής εταιρείας προϋπέθετε κεφάλαιο είτε από κληρονομιά, είτε από προίκα, είτε από πίστωση συγγενών και φίλων οι οποίοι καρπώνονταν ετήσιο εισόδημα. Η καλή εξέλιξη της εταιρείας έφερνε συνήθως αύξηση κεφαλαίου με την συμμετοχή και άλλων επενδυτών συνήθως από την εμπορική κοινότητα. Ο διαχωρισμός μεταξύ ταμείου της εταιρείας και οικογενειακού ταμείου δεν ήταν πάντα σαφής, πράγμα που δημιουργούσε συχνά υποψίες, τριβές ακόμη και καταγγελίες για διασπάθιση χρημάτων μεταξύ των μετόχων.

Κάτι τέτοιο συνέβη και με την εταιρεία B. E. Abbott & P. Chasseaud. Το κεφάλαιο προερχόταν α) από πίστωση της Σάρας Σασώ – τα δύο τρίτα της οποίας είχαν γραφεί στο όνομα του συζύγου της Βαρθολομαίου και το ένα τρίτο στο όνομα του γιου της – β) από πίστωση του γιου τους Τζόρτζη, και γ) από πίστωση του Καυταντζόγλου. Το 1811, ο Πήτερ καταγγέλλει ότι ο ετεροθαλής αδελφός του χρέωσε την εταιρεία με 5.500 πιάστρα ενώ θα έπρεπε αυτά να χρεωθούν στον λογαριασμό του θετού του πατέρα. Επί πλέον δεν αναγνωρίζει ως έξοδα της εταιρείας ετήσια δαπάνη 3.500 πιάστρων για τη συντήρηση του οικογενειακού σπιτιού. Μετά τον θάνατο του Βαρθολομαίου το 1817 προέκυψε θέμα με τη μοιρασιά του ταμείου και των αποθεμάτων που βρίσκονταν στις αποθήκες. Ο Τζόρτζης διεκδικούσε την επιστροφή μιας πίστωσης 36.570 πιάστρων προς τον πατέρα του, η Ανέτα την επιστροφή της προίκας των 10.000 πιάστρων που είχε δανείσει στην εταιρεία ενώ η Μαρία Κανέλα ζήτησε την κατάθεση όλων των βιβλίων, λογαριασμών και παραστατικών της εταιρείας και των προσωπικών αρχείων του πατέρα της στο αγγλικό προξενείο για λογιστικό έλεγχο. Οι δυο αδελφές με άλλα λόγια δεν είχαν εμπιστοσύνη στον αδελφό Τζόρτζη ο οποίος ήταν ο εκτελεστής της διαθήκης.

Απόσπασμα από την διαθήκη του Βαρθολομαίου Έντουαρντ Άμποτ.

Και η (δική μου) ελληνική μετάφραση του πιο πάνω αποσπάσματος το οποίο με τη σειρά του είναι μετάφραση από τα ιταλικά, γλώσσα στην οποία συντάχθηκε η πρωτότυπη διαθήκη. Πρόκειται ουσιαστικά για εξουσιοδότηση στον γιο του Τζορτζ και στη σύζυγο του Σάρα να αναλάβουν όλες τις υποθέσεις που τον αφορούν μετά τον θάνατο του.

Μεταφρασμένο από την Ιταλική γλώσσα

Απόσπασμα από το πρωτότυπο που φυλάσσεται στην Καγκελαρία του Αυτοκρατορικού Βασιλικού Αυστριακού Προξενείου Θεσσαλονίκης

Το έτος χίλια οκτακόσια δεκαεπτά, Κυριακή 16 Μαρτίου, στη μία το μεσημέρι, Εγώ, ο Καγκελάριος του Αυτοκρατορικού Βασιλικού Αυστριακού Προξενείου Θεσσαλονίκης, μετά από αίτημα για σύνταξη διαθήκης του κυρίου Βαρθολομαίου Εδουάρδου Άμποτ, τον επισκεύτηκα προσωπικά στην κατοικία του όπου τον βρήκα ξαπλωμένο στο κρεβάτι βαριά άρρωστο, αλλά με σώας τας φρένας του και με πνευματική διαύγεια, και παρουσία των κ.κ Φελίξ Λαφόν και Ραφαέλε Μόρντο δήλωσε ότι, σε περίπτωση θανάτου του, εξουσιοδοτεί τον κύριο Τζορτζ Φρέντερικ Άμποτ, γιο του, και την κυρία Σάρα Άμποτ, σύζυγο του, να τον εκπροσωπούν σε ότι αφορά την περιουσία του ή ότι άλλο δικό του θέμα προκύψει χωρίς καμιά εξαίρεση.

Raffaele Mordo – Μάρτυρας, Felix Lafont – ΜάρτυραςMichele Piazza – Αυστριακός Καγκελάριος.

Πιστοποίηση από τον Pietro de Choch, Πρόξενο της Βασιλικής Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα της Αυστρίας (4 Μαΐου 1818). Πιστό αντίγραφο υπογεγραμμένο από τον James Charnaud, καγκελάριο του Βρετανικού Προξενείου και πιστοποιημένο από τον Francis Charnaud, Πρόξενο της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας (3 Νοεμβρίου 1918).

Πιστή μετάφραση από την Ιταλική Γλώσσα από εμένα τον κάτωθι υπογεγραμμένο στο Λονδίνο 31 Δεκεμβρίου 1818 την οποία βεβαιώνω. Επικυρωμένο στο Λονδίνο στις 3 Αυγούστου 1819 ενώπιον δικαστή με τον όρκο του George Frederick Abbott, του επιζώντος γιου.

Παράλληλα έγινε έλεγχος των αποθεμάτων από ανεξάρτητη ομάδα από τον οποίο εξάγουμε ορισμένα στοιχεία για τον τύπο των εμπορικών δραστηριοτήτων του Βαρθολομαίου (Vlami D., Entrepreneurship and…). Ο έλεγχος των βιβλίων έδειξε ότι το κεφάλαιο της εταιρείας ανερχόταν σε 222.893 πιάστρα από τα οποία τα 69.904 ήταν πίστωση της Σάρας Σασώ – Άμποτ – 46.943 στο όνομα του συζύγου της και 22.961 στο όνομα του γιου της – τα 36.570 ήταν πίστωση του γιου τους Τζόρτζη , τα 22.624 πίστωση του πεθερού Καυταντζόγλου, τα 10.000 πίστωση της Ανέτας (η προίκα της) και τα 9.450 του Γκαμπριέλ Σασώ, γιου του Πήτερ. Τα υπόλοιπα ποσά προέρχονταν από ελληνικές και εβραϊκές εμπορικές οικογένειες της πόλης.

Στην απογραφή των αποθεμάτων βρέθηκαν διάφορα υφάσματα, πήλινα σκεύη, ασημικά, πορσελάνες, ρούχα, πολυτελή και πολύτιμα αξεσουάρ σε δύο αποθήκες. Καταγράφηκαν επίσης πολλά μικρά αντικείμενα όπως 267 ζευγάρια βαμβακερές κάλτσες, 100 κομμάτια από υλικό επένδυσης ρούχων (φόδρες), 38 σάλια διαφόρων τύπων, βαμβακερά, μάλλινα και μεταξωτά ρούχα με μπορντούρες από μετάξι και σατέν, φόδρες και κρόσσια, 33 σαλατιέρες και 20 αλατιέρες από ασήμι, 263 ποτήρια διαφορετικών τύπων και σχεδίων, 132 επιτραπέζια μαχαίρια, 839 πιάτα που ανήκαν σε διαφορετικά πολύτιμα σετ δείπνου, 97 τόπια για κουρτίνες, 114 σετ τσαγιού πορσελάνης, 8 κιάλια και 20 γυναικεία και ανδρικά πολύτιμα γούνινα παλτά.

Η χρυσή περίοδος του εμπορίου στη Θεσσαλονίκη καταγράφεται κατά την διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων (1803 – 1815) όταν υπήρχε ναυτικός αποκλεισμός της Μασσαλίας. Τότε σημειώθηκε έκρηξη του εμπορίου με την Αγγλία η οποία ήλεγχε την Μεσόγειο. Με ενδιάμεσο σταθμό την Μάλτα, η Αγγλία εφοδίαζε μέσω Θεσσαλονίκης και χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Άγγλο πρόξενο Σαρνώ (Francis Charnaud), αυτή η περίοδος ξεκίνησε το 1809 και κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου και λίγο μετά, όταν η αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη έφερε πίσω πάλι την ηρεμία και την ασφάλεια στις μεσογειακές μεταφορές. Τόσο τα γαλλικά όσο και τα βρετανικά αρχεία της περιόδου δείχνουν ότι το 1812 ήταν η χρονιά κατά την οποία τόσο η αξία όσο και η ποσότητα των εμπορικών συναλλαγών στη Θεσσαλονίκη έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους. Οι εταιρείες Abbott & Chasseaud και G. F. Abbott & Co. εισήγαγαν από τη Βρετανία υφάσματα, βαμβακερά νήματα, ζάχαρη, πήλινα, ασημικά και άλλα βρετανικά και αποικιακά προϊόντα και εξήγαγαν καπνό, σφουγγάρια και δημητριακά. Συνεργάστηκαν στενά με βρετανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στη Μάλτα.

Πριν κλείσουμε την πορεία του Βαρθολομαίου, ας σημειώσουμε ότι είχε ονομαστεί υποπρόξενος της Σουηδίας το 1788, προσωρινός πρόξενος της Αγγλίας το 1790 – 1792, προσωρινός πρόξενος της Βενετίας 1791 – 1792, προσωρινός πρόξενος της Αγγλίας το 1803, υποπρόξενος της Δανίας και γενικός πρόξενος της Σουηδίας μέχρι τον θάνατο του.

IV. Ο Τζόρτζης και οι απόγονοι του

Ο Τζορτζ Φρέντερικ (George Frederick Abbott, 1776-1852) γνωστός ως Τζόρτζης, θα παντρευτεί τρεις φορές. Σε πρώτο γάμο θα πάρει την Δόμνα Καυταντζόγλου. Η Δόμνα, τρίτη κόρη του πάμπλουτου Έλληνα της Θεσσαλονίκης, του «Μεγάλου Άρχοντα» Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου έχει μεγάλη προίκα αλλά και μεγάλη κληρονομιά (αφίνω εις την θυγατέρα μου Αικατερίνην …γρόσια 150 χιλιάδας…εις την θυγατέρα μου Ελισάβετ γρόσια 150 χιλιάδας…και εις την θυγατέρα μου Δόμναν γρόσια 150 χιλιάδας…και το οσπίτιον οπού κατοικεί δια να είναι ίδιον της κτήμα χωρίς να την ενοχλήση ουδείς, 27/12/1815 – Τα κατά τον Πατριάρχην Κων/πόλεως Γρηγόριον τον Ε’, 1865). Σημειωτέον ότι και ο Βαρθολομαίος με την άφιξη του στη Θεσσαλονίκη θα μείνει με ενοίκιο σε σπίτι του Καυταντζόγλου, σπίτι που αφήνει στη διαθήκη του στα τρία ορφανά παιδιά του μακαρίτη γιου του Μερκουρίου μαζί με 400 χιλιάδες γρόσια στο καθένα. Η Δόμνα λοιπόν κατοικεί με τον Τζόρτζη σε οίκημα του πατέρα της το οποίο θα κληρονομήσουν στη συνέχεια οι γιοί της. Μαζί θα αποκτήσουν τρία παιδιά, τη Σαρούλα, τον Τζέκη και τον Μπάμπη. Μετά τον θάνατο της Δόμνας (1819), ο Τζόρτζης παντρεύεται το 1823 την Ζορζέτα Τζουστινιάνι (Georgette Giustiniani ‘La Coconella’). Ο γάμος διαρκεί δύο χρόνια λόγω θανάτου της Ζορζέτας. Μετά τον θάνατο και αυτής (1825), παντρεύεται την Ανυσία Φούντρια (Anesa Fundria) με την οποία αποκτά τουλάχιστον δύο παιδιά (Peter, 1830-1882, και Bartholemew Edward, 1835-1914).

Τα γνωστά παιδιά του Τζόρτζη από τον πρώτο και τρίτο γάμο

IV.1 – Απόγονοι του Τζόρτζη Άμποτ από Δόμνα Καυταντζόγλου

Ο Τζόρτζης είδαμε ότι ήταν ο μόνος απόγονος της οικογένειας που έφερε το όνομα Άμποτ μετά τον θάνατο του πατέρα του. Από αυτόν θα προέλθουν όλοι οι μετέπειτα Άμποτ της Θεσσαλονίκης. Σε πρώτο γάμο είδαμε ότι παντρεύτηκε την Δόμνα Καυταντζόγλου. Η Δόμνα θα του χαρίσει τέσσερα παιδιά αλλά θα πεθάνει το 1819, χρονιά που πεθαίνει και ο πατέρας της. Θα αφήσει μια τεράστια περιουσία στον Τζόρτζη, όπως τα 150 χιλιάδες γρόσια της δικής της κληρονομιάς και το σπίτι στο οποίο μένανε. Η επιθυμία του Καυταντζόγλου στη διαθήκη του 1815 ήταν οι δυο Έλληνες γαμπροί του, Χαρίσης και Σπανδωνής, να πάρουν και τον ‘Τζιωρτζάκη’ σε μια κοινή εμπορική ομάδα με τα εγγόνια: «Προς τούτοις παρακαλώ τους γαμβρούς μου – Γεώργιον και Σπανδονήν – μετά θάνατόν μου να συστήσουν συντροφίαν ομού με εγγόνια μου, βάζοντας τα εγγόνια μου καπιτάλια εις την συντροφίαν γρόσια 500 χιλιάδας​, βάζοντας και αυτοί (ανά) από γρόσια 300 χιλιάδας και προς τούτοις τους παρακαλώ, ει δυνατόν, να πάρουν και τον Τζιωρτζάκην εις αυτήν την συντροφίαν αν το κρίνουν εύλογον». Αυτό δεν έγινε δυνατόν μετά τον σκληρό πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ των δύο Ελλήνων γαμπρών με αφορμή την πλούσια διαθήκη που τους άφησε ο πεθερός τους! Έτσι υποθέτουμε ότι ο ‘Τζιωρτζάκης’ συνέχισε με την εταιρεία του G. F. Abbott & Co στην οποία όπως αναφέραμε ο μακαρίτης πεθερός είχε επενδύσει 70 χιλιάδες γρόσια.

IV.1.1 Caroline Sara Abbott, γνωστή ως Σαρούλα Άμποτ

Η πρωτότοκη Σαρούλα, «το πιο όμορφο πλάσμα στη Θεσσαλονίκη» σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο, θα παντρευτεί στις 2 Δεκεμβρίου του 1819, τον γιατρό της γαλλικής κοινότητας Φελίξ Λαφόν (François Paul Honoré “Félix” Lafont, 1792-1840). Μάρτυρες ο πρόξενος της Γαλλίας Μποτού (Charles Bοttu), ο Γάλλος έμπορος Ρεμπούλ (Jacques Reboul) και ο γραμματέας του αγγλικού προξενείου Τζέιμς Σαρνώ (James Charnaud). Η Σαρούλα παντρεύτηκε στα τέλη της χρονιάς που πέθανε η μητέρα της και ο παππούς της. Ο σύζυγος της, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, διαδέχτηκε τον επίσης γιατρό πατέρα του Γκαμπριέλ από τη πόλη Ταρμπ (Tarbes) της Γαλλίας. Θα αποκτήσουν δώδεκα παιδιά, έξι αγόρια και έξι κορίτσια από το 1820 μέχρι το 1840, χρονιά που πεθαίνει ο σύζυγος της. Πέντε χρόνια αργότερα η Σαρούλα θα παντρευτεί για δεύτερη φορά στις 15 Σεπτεμβρίου του 1845 τον Κάρολο Γκόυ (Charles Goy) από τη Γενεύη, έμπορο και πρόξενο των Χανσεατικών πόλεων. Αγνοούμε αν αυτός ο Goy είχε σχέση με την επίσης από Γενεύη Marianne Goy, σύζυγο του Τζον Τόμας Άμποτ που είδαμε νωρίτερα. Το 1846 το όνομα της Σαρούλας εμφανίζεται σε πωλητήριο του τσιφλικιού Ρεσετνίκι, σημερινός Άγιος Πρόδρομος Χαλκιδικής, έναντι 36 χιλιάδων γροσίων (Η εκ των κατοίκων της πόλεως Θεσσαλονίκης συνοικίας Μάλτας γνωστής ταυτότητος Σαρούλα κόρη Τζιώρτζη…έχουσα δυνάμει ιερών επισήμων τίτλων υπό την άμεσον κατοχήν και κυριότητα αυτής, δύο διακεκριμένας οικίας (Πεϊζίκ) και κάτωθι αυτών δύο σταύλους (αχούρια) και ορισμένης εκτάσεως αυλήν, πεντήκοντα πέντε αγροτικά οικήματα, μίαν αχυρώνα, ένα υδρόμυλον και χιλίας διακοσίας ρίζας συκομωρέας κειμένας εντός της περιφερείας του ως ανωτέρω μνημονευομένου τσιφλικίου, ελεύθερα παντός βάρους και υποχρεώσεως, πωλεί ταύτα συνεταιρικώς και εξίσου εις τους ανωτέρω ειρημένους αγοραστάς αντί αξίας γροσίων τριάκοντα έξ χιλιάδων).

Το όνομα της Σαρούλας εμφανίζεται για τελευταία φορά στη διαμάχη της με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Νεόφυτο. Συγκεκριμένα, προκύπτει ένα θέμα το 1862 με τον γάμο του προτελευταίου γιου της, Νέστορα Λαφόν (Nestor Lafont, 1837 – ?). Ο Νέστωρ θα παντρευτεί την ελληνορθόδοξη Μιμίκα σε καθολικό γάμο στο εξοχικό τους στο Ρετζίκι, σύμφωνα με το δόγμα του ιδίου και του πατέρα του. Η αυστηρά ελληνορθόδοξη μητέρα της νύφης αντιδρά όμως και αρνείται να δώσει την προίκα των 50.000 γροσίων που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό, με αποτέλεσμα το θέμα να τεθεί στη κρίση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Νεοφύτου. Αυτός αρνείται να επικυρώσει τον γάμο και έτσι δεν δίδεται η προίκα εξοργίζοντας τη Σαρούλα η οποία επιχειρεί να διαβάλει τον μητροπολίτη στη Κωνσταντινούπολη! (Δ. Σταματόπουλος, Θεσσαλονίκη 1858 – 1874, 1997). Είναι η τελευταία γνωστή αναφορά που γνωρίζουμε για τη Σαρούλα Άμποτ – Λαφόν.

IV.1.2 John Nelson Abbott, 1804 – 1875, γνωστός ως Τζέκης Άμποτ

Για τον δευτερότοκο Τζέκη (John Nelson Abbott, 1804 – 1875), υπάρχουν αρκετές ιστορίες για τον άστατο και μυθικό του βίο αλλά ελάχιστα στοιχεία για την οικογένεια του. Οι επιστολές όμως του Άγγλου προξένου στη Θεσσαλονίκη Charles Blunt ρίχνουν λίγο φως στη προσωπική του ζωή. Ο Charles Blunt είχε παντρευτεί το 1831 στη Κων/πολη την Καρολίνα, κόρη του ελληνορθόδοξου Αντωνίου Ν. Βιτάλη, προξένου της Αγγλίας στη Τήνο. Μετά τον γάμο διορίστηκε πρόξενος στην Αδριανούπολη (1832 – 1835) και το 1835 διαδέχτηκε τον Τζων Σαρνώ (John Charnaud) στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1856 όταν και πήρε μετάθεση στη Σμύρνη. Οι επιστολές, οι οποίες φυλάσσονται στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, απευθύνονται στους ιεραρχικά ανώτερους του στη Κωνσταντινούπολη και μερικές φορές στο Foreign Office στο Λονδίνο. Γρήγορα μετά την τοποθέτηση του στη Θεσσαλονίκη έρχεται σε σύγκρουση με τους αδελφούς Άμποτ, τον Τζέκη και τον Μπάμπη, τους οποίου θεωρεί ανήθικους και αγενείς. Τα δυο αδέλφια έχοντας ανατραφεί με τις πρακτικές της Levant Company, όταν ο λόγος τους υπερίσχυε σχεδόν πάντα και κατάφερναν να επιβάλουν την θέληση τους προσφεύγοντας είτε στη Πύλη είτε στο Λονδίνο με τα πανίσχυρα λεβαντίνικα δίκτυα, δεν μπορούσαν να συνηθίσουν στη νέα κατάσταση μετά τη διάλυση της Ανατολικής Εταιρείας το 1825. Συνέχιζαν έτσι να διαδίδουν ότι αυτοί ήταν τα πραγματικά αφεντικά και οι εκπρόσωποι της Αγγλίας στη Θεσσαλονίκη, ερεθίζοντας στο έπακρο τον Μπλαντ. Σε επιστολή στον γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας στη Κωνσταντινούπολη Αλεξάντερ Πιζανί αναφέρει χαρακτηριστικά : «ένας Τούρκος αξιωματικός του ναυτικού μου είπε ότι ο John Abbott παρότρυνε τον Mehmed Ali Pasha να του εξασφαλίσει το παράσημο του Nishan-i Iftihar», προσθέτοντας ότι θα ντρεπόταν να φορά πλέον το δικό του Nishan, αν το έπαιρνε και ένας άνθρωπος σαν τον Άμποτ. Ρωτούσε λοιπόν αν μπορούσε να αποτραπεί αυτή η παρασημοφόρηση ώστε να μην υπονομευτεί περαιτέρω το δικό του κύρος! Το μετάλλιο Nishan (της Δόξας), θεσμοθετημένο το 1831, ήταν η μεγάλη αναγνώριση του οθωμανικού κράτους προς τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει ξένοι υπήκοοι.

Σε επιστολή του στον υποπρόξενο της Κωνσταντινούπολης Carlton Cumberbatch (στις 15/11/1848) αναφέρει ότι η σύζυγος του Τζέκη, “με τον οποίο είχε παντρευτεί στο Λονδίνο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία μετά από την αήθη συμπεριφορά προς αυτήν. Ήταν πια υποχρεωμένη να ζει με το πενιχρό ετήσιο ποσό των 500 γροσίων που της έδινε ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να της δίνει τα δεκαπλάσια λόγω της εξαιρετικής οικονομικής του κατάστασης”. Χάρη στις πληροφορίες του Μπλαντ, για πρώτη φορά σήμερα είμαστε σε θέση να ταυτοποιήσουμε την καταγωγή της συζύγου του Τζέκη. Πρόκειται για την εβραϊκή οικογένεια του Βενιαμήν και της Ιουδήθ Άσερ (Benjamin και Judith Asher) που ζούσαν στο βορειοανατολικό Λονδίνο, στην ενορία του Σόρεντιτς (Saint Leonard Shoreditch). Είχαν οκτώ παιδιά, τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Η Λύδια Άσερ (Lydia Asher) ήταν η μικρότερη κόρη και το μόνο παιδί που δεν παντρεύτηκε στη Μεγάλη Συναγωγή του Λονδίνου, στη πλατεία Τραφάλγκαρ, αλλά στο Χάμερσμιθ, μάλλον στο δημαρχείο. Ο γάμος έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1826, όταν δηλαδή ο Τζέκης ήταν εικοσιδύο περίπου ετών. Ο πατέρας της ήταν κατασκευαστής ρολογιών και ίσως αυτό ήταν η αιτία γνωριμίας του με τον Τζόρτζη. Τα ρολόγια ήταν ένα εξαιρετικό είδος πολυτελείας την εποχή εκείνη με μεγάλη ζήτηση από τους πλέον εύπορους πολίτες. Η εταιρεία G. F. Abbott & Co πιθανώς εισήγαγε ρολόγια του Άσερ από το Λονδίνο.

Τζέκης Άμποτ και Λύδια Άσερ

Από τη διαθήκη του πατέρα της (θανών το 1824), η Λυδία κληρονόμησε μετοχές της Τράπεζας της Αγγλίας και από τη διαθήκη της μητέρας της μερίδιο από την σημαντική ακίνητη περιουσία της. Ο Τζέκης και η Λύδια θα αποκτήσουν το 1829 ένα γιο, τον John Nelson Abbott Junior, και το 1832 μια κόρη, της οποίας το όνομα αγνοείται. Ο Junior θα σταλεί για τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα (Βασιλικό Γυμνάσιο Αθηνών) από όπου θα αποφοιτήσει το 1849. Με την αποφοίτηση του, θα γράψει το βιβλίο ‘Sketches of Modern Athens Describing Its Manners, Customs, and Laws’. Περιγράφει με τα μάτια ενός εφήβου την κατάσταση στην Ελλάδα και δίνει κάποιες βασικές πληροφορίες στον αγγλομαθή επισκέπτη. Μετά θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Trinity College του Πανεπιστημίου Cambridge και θα ασχοληθεί στη συνέχεια με τα χρηματιστηριακά. Θα παντρευτεί την Jessie Leisk Sutherland και θα αποκτήσουν τρεις κόρες (Jessie, Grace, Constance). Τελευταία αναφορά στο όνομα του βρίσκουμε στα αρχεία του John Elijah Blunt, γιου του Charles Blunt και της Καρολίνας Βιτάλη, ο οποίος είχε διατελέσει και αυτός γενικός πρόξενος της Αγγλίας στη Θεσσαλονίκη. Αφορά αλληλογραφία της περιόδου Απριλίου Σεπτεμβρίου 1883 και Μαρτίου 1885 με το αγγλικό προξενείο Θεσσαλονίκης που σχετίζεται με τα κληρονομικά του δικαιώματα μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Ο Μπλαντ μας πληροφορεί σε άλλη επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 1849 ότι ο Τζέκης περνά τον χρόνο του σε τέσσερα νοικοκυριά στα οποία έχει εγκαταστήσει από μια γυναίκα. Αυτό παραπέμπει στην ιστορία που διηγείται ο Α. Βακαλόπουλος (Ιστορικά στοιχεία για την οικογένεια Αββοτ της Θεσσαλονίκης στο έργο ‘Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι’, 1982). Άμεση επόμενη κίνηση φυσικά ήταν η αναζήτηση του έργου αυτού που εκδόθηκε το 1870. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι ο Μανόλης που διηγείται την εμπειρία του στη δούλεψη του Τζέκη, τον οποίο αποκαλεί (Τζαρλς), περιγράφει καταστάσεις που ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό με τα ιστορικά δεδομένα. Αναφέρει ότι ο Τζέκης «προτού να γίνη ακόμη μέγας και πολύς, είχε νυμφευθή μίαν αγγλίδα, από την οποίαν απέκτησε μίαν και μόνην θυγατέρα». Είδαμε βέβαια ότι είχε αποκτήσει και ένα μεγαλύτερο γιο ο οποίος όμως σπούδαζε στην Αθήνα. «Την θυγατέρα την εκράτησεν εις την οικίαν του και την ανέθρεψεν, αλλά την μητέρα την απέβαλε διότι, καθώς έλεγε, έκαμε λάθος εις τον γάμον του, ήθελε να νυμφευθή ελληνίδα και κατά λάθος του έπεσεν εις την τύχην αγγλίς. Δια να διορθώση το λάθος του, όταν επλούτισεν, εσυμφώνησε με πέντε ελληνίδας από πέντε διαφόρους πόλεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας να τας πάρει. Και έως ότου έλθη εκείνος ο καιρός έδωσεν εις πέντε διαφόρους συνοικίας της Θεσσαλονίκης από μίαν χωριστήν οικίαν με έπιπλα και υπηρετρίας εις κάθε μίαν, και επήγαινε πότε εις αυτήν πότε εις εκείνην να επαναλαμβάνη την υπόσχεσιν του». Σημειωτέον ότι ο Μανόλης κέρδισε την πλήρη εμπιστοσύνη του Τζέκη όταν τον πληροφόρησε ότι και ο διάκος του Δεσπότη επισκεπτόταν τις γυναίκες για να τις “ευλογήσει”. Ο Μπλαντ είναι ιδιαίτερα ανήσυχος για την ανατροφή της κόρης Άμποτ. Αναρωτιέται το 1849 «με ποια ηθικά εχέγγυα κάποιος που έχει συγχρόνως τέσσερις διαφορετικές γυναίκες και αρκετά παράνομα παιδιά όπως ο κύριος Άμποτ μπορεί να αναλάβει την εκπαίδευση μιας νεαρής δεσποινίδας 17 ετών». Ο Τζέκης λοιπόν είχε και άλλα, άγνωστα σ’ εμάς παιδιά τα οποία λογικά θα έφεραν το επώνυμο του πατέρα τους. Ο πίνακας θανάτων του αγγλικού προξενείου μας πληροφορεί ότι η Λυδία Άμποτ απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1881 – 1885. Συνεπώς έζησε διαρκώς στη Θεσσαλονίκη. Παραδόξως, ο θάνατος του Τζέκη δεν υπάρχει στον κατάλογο αυτόν.

IV.1.3 Robert Abbott, 1806 – 1874, γνωστός ως Μπάμπης Άμποτ

Ο τριτότοκος Μπάμπης (Robert Abbott, 1806 – 1874 ) θα παντρευτεί την Αικατερίνη Ηρακλείδου (1814 – 1903) η οποία είναι κόρη του λογιστή της κοινής εταιρείας που θα ιδρύσει με τον Τζέκη. Ο Μπάμπης βρίσκεται κι αυτός στο στόχαστρο του προξένου Μπλαντ. Τον κατηγορεί σε μια επιστολή ότι όχι μόνο έκρυβε έναν εγκληματία από τη σύλληψη, αλλά και όταν συνελήφθη, «ο κύριος Ρόμπερτ Άμποτ παρενέβη στον πασά και τον απελευθέρωσε»! Θα κλείσει τη ζωή του στο Βόλο στις 5 Φεβρουαρίου 1874, ένα χρόνο νωρίτερα από τον Τζέκη.

Ο τάφος του Αλφρέδου Άββοττ (1836 – 1921) και της συζύγου του Ευφροσύνης (1863 – 1914) με την φράση: ” Ροβέρτω Άββοττ θανόντι εν Βόλω 24/5 Φεβρουαρίου 1874 – Αικατερίνη Ρ, Άββοττ γεννηθείση εν Θεσσαλονίκη τω 1814 θανούση τη 19/2 Ιουλίου1903″

Ο Μπάμπης και η Αικατερίνης απέκτησαν τέσσερα παιδιά , τον Αλφρέδο (Alfred Abbott, 1836-1921), τον Ερρίκο (Henry Abbott, 1834-1876), τη Μαίρη (Mary Abbott, 1850 – 1942) και τον Εδμόνδο (Edmund Abbott, 1852-1884).

Οι απόγονοι του Μπάμπη και της Αικατερίνης Άμποτ

Ο πρωτότοκος Αλφρέδος Άμποτ (1836 – 1921) παντρεύτηκε τη Φρόσω (Ευφροσύνη) Σοβατζόγλου (1863 – 1944) και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ροβέρτο Βαρθολομαίο (Robert Barthlomew), την Καιτη (Kate) και την Ολυμπία. Ο Ροβέρτος – σχεδόν κωφός από τα πέντε του χρόνια μετά από μηνιγγίτιδα – έγινε γνωστός από την απαγωγή του στις 24 Μαρτίου 1907 και από το μεγάλο ύψος των λύτρων που πληρώθηκαν για την απελευθέρωση του. Ήταν δεκαεννιά χρονών όπως γράφει ο τύπος της εποχής, άρα γεννήθηκε περί το 1888. Η απαγωγή είχε γίνει και σημαντικό θέμα στη βρετανική βουλή.

Ο Ροβέρτος Άμποτ την εποχή της απαγωγής του διαβάζοντας το δημοφιλές εβδομαδιαίο περιοδικό της εποχής The Bystander

Η σύλληψη των απαγωγέων λίγες εβδομάδες αργότερα με μέρος των λύτρων στο τραπέζι

Ο Ροβέρτος παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Μωραϊτοπούλου (; – 1968) και απέκτησαν ένα γιο, τον Αλφρέδο (Alfred Abbott, 1933 – 2014). Η οικογένεια, ως σημαίνοντες Άγγλοι υπήκοοι, διέφυγαν στις Ινδίες λίγο πριν την άφιξη των Ναζί στη Θεσσαλονίκη. Ο Αλφρέδος φαίνεται ότι σπούδασε στο Κέμπριτζ και απέκτησε αρκετά παιδιά, την Σάρα, την Τζούλια, τον Φρέντερικ, τη Λαβίνια και τον Τζάσπερ. Χώρα διαμονής τους ήταν η Γαλλία και η Ελβετία.

Η δευτερότοκη Καίτη παντρεύτηκε τον Ιταλό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Ρομάνο Λόντι-Φε στις 18 Ιουλίου 1915. Απέκτησαν ένα γιο εκεί, τον Μαουρίτσιο Λόντι-Φε (Mauricio Lodi-Fé, 1/6/1918 – 26/5/2015) ο οποίος έγινε ένας πολύ πετυχημένος παραγωγός κινηματογράφου στην Ιταλία με έργα όπως Σόδομα και Γόμορα, Μπεν Χουρ, Ελάτε να πάρετε τον καφέ σ’εμάς, Girl with a Suitcase, Ο κονφορμίστας, Ψωμί και Σοκολάτα, Un caso di coscienza κλπ.

Η τριτότοκη Ολυμπία, παντρεύτηκε την δεκαετία του 1920 στη Θεσσαλονίκη τον Kωνσταντίνο Ι. Μελισσινό, γόνο της αρχαιότερης ίσως βυζαντινής οικογένειας αφού το γενεαλογικό της δέντρο φτάνει στον 8ο αιώνα με τον Μιχαήλ Μελισσινό, στρατηγό του ανατολικού θέματος και συγγενή του αυτοκράτορα Κωνσταντίννου Ε’ (741–775). Θα αποκτήσουν ένα γιο, τον Αδριανό Μελισσινό (Adrian C. Melissinos, 28/07/1929) ο οποίος θα φοιτήσει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1945 – 1948) και στη συνέχεια θα υπηρετήσει στο πολεμικό ναυτικό. Το 1954 θα μετοικήσει στις ΗΠΑ αφού γίνεται δεκτός στο ΜΙΤ (Master of Science – 1955) ενώ το 1958 θα πάρει από το ίδιο πανεπιστήμιο το διδακτορικό του. Θα διαγράψει μια εξαιρετική τροχιά ως ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς της γενιάς του με πολλά πανεπιστημιακά εγχειρίδια και επιστημονικές δημοσιεύσεις που τον κάνουν γνωστό σε όλο τον κόσμο. Θα ασχοληθεί με την κβαντομηχανική, την φυσική υψηλών ενεργειών όπως και με τη σκοτεινή ύλη. Θα αφήσει τη τελευταία του πνοή στις 22 Ιουλίου του 2022.

Ο Αδριανός Μελισσινός και μερικά από τα πιο γνωστά του βιβλία.

Ο δευτερότοκος Ερρίκος Άμποτ (Henry Abbbott, 1842-1876) παντρεύτηκε το 1867 την Άννα Καραθεοδωρή, ετεροθαλή αδελφή του πρέσβη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις Βρυξέλλες Στέφανου Καραθεοδωρή, πατέρα του μεγάλου μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή. Πράγματι, ο Στέφανος Καραθεοδωρή ήταν γιος του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, προσωπικού γιατρού των σουλτάνων Μαχμούτ 2ου και Αμπντούλ Μετζίτ, και της πρώτης γυναίκας του Ερυφίλης Αριστάρχη η οποία πέθανε το 1838. Στη συνέχεια παντρεύτηκε την Ευφροσύνη Χαρίτωνος με την οποία απέκτησε την πρωτότοκη ´Αννα η οποία παντρεύτηκε τον Ερρίκο Άμποτ. Ο τελευταίος θα σφαγιαστεί με τον γαμπρό του Ιούλιο Μουλέν το 1876 όπως έχουμε γράψει εν εκτάσει αλλού. Δεν θα αποκτήσουν τέκνα, Η χήρα Άννα θα πάρει σε δεύτερο γάμο (Αύγουστο του 1892) στις Βρυξέλλες τον Αλέκο μπέη Αριστάρχη, υπάλληλο του διπλωματικού σώματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η Μαίρη Άμποτ γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1850 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 11 Φεβρουαρίου 1942 στο Παρίσι. Στις 30 Απριλίου 1873 παντρεύτηκε τον Ιούλιο Μουλέν και δυο χρόνια αργότερα,στις 2 Φεβρουαρίου 1875, απόκτησαν ένα αγοράκι, τον Λουδοβίκο (Ludovic Robert Etienne Moulin) γνωστό ως Λόη (Loys). Μετά την δολοφονία του συζύγου της θα εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου στις 21 Μαρτίου 1888 παντρεύεται για δεύτερη φορά τον δικαστικό Ελισαίο Ποντρεμολί Γωγώ (Elysée Hananel Pontremoli, 1858 – 1930), νεότερο της κατά οκτώ χρόνια χωρίς να αποκτήσουν παιδιά.

Ο Εδμόνδος (30/03/1852 – 29/10/1884) πέθανε τριάντα δύο ετών. Ενταφιάστηκε στον ίδιο τάφο με τον σφαγιασθέντα οκτώ χρόνια νωρίτερα Ερρίκο. Στη διπλανή οστεοθήκη υπάρχει το όνομα Ιούλιος Ε Άμποτ (1884 – 1946). Δεν αποκλείεται το Ε να παραπέμπει στον Εδμόνδο.

IV.2 – Απόγονοι του Τζόρτζη Άμποτ από Ανυσία Φούντρια

IV.2.1 Peter Abbott, 1830 – 1882, γνωστός ως Πετράκης Άμποτ

Για τον Πήτερ (Peter Abbott, 1830 – 1882) μαθαίνουμε από το αρχείο της ‘Ομάδας Έρευνας για τη Παλιά Θεσσαλονίκη – ΟΕΠΘ’ ότι ήταν γνωστός στη Θεσσαλονίκη ως Πετράκης Άμποτ και ότι ήταν αρχιτέκτονας. Παντρεύτηκε την δασκάλα Άννα Καλιπόλιταν, απόφοιτη του Αρσακείου Παρθεναγωγείου Αθηνών, η οποία δίδαξε στο Ελληνικό αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων ΘεσσαλονίκηςΟ Πετράκης Άμποτ είχε κάνει τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την ανέγερση της Κεντρικής Αστικής Σχολής της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης. Όπως γράφει η ‘ΟΕΠΘ’ το έργο δεν προχώρησε πιθανότατα για οικονομικούς λόγους. Το 1882 ο Πετράκης Άββοττ απεβίωσε κι όταν γύρω στο 1906 βρέθηκαν τα αναγκαία χρήματα την κατασκευή ανέλαβε ο Ξενοφών Παιονίδης (1863-1933) με τα εγκαίνια να γίνονται το 1908.

Η Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης σε σχέδια του Πετράκη Άμποτ

Ο Πετράκης και η Άννα θα αποκτήσουν δύο αγόρια, τον Αδόλφο (Adolfus Abbott, 1868 – 1951) και τον Τζορτζ Φρέντερικ (George Frederick Abbott, 1874 – 1947). Ο Αδόλφος θα παντρευτεί το 1900 την Ευφροσύνη Στεφανίδου (1877 – 1933), η οποία είναι κόρη του Βασιλείου Στεφανίδη και της Αδελαϊδας Σασώ. Συνεπώς είναι εγγονή της Μαίρης Άμποτ και του Πήτερ Σασώ. Θα αποκτήσουν τέσσερις γιους και δύο κόρες. Ίσως μία κόρη τους να είναι η Άννα Κασσιανή Άμποτ η οποία άφησε ως κληροδότημα στον Δήμο Θεσσαλονίκης την “βίλλα Αδόλφου Άμποτ”, την οποία ο Δήμος προορίζει για παιδικό σταθμό.

Ο τάφος του Αδόλφου και της Ευφροσύνης Άμποτ στο κοιμητήριο Ευαγγελιστρίας

Ο έτερος γιος Τζορτζ Φρέντερικ σπούδασε στο Emmanuel College στο Cambridge και μετά την αποφοίτηση του εστάλη από το πανεπιστήμιο στη πατρίδα του, στη Θεσσαλονίκη, να κάνει μια λαογραφική μελέτη για τη Μακεδονία. Αφού γύρισε Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Μελένικο, Δράμα, Καβάλα και Άγιο Όρος έγινε ανταποκριτής εφημερίδων. Έργα του είναι Songs of Modern Greece (1900), Macedonian Folklore (1903), The Tale of a Tour in Macedonia (1903), Israel in Europe (1907), Greece in Evolution (1909), Turkey in Transition (1909), Greece and the Allies (1914–1922) κλπ. Παντρεύτηκε το 1911 την δυναμική φεμινίστρια Elizabeth Wilhelmina Lamond (1884 – 1957) από το Dundee της Σκωτίας. Η Ελίζαμπεθ έκανε μεγάλη καμπάνια το 1916 για τη συλλογή χρημάτων υπέρ των Νοσοκομείων Σκωτσέζων Γυναικών (Scottish Women’s Hospitals) για τα οποία έχουμε γράψει εν εκτάσει εδώ. Απέκτησαν το 1911 ένα γιο, τον Jasper A. R. Abbott.

IV.2.2 Bartholomew Edward, 1835 – 1914

Ο Βαρθολομαίος Έντουαρτ, ο οποίος πήρε το όνομα του παππού του, γίνεται αρχικά γνωστός από αίτημα που υποβάλλει το 1854 στην Επιτροπή Εμπορίου του Κογκρέσου των ΗΠΑ για πληρωμή των εξόδων που επιβάρυναν τον πατέρα του Τζόρτζη, στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως υποπρόξενου των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη για την περίοδο από τον Οκτώβριο 1843 έως τον θάνατο του τον Οκτώβριο του 1852. Από το έγγραφο αυτό μαθαίνουμε συνεπώς ότι ο Τζόρτζης Άμποτ διετέλεσε και υποπρόξενος των ΗΠΑ για εννέα χρόνια. Ήταν ο πρώτος υποπρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη (Journal de Salonique, 12/12/1907). Προηγουμένως είχε διατελέσει υποπρόξενος της Ρωσίας από το 1804 έως το 1818 (Journal de Salonique, 16/12/1909).

Αναφορά σε κάποιον Έντουαρτ Άμποτ από τη Θεσσαλονίκη κάνει και ο γνωστός μαρξιστής συγγραφέας Henry Mayers Hyndman στο βιβλίο του ‘The Record of an Adventurous Life’. Είχε γνωρίσει έναν Άμποτ στο Oxburgh Hall στο Norfolk όπου σπούδαζε στα μέσα της δεκαετίας του 1850: «Το κάπνισμα τσιγάρων, τώρα τόσο δημοφιλές, ήταν τότε σχεδόν άγνωστο, και ο Έντουαρτ Άμποτ από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος πάντα κάπνιζε τον καλύτερο τουρκικό καπνό που τύλιγε σε τσιγάρα, ήταν ο πρώτος θιασώτης αυτής της συνήθειας που συνάντησα».

Περίπου την ίδια εποχή, ο Αμερικανός συγγραφέας Herman Melville χρησιμοποίησε στη Θεσσαλονίκη ναυτικό πρακτορείο με το όνομα Άμποτ. Γράφει στο βιβλίο ‘Journal Of A Visit To Europe And The Levant 1856 -1857’ ότι τον Δεκέμβριο του 1856 «πήγαμε στους Άμποτ, τους πράκτορες του πλοίου. Ευγενική υποδοχή. Ένας από τους υπαλλήλους μας έκανε τον γύρο της πόλης – Went to the Abbots, ship’s agents. Politely received. One of their employees took me a strole through the town». Ποιοί Άμποτ ήταν αυτοί; Μας το εξηγεί μια πληροφορία για ένα ναυτικό πρακτορείο στη Θεσσαλονίκη το 1872 που ανήκε στον Βαρθολομαίο Έντουαρτ και κάποιον ονόματι Εμίρη. Το πρακτορείο ήταν πράγματι γραμμένο και στους ναυτικούς καταλόγους του Πειραιά (B.E. Abbott & Emiris Ship Brokers, Salonica). Άρα ο Βαρθολομαίος Έντουαρτ Άμποτ ασχολείται με τις ναυτικές ναυλώσεις. Ξαφνικά ανακαλύπτουμε με έκπληξη στους καταλόγους των ναυτικών πρακτόρων του Lloyd’s του Λονδίνου και το όνομα του Τζέκη (!).

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο Τζέκης είχε επεκταθεί και στις ναυτιλιακές ναυλώσεις το 1861, ίσως αρχικά με τον αδελφό του Μπάμπη και στη συνέχεια με τον νεώτερο του “θείο” Βαρθολομαίο Έντουαρντ. Στη συνέχεια ο τελευταίος θα συνεταιρίστηκε με τον Εμίρη.

Δυστυχώς δεν έχουν βρεθεί στοιχεία για τους απογόνους του Βαρθολομαίου Έντουαρτ.

Στα ληξιαρχικά βιβλία όμως του Αγίου Στεφάνου Παρισίων βρίσκουμε την ακόλουθη εγγραφή:

αΰξ. άριθ. 8, ήμερ. γεν. 13/25 ’Οκτωβρίου 1896, ήμερ. βαπτ. 22/3 Ιανουάριου 1897. Μαρία- Ελίζα-Εuγενία [θυγάτηρ] Νέλσων Abbott, έκ Θεσ­σαλονίκης, έμπορου, ύπηκόου ‘Αγγλου καί τής Ευγενίας Abbott, τό γένος Σεμελά, έκ Κωνσταντινουπόλεως, άμφοτέρων ’Ορθοδόξων. Άνάδ.: Γεώργιος Abbott, έκ Θεσσαλονίκης, έμπορος, ’Ορθόδοξος. Ίερεύς: Άρχιμ. Πορφύριος.

Υπήρχαν λοιπόν στα τέλη του 19ου αιώνα οι έμποροι Νέλσων και Γεώργιος Άμποτ, πιθανότατα αδέλφια. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι γονείς του αστρονόμου, λογοτέχνη και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γουλιέλμου Άμποτ (1906 – 2001), ήταν κάποιοι Νέλσων και Ευγενία Άμποτ από τη Θεσσαλονίκη. Προφανώς ο Γουλιέλμος ήταν αδελφός της μικρής Μαρίας- Ελίζας- Ευγενίας που βαπτίστηκε στο Παρίσι και εγγονός κάποιου William ο οποίος στα ελληνικά γράφεται Γουλιέλμος. Στον κατάλογο θανόντων του αγγλικού προξενείου Θεσσαλονίκης βρίσκουμε την εγγραφή William Abbott (αποβιώσας μεταξύ 1901 και 1905). Πρόκειται λογικά για τον πατέρα του Νέλσονα. Άλλωστε στην οδό Βασιλέως Γεωργίου 25 υπάρχει πάντα η οικία κάποιου Νέλσονα Γουίλιαμ Άμποτ, σήμερα μια ωραία καφετέρια.

Στην εφημερίδα Journal de Salonique (23-6-1903) διαβάζουμε εξάλλου ότι ο “θρησκευτικός γάμος του κ. Ρόμπερτ Άμποτ, υπαλλήλου της Οθωμανικής Τράπεζας, και της Διδος Μαργαρίτας Τότσι (Marguerite Tocchi), κόρης του πρώην υποδιευθυντή της Τράπεζας, ετελέσθη το Σάββατο 20 Ιουνίου στην οικία της χήρας William Abbott επί της λεωφόρου Χαμιδιέ (σημερινής Εθνικής Αμύνης), σε στενό οικογενειακό κύκλο λόγω του πένθους της οικογενείας Άμποτ”. Προφανώς το πένθος οφείλετο στον πρόσφατο θάνατο του Γουλιέλμου (William). Κουμπάροι ήταν ο Αλφρέδος Άμποτ και ο διευθυντής της Τράπεζας J. Letayf. Για να γίνει ο γάμος στην οικία του Γουλιέλμου Άμποτ με κουμπάρο τον Αλφρέδο Άμποτ, συνάγουμε ότι ο γαμπρός Ρόμπερτ πρέπει να ήταν γιος του εκλιπόντος Γουλιέλμου. Έτσι λογικά έχουμε την εξής ακολουθία: Γουίλιαμ Άμποτ -» Ρόμπερτ, Γεώργιος και Νέλσον Άμποτ. Στη συνέχεια Νέλσον Άμποτ -» Μαρία- Ελίζα-Εuγενία (25/10/1896 – 😉 και Γουλιέλμος Άμποτ (1906 – 2001). Ήταν άραγε ο Γουίλιαμ Άμποτ γιος του Βαρθολομαίου Έντουαρτ και εγγονός του Τζόρτζη από την Ανυσία Φούντρια; Άγνωστο!

V. Οι οικονομικές δραστηριότητες των αδελφών Τζέκη και Μπάμπη

Η οικονομική κατάσταση της Θεσσαλονίκης την δεκαετία του 1820 δεν θυμίζει σε τίποτα την άνθιση των προηγουμένων χρόνων. Η σφαγές χιλιάδων Ελλήνων πολιτών μετά την έκρηξη της απελευθερωτικής επανάστασης του 1821 και η εγκατάλειψη της πόλης από αυτούς που είχαν τη δυνατότητα να σωθούν έφερε μια ξαφνική συρρίκνωση του πληθυσμού. «Οι σφαγές και οι εξορίες ρήμαξαν τις πιο εύπορες και πετυχημένες χριστιανικές οικογένειες. Ήταν ένα χτύπημα απ’ το οποίο δε συνήλθαν πλήρως για όλο τον υπόλοιπο αιώνα» (Mark Mazower, Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων, 2006). Στις 6 Ιουνίου του 1822, σε αναφορά του, ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Μποτού (François Bottu), αναλύει το σκεπτικό του νέου στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης Αμπού Λουμπούτ, του «ροπαλοφόρου», για την καταστολή της ελληνικής Επανάστασης: «Ο πασάς εφαρμόζει με επιμονή ένα σύστημα λεηλασίας των Ελλήνων – Ce Pacha poursuit avec persévérance à l’égard des Grecs son système de spoliation-. Γνωρίζει ότι η ξαφνική άνοδος του πλούτου και της εργατικότητάς τους, καθώς και η μεγάλη επιρροή που είχαν αποκτήσει στο εσωτερικό της Τουρκίας, τους είχε εμπνεύσει ως έθνος την ιδέα της απελευθέρωσής τους, και την ίδια στιγμή τους παρείχε τα μέσα και τη φιλοδοξία ώστε να την επιχειρήσουν. Με το να τους καταστρέψει, θέλει, λοιπόν, να σύρει πίσω την Ελλάδα στην υπακοή, που από εδώ και πέρα θα προσομοιάζει με δουλεία, και να της αποστερήσει για πάντα τους πόρους εκείνους που χρησιμοποίησαν με τόσο επικίνδυνο τρόπο εναντίον των Τούρκων. Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος των νέων φόρων που επιβάλλονται καθημερινά στις οικογένειες που διαθέτουν ακόμα πλούτο, και οι οποίοι προκαλούν απελπισία και φόβο στις ολιγάριθμες ελληνικές οικογένειες που ακόμα παραμένουν στη Θεσσαλονίκη και τις γύρω πόλεις».

Θα περάσουν πολλά χρόνια για να αλλάξει το θλιβερό αυτό σκηνικό. Οι οθωμανικές αρχές καταλαβαίνουν ότι οι καταστροφικές συνέπειες της σκληρής καταστολής πλήττουν οικονομικά όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και τους Εβραίους όπως και τους Μουσουλμάνους της πόλης. Από το 1827 θα γίνει προσπάθεια αλλαγής της ακολουθούμενης πολιτικής. Η συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1832 μεταξύ της ανεξάρτητης πλέον Ελλάδας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα πείσει πολλούς φυγάδες Θεσσαλονικείς να επιστρέψουν στη μισοάδεια από Έλληνες πόλη.

Οι Άμποτ, ως Άγγλοι υπήκοοι, αλλά και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι έμποροι και διπλωμάτες δεν θα κινδυνέψουν. Υπήρξαν βέβαια και εξαιρέσεις όπως ο στραγγαλισμός του υποπροξένου της Δανίας. Ο πασάς ρώτησε μετά τον Γάλλο πρόξενο αν ήξερε «τι είναι αυτός ο βασιλιάς της Δανίας και που βρίσκεται η χώρα του» (c’était qui ce Roi de Danemark et où se trouvent ses états?). Όλοι όμως θα υποστούν τις οικονομικές συνέπειες της μεγάλης συρρίκνωσης. Ο Τζέκης και ο Μπάμπης θα προσπαθήσουν να βρουν τα δικά τους βήματα στη δύσκολη αυτή πραγματικότητα. Ίσως ο γάμος του πρώτου στο Λονδίνο το 1826 να ήταν μια τέτοια προσπάθεια. Η κατάσταση τους φαίνεται ότι παραμένει δύσκολη τουλάχιστον έως το 1835 αν πιστέψουμε τα λόγια του Γάλλου προξένου Γκυς (Pierre – François Guys) «Ο Τζον Νέλσον Άμποτ, Άγγλος, υποπρόξενος της Δανίας, έγινε αντικείμενο καταγγελιών και απέκτησε την αποστροφή όλων. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει τη δουλειά του στον Βόλο. Άφησε τον αδερφό του Ρόμπερτ Άμποτ στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστα καλύτερο από τον ίδιο, αλλά που ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τη γενική περιφρόνηση. Είναι Άγγλοι μόνο στο όνομά, γιατί γεννήθηκαν εδώ». Τα δυο αδέλφια λοιπόν συνεργάζονταν μεταξύ τους που σημαίνει ότι είχαν ήδη ιδρύσει την εταιρεία Abbott Brothers (Αφοί Άμποτ) η οποία έγινε αργότερα πάμπλουτη και διάσημη με το εμπόριο των βδελλών. Αυτό επιβεβαιώνει μια πληροφορία ότι ίδρυσαν την Abbott Brothers (Αφοί Άμποτ) το Σεπτέμβριο του 1833.

Η πιο πάνω αναφορά του Γάλλου προξένου βεβαιώνει ότι τουλάχιστον μέχρι το 1835 η οικονομική κατάσταση των δυο αδελφών ήταν μέτρια έως κακή. Το χρυσοφόρο εμπόριο των βδελλών φαίνεται ότι ξεκίνησε να αποφέρει πλούτο προς τα τέλη της δεκαετίας του 1830. Αυτό διαφαίνεται από μια δικαστική απόφαση που βρέθηκε τελευταία σύμφωνα με την οποία ο Μπάμπης ζήτησε στις 15 Ιουνίου 1868 τη διάλυση της εταιρείας ‘Αφοί Άμποτ’. Κατήγγειλε ότι ο αδελφός του Τζέκης είχε τραβήξει από το κοινό ταμείο την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 1840 έως τον Ιούνιο 1868 ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που δικαιούνταν. Είχε δηλαδή εισπράξει περίπου τα τρία πέμπτα των κερδών ενώ το μερίδιο του ήταν 50%. Το επιπλέον ποσό ανερχόταν κατά τον Μπάμπη σε 2 εκατομμύρια γρόσια (!), ένα θηριώδες ποσό για την εποχή. Από τις αρχές του 1840 λοιπόν ο Τζέκης κατηγορείται ότι εισπράττει μεγαλύτερο μερίδιο κερδών από αυτό που του αναλογεί. Άρα υπάρχουν από τότε μεγάλα κέρδη, τα οποία αξίζει να διεκδικηθούν. Το επιβεβαιώνει και ο τότε ταμίας της εταιρείας Ηρακλείδης – ότι δηλαδή υπήρχαν άξια λόγου κέρδη από την 1η Ιανουαρίου 1840. Η πληροφορία αυτή θα μας φανεί χρήσιμη αργότερα.

VI. Abbott Brothers και οι χρυσοφόρες βδέλλεςη άνοδος και η πτώση

Το εμπόριο της Abbott Brothers είχε πάρει μυθικές διαστάσεις προς το τέλος της δεκαετίας του 1840. Στοιχεία δείχνουν ότι με βάση το 1848 η αξία των εξαγωγών διπλασιάστηκε το 1849 και επταπλασιάστηκε το 1850 φτάνοντας το 1,78 εκατομμύρια γρόσια. Πρόκειται για νούμερα που δεν είχαν ξανακουστεί στις αγορές της Ανατολής. Άρχισαν έτσι να διαδίδονται πολλές ιστορίες για το πώς πλούτισε ο Τζέκης. Μια από αυτές έλεγε ότι ο Τζέκης έριξε σε ένα μεγάλο πηγάδι με βδέλλες έναν Εβραίο που είχε πάει να του τις δείξει. Ο Εβραίος πέθανε από τις βδέλλες και ο Τζέκης έγινε πλούσιος μετά πουλώντας τες. Φανταστική ιστορία βέβαια, αφενός γιατί υπήρχαν πολλά έλη γύρω από τη Θεσσαλονίκη με βδέλλες και, αφετέρου, γιατί το εμπόριο ήταν μονοπωλιακό, αποκλειστικό προνόμιο σε αυτόν που θα προσέφερε το υψηλότερο ετήσιο ποσό στον Σουλτάνο. Όπως γράφει το 1851 ο Γάλλος πρόξενος Γκρασσέ (Edouard Grasset) «το εμπόριο των βδελλών είναι μονοπώλιο. Τα αλιευτικά δικαιώματα αποκτώνται με δημοπρασία στην Κωνσταντινούπολη. Μια εταιρεία αγγλικής καταγωγής ήταν η πλειοδότρια για πολλά χρόνια, ελέγχοντας το μονοπώλιο, και έτσι έχτισε μια πολύ μεγάλη περιουσία. Εδώ, μεταπωλούν τις βδέλλες σε έναν Αυστριακό έμπορο, ο οποίος στη συνέχεια τις στέλνει στην Τεργέστη με δική του ευθύνη».

Ο Τζέκης και ο Μπάμπης είχαν βρει απλά τον τρόπο να κερδίζουν κάθε χρόνο την άδεια αυτή από το οθωμανικό δημόσιο. Είχαν μεγάλη επιρροή στις τουρκικές αρχές γιατί ήταν οι δανειστές των πασάδων και των μπέηδων της χώρας, όπως αναφέρει η Μ. Αναστασιάδου. Σίγουρα όμως μεγάλο ρόλο θα έπαιξε και το μπαχτσίσι, αυτός ο βασικός πυλώνας του οθωμανικού οικοδομήματος τον οποίο χρησιμοποιούσαν όλες οι επιτυχημένες εμπορικές εταιρείες, της Levant Company συμπεριλαμβανομένης.

Πως όμως σκέφτηκαν να αναπτύξουν το εμπόριο της βδέλλας το οποίο ήταν άγνωστο μέχρι τότε; Θα ανατρέξουμε πάλι στον Μανόλη της ‘Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι’ ο οποίος έχει μια αληθοφανή εξήγηση. Μαντεύουμε ότι δούλευε για τον Τζέκη στα τέλη της δεκαετίας του 1840. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μανόλη, ο Τζέκης είχε προσληφθεί από έναν Γάλλο ταξιδιώτη, μια και μιλούσε λίγα γαλλικά, να του δείξει τα έλη έξω από τη Θεσσαλονίκη στα οποία είχε βδέλλες. Έψαχνε βδέλλες για εξαγωγή στην Ευρώπη. Στο δρόμο ο Γάλλος του μίλησε για τη μεγάλη ζήτηση και τις πολύ υψηλές τιμές τους λόγω έλλειψης εκεί από την υπερβολική αλίευση των τελευταίων δεκαετιών. Ο Τζέκης δεν έχασε καιρό, πήγε γρήγορα στη Κωνσταντινούπολη και αγόρασε αποκλειστική άδεια εμπορίας για βδέλλες που μάλλον ήταν μέχρι τότε άγνωστο είδος για τους εκεί γραφειοκράτες. Επέστρεψε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη με την αποκλειστική άδεια στο χέρι ενώ ο Γάλλος έμπορος προσπαθούσε ακόμη να πείσει τον Γάλλο πρόξενο να αρχίσει τις απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να πάρει άδεια εξαγωγής.

Και ο Εδεσσαίος Μινωίδης στις έρευνες του στην Ελλάδα χρησιμοποιούσε την εταιρεία των Αδελφών Άμποτ. Γράφει στο ημερολόγιο του: 1842, 15 αυγούστου. Αφήνω σε κιβώτια και βαλίτσες στην αποθήκη των αδελφών Άμποτ, στη Θεσσαλονίκη, τον κατάλογο των τετραδίων, τα τυπωμένα βιβλία και τα χειρόγραφα.

Σημείωμα των αδελφών Άμποτ (Abbott Frères) στον Μινωίδη Μηνά στο Άγιον Όρος με το οποίο του στέλνουν επιστολή από τον Φλουρύ-Εράρ (πρόκειται για τον τραπεζίτη Flûry-Hérard)

Η ιστορία όμως που είχε μείνει στη μνήμη των Θεσσαλονικέων ήταν η επίσκεψη του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ το 1658. Φιλοξενήθηκε στο μέγαρο του με τον γιο του Αμπντούλ Χαμίτ. Πασίγνωστη ιστορία που ίσως γίνει θέμα ξεχωριστής ανάρτησης. Δείχνει την σπάταλη ζωή του Τζέκη. Αυτός ο σπάταλος βίος του ήταν και η αιτία που οδήγησε τον αδελφό και συνέταιρο Μπάμπη να ζητήσει την επιστροφή των υπερβολικών αναλήψεων που συστηματικά είχε κάνει από το κοινό ταμείο. Ο Μπάμπης κέρδισε όλες τις δίκες που κράτησαν από το 1868 μέχρι το 1874 στη Κωνσταντινούπολη. Η τελεσίδικη απόφαση βγήκε στις 23 Ιουνίου 1874. Ο Μπάμπης δεν πρόλαβε να χαρεί τη νίκη του γιατί είχε ήδη πεθάνει τον Φεβρουάριο της χρονιάς αυτής (5 Φεβρουαρίου 1874). Η χήρα του όμως Αικατερίνη και οι γιοι Ερρίκος και Αλφρέδος θα αρχίσουν τις νομικές διαδικασίες για την ανάκτηση του τεράστιου ποσού. Ίσως αυτό να ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον Τζέκη, ο οποίος πέθανε στη φτώχεια ένα χρόνο αργότερα από τον αδελφό του, στις 27 Φεβρουαρίου 1875. Πράγματι, όπως μαρτυρεί και το πιο κάτω ιδιόγραφο σημείωμα που φέρει και την υπογραφή του, ο Τζέκης ζούσε για μεγάλο διάστημα με δανεικά, τα οποία θα κληθούν να πληρώσουν οι κληρονόμοι του. Θα δημιουργηθεί έτσι ένας περίπλοκος νομικός αγώνας με πρωταγωνιστές τους κληρονόμους των δύο αδελφών που ίσως εξετάσουμε σε μελλοντική ανάρτηση.

Μετά τη διάλυση της κοινής εταιρείας το 1868, ο Μπάμπης ίδρυσε νέα εταιρεία με τα παιδιά του, με την επωνυμία R. Abbott & Co. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει η εβδομαδιαία γαλλική επιθεώρηση L’ Illustration στο τεύχος της 27ης Μαίου 1876. Στην ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη για την σφαγή των προξένων γράφει επιγραμματικά ότι ο Ερρίκος Άμποτ «ήταν ένας από τους μετόχους του οίκου R. Abbott & Cie η οποία είχε ιδρυθεί μετά τη διάλυση του οίκου ‘Αφοί Άμποτ’ »  (il était l’un des associés de la maison R. Abbott et Cie à Salonique, laquelle fut fondée après la dissolution de la maison Abbott frères).

Τελική αρνητική απόφαση της 23ης Ιουνίου 1874 και δραματική ήττα του Τζέκη στη δικαστική διαφορά με τον αδελφό του Μπάμπη

VII. Το μέγαρο Άμποτ επί της οδού Φράγκων

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1839, στις 8 το βράδυ, ξεσπά μια βίαιη πυρκαγιά στη συνοικία των προξενείων και των εμπορικών οίκων, στον Φρακομαχαλά. Ο Βατιέ ντε Μπουρβίλ (Vattier de Bourville) επικεφαλής προσωρινά του γαλλικού προξενείου αναφέρει στις 11 Σεπτεμβρίου στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι «σε ελάχιστο χρόνο, η συνοικία των Φράγκων έπιασε όλη φωτιά. Το προξενείο της Γαλλίας κάηκε ολοσχερώς : η οικία του προξένου, οι αποθήκες, τα αρχεία της γραμματείας. Τα προξενεία της Νάπολης, της Πρωσίας, του Βελγίου, της Ισπανίας, της Αμερικής, της Αγγλίας, της Σαρδηνίας και της Ελλάδας κάηκαν επίσης όπως και η εκκλησία των Λαζαριστών». Και σε άλλο μήνυμα της 30ης Σεπτεμβρίου συμπληρώνει: «η πυρκαγιά επιβράδυνε πολύ το εμπόριο της πόλης γιατί πολλοί εύποροι έμποροι είναι τώρα ολοκληρωτικά κατεστραμμένοι».

Η πυρκαγιά του 1839 λάβωσε θανάσιμα αρκετούς εμπόρους. Οι περισσότεροι έκαναν όμως μια μεγάλη προσπάθεια να ξαναστήσουν και πάλι τις δουλειές τους χτίζοντας νέες κατοικίες με τις αναγκαίες αποθήκες που συνήθως καταλάμβαναν το ισόγειο. Γνωρίζουμε ότι και οι αδελφοί Άμποτ έχτισαν το νέο τους μέγαρο το 1840. Και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ, ένα κτήριο που ξεχώριζε σε όλη τη περιοχή. Είναι άραγε σύμπτωση; είναι τυχαίο ότι έχτισαν και αυτοί το 1840 το μέγαρο; Όχι, πρόκειται για το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Τζέκης όπως μας πληροφορεί ο Φρερ Ροντρίγκεζ (Frère Rodriquez), καθηγητής του Κολλεγίου De la Salle που είχε την έδρα του παραδίπλα, στην οδό Φράγκων 10 (…les statues ornent le jardin de la Banque ottomane actuelle, car là était la maison natale de Djeck Abbot). Βρισκόταν δίπλα στο γαλλικό προξενείο και στη καθολική εκκλησία των Λαζαριστών. Στη πυρκαγιά λοιπόν κάηκε και το σπίτι αυτό. Το σπίτι όπου η Δόμνα γέννησε τη Σάρα, τον Τζέκη και τον Μπάμπη. Η κατασκευή όμως ενός τόσο μεγάλου κτιρίου σε περίπου ένα χρόνο δεν ήταν εύκολη υπόθεση και κυρίως ήταν πολύ ακριβή. Όχι όμως για τον Τζέκη και τον Μπάμπη. Όπως είδαμε, το εμπόριο της βδέλλας είχε αρχίσει να αποφέρει μεγάλα κέρδη από τα τέλη του 1830. Και οι βδέλλες δεν στοιβάζονταν σε αποθηκευτικούς χώρους αλλά βρίσκονταν σε πηγάδια εκτός Θεσσαλονίκης. Άρα τα δυο αδέλφια δεν πρέπει να επλήγησαν από τη πυρκαγιά. Έχτισαν το νέο μέγαρο με τα κέρδη από το εμπόριο της βδέλλας σε χρόνο ρεκόρ. Οι φήμες βέβαια αναφέρουν ότι το σπίτι ανήκε στον Τζέκη. Για παράδειγμα, το 1858, στην επίσκεψη του σουλτάνου συμπεριφέρεται ως ιδιοκτήτης του μεγάρου όπου μάλιστα τον φιλοξένησε. Του Τζέκη όμως άρεσε ιδιαίτερα η επίδειξη πλούτου. Και το εμπόριο της βδέλλας, ενώ ήταν συνεταιρικό με τον αδελφό του, θεωρείτο στη Θεσσαλονίκη – αλλά και από τον ίδιο όπως είδαμε – ότι ήταν δική του επιχείρηση. Όπως θα δούμε όμως στο τελευταίο μέρος το σπίτι του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα.

Γνωρίζουμε ότι ο Μπάμπης απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1874 στο Βόλο και ο Τζέκης τον Φεβρουάριο του 1875 στη Θεσσαλονίκη. Ποιος έμενε λοιπόν από την οικογένεια στο μέγαρο αυτό μετά την αποχώρηση των δύο αδελφών; Την απάντηση τη βρίσκουμε σε ανταπόκριση της γαλλικής εβδομαδιαίας επιθεώρησης L’ Illustration το 1876 με την ευκαιρία του φόνου των δύο προξένων. Εκεί υπάρχει ένα απλό σκαρίφημα της οικίας του Ερρίκου Άμποτ που ήταν και το προξενείο της άρτι γεννηθείσας Γερμανίας του Μπίσμαρκ. Το σκαρίφημα μοιάζει εξαιρετικά με τη φωτογραφία της Αυτοκρατορικής Οθωμανική Τράπεζας της δεκαετίας του 1910 παρά τις σημαντικές μετατροπές που έκανε μετά την αγορά του κτίσματος.

Αριστερά το σκαρίφημα της οικίας Άμποτ που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1876 και δεξιά φωτογραφία της Οθωμανικής Τράπεζας πριν την ανατίναξη από τους Βουλγάρους το 1903.

Ας εξετάσουμε τώρα την σχέση της ιδιοκτησίας των Άμποτ με την Τράπεζα αυτή.

Το 1863 ιδρύεται η γαλλο-βρετανική Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα στη Κωνσταντινούπολη με παράλληλη παύση της παλαιότερης αγγλικής Οθωμανικής Τράπεζας του 1856 με έδρα το Λονδίνο. Η τελευταία είχε ιδρύσει υποκαταστήματα σε Θεσσαλονίκη, Βηρυτό, Σμύρνη και Γαλάτσι, για να εξυπηρετήσει το εμπόριο της Ανατολής. Δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει όμως τις ανάγκες του οθωμανικού κράτους και ιδιαίτερα τη διαχείριση του τεράστιου χρέους του (Du Velay, Essai sur l’ histoire financière de la Turquie, 1903). Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι οθωμανικές αρχές αναζήτησαν μια νέα τραπεζική δομή με τη στήριξη των δυο μεγάλων παικτών στις αγορές κεφαλαίου, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Η Οθωμανική Τράπεζα παρέδωσε έτσι τη σκυτάλη στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα μαζί με τα υποκαταστήματά της. Το υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης συνέχισε λοιπόν τις εργασίες με τη νέα επωνυμία από τη 1η Μαΐου 1864. Λογικό είναι να έχει διατηρήσει και τα ίδια γραφεία. Μάλλον όχι στο μέγαρο των Άμποτ το οποίο είχε φιλοξενήσει τον σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ κατά την επίσκεψη του στη Θεσσαλονίκη το 1858. Το κτίριο αυτό πιθανότατα να έγινε διαθέσιμο μετά τον θάνατο του Ερρίκου Άμποτ, όταν θα έφυγε και το γερμανικό προξενείο από εκεί. Είχαν άλλωστε πεθάνει τόσο ο πατέρας του Μπάμπης όσο και ο θείος του Τζέκης. Η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα φέρεται να είναι ιδιοκτήτρια του μεγάρου στα μέσα της δεκαετίας του 1890. Θα πρέπει λοιπόν να εγκαταστάθηκε εκεί μεταξύ του 1876 και του 1890. Δυστυχώς δεν έχουν βρεθεί τα συμβόλαια αγοραπωλησίας όπως συμβαίνει με τα άλλα υποκαταστήματα. Το πιθανότερο είναι να αγοράστηκε περί το 1876. Και αυτό γιατί οι δουλειές και η κερδοφορία αυξήθηκαν σημαντικά μετά τη χρεοκοπία του 1875. Η Θεσσαλονίκη ήταν πέμπτη από άποψη κερδοφορίας από όλα τα υποκαταστήματα της Τράπεζας με πρώτο αυτό της Αλεξανδρείας. Με την αγορά του κτιρίου η τράπεζα σίγουρα θα έκανε μια μεγάλη ανακαίνιση και μετατροπές, χρηστικές στο εσωτερικό, καλλωπισμού στο εξωτερικό.

Το προσωπικό της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη το 1895 μπροστά στην είσοδο του κτηρίου. Ο Αντουάν Σαριδάκης δεξιά στη δεύτερη σειρά, δίπλα στον φεσοφόρο υπάλληλο. Όπως είδαμε ήταν εγγονός του Πετράκη Γκλιούμπιχ και της Μαρίας Κανέλας Άμποτ, κόρης του Βαρθολομαίου Εδουάρδου Άμποτ και της Σάρας Σασώ. Δεξιά και αριστερά διακρίνονται τα αγάλματα που στολίζουν και σήμερα το νέο κτίριο.

Ας εξετάσουμε τώρα την σχέση της ιδιοκτησίας των Άμποτ με την Τράπεζα αυτή.

Το 1863 ιδρύεται η γαλλο-βρετανική Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα στη Κωνσταντινούπολη με παράλληλη παύση της παλαιότερης αγγλικής Οθωμανικής Τράπεζας του 1856 με έδρα το Λονδίνο. Η τελευταία είχε ιδρύσει υποκαταστήματα σε Θεσσαλονίκη, Βηρυτό, Σμύρνη και Γαλάτσι, για να εξυπηρετήσει το εμπόριο της Ανατολής. Δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει όμως τις ανάγκες του οθωμανικού κράτους και ιδιαίτερα τη διαχείριση του τεράστιου χρέους του (Du Velay, Essai sur l’ histoire financière de la Turquie, 1903). Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι οθωμανικές αρχές αναζήτησαν μια νέα τραπεζική δομή με τη στήριξη των δυο μεγάλων παικτών στις αγορές κεφαλαίου, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Η Οθωμανική Τράπεζα παρέδωσε έτσι τη σκυτάλη στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα μαζί με τα υποκαταστήματά της. Το υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης συνέχισε λοιπόν τις εργασίες με τη νέα επωνυμία από τη 1η Μαΐου 1864. Λογικό είναι να έχει διατηρήσει και τα ίδια γραφεία. Μάλλον όχι στο μέγαρο των Άμποτ το οποίο είχε φιλοξενήσει τον σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ κατά την επίσκεψη του στη Θεσσαλονίκη το 1858. Το κτίριο αυτό πιθανότατα να έγινε διαθέσιμο μετά τον θάνατο του Ερρίκου Άμποτ, όταν θα έφυγε και το γερμανικό προξενείο από εκεί. Είχαν άλλωστε πεθάνει τόσο ο πατέρας του Μπάμπης όσο και ο θείος του Τζέκης. Η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα φέρεται να είναι ιδιοκτήτρια του μεγάρου στα μέσα της δεκαετίας του 1890. Θα πρέπει λοιπόν να εγκαταστάθηκε εκεί μεταξύ του 1876 και του 1890. Δυστυχώς δεν έχουν βρεθεί τα συμβόλαια αγοραπωλησίας όπως συμβαίνει με τα άλλα υποκαταστήματα. Το πιθανότερο είναι να αγοράστηκε περί το 1876/77 όπως θα δούμε στο 4ο και τελευταίο μέρος. Με την αγορά του κτιρίου η τράπεζα σίγουρα θα έκανε μια μεγάλη ανακαίνιση και μετατροπές, χρηστικές στο εσωτερικό, καλλωπισμού στο εξωτερικό.

Το προσωπικό της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη το 1895 μπροστά στην είσοδο του κτηρίου. Ο Αντουάν Σαριδάκης δεξιά στη δεύτερη σειρά, δίπλα στον φεσοφόρο υπάλληλο. Όπως είδαμε ήταν εγγονός του Πετράκη Γκλιούμπιχ και της Μαρίας Κανέλας Άμποτ, κόρης του Βαρθολομαίου Εδουάρδου Άμποτ και της Σάρας Σασώ. Δεξιά και αριστερά διακρίνονται τα αγάλματα που στολίζουν και σήμερα το νέο κτίριο.

Σύμφωνα λοιπόν με την αλυσίδα των γεγονότων, η οικοδομή αυτή χτίστηκε εκεί όπου βρισκόταν, πριν από τη πυρκαγιά του 1839, η ιδιοκτησία του Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου στην οποία διέμενε η κόρη του Δόμνα με τον σύζυγο της Τζόρτζη Άμποτ. Μια ιδιοκτησία που κληρονομήθηκε από τη κόρη του Δόμνα και στη συνέχεια από τα παιδιά της. Το σημερινό κτήριο, στο οποίο στεγάζεται το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης επί της οδού Φράγκων, είναι νέα οικοδομή που χτίστηκε μετά την ανατίναξη της προηγούμενης από τους Βούλγαρους τρομοκράτες στις 29 Απριλίου 1903. Βρίσκεται κοντά στη καθολική εκκλησία της Θεσσαλονίκης, την παλιά εκκλησία των Λαζαριστών, η οποία ξαναχτίστηκε σε σχέδια του Ποζέλι τη δεκαετία του 1890.

Κυριακή 3 Ιουλίου 1904 γίνονται με μεγάλη επισημότητα τα εγκαίνια του νέου κτιρίου της Τράπεζας σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Μπαρούχ και Αμάρ της Κωνσταντινούπολης, έντεκα μόλις μήνες μετά την έναρξη των εργασιών. Αποτελεί μέχρι σήμερα ένα κόσμημα της πόλης.

Προσπάθεια για επίλυση του τελευταίου παζλ

Μια οστεοθήκη εξάλλου στο κοιμητήριο Ευαγγελιστρίας αναφέρει τα ονόματα Μαρία Ι Αββοττ (1882 – 1953), Ιούλιος Ε Άββοττ (1884 – 1946), Εδμόνδος Ι Άββοττ (1911 – 196;), Γεώργιος Ι Άββοττ (1912 – 1963), Σμαρώ Γ Άββοττ (1918 – 1973) Έλλη Ε Άββοττ (1922 – 2007) και Μαρία Ε Άββοττ (1944 – 1945). Ένας πραγματικός γρίφος. Υποψιαζόμαστε ότι πρόκειται για ονόματα της ίδιας στενής οικογένειας. Δεδομένου ότι οι γυναίκες εγγράφονται με το ονοματεπώνυμο του συζύγου και λαμβάνοντας υπόψη τις ηλικίες, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την οστεοθήκη της οικογένειας του Ιουλίου Άββοττ, γιου του Εδμόνδου (1852 – 1884) και εγγονού του Μπάμπη Άββοττ. Το όνομα Ιούλιος προκύπτει από τον θείο του Ιούλιο Μουλέν, σφαγιασθέντα πρόξενο της Γαλλίας και σύζυγο της Μαίρης Άββοττ, όπως είδαμε πιο πάνω. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Ιούλιος Εδμόνδου Άββοττ και η σύζυγος του Μαρία Ι Άββοττ απέκτησαν δυο γιους, τον Εδμόνδο και τον Γεώργιο, δισέγγονα του Μπάμπη Άββοττ. Ο πρωτότοκος Εδμόνδος (1911 – 196;) παντρεύτηκε την Έλλη (σύζυγος Ε Άββοττ) με την οποία απέκτησε μια κόρη, με το όνομα της γιαγιάς της, Μαρία (κόρη Ε Αββοττ), η οποία πέθανε μικρή. Ο δευτερότοκος Γεώργιος (1912 – 1963) παντρεύτηκε τη Σμαρώ (σύζυγος Γ Άββοττ) με την οποία απέκτησε αρχές του 1940 ένα γιο, τον εν ζωή Ιούλιο Άββοττ, ο οποίος είναι τρισέγγονο του Μπάμπη Άββοττ.

Συνεπώς το οικογενειακό δέντρο του Τζώρτζη Άμποτ και της Δόμνας Καυταντζόγλου συμπληρώνεται ως εξής

Επόμενο: 3ο Μέρος, Ο Μικρός Παράδεισος του Τζέκη Άμποτ

Abbotts of Salonica Ι – Από το Λονδίνο στη Κωνσταντινούπολη

Σπάνια γύρω από μια οικογένεια πλέκεται τέτοιος μύθος όπως για τους Αμποτ της Θεσσαλονίκης. Ο 19ος αιώνας ήταν η περίοδος που πρωταγωνίστησαν, άλλοτε με την εξωφρενική επίδειξη πλούτου, άλλοτε με τις σκοτεινές και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές τους, άλλοτε με τις μεταξύ τους διαφορές. Αγγλικής υπηκοότητας, ελληνικής γλώσσας και ορθόδοξου θρησκεύματος, τάραξαν τα νερά της διεθνούς διπλωματίας με την τραγική σφαγή ενός μέλους το 1876. Ήταν το επεισόδιο που έστρεψε το βλέμμα μου προς την οικογένεια αυτή, ιδιαίτερα στη σχέση τους με την οικογένεια Χατζηλαζάρου και έμμεσα με την οικογένεια Οικονόμου, των δυο μεγάλων οικογενειών από την περιοχή Εδέσσης.

Η αναζήτηση στοιχείων για τους Άμποτ διευκολύνεται από αρκετά διάσπαρτα κείμενα που γράφτηκαν ακόμη και από σημερινά μέλη της οικογένειας αναζητώντας τους προγόνους τους. Υπάρχουν επίσης γενεαλογικά δέντρα και ημερολόγια από μέλη της οικογένειας του 18ου αιώνα, που αφορούν όμως περιόδους πριν από τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να υπάρχουν και αντικρουόμενα στοιχεία. Πώς θα μπορούσε όμως να ήταν διαφορετικά όταν η ιστορία της πολυάριθμης οικογένειας εκτείνεται σε πολλούς αιώνες και σε πολλές περιοχές, από την Αγγλία μέχρι τις Ινδίες, περνώντας μέσα από τα κυριότερα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Σήμερα υπάρχουν πολλοί Άμποτ διασκορπισμένοι σε όλες τις ηπείρους, χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά σχέση μεταξύ τους. Το όνομα είναι αρκετά κοινό προερχόμενο από την μεσαιωνική λέξη abbod που παραπέμπει στο λατινικό abbas, στο ελληνικό αββάς και στο αραμαϊκό άμπα, δηλαδή πατήρ (Κατά Μάρκον 14:36 «καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι·»). Ανάλογη περίπτωση το δικό μας επώνυμο Παπάς. Ο κάθε κλάδος βέβαια ψάχνει τις δικές του ρίζες. Το κείμενο που ακολουθεί επικεντρώνεται λοιπόν στους Άμποτ που ήρθαν από την Αγγλία στην Ανατολή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και απλώθηκαν με τον καιρό σε όλα τα εμπορικά κέντρα της ανατολής. Ο κλάδος που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Είναι ο κλάδος με τα λιγότερα στοιχεία και τα μεγαλύτερα κενά.

Η αναζήτηση του γενάρχη της οικογένειας μας οδηγεί στην κωμόπολη Γκρέτον (Gretton) μιας περιοχής βορειοδυτικά του Λονδίνου, το Northampton. Εκεί τον 16ο αιώνα ο κτηματίας Τόμας Άμποτ (Thomas Abbott), συγχρόνως με την καλλιέργεια της γης εξασκούσε και το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Οι υπάρχουσες γενεαλογικές βάσεις συμφωνούν ότι με την σύζυγο του Κάθριν (Catherine Abbott) απέκτησαν έξι παιδιά: την Μαγδαληνή (Magdalen), τον Τόμας (Thomas), τον Ρόμπερτ (Robert, 1610 – 1658), την Αλίκη (Alice), την Ισαβέλα (Isabelle) και την Τζέιν (Jane). Ο πρωτότοκος Τόμας παρέμεινε στο Γκρέτον, μάλλον αναλαμβάνοντας τα κτήματα του πατέρα του όπως συνηθιζόταν, ενώ ο δεύτερος γιος Ρόμπερτ μετακόμισε σε μικρή ηλικία στο Λονδίνο. Εκεί άρχισε να δουλεύει ως γραμματέας σε δανειοδοτική εταιρεία πράγμα που του επέτρεψε το 1635 να γίνει δεκτός στην εμπορική εταιρεία Freedom of the Company of Scriveners και στη συνέχεια να ανοίξει δικό του γραφείο δανείων, την Flying Horse με έμβλημα τον Πήγασο. Η αλματώδης οικονομική και κοινωνική εξέλιξη τον οδήγησε σε γάμο με την Μπέθια Τσάπμαν (Bethia Chapman), κόρη ενός πλούσιου παντοπώλη. Με τον γάμο αυτό μπήκε στη Συντεχνία των Παντοπωλών (Worshipful Company of Grocers) και ανέπτυξε σχέσεις με την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ενώ προς το τέλος της ζωής του φέρεται ως εισαγγελέας πταισματοδικείου αποκτώντας και οικόσημο με τον Πήγασο! Οι τραπεζικές του εργασίες τον φέρνουν να κατέχει μερίδια σε έξι εμπορικά πλοία, δύο εκ των οποίων κάνουν εμπόριο με την Ανατολή.

Sir Robert Abbott

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην εταιρεία του προσέλαβε και τον Robert Clayton, γιο της αδελφής του Αλίκης – η οποία παντρεύτηκε ένα φτωχό αγρότη, τον John Clayton. Ο Clayton έμαθε την τέχνη στην Flying Horse την οποία διηύθυνε και επεξέτεινε μετά τον θάνατο του θειού του. Είχε εκπληκτική εξέλιξη και θεωρείται σήμερα, μαζί με τον θείο του Ρόμπερτ Άμποτ, πατέρας του βρετανικού τραπεζικού συστήματος. Χρήστηκε ιππότης, εξελέγη Δήμαρχος Λονδίνου (Lord Mayor of London) ενώ υπηρέτησε για σχεδόν τριάντα χρόνια ως βουλευτής στο Βρετανικό Κοινοβούλιο (Frank T. Melton, Clayton and the Origins of English Deposit Banking 1658-1685, 1986).

I. Τζάσπερ Άμποτ, ο γεννήτορας των Άμποτ της Ανατολής

Ο Ρόμπερτ και η Μπέθια απόκτησαν δέκα παιδιά, το προτελευταίο των οποίων ήταν ο Τζάσπερ Άμποτ (Jasper Abbott, 1655-1723). Ο Τζάσπερ μετακόμισε πολύ νέος στην Ανατολή, πρώτα στη Σμύρνη και μετά στη Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με τα γραφόμενα του μηχανικού Χάιντ Κλαρκ, μέλους της Εταιρείας της Ανατολής (Levant Company). Ο Κλαρκ έγραψε το άρθρο του το 1860, λίγους μήνες μετά την άφιξη του στη Σμύρνη για δουλειές, από συζητήσεις που έκανε με τους εκεί εμπόρους, οπότε οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν δυο αιώνες πιο μπροστά, ίσως όχι τόσο ακριβείς. Το σημαντικό όμως φαίνεται να είναι ότι ο Τζάσπερ έφτασε αρχικά στη Σμύρνη, το μεγαλύτερο τότε εμπορικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και μετά από είκοσι χρόνια εγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη. «Από το εμπορικό σώμα μπορώ να καταγράψω τον πρώτο Άμποτ, τον πατέρα αυτής της μεγάλης πλέον φυλής στο Λεβάντε, που ήταν έμπορος στη Σμύρνη (…) για είκοσι χρόνια και στη συνέχεια έμπορος στην Κωνσταντινούπολη (…) για άλλα είκοσι χρόνια. Εκεί πεθαίνει, – και βρίσκεται θαμμένος στο αγγλικό νεκροταφείο στο Feri-keui (…) και όπου ο τάφος του φαίνεται ακόμα σε καλή κατάσταση. Είναι διακοσμημένος με οικόσημο και καταγράφει την γενεαλογία του, με όση αξιοπρέπεια μπορεί να δώσουν τα Λατινικά» (Clarke, (Henry) Hyde, ‘The history of the British colony at Smyrna’, Levant Herald, 1860)).

Μετρώντας προς τα πίσω από τον θάνατο του, η πληροφορία του Χάιντ μας δείχνει ότι ο Τζάσπερ έφτασε στη Σμύρνη νεότατος περί το 1680. Παντρεύεται εκεί, μάλλον Ρωμιά, και αποκτά το 1696 τουλάχιστον ένα γιο, τον Πήτερ. Περί το 1700 η οικογένεια μετακομίζει στη Κωνσταντινούπολη όπου διαμένει μέχρι τον θάνατο του το 1723. Ο Τζάσπερ θα γίνει έτσι ο γεννήτορας των Άμποτ της Ανατολής.

Ο Πήτερ (1696 – 1768) θα γίνει εξέχον μέλος της Levant Company και θα ασκήσει τα καθήκοντα του ταμία τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκτός από τη Κωνσταντινούπολη, είχε από το 1735 factories επίσης στην Άγκυρα και στη Σμύρνη (Serdaroglu, British Merchant Families in the Levant Trade in the 18th Century, 2018). Θα αποκτήσει έντεκα παιδιά – τα τέσσερα θα πεθάνουν σε μικρή ηλικία, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Τα επιζήσαντα επτά, με βάση μαρτυρίες της ίδιας της οικογένειας και άλλα διάσπαρτα κείμενα, παρουσιάζονται ως εξής:

Το γενεαλογικό δέντρο των Άμποτ: από το Γκρέτον στη Κωνσταντινούπολη

1. Ο Τζάσπερ θα παντρευτεί την Κυριακή (1744 – 1822), κόρη του ιερέα Αθανασίου στη Κωνσταντινούπολη. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Χένρυ (Henry Alexius, 1764-1819) γράφει στο Ημερολόγιο του (το 1804) ότι γεννήθηκε στο Πέρα στις 16 Οκτωβρίου 1764 και ήταν τεσσάρων ετών όταν μετακόμισαν στην Άγκυρα με τα δυο μικρά του αδέλφια, τον Ουίλιαμ (William 1766-1852) και τον Πήτερ (Peter 1767-1834). Η μετακόμιση λοιπόν έγινε το 1768, έτος του θανάτου του παππού Πήτερ. Ίσως τη χρονιά εκείνη να έγινε η μοιρασιά των οικογενειακών εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ των πέντε αδελφών. Στην Άγκυρα γεννιούνται και δύο κορίτσια, η Ελίζαμπεθ (Elizabeth 1769 – 1825) και η Μαίρη (Mary 1771 – 1844) οι οποίες θα μας απασχολήσουν αργότερα όταν εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Τα καλοκαίρια η οικογένεια τα περνά σε ένα εξοχικό λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη πόλη, στο Efset, «το οποίο αποτελούνταν από ένα πολύ κομψό σπίτι, εκτεταμένους κήπους, περιβόλια και αμπελώνες, με τα πιο εκλεκτά φρούτα της Ευρώπης και της Ασίας, έναν παράδεισο». Ο πατέρας του ήταν ένας “πολύ ευθύς, ευσυνείδητος και θρησκευόμενος άνθρωπος, ένας καλός μελετητής της κλασικής γραμματείας”. Το καλοκαίρι του 1774 όμως πεθαίνει σε ηλικία μόλις 43 ετών από δυσεντερία. Ένα τέταρτο μικρό αγοράκι δυο μηνών θα πεθάνει λίγες μέρες αργότερα. «Ο θείος μου Τζορτζ Άμποτ της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν ένας πολύ εύπορος άνθρωπος αλλά πολύ φιλάργυρος, έστειλε τους πράκτορες του να παραλάβουν τα υπάρχοντα και την οικογένεια δηλώνοντας στους άλλους αδερφούς του ότι ο εκεί οίκος θα έκλεινε». Οι θείοι συμφώνησαν να πάρουν από ένα αγόρι για να το μεγαλώσουν και να το εκπαιδεύσουν, αφήνοντας τα δύο κορίτσια στη φροντίδα της μητέρας. Ο πρωτότοκος Χένρυ και ο δευτερότοκος Ουίλιαμ πήγαν έτσι στο Χαλέπι της Συρίας, ο πρώτος στον έμπορο Ρόμπερτ Άμποτ και ο δεύτερος στον πρόξενο Τζον Τόμας Άμποτ. Ο μικρότερος Πήτερ έμεινε με τον θείο Τζορτζ στη Κωνσταντινούπολη. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η χήρα Κυριακή με τα δυο μικρά κορίτσια θα έχουν την στήριξη του Βαρθολομαίου και θα τον συνοδέψουν στη Θεσσαλονίκη.

Με τον πρώιμο θάνατο του προξένου Τζον Τόμας το 1883, η χήρα με τα πέντε παιδιά της και τον ανιψιό της Ουίλιαμ θα μετακομίσουν από το Χαλέπι στο Λονδίνο. Περίπου την ίδια εποχή ο Χένρυ με την προτροπή του θείου του Ρόμπερτ λόγω μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα μεταναστεύσει στη Καλκούτα της Ινδίας όπου θα παντρευτεί την Μάργκαρετ Γουέλς και θα αποκτήσουν επτά παιδιά εκ των οποίων τέσσερις γιοι θα γίνουν στρατιωτικοί (Augustus, Frederick, Sir James και Saunders Alexius) και θα φτάσουν μέχρι τον βαθμό του στρατηγού. Προς τιμήν μάλιστα του Sir James Abbott, η πόλη που ίδρυσε και στην οποία υπηρέτησε ως διοικητής στο σημερινό Πακιστάν, θα ονομαστεί Abbottabad. Είναι η πόλη στην οποία θα εκτελεστεί το 2011 ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από την στρατιωτική ακαδημία. Ένας πέμπτος γιος (Keith Edward Abbott) θα γίνει διπλωμάτης και θα υπηρετήσει ως Πρόξενος της Αγγλίας στη Ταμπρίζ της Περσίας (1854 – 1857) και στην Οδησσό της Ρωσίας (1868 – 1873).

Ο τρίτος γιος του Τζάσπερ, ο Πήτερ (1767-1834), θα μεγαλώσει με τον “τσιγκούνη” θείο του Τζορτζ στη Κωνσταντινούπολη. Τον συναντάμε για πρώτη φορά το 1797 στο Λονδίνο, όταν έρχεται σε επαφή με τον πρέσβη των ΗΠΑ για να τον πείσει να αναπτύξουν το εμπόριο αποικιακών προϊόντων με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αποφασίζεται μάλιστα η αποστολή του στην Ουάσινγκτον ώστε να συζητήσει το θέμα με τον Υπουργό των Εξωτερικών πλην όμως στο ταξίδι αιχμαλωτίζεται από το γαλλικό ναυτικό, είναι η περίοδος των ναπολεόντειων πολέμων (Ruth Kark, American Consuls in the Holy Land, 1994). Μετά τους πολέμους διορίζεται υπεύθυνος της Levant Company και Πρόξενος στη Βηρυτό και μετά τη διάλυση της εταιρείας το 1825 συνεχίζει τη θητεία του ως στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office). Το 1831 στηρίζει ενεργά για πρόξενο των ΗΠΑ στη Βηρυτό τον ανιψιό του Τζάσπερ Σασώ (Jasper Chasseaud) από τη Θεσσαλονίκη (όπως θα δούμε αργότερα γιο της αδελφής του Μαίρης και του Πήτερ Σασώ), κάτι που επιτυγχάνει το 1833. Θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα και θα ενταφιαστεί στη Βηρυτό.

2. Ο Τζόν Τόμας (John Thomas 1733 – 1783). Θα παντρευτεί την Ελβετίδα Μαριάννα Γκόι (Marianne Goy, 1750 – 1816). Θα αναλάβει το εμπορικό κέντρο της Levant Company στο Χαλέπι της Συρίας όπου θα ονομαστεί Πρόξενος. Θα αποκτήσει τέσσερα αγόρια (Richard Robert, Peter, George Edward, John Thomas) και μια κόρη (Elizabeth Margaret) η οποία πέθανε μετά τη γέννα. Τα αγόρια θα μεγαλώσουν μαζί με τον ξάδελφο Ουίλιαμ. Μετά τον θάνατο του άντρα της, όπως είδαμε, η χήρα Μαριάννα με τα τέσσερα παιδιά της και τον ανιψιό Ουίλιαμ θα μετακομίσουν στο Λονδίνο. Τα παιδιά, όπως και ο ανιψιός, θα βρουν τις τύχες τους στην Ινδία (Καλκούτα οι γιοι, Μαντράς ο ανιψιός). Ο Ουίλιαμ θα πλουτίσει στην Ινδία ιδρύοντας δυο εταιρείες ενώ θα θητεύσει και ως δήμαρχος του Μαντράς (σημερινό Τσενάι).

3. Για τον Βαρθολομαίο Έντουαρτ (Bartholomew Edward, 1735 – 1817), τον ιδρυτή του κλάδου της Θεσσαλονίκης, θα αναφερθούμε εν εκτάσει στη συνέχεια.

4. Ο Τζορτζ (George Abbott 1736-1801), ο ‘εύπορος άνθρωπος αλλά πολύ φιλάργυρος’, θα παντρευτεί την Άννα Μαρτσελίνι (Anna Marcellini) από την Βενετία. Παντοδύναμος, δύστροπος και τσιγκούνης, θα αναλάβει ταμίας της Levant Company μετά τον θάνατο του πατέρα τους για μικρό χρονικό διάστημα. Όπως αναφέρει ο Άγγλος πρέσβης στη Κωνσταντινούπολη Τζον Μάρεϊ (John Murray), θα αποτελέσει με τον Βαρθολομαίο τον ένα πόλο σε ενδοοικογενειακή διένεξη λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του πατέρα τους εναντίον του πρωτότοκου Τζάσπερ χωρίς να είναι γνωστή η αιτία. Ο Άγγλος πρέσβης τους θεωρεί υπεύθυνους και για την “εκδίωξη” του Τζάσπερ στην Άγκυρα.

5. Ο Ρόμπερτ Πάτζετ (Robert Pageτ, 1738 – 1799) θα μεταβεί και αυτός στο Χαλέπι στον εκεί εμπορικό οίκο. Ανύπαντρος και αρκετά αδιάφορος με τη δουλειά, θα συμβουλέψει τον ανιψιό του Χένρυ που είχε υπό κηδεμονία να εγκαταλείψει το Χαλέπι, που μαστίζεται από αναδουλειές, και να στραφεί προς άλλες πιο δυναμικές περιοχές πράγμα που θα πράξει πηγαίνοντας στην Ινδία.

6. Η Μαρία Κανέλα (Maria Canella, ; – 1767) θα παντρευτεί τον Ρώσο ευγενή Αλεξέι Ομπρέσκοφ, πρέσβη (Resident) της Μεγάλης Αικατερίνης στη Κωνσταντινούπολη. Θα αποκτήσουν τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Ομπρέσκοφ θα φυλακιστεί στο Επταπύργιο της Κωνσταντινούπολης με την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου 1768 – 1774 με αφορμή την επέμβαση της Ρωσίας στη Πολωνία και στην οθωμανική Κριμαία των Τατάρων. Ο Άγγλος πρέσβης Τζον Μάρεϊ είχε αναγάγει την απελευθέρωση του Ρώσου πρέσβη σε θέμα γοήτρου για τη Γηραιά Αλβιώνα και τον ίδιο προσωπικά. Θα απελευθερωθεί τελικά από ενέργειες της ανταγωνίστριας Πρωσίας με την ενεργή ανάμιξη των δυο αδελφών Άμποτ της Κωνσταντινούπολης, Τζορτζ και Βαρθολομαίου. Ο Μάρεϊ θα το θεωρήσει προδοσία και θα άρει την αγγλική προστασία από τον Βαρθολομαίο, όχι όμως από τον Τζορτζ ο οποίος έχει κορυφαία θέση και στήριξη στην Ανατολική Εταιρεία ως ταμίας της (Basil C. Gounaris, The Alexei Obrescoff Case, 2015).

7. Η Ντόροθυ Κλάρα (Dorothy Clara, ? – 1819) θα παντρευτεί τον αριστοκράτη Jean Godefroy Froding από τη Πετρούπολη, γραμματέα (chancellor) της ρωσικής πρεσβείας στη Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν δυο παιδιά, την Ελένη και τον Κωνσταντίνο.

Οι γιοι του Πήτερ ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι με την Levant Company αποκτώντας ηγετικό ρόλο σε όλη την Ανατολή. Από τη σχέση τους με την εταιρεία αυτή αντλούν μεγάλη πολιτική επιρροή στην Υψηλή Πύλη και στο Λονδίνο, υπερισχύοντας ακόμη και του Άγγλου πρέσβη. Ας δούμε λοιπόν με δυο λόγια πως δημιουργήθηκε η εταιρεία αυτή πριν εξετάσουμε την μετακόμιση του Βαρθολομαίου στη Θεσσαλονίκη.

II. Η Ανατολική Εταιρεία – The Levant Company

Το ενδιαφέρον της Αγγλίας για εμπόριο με την ανατολική Μεσόγειο άρχισε πολύ αργά, τον 16ο αιώνα. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν εμπορικές σχέσεις ούτε με το Βυζάντιο ούτε με τους Οθωμανούς. Οι πρώτες λίγες επαφές γίνονται για αγορά γλυκού κρασιού στις αρχές του αιώνα χωρίς όμως διάρκεια. Τα πράγματα αλλάζουν όταν δυο Λονδρέζοι έμποροι, οι Όσμπορν και Στέιπερ, στέλνουν τον Ουίλιαμ Χάρνμπορν (William Harnborne) στη Κωνσταντινούπολη να εξετάσει τη δυνατότητα συμφωνίας για εμπορικές ανταλλαγές. Ο Χάρνμπορν καταφέρνει να πάρει τη σύμφωνη γνώμη του Σουλτάνου το 1581 παρά την αντίθεση τόσο των Γάλλων, που έχουν συμφωνία με τους Οθωμανούς από το 1535, όσο και των Βενετών. Η συμφωνία προβλέπει προνόμια και προστασία των Άγγλων εμπόρων όπως είχε συμφωνηθεί με τους Γάλλους, τις περίφημες διομολογήσεις (capitulations). Με τις διομολογήσεις συμπληρώθηκαν κατάλογοι τελωνειακών δασμών σε εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα ενώ δόθηκαν εγγυήσεις ότι δεν θα επιβληθούν άλλοι φόροι στους Άγγλους. Εξασφάλισαν επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία των Άγγλων και των εμπορευμάτων τους χωρίς παρενόχληση, επέτρεπαν την επίλυση των διαφορών μεταξύ τους από τους δικούς τους Προξένους και όχι από οθωμανικά δικαστήρια και προέβλεπαν ότι οι υποθέσεις που αφορούσαν Άγγλους που υπάγονταν στο οθωμανικό δίκαιο θα έπρεπε να διεκπεραιώνονται στην Κωνσταντινούπολη και όχι από επαρχιακούς αξιωματούχους. Η Levant Company επέτρεπε στα μέλη της (Freemen) να λειτουργούν ανταγωνιστικά ως ανεξάρτητοι έμποροι με δικά τους κεφάλαια, σεβόμενοι τους γενικούς κανόνες και αρχές που περιγράφονταν στο καταστατικό της.

Η βασίλισσα Ελισάβετ ενδιαφέρθηκε έντονα αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να ξοδέψει χρήματα από το δημόσιο ταμείο για τους Άγγλους εμπόρους. Υπογράφει έτσι τον Σεπτέμβριο του 1581 μια Χάρτα που εισάγει μονοπώλιο και κανόνες λειτουργίας προς όφελος δώδεκα εμπόρων έναντι εκπροσώπησης των συμφερόντων του Στέμματος στη Πύλη, με τα έσοδα του μονοπωλίου, Οι επικεφαλής των εμπορικών οίκων στην Ανατολή (consuls) θα εκπροσωπούν έτσι με δικά τους χρήματα την βρετανική κυβέρνηση. Ιστορικά ίσως είναι η πρώτη μορφή Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Η συμφωνία τίθεται ουσιαστικά σε ισχύ το 1583, όταν ο Χάρνμπορν εφοδιασμένος με επιστολές της βασίλισσας Ελισάβετ εγκαθίσταται επισήμως στη Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο της χρονιάς αυτής. Είναι ο πρώτος διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελισάβετ (πρέσβης) στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ο πρώτος επικεφαλής της ομάδας των εμπόρων με άμεση προτεραιότητα να υπερνικήσει τις συνεχιζόμενες πιέσεις Γάλλων και Βενετών στον Σουλτάνο. Την ίδια χρονιά αρχίζει να οργανώνει την αναδυόμενη εταιρεία, ορίζοντας ‘προξένους’ σε Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Χαλέπι, Δαμασκό, Αμάν και τα επόμενα χρόνια σε Χίο, Πάτρα, Ζάκυνθο κλπ. Τα ιδρυόμενα εμπορικά κέντρα ονομάζονται factories και εξελίσσονται σε ένα ιδιότυπο μονοπωλιακό δίκτυο για το εμπόριο μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα κέρδη ήταν μεγάλα, τα έξοδα επίσης. Εκτός από την πληρωμή του προσωπικού χρειαζόταν και ένα σημαντικό οικονομικό «φρεσκάρισμα» της εκτίμησης της εταιρείας προς τον Σουλτάνο, τον Βεζίρη, τους υψηλούς αξιωματούχους, δικαστές, τελωνειακούς κλπ.

Η οργάνωση θα πάρει την τελική μορφή εταιρείας με εσωτερικά όργανα την δεκαετία του 1590. Γίνονταν μέλη είτε γιατί ήταν παιδιά μέλους, είτε γιατί είχαν ολοκληρώσει εκπαίδευση σε ένα μέλος, είτε γιατί είχαν αγοράσει το δικαίωμα. Κάθε μέλος έδινε όρκο να μην στέλνει κανένα εμπόρευμα στην Ανατολή παρά μόνο για δικό του λογαριασμό και να μην το παραδίδει σε κανέναν άλλο εκτός από τους πράκτορες και τους παράγοντες της Εταιρείας. Η Εταιρεία είχε το δικαίωμα να φορολογεί το βρετανικό εμπόριο στην Ανατολή, επιβάλλοντας προξενικούς δασμούς, τέλη και πρόστιμα. Τα μέλη πλήρωναν στο Λονδίνο ποσοστό 2% επί της αξίας των συναλλαγών τους στην Ανατολή. Οι πράκτορες που στάλθηκαν στα οθωμανικά λιμάνια για να συνάψουν επιχειρηματικές δραστηριότητες, κατέβαλαν στους εκεί αντιπροσώπους της Εταιρείας άλλο ένα 2% επί της αξίας των εμπορευμάτων που πωλούνταν ή αγοράζονταν. Τα μέλη μπορούσαν να αποφύγουν τους κανόνες και να συνεργαστούν με μη μέλη και αλλοδαπούς, καταβάλλοντας πρόστιμο 20% επί της αξίας των συναλλαγών τους, πράγμα που ήταν πρακτικά απαγορευτικό. Οι πρόξενοι, αντιπρόξενοι, πράκτορες, ταμίες και οι γραμματείς, όλοι έμποροι καριέρας, αποτελούσαν τον διοικητικό μηχανισμό που ήλεγχε την τήρηση των διομολογήσεων και εκπροσωπούσε την Εταιρεία και τα μέλη της στις οθωμανικές αρχές. Οι πρόξενοι ενεργούσαν ως δικαστές, προστάτες και σύμβουλοι, που ασκούσαν έλεγχο σε όλες τις εσωτερικές υποθέσεις των εμπορικών κέντρων. Ήταν υπεύθυνοι για τη τήρηση της τάξης μεταξύ των συμπατριωτών τους, και ρύθμιζαν τις μεταξύ τους διαφορές. Η διοίκηση της Εταιρείας – ο Διοικητής, ο Υποδιοικητής και ένα 18-μελές σώμα βοηθών – μαζί με τους εμπόρους (Freemen) αποτελούσαν το Γενικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο είχε εκτεταμένες εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές εξουσίες και συνεδρίαζε τακτικά (Alfred Wood, A History of the Levant Company, 1935).

Το εμπόριο της Αγγλίας με την Οθωμανική αυτοκρατορία εκτοξεύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα ως αποτέλεσμα του λεγόμενου Κρητικού πολέμου μεταξύ Τούρκων και Βενετών. Τότε υπήρξε και η μεγαλύτερη ένταξη νέων μελών. Το Χαλέπι έφτασε να έχει 50 μέλη, η Σμύρνη 49. η Κωνσταντινούπολη 25. Ήταν η εποχή που το εμπόριο των Βενετών, και των συμμάχων τους Γάλλων, υποχώρησε ραγδαία λόγω του πολέμου με τους Οθωμανούς. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που ο Τζάσπερ Άμποτ μετανάστευσε στην Ανατολή εκείνη την εποχή. Από τα τέλη του 18ου αιώνα όμως θα αρχίσει η μεγάλη πτώση που θα οδηγήσει στο τέλος της Levant Company το 1825.

Ο τρόπος γέννησης και λειτουργίας της εταιρείας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της είχαν μεγάλη δύναμη, τόσο οικονομική όσο και πολιτική. Ο όρος «λεβαντίνος» άρχισε να εκφράζει αυτή την πραγματικότητα, έναν δυτικό έμπορο εγκατεστημένο στην Ανατολή που υιοθετεί τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και έχει ισχυρές οικονομικές και πολιτικές διασυνδέσεις. Οι Αμποτ της Κωνσταντινούπολης, ως εξέχοντα μέλη της Εταιρείας, είχαν λοιπόν ισχυρή πρόσβαση τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Υψηλή Πύλη.

Επόμενο: 2ο Μέρος, Από τη Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη

Άπις: το τέλος ενός συνωμότη στη Θεσσαλονίκη το 1917

Λίγο πριν ξημερώσει, στις 26 Ιουνίου 1917, πέφτει νεκρός με δύο συνεργάτες του στη Μίκρα έξω από την Θεσσαλονίκη ο συνταγματάρχης Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς, ο αποκαλούμενος Άπις. Το εκτελεστικό απόσπασμα έδωσε ένα τέλος στον άνθρωπο που άναψε το φιτίλι του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, στην πλέον αινιγματική φυσιογνωμία της Σερβίας των αρχών του περασμένου αιώνα. Η κατηγορία; θεωρήθηκε ένοχος για απόπειρα δολοφονίας του αντιβασιλέα της Σερβίας και διαδόχου του θρόνου Αλέξανδρου Καρατζόρτζεβιτς. Τι ακριβώς συνέβη;

Σύμφωνα με μαρτυρίες, το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου του 1916 (29 Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο), μια μόλις μέρα πριν αρχίσει η μεγάλη επίθεση των δυνάμεων της Αντάντ εκείνου του καλοκαιριού, ο διάδοχος του σερβικού θρόνου ξεκινά από την Άρνισσα για την Έδεσσα, την προσωρινή του βάση. Επιστρέφει από επιθεώρηση των δυνάμεων που πύκνωναν καθημερινά στην περιοχή της λίμνης Βεγορίτιδας. Στο αυτοκίνητο αυτός, ο υπασπιστής του συνταγματάρχης Γιούρισιτς – Στουρμ και ο οδηγός του, ο γεννημένος στη Λιέγη μαρκήσιος Αντουάν Μπεζιάντ ντ’ Αβαραί (marquis Antoine de Besiade d’ Avaray). Δυο χιλιόμετρα μετά την Άρνισσα βλέπει στην άκρη του παραλίμνιου δρόμου, σε μια εσοχή του λόφου, το Νοσοκομείο Σκωτσέζων Γυναικών,την Αμερικανική Μονάδα όπως λεγόταν, που μόλις είχαν προλάβει να στήσουν το τελευταίο αντίσκηνο (εκτενή αναφορά στα νοσοκομεία της Αντάντ στη περιοχή καθώς και στην γενική στρατιωτική κατάσταση του καλοκαιριού 1916 έχουμε κάνει σε προηγούμενα άρθρα εδώ και εδώ). Κάνει μια στάση εκεί για να χαιρετήσει τις γιατρούς και τις νοσοκόμες. Η επικεφαλής του νοσοκομείου, η Αυστραλέζα γιατρός Άγκνες Μπένετ, τον συνοδεύει στην περιήγηση του καταυλισμού, στο χειρουργείο και στις σκηνές ανάνηψης, όπου διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι όλα είναι έτοιμα για τις μεγάλες μάχες που θα άρχιζαν την επόμενη μέρα (“The crown Prince Alexander of Serbia passed by the camp this afternoon”, Ishobel Ross, Little grey Partridge,1988).

Στη συνέχεια πήρε τον δρόμο για την Έδεσσα. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, γύρω στις 5 το απόγευμα, ο οδηγός άκουσε δυο κοντινούς πυροβολισμούς και πρότεινε να σταματήσουν να δουν τι συμβαίνει. Ο οδηγός βγαίνει από το αυτοκίνητο αλλά δεν διαπιστώνει κάτι ιδιαίτερο. Αραιοί πυροβολισμοί δεν ήταν και τόσο σπάνιοι τις μέρες εκείνες όπου όλοι ετοίμαζαν τα όπλα τους για την επερχόμενη επίθεση. Τέσσερις μήνες αργότερα, το επεισόδιο αυτό θα αποτελέσει την κατηγορία για απόπειρα δολοφονίας του Σέρβου πρίγκηπα από τον Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς, τον συνταγματάρχη που διηύθυνε την υπηρεσία πληροφοριών, του 2ου Γραφείου του Σερβικού Επιτελείου, γνωστού με το παρατσούκλι Άπις. Τον Απρίλιο του 1917, θα αρχίσει η δίμηνη δίκη στο σερβικό στρατοδικείο, θα κριθεί ένοχος και θα εκτελεστεί έξω από την Θεσσαλονίκη τέλη Ιουνίου.

Από την επίσκεψη του διαδόχου Αλεξάνδρου στο Νοσοκομείο Σκωτσέζων Γυναικών, γνωστό ως American Unit, με την συνοδεία της επικεφαλής γιατρού Άγκνες Μπένετ. Ήταν 11 Σεπτεμβρίου 1916 (29 Αυγούστου με το ιουλιανό ημερολόγιο), λίγη ώρα πριν από την φημολογούμενη απόπειρα δολοφονίας του (αρχείο Agnes Bennett)

Ο Άπις και η ανατροπή της δυναστείας των Ομπρένοβιτς

O Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς, γιος μιας φτωχής οικογένειας του Βελιγραδίου, θα συνταράξει στις αρχές του 20ου αιώνα την Σερβία, τα Βαλκάνια και τον κόσμο όλο. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές θα εισαχθεί στην στρατιωτική ακαδημία όπου οι συμμαθητές του θα του βγάλουν το παρατσούκλι Άπις, από τον αρχαίο Αιγύπτιο θεό – ταύρο, λόγω της σωματικής του δύναμης και της ενέργειας που ακτινοβολούσε. Οι εξαιρετικές επιδόσεις στα μαθήματα θα τον οδηγήσουν μετά την αποφοίτηση του στα τέλη του 19ου αιώνα στο σερβικό Γενικό Επιτελείο. Ήταν η εποχή που βασίλευε ο Αλεξάνταρ Ομπρένοβιτς, της ομώνυμης δυναστείας που κυριαρχούσε στο Βασίλειο της Σερβίας τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Βασίλευαν διαδοχικά δύο ανταγωνιστικές δυναστείες στη χώρα αυτή: των Καρατζόρτζεβιτς και των Ομπρένοβιτς. Ο μελαψός Γιώργης Πέτροβιτς, ένας χοιροτρόφος, αποκαλούμενος Καρατζόρτζε (Μαυρογιώργης – Karadjordje Petrovic) ήταν αυτός που πρώτος οδήγησε σε εξέγερση τους Σέρβους το 1804 εναντίον των σκληροτράχηλων ημι – ανεξάρτητων γενιτσάρων, τους Νταήδες, και των μεγάλων γαιοκτημόνων, τους Σπαχήδες. Το 1813 αναγκάστηκε να διαφύγει περνώντας τον Δούναβη στην διπλανή Αυστροουγγαρία όταν πλησίαζε ο οθωμανικός στρατός με επικεφαλής τον γνωστό μας Χουρσίτ πασά. Το 1817 ήταν η σειρά του Μίλος Ομπρένοβιτς να πρωτοστατήσει σε μια νέα εξέγερση. Κατόρθωσε μάλιστα να διαπραγματευτεί με τους Οθωμανούς την ανακήρυξη του ως πρίγκηπα κάτω από την εξουσία του σουλτάνου. Ένα είδος χριστιανού πασά. Τότε αποφάσισε να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη ο εξόριστος Καρατζόρτζεβιτς. Ο Ομπρένοβιτς όμως διαισθάνθηκε ανταγωνιστή και με την σύμφωνη γνώμη των οθωμανικών αρχών τον δολοφόνησε. Οι Ομπρένοβιτς βασίλεψαν με σκληρό και αυταρχικό τρόπο μέχρι το 1842, όταν μια τοπική εξέγερση τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την εξουσία και να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Νέος Πρίγκηπας ορίστηκε ο γιος του Καρατζόρτζεβιτς, Αλεξάνταρ, ο οποίος εκθρονίστηκε με την σειρά του από μια άλλη εξέγερση το 1858. Επιστροφή λοιπόν των Ομπρένοβιτς οι οποίο είχαν την ευτυχία, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, να βρεθούν επικεφαλής ενός ανεξάρτητου κράτους. Το 1882 ο Μίλαν Ομπρένοβιτς ανακηρύχτηκε βασιλιάς του νέου Βασιλείου, θέση που κατέλαβε το 1893 ο δεκαεξάχρονος γιος του Αλεξάνταρ. Ο νεαρότατος και ανώριμος αυτός βασιλιάς θα γίνει ιδιαίτερα μισητός από τον κόσμο για πολλές άστοχες πρωτοβουλίες που ανέλαβε. Ο γάμος του με την δέκα ετών μεγαλύτερη του Ντράγκα, μιας στείρας χήρας που υπηρετούσε στην μητέρα του και ερωμένης, όπως διαβεβαίωναν υπουργοί, διαδοχικά όλου του υπουργικού συμβουλίου, θα συσσωρεύσει την αγανάκτηση του κόσμου. Η Ντράγκα μη μπορώντας να κυοφορήσει θα προσπαθήσει να δώσει λύση στο πρόβλημα της διαδοχής προωθώντας τον αδελφό της. Η αντίδραση από τον πληθυσμό αλλά και από τον στρατό θα οδηγήσει τον Αλεξάνταρ στη λήψη εξαιρετικά αντιλαϊκών μέτρων. Ήταν τα χρόνια που ο Άπις θα οργανώσει μια συνωμοσία με χαμηλόβαθμους αξιωματικούς. Στόχος η εκθρόνιση του βασιλιά. Το πραξικόπημα θα γίνει το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1903, με κατάληψη του παλατιού και άγρια δολοφονία του βασιλικού ζεύγους και όσων προσπάθησαν από την φρουρά να αντισταθούν. Ο ίδιος ο Άπις θα δεχτεί τρεις σφαίρες οι οποίες θα παραμείνουν στο σώμα του μέχρι τον θάνατο του. Θα ανακηρυχτεί εθνικός ήρωας σε ένα πανδαιμόνιο ενθουσιασμού. Τον θρόνο θα κληθεί να καταλάβει ο γαλλοσπουδαγμένος εξηντάχρονος Πέτρος Καρατζόρτζεβιτς, της αντίπαλης δυναστείας. Η αλλαγή της δυναστείας δεν θα σημάνει το τέλος της ομάδας του Ντιμιτρίεβιτς. Αντίθετα, οι θαυμαστές του στον στρατό θα αυξηθούν και θα γίνει ο εκλεκτός του νέου βασιλικού οίκου. Μέλη του δικτύου του θα πάρουν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και στο παλάτι.

Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς, ο Άπις

Η προσάρτηση της Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία το 1908

Τον Ιούλιο του 1908 θα σημάνει η επανάσταση των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη. Η Αυστροουγγαρία βρίσκει έτσι ευκαιρία και ενσωματώνει στην αυτοκρατορία της την Βοσνία Ερζεγοβίνη που διοικούσε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου από το 1878 ενώ η Βουλγαρία κηρύσσει την ανεξαρτησία της και ενσωματώνει την Ανατολική Ρωμυλία. Παρεμπιπτόντως, ας πούμε ότι στο άκουσμα των γεγονότων αυτών η Κρητική Πολιτεία κηρύσσει την ένωση με την Ελλάδα, πράγμα όμως που δεν γίνεται αποδεκτό από την ελληνική κυβέρνηση φοβούμενη πόλεμο με την Τουρκία. Η ενσωμάτωση της Βοσνίας στην δυαδική αυτοκρατορία προκάλεσε σοκ στη Σερβία. Ο αναβρασμός οδηγεί σε συλλαλητήρια που ζητούν πόλεμο με την Αυστροουγγαρία. Ιδρύεται η οργάνωση Εθνική Άμυνα (Ναρόντνα Οτμπράνα) με χιλιάδες μέλη σε όλη την επικράτεια της Σερβίας αλλά και της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Η Ρωσία όμως διαμηνύει στον πρωθυπουργό Νίκολα Πάσιτς να ηρεμήσουν πάση θυσία τα πράγματα αφού ο υπουργός εξωτερικών της Ιζβόλσκι ήταν απόλυτα ενήμερος και όπως φαίνεται ιθύνων νους των εξελίξεων. Έτσι τέλη Μαρτίου του 1909 η Σερβία αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να παροπλίσει τους εθελοντές της οργάνωσης Εθνικής Άμυνας η οποία ανέλαβε πλέον ρόλο μόνο προπαγάνδας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ριζοσπαστικοποίηση των εθνικιστών που βρήκαν καταφύγιο σε μυστικές οργανώσεις. Μια από αυτές ήταν η μυστική οργάνωση που δημιουργήθηκε από αντιβούλγαρους κομιτατζήδες της περιοχής των Σκοπίων οι οποίοι επέστρεψαν στο Βελιγράδι μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων. Στις 3 Μαρτίου 1911 ο Άπις με μερικούς παλαίμαχους και παλιούς συνωμότες του 1903 ιδρύει την οργάνωση ‘Ένωση ή Θάνατος‘ της οποία θα παραμείνει ο αρχηγός μέχρι τον θάνατο του. Σκοπός της οργάνωσης ήταν η ένωση σε ένα κράτος των απανταχού Σέρβων, η δημιουργία δηλαδή μιας Μεγάλης Σερβίας. Πρόκειται για την οργάνωση που έγινε ευρέως γνωστή ως Μαύρη Χειρ. Σε λίγους μήνες η οργάνωση μετρούσε μερικές χιλιάδες μέλη σε όλο τον κρατικό μηχανισμό και τον στρατό με κύριο όργανο προπαγάνδας την εφημερίδα Πεδεμόντιο (Pijemont), όνομα που παραπέμπει στο μυστικό κίνημα των καρμπονάρων της Ιταλίας. Φαίνεται μάλιστα ότι και ο ίδιος ο διάδοχος του θρόνου Αλέξανδρος Καρατζόρτζεβιτς συμμετείχε στη χρηματοδότηση της εφημερίδας. Το δίκτυο της μυστικής οργάνωσης ήρθε σε επαφή με μικρές μυστικές οργανώσεις Σέρβων εθνικιστών στη Βοσνία, κυριότερη εκ των οποίων ήταν η Νέα Βοσνία (Μλάντα Μπόσνα).

Μαύρη Χειρ και δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου

Λίγο πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων ο Άπις θα σταλεί στο Κόσοβο και στη Βόρεια Μακεδονία να προετοιμάσει το έδαφος των σχεδιαζόμενων επιχειρήσεων. Θα καταφέρει να προσελκύσει στη σερβική υπόθεση υπολογίσιμους Αλβανούς αρματολούς. Πηγαίνοντας από στάνη σε στάνη θα προσβληθεί από μελιταίο πυρετό και θα επιστρέψει εσπευσμένα στο Βελιγράδι λίγο πριν ξεσπάσει ο 1ος βαλκανικό πόλεμος στον οποίο δεν θα μπορέσει να λάβει μέρος. Ο διάδοχος Αλέξανδρος θα φέρει γιατρό μάλιστα από την Βιέννη για να τον θεραπεύσει. Η εντυπωσιακά γρήγορη κάθοδος του σερβικού στρατού μέχρι το Μοναστήρι στον 1ο Βαλκανικό Πόλεμο, ίσως να οφείλεται και στις δικές του ενέργειες. Ως γνωστόν τότε η Σερβία κατέλαβε και τα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στη Βουλγαρία βάσει της μυστικής Σέρβοβουλγαρικης συμφωνίας η οποία διαμοίρασε τις υπό κατάκτηση οθωμανικές περιοχές μεταξύ τους υπό τις ευλογίες του τσάρου της Ρωσίας. Το 1913 θα προαχθεί σε αντισυνταγματάρχη και θα ονομαστεί υπεύθυνος του γραφείου πληροφοριών του γενικού επιτελείου, θέση από την οποία θα έχει μια συνολική εικόνα των γεγονότων και επιχειρήσεων, τόσο των επίσημων του επιτελείου όσο και των ανεπίσημων της μυστικής του οργάνωσης. Την άνοιξη του 1914 θα προκύψει μεγάλη κρίση μεταξύ στρατού και κυβέρνησης με θέμα την διοίκηση των νεοκατακτημένων περιοχών, κυρίως στον χώρο των Σκοπίων και του Μοναστηρίου. Ο στρατός θεωρούσε προβληματική την διοίκηση από νεόκοπους πολιτικούς των νέων επαρχιών λόγω του πολυεθνικού τους χαρακτήρα πιέζοντας να πάρει τη διοίκηση στα χέρια του. Ο πρωθυπουργός Πάσιτς πίστευε όμως ότι διοίκηση από τον στρατό σήμαινε διοίκηση από την Μαύρη Χείρα αφού αυτή ήλεγχε τις θέσεις κλειδιά των ενόπλων δυνάμεων. Η κρίση οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης τις πρώτες μέρες του Ιουνίου και στη προκήρυξη νέων εκλογών. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Άπις πληροφορείται από τον έμπιστο συνεργάτη του, τον Σερβοβόσνιο Μαλομπάμπιτς, το ταξίδι του διαδόχου του αυστριακού θρόνου αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Μέσα στο πολωμένο πολιτικό κλίμα, η ευκαιρία φάνηκε ιδανική να φέρει σε πέρας το σχέδιο δολοφονίας του αυστριακού διαδόχου το οποίο φαίνεται ότι στριφογύριζε από καιρό στο μυαλό του. Την ίδια εποχή τρεις Σερβοβόσνιοι σπουδαστές της αδελφής οργάνωσης Νέα Βοσνία, ο Πρίντσιπ, ο Γκαμπρίνοβιτς και ο Γκράμπες περνούν από τη Βοσνία στο Βελιγράδι. Ένα υψηλό στέλεχος της μυστικής οργάνωσης, ο Τσιγκάνοβιτς, τους φέρνει σε επαφή με τον Ντιμιτρίεβιτς. Ο τελευταίος αναλαμβάνει την αγορά των όπλων και ο Τσιγκάνοβιτς την εκπαίδευση τους. Τέσσερα πιστόλια, έξι μικρές βόμβες και φιαλίδια υδροκυανίου είναι οι αποσκευές για την επιστροφή τους στη Βοσνία. Μετά την επίθεση θα πρέπει να πιουν το δηλητήριο για να μην συλληφθούν ζωντανοί. Στις 30 και 31 Μαΐου περνούν τον ποταμό Ντρίνα, σύνορο μεταξύ Σερβίας και Βοσνίας, με την βοήθεια πρακτόρων της Μαύρης Χειρός από δυο διαφορετικά σημεία. Μετά από λίγες μέρες συναντώνται στο Σεράγεβο με άλλα τέσσερα βοηθητικά μέλη. Όλα είναι έτοιμα για την δολοφονία.

Ο αρχιδούκας Φερδινάνδος και η σύζυγος ξεκινούν με το αυτοκίνητο λίγη ώρα πριν τους πυροβολήσει ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ

Σήμερα είναι αποδεδειγμένο ότι ο πρωθυπουργός Πάσιτς είχε γνώση της επιχείρησης. Έχοντας κακές σχέσεις με τον Ντιμιτρίεβιτς και υποπτευόμενος τις μυστικές του δραστηριότητες, φαίνεται ότι είχε έναν σημαντικό πληροφοριοδότη μέσα στην οργάνωση ´Ένωση και Θάνατος’, τον Μίλαν Τσιγκάνοβιτς, τον εκπαιδευτή των τριών σπουδαστών! Είχε μάλιστα αναφέρει την πιθανότητα απόπειρας εναντίον του αρχιδούκα και στο υπουργικό συμβούλιο. Οι έρευνες στα σύνορα που έγιναν το πρώτο μισό του Ιουνίου δεν απέδωσαν φυσικά τίποτα αφού οι τρεις ύποπτοι είχαν ήδη περάσει στη Βοσνία. Είναι εντυπωσιακό όμως ότι δεν έγινε καμιά ενημέρωση των αυστριακών αρχών για το ενδεχόμενο δολοφονικής απόπειρας. Έτσι, στις 28 Ιουνίου 1914, ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας, διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και η γυναίκα του Σοφία, Δούκισσα του Χόχενμπεργκ, δολοφονήθηκαν με πυροβολισμό στο Σεράγεβο, από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Το ερώτημα που θα αιωρείται για πάντα είναι εάν ο πρωθυπουργός Πάσιτς με την σιωπή του έδωσε έμμεσα τη συγκατάθεση του στη δολοφονία. Και φυσικά εάν το γνώριζε ο Πάσιτς σίγουρα θα το γνώριζε και ο διάδοχος Αλέξανδρος. Άλλωστε το γνώριζε – και το ενθάρρυνε – ο στρατιωτικός ακόλουθος της ρωσικής πρεσβείας Βίκτορ Αρταμόνοφ και φυσικά ο Ρώσος πρέσβης Χάρτβιγκ ο οποίος φυσιολογικά θα είχε ειδοποιήσει τους ανώτερους του στην Αγία Πετρούπολη (Miloch Boghitchévitch, Le Procès de Salonique, 1927).

Η αντίδραση της Αυστροουγγαρίας και η κήρυξη του πολέμου

Η αυστριακές αρχές κατάφεραν να συλλάβουν τους συνωμότες και παρά την σιγή τους στη διάρκεια των ανακρίσεων δήλωσαν ότι είχαν διαμείνει για μικρό χρονικό διάστημα την άνοιξη στο Βελιγράδι. Οι αυστριακές αρχές έστειλαν ένα τελεσίγραφο με τους όρους που έπρεπε να εκπληρώσει η σερβική κυβέρνηση για την διαλεύκανση της υπόθεσης. Η τελευταία αποδέχτηκε όλους τους όρους εκτός από έναν, το αίτημα για συμμετοχή των αυστριακών αρχών στη διερεύνηση της υπόθεσης. Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός Πάσιτς δεν θα μπορούσε να δεχτεί τέτοιον όρο αφενός γιατί η δολοφονία είχε οργανωθεί από μια παρακρατική οργάνωση με αρχηγό τον επικεφαλής της διεύθυνσης πληροφοριών του σερβικού επιτελείου και αφετέρου γιατί ο ίδιος όπως και ο αντιβασιλέας ήταν γνώστες της δολοφονικής απόπειρας χωρίς να ειδοποιήσει την Βιέννη. Η απάντηση δεν κρίθηκε ικανοποιητική από την Αυστρία και έτσι με τη λήξη του τελεσιγράφου, κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Ιουλίου. Παρεμπιπτόντως, ας πούμε ότι τη μέρα εκείνη ο Έλληνας πρωθυπουργός Βενιζέλος βρισκόταν στο Μόναχο καθ’ οδόν προς Βρυξέλλες όπου θα συναντούσε τον Μέγα Βεζίρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την επίλυση του προβλήματος που αφορούσε στην κυριαρχία των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, απότοκου του 1ου Βαλκανικού Πολέμου. Οι δύο χώρες ήταν στα πρόθυρα του πολέμου τον οποίο ο Βενιζέλος προσπαθούσε να απωθήσει. Μαθαίνοντας τα νέα της κήρυξης του αυστροσερβικού πολέμου πήρε αμέσως τον δρόμο της επιστροφής σχεδιάζοντας πια τη νέα στρατηγική ως προς την Τουρκία. Μια κρίση που έφερνε ανατροπές και νέες ευκαιρίες για τον πολυμήχανο πολιτικό!

Ο Άπις στη Θεσσαλονίκη

Μετά την μεταφορά του σερβικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, ο Άπις βρέθηκε υπαρχηγός του επιτελείου της 3ης σερβικής στρατιάς με έδρα την Άρνισσα, δυτικά της Έδεσσας. Όπως έχουμε γράψει αλλού, η ανάπτυξη του σερβικού στρατού στα βόρεια σύνορα είχε γίνει στη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1916. Ο Άπις κατάφερε να έχει μαζί του και τον στενό του συνεργάτη Μαλομπάμπιτς στον οποίο είχε αναθέσει τη διαχείριση ενός μικρού παντοπωλείου για τις ανάγκες του σερβικού στρατού στην Άρνισσα. Από τις διαρκείς οχλήσεις του στρατηγού Βάσιτς να διώξει τον Μαλομπάμπιτς για να βάλει στη θέση δικό του άνθρωπο, τον αδελφό του, ο Άπις υποψιαζόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά (David MacKenzie, Apis: the Congenial conspirator, 1989). Προσπάθησε επανειλημμένα να πείσει τον συνεργάτη του να πάει να κρυφτεί σε ένα από τα χωριά της περιοχής μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος αλλά δεν τα κατάφερε. Οι επιχειρήσεις της Αντάντ άρχισαν στις 12 Σεπτεμβρίου 1916 και σταμάτησαν λόγω του χειμώνα τέλη Νοεμβρίου με την κατάληψη του Μοναστηρίου. Τον Δεκέμβριο ο Άπις, ο Μαλομπάμπιτς και μερικοί άλλοι αξιωματικοί συνελήφθησαν για συνωμοτική απόπειρα δολοφονίας του διαδόχου του σερβικού θρόνου. Ο πρωθυπουργός Πάσιτς δεν ήθελε να γίνει δίκη στη Θεσσαλονίκη φοβούμενος αποκαλύψεις για το Σεράγεβο. Ήθελε να στείλει τον Ντιμιτρίεβιτς στις Βρυξέλλες ως στρατιωτικό ακόλουθο. Ο διάδοχος Αλέξανδρος είχε πάρει διαβεβαίωση όμως από τον Ντιμιτρίεβιτς ότι στη απολογία του δεν θα έβλαπτε τα εθνικά συμφέροντα της Σερβίας. Έτσι η δίκη έγινε στη Θεσσαλονίκη κεκλεισμένων των θυρών όπου ο Άπις υπέγραψε την εξής ομολογία :

«Νιώθοντας ότι η Αυστρία σχεδίαζε έναν πόλεμο εναντίον μας, σκέφτηκα ότι η εξόντωση του Αυστριακού διαδόχου θα αποδυνάμωνε την εξουσία της στρατιωτικής κλίκας της οποία ηγείτο, και έτσι ο κίνδυνος πολέμου θα παρήρχετο ή θα αναβαλλόταν. Ανέθεσα στον Μαλομπάμπιτς την οργάνωση της δολοφονίας με αφορμή την ανακοινωθείσα άφιξη του Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Πήρα την απόφαση γι’ αυτό μόνο όταν ο Αρταμόνοφ (ο στρατιωτικός ακόλουθος της ρωσικής πρεσβείας στο Βελιγράδι) με διαβεβαίωσε ότι η Ρωσία δεν θα μας άφηνε χωρίς προστασία σε περίπτωση επίθεσης από την Αυστρία» (Dusan Batakovic, The Salonica Trial 1917: Black Hand vs. Democracy, 2005).

Πράγματι όταν η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία, η Ρωσία απάντησε με επιστράτευση, στην οποία απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου, στην οποία απάντησε η Γαλλία με επιστράτευση, στην οποία απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου, στην οποία απάντησε η Αγγλία με κήρυξη πολέμου.

Η δίκη στη Θεσσαλονίκη. Στη πρώτη σειρά ο Άπις και δίπλα του ο Μαλομπάμπιτς

Η σύλληψη, η καταδίκη και η εκτέλεση τριών από τους συλληφθέντες ήταν ουσιαστικά η τιμωρία – κεκλεισμένων των θυρών και σε άκρα μυστικότητα – για την δολοφονία ενός άλλου διαδόχου, του αρχιδούκα της Αυστροουγγαρίας τον Ιούνιο του 1914 στο Σεράγεβο. Μιας δολοφονίας που στοίχισε δεκάδες εκατομμύρια ζωές!

3 + 1 ιδρυτικοί μύθοι της μακεδονικής δυναστείας

Μιαν ιστορία θα σας πω, μπορεί κι αληθινή
Για ένα βασιλόπουλο, που ήρθε κυνηγημένο
σε τούτα δώ τα χώματα, σε χώρα θαλερή
απ’ τ’ Άργος λεν ξεκίνησε, τόπο μαρτυρημένο.

Χρησμό είχε στον κόρφο του, γενιά απ’ τον Ηρακλή
πόλη να χτίσει όριζε, σε πλουτοφόρα γη
βουνά ψηλά δρασκέλισε, ποτάμια μανιασμένα
γίδια λευκά συνάντησε, στη χλόη πλαγιασμένα.

Μέγα βασίλειο έστησε, χώρα τραγουδισμένη,
πόσοι σοφοί την παίνεψαν! νεράιδα δοξασμένη!
μα φυσικά δεν γνώριζε, τι νήμα ξεκινούσε
που όταν ξετυλίχτηκε, φώτα παντού σκορπούσε.

Α. Εισαγωγή – ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ μῦθος

Μύθος σύμφωνα με την ανθρωπολογική ερμηνεία του όρου είναι μια ιερή ή θρησκευτική αφήγηση σχετιζόμενη πρωτίστως με την προέλευση ή δημιουργία υπερφυσικών όντων και των ενεργειών τους, κατορθώματα, θαύματα κλπ. Έπος είναι το μέσον με το οποίο εξυμνούνται και εγκωμιάζονται οι ενέργειες, τα κατορθώματα, των υπερφυσικών όντων και των απογόνων τους: ημίθεων, ηρώων και ανθρώπων αλλά και προφητών, αγίων, κλπ. Λόγος είναι το μέσο που εξασφαλίζει συνοχή και αξιοπιστία στην αφήγηση. Στο πέρασμα από το φαντασιακό στο πραγματικό, διακρίνουμε μερικές φορές, άλλοτε πιο θολά κι άλλοτε πιο καθαρά, ένα ιστορικό γεγονός.

Οι μύθοι πήραν την γνώριμη μορφή στην Ελλάδα με τα ομηρικά έπη και κυρίως με την Θεογονία του Ησιόδου. Το ποιητικό έπος του Ησιόδου είναι το κατεξοχήν κείμενο της ελληνικής γραμματείας που αναφέρεται στις τοπικές λατρείες των θεών και στην απαρχή του κόσμου μέσα από εμβληματικές μορφές και γενεαλογικές σειρές. Οι έρωτες θεών και ανθρώπων αποτελούν τη γέφυρα που συνδέει το υπερφυσικό με το φυσικό, το φανταστικό με το πραγματικό. Από εκεί ξεκινούν οι μύθοι για την προέλευση δυναστειών, πόλεων, εθνών αλλά και θρησκειών· το σημείο αφετηρίας από το οποίο αρχίζουν όλα, το νήμα που διατρέχει τα επεισόδια της κοινωνικής ζωής. Είναι οι ιστορίες που λένε ποιοι είμαστε, από που ερχόμαστε και τι πιστεύουμε. Είναι τα αφηγήματα που ενώνουν μια ομάδα ανθρώπων και την κάνουν να ξεχωρίζει από μια άλλη. Είναι η μήτρα όπου ριζώνουν οι παραδόσεις, οι κανόνες που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό πώς ζούμε και πώς αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας. Είναι ο καμβάς που αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μας με τους “άλλους”, αυτούς που έχουν διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικές ταυτότητες ή αυτούς με τους οποίους έχουμε κοινές ή παραπλήσιες αναφορές.

Οι ιδρυτικοί μύθοι έχουν πολιτισμική, κοινωνική αλλά κυρίως πολιτική σημασία. Εκφράζονται σχεδόν πάντα μέσα από την σχέση του θείου με την κοινωνία. Οι γιορτές, οι θυσίες, τα πανηγύρια ή οι αγώνες είναι προσαρμοσμένα στο πλαίσιο αυτό, είναι η επικοινωνία του ανθρώπου με το υπερβατικό αποτελώντας έτσι στοιχεία κοινωνικής συνοχής. Οι δυναστικοί μύθοι βρίσκονται στον πυρήνα των ιδρυτικών μύθων. Αναδεικνύουν την σχέση της πολιτικής εξουσίας με την βαθιά ριζωμένη θεϊκή παντοδυναμία. Εξασφαλίζουν έτσι την ουράνια νομιμοποίηση της εξουσίας στα μάτια του λαού. Ο Κέκροψ, πρώτος βασιλιάς της Αθήνας, ήταν γιος της Μητέρας Γης και του Ουρανού· ο Λακεδαίμων ήταν γιος του Δία και της Πλειάδας Ταϋγέτης, γυναίκα του οποίου ήταν η Σπάρτη· ο Βοιωτός ήταν εγγονάκι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ο Μακεδόνας ήταν γιος του Δία και της Θυίας· ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης, ήταν παππούς του Ρωμύλου που ίδρυσε την Ρώμη· ο βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν απόγονος του Ηρακλή, γιου του Δία. Μια σχέση θεών και ανθρώπων που ξεκίνησε από πολύ παλιά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η σχέση μεταξύ εξουσίας και δυναστικού μύθου είναι πολύ ισχυρή στην περίπτωση της Μακεδονίας. Μια σχέση που συνόδευε τις πολιτικές ανάγκες της εποχής, ρυθμίζοντας την διαδοχή στον θρόνο. Η νομιμοποίηση της εξουσίας ήταν πάντα το ζητούμενο. “Κανένας διεκδικητής του Μακεδονικού Θρόνου δεν είχε ισχυρό δικαίωμα επί του θρόνου, εκτός αν καταγόταν από τη γενιά του Ηρακλή” γράφει ο Χάμοντ (N.G.L. Hammond – G.T. Griffith, “Ιστορία της Μακεδονίας”, Θεσσαλονίκη, 1995). Πέρα λοιπόν από μυστηριακές λατρείες και τελετουργίες χθόνιου χαρακτήρα, η βαθιά ριζωμένη στον λαό μακεδονική παράδοση ήθελε ο εκάστοτε βασιλιάς να προέρχεται από τον Ηρακλή και μέσω αυτού από τον πατέρα Δία. Επιβαλλόταν κατά κάποιο τρόπο στον εκάστοτε βασιλέα να αναδεικνύει την ισχυρή σχέση του με τον Ηρακλή. Έτσι εδραίωνε τον θρόνο έναντι άλλων διεκδικητών και ισχυροποιούσε την νομιμότητα του στα μάτια του στρατού και του λαού. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαδοχής, όταν οι μνηστήρες της εξουσίας ήταν πολλοί, οι έριδες και οι αμφισβητήσεις δεν έλειπαν φέρνοντας συχνά το βασίλειο σε χαοτικές καταστάσεις όπως μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου. Η πίστη όμως στην δυναστεία παρέμενε εντυπωσιακή. Κύριο παράδειγμα, η εμμονή του στρατού να διαδεχτεί τον θανόντα στην Βαβυλώνα Αλέξανδρο, ο ετεροθαλής αδελφός του Αριδαίος, παρά το γνωστό πρόβλημα υγείας που είχε από μικρός. Κι αυτό γιατί ήταν Τημενίδης, απόγονος του Ηρακλή!

Β. Το γενεαλογικό, γεωγραφικό και κοινωνικό πλαίσιο των ιδρυτικών μύθων

1. Η βάση του γενεαλογικού οικοδομήματος

Ο βασικός γενεαλογικός κορμός ξεκινά από την ένωση του Δία με την Αλκμήνη, γιος των οποίων είναι ο Ηρακλής (πατρώος Ηρακλής). Απόγονοι του Ηρακλή είναι οι Ηρακλείδες, ένας εκ των οποίων είναι και ο Τήμενος. Από τα παιδιά του τελευταίου αρχίζουν οι Τημενίδες. Κάποιος απόγονος τους θα αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα της μακεδονικής δυναστείας μέχρι τον θάνατο το 309 π.Χ. του τελευταίου μέλους, του Αλεξάνδρου Δ’, γιου του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης. Η βάση λοιπόν όλων των ιδρυτικών μύθων της μακεδονικής δυναστείας μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής;

Μετά τον θάνατο του Ηρακλή, σύμφωνα με την μυθολογία, ο βασιλιάς της Τίρυνθας και των Μυκηνών Ευρυσθέας έδιωξε τα παιδιά του από την Πελοπόννησο τα οποία βρήκαν καταφύγιο στην Αττική. Θα κάνουν τρεις απόπειρες να επιστρέψουν στην Πελοπόννησο με την βοήθεια δελφικού χρησμού: η πρώτη με τον γιο του Ηρακλή ‘Υλλο, η δεύτερη με τον εγγονό του Αριστόμαχο και η τρίτη με τον δισέγγονο Τήμενο. Τις δυο πρώτες φορές θα αποτύχουν. Όταν διαμαρτυρήθηκε ο Τήμενος στους Δελφούς για λάθος χρησμό, η απάντηση που πήρε ήταν ότι οι χρησμοί ήταν σωστοί αλλά η ερμηνεία τους λάθος. Την τρίτη φορά ο Τήμενος με τα αδέλφια του θα πετύχουν ερμηνεύοντας, όπως φαίνεται, ορθά τον χρησμό. Έτσι τρεις γενιές μετά τον Ύλλο οι Ηρακλείδες θα επανέλθουν στην Πελοπόννησο έχοντας επικεφαλής τα αδέλφια Τήμενο, Κρεσφόντη και τους δίδυμους γιους του νεκρού Αριστόδημου, Προκλή και Ευρυσθένη, Ο πρώτος θα πάρει το Άργος, ο δεύτερος την Μεσσήνη και οι δίδυμοι την Σπάρτη. Ήταν η επιστροφή των Δωριέων στην Πελοπόννησο μετά την καταδίωξη τους από τον Ευρυσθέα. Ο Τήμενος θα παντρέψει την κόρη του Υρνηθώ με έναν άλλον Ηρακλείδη, τον Δηιφόντη. Προς το τέλος της ζωής του θα ανακύψει κρίση διαδοχής. Ο Τήμενος, λόγω της μεγάλης αγάπης προς την κόρη του, θα αποφασίσει να δώσει τον θρόνο στον γαμπρό Δηιφόντη προς μεγάλη οργή των γιων του Κείσο, Φάλκη, Κερύνη και Αργαίο. Οι τρεις πρώτοι θα αποπειραθούν να δολοφονήσουν τον πατέρα τους παρά την αντίθετη γνώμη, όπως γράφει ο Παυσανίας, του Αργαίου (Ἀργαίῳ γὰρ τῷ νεωτάτῳ τὰ ποιούμενα οὐκ ἤρεσκεν, Παυσανίας 2.28). Ο Δηιφόντης με την στήριξη του στρατού θα πάρει προς στιγμήν τον θρόνο αλλά οι γιοί του Τημένου θα κατορθώσουν να υφαρπάξουν την εξουσία χρήζοντας βασιλιά τον πρωτότοκο Κείσο. Ο Δηιφόντης με την Υρνηθώ θα διαφύγουν στην Επίδαυρο αλλά τα αδέλφια Κερύνης και Φάλκης καταφέρνουν να απαγάγουν την αδελφή τους με το άρμα του Φάλκη. Ο Δηιφόντης τους κυνηγά να την πάρει πίσω, σκοτώνει με ακόντιο τον Κερίνη αλλά διστάζει να ρίξει στον Φάλκη φοβούμενος μη σκοτώσει κατά λάθος την έγκυο γυναίκα του που ήταν στο ίδιο άρμα. Πλησιάζει και την τραβά στην αγκαλιά του αλλά ο Φάλκης την τραβά πίσω βίαια σκοτώνοντας την (Φάλκης δὲ ἀντεχόμενος καὶ ἕλκων βιαιότερον ἀπέκτεινεν ἔχουσαν ἐν γαστρί). Αργότερα ο Φάλκης θα καταλάβει την Σικυώνα στην Κορινθία όπου γίνεται εκεί βασιλιάς. Αυτή είναι η βάση της γενεαλογικής γραμμής που ξεκινά από το Άργος και φτάνει στην ιστορική Μακεδονία.

Πριν όμως ασχοληθούμε με τους ιδρυτικούς μύθους, ας εξετάσουμε πρώτα τι λένε οι αρχαίοι συγγραφείς για την προέλευση των Μακεδόνων.

2. Η Άνω Μακεδονία: ανθρωπογεωγραφία της περιοχής σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς

Η προϊστορική εποχή στην ελληνική χερσόνησο ήταν σημαδεμένη από συχνές μετακινήσεις πληθυσμών. Ο πιο δυνατός λαός έδιωχνε τον άλλο για να αρπάξει τα πιο καλά εδάφη, τα πιο παραγωγικά βοσκοτόπια ή τις πιο εύφορες κοιλάδες και πεδιάδες. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Θουκυδίδη του τέλους του 5ου αιώνα: ‘Φαίνεται ότι η σήμερα ονομαζόμενη Ελλάδα δεν είχε παλαιότερα μόνιμους κατοίκους. Οι μεταναστεύσεις τότε ήταν συχνές και οι διάφοροι κάτοικοι, πιεζόμενοι από άλλα, νέα και πάντα πολυαριθμότερα φύλα, εγκατέλειπαν εύκολα την περιοχή που κατοικούσαν. Τότε δεν υπήρχε ούτε εμπόριο ούτε ασφάλεια στις χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες και οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τόση μόνο γη, όση τους ήταν αναγκαία για να ζουν. Δεν δημιουργούσαν απόθεμα από χρήματα ούτε φύτευαν δένδρα γιατί, μη έχοντας τείχη για προστασία, δεν ήξεραν ποτέ αν και πότε θα εμφανιζόταν κάποιος να τους τα αρπάξει. Ξέροντας ότι μπορούσαν οπωσδήποτε να εξασφαλίσουν τις καθημερινές ανάγκες τους, μετοικούσαν εύκολα και γι᾽ αυτό δεν ήσαν δυνατοί, μη έχοντας ούτε μεγάλες πολιτείες ούτε άλλου είδους δύναμη” (1.2.1 – 3). Κάτι ανάλογο συνέβη και στις βόρειες επαρχίες της χώρας, αυτές που ονομάστηκαν αργότερα Μακεδονία.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο εξελίσσονται οι ιδρυτικοί μύθοι τον 8ο και 7ο π. Χ. αιώνα είναι αυτό που ονόμαζαν την εποχή τους Άνω Μακεδονία. Ο όρος Άνω Μακεδονία συναντάται αρχικά στον Ηρόδοτο και μετά στον Θουκυδίδη. Ο γεωγράφος Στράβων θα δώσει αργότερα ένα περίγραμμα της Άνω Μακεδονίας γράφοντας ότι έτσι ονομάζονταν οι περιοχές της Λύγκου (περιοχή Φλώρινας), Πελαγονίας (περιοχή Μοναστηρίου), Ορεστίδας (περιοχή Καστοριάς) και Ελίμειας (περιοχή Κοζάνης) (καὶ δὴ καὶ τὰ περὶ Λύγκον καὶ Πελαγονίαν καὶ Ὀρεστιάδα καὶ Ἐλίμειαν τὴν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, Στράβων, 7.7.8). Πρόκειται ουσιαστικά για την σημερινή Δυτική Μακεδονία η οποία περικλείεται ολόγυρα από ψηλά βουνά: ανατολικά από το Βέρμιο, τα Πιέρια και τον Όλυμπο, νότια από τα Καμβούνια και δυτικά από την βόρεια Πίνδο. Ήταν μια αρκετά μεγάλη αλλά απομονωμένη περιοχή αφού δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση ούτε από την ανατολή, ούτε από τον νότο αλλά ούτε και από την δύση. Την διέτρεχε όπως και σήμερα ο ποταμός Αλιάκμων που ξεκινούσε από τις ανατολικές πλαγιές του Γράμμου της βόρειας Πίνδου και κατέληγε, μετά από μια μεγάλη νότια αναστροφή, στον Θερμαϊκό κόλπο μέσα από το βαθύ φαράγγι μεταξύ Βερμίου και Πιερίων. Ο όρος λοιπόν Άνω Μακεδονία σήμαινε την ορεινή Μακεδονία.

Ποιοι κατοικούσαν εκεί;

Η απάντηση θα αναζητηθεί και πάλι στις παλιές μαρτυρίες των ιστορικών. Και η πιο παλιά είναι αυτή του Ηροδότου ο οποίος μας δίνει την άκρη του νήματος. Διηγούμενος την εισβολή του Ξέρξη το 480 π. Χ, αναφέρει ότι ο Πέρσης μονάρχης δεν πέρασε από τα Τέμπη αλλά πήγε “από τον επάνω δρόμο, που περνά μέσα από τη χώρα των Μακεδόνων που κατοικούν ψηλότερα, για να φτάσει στους Περραιβούς, στην περιοχή της πόλης Γόννος (Ηρόδοτος 7.128.1)”. Για να περάσει δηλαδή ο Ξέρξης στη Θεσσαλία πέρασε από τα βουνά της Πιερίας, μάλλον από το γνωστό και σήμερα πέρασμα της Πέτρας, όπου κατοικούσαν οι Μακεδόνες. Ο Πέρσης βασιλιάς έβαλε μάλιστα το ένα τρίτο του στρατού να αποψιλώσει μέρος του δάσους του αποκαλούμενου ‘όρος το Μακεδονικόν για να περάσει ο τεράστιος στρατός του (τὸ γὰρ δὴ ὄρος τὸ Μακεδονικὸν ἔκειρε τῆς στρατιῆς τριτημορίς, ἵνα ταύτῃ διεξίῃ ἅπασα ἡ στρατιὴ ἐς Περραιβούς, 7.131.1). Η πρώτη λοιπόν γνωστή και αδιαμφισβήτητη ιστορική αναφορά για την Μακεδονία δείχνει στην ορεινή Πιερία όπου κατοικούσαν Μακεδόνες. Αλλά και ο Παυσανίας όταν γράφει για τις Πιερίδες Μούσες αναφέρει ότι εκεί παλιότερα κατοικούσε ο Πίερος ο Μακεδόνας από το όνομα του οποίου ονομάστηκε και το όρος (Πίερον Μακεδόνα, ἀφ’ οὗ καὶ Μακεδόσιν ὠνόμασται τὸ ὄρος, 9.29.3).

Ποιοι άλλοι κατοικούσαν στην Άνω Μακεδονία;

Την απάντηση θα δώσει ο Θουκυδίδης, ο οποίος γράφει τριάντα με σαράντα χρόνια αργότερα: “Μακεδόνες είναι και οι Λυγκηστές και οι Ελιμιώτες και άλλα έθνη εκεί πάνω τα οποία είναι σύμμαχα και υπήκοα αυτών αλλά έχουν κάθε ένα τον δικό του βασιλιά” ((τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα, βασιλείας δ᾽ ἔχει καθ᾽ αὑτά”, Θουκιδίδης, 2.99.1). Πρόσφατες ανασκαφές αρχαϊκού νεκροταφείου στην Αχλάδα Φλώρινας (2017-19), στην αρχαία Λύγκο, επιβεβαιώνουν τα γραφέντα από τον Θουκυδίδη. Ο όρος ‘έθνη’ που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχαίοι συγγραφείς δεν πρέπει να μας ξενίζει. Πρόκειται για τοπικές ομάδες του ίδιου ή συγγενικού φύλου κάτω από διαφορετικό ηγεμόνα. Για παράδειγμα ο γεωγράφος Σκύλακας της ίδιας εποχής αναφέρει “Ἀκαρνανία ἔθνος ἐστί”, “Αἰτωλία ἐστὶν ἔθνος”, “Βοιωτοί εἰσιν ἔθνος”, “Ἀρκαδία ἔθνος ἐστί”, “Λακεδαίμων ἔθνος”κλπ.

Ο Θουκυδίδης βέβαια στο πιο πάνω απόσπασμα αναφέρει ότι και άλλα έθνη είναι Μακεδόνες χωρίς όμως να τα προσδιορίζει. Υποψιαζόμαστε ότι εξαιρεί τους Εορδούς, γιατί γράφει πιο κάτω ότι οι περισσότεροι εξολοθρεύτηκαν από τους Μακεδόνες. Οι λίγοι που γλύτωσαν μετανάστευσαν μαζί με τους Άλμωπες στα περίχωρα της Φύσκας στην Μυγδονία, μάλλον στην περιοχή της Δοϊράνης “ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν Ἐορδίας καλουμένης Ἐορδούς, ὧν οἱ μὲν πολλοὶ ἐφθάρησαν, βραχὺ δέ τι αὐτῶν περὶ Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ Ἀλμωπίας Ἄλμωπας.” (Θουκιδίδης, 2.99.5). Προφανώς οι επιζήσαντες Εορδοί εγκατέλειψαν την Μακεδονία για την Μυγδονία όπου ίσως κατοικούσαν ομόφυλοι Φρύγες ή Παίονες. Συνεπώς η εξόντωση και ο διωγμός των Εορδών πρέπει να έγινε πριν η Μυγδονία προσαρτηθεί στους Μακεδόνες. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη Μακεδόνες κατοικούσαν τα πολύ παλιά χρόνια στα Πιέρια, στην Ελιμεία, στην Ορεστίδα, στη Λύγκο και Πελαγονία, και, μετά την εκδίωξη των Εορδών, στην Εορδαία.

Πως προέκυψαν οι Μακεδόνες στην Πιερία;

Ανατρέχοντας και πάλι στον Ηρόδοτο διαβάζουμε για τις μετακινήσεις των πολυπλάνητων Δωριέων, των περιπλανώμενων δηλαδή Δωριέων. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι, στα χρόνια του Δευκαλίωνα, αυτοί που θα ονομαστούν αργότερα Δωριείς κατοικούσαν στην Φθιώτιδα (“ἐπὶ μὲν γὰρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιῶτιν), την κοιτίδα των Ελλήνων. Γιατί όπως γράφει ο Θουκυδίδης “ο Έλληνας και οι γιοι του επικράτησαν στην Φθιώτιδα και οι άλλες πόλεις άρχισαν να τους ζητούν βοήθεια και, σιγά – σιγά να χρησιμοποιούν η καθεμιά τον όρο Έλληνες…Τούτο το μαρτυρεί ο Όμηρος, ο οποίος, αν και έζησε πολύ μετά τον Τρωικό πόλεμο, πουθενά δεν χρησιμοποιεί την γενική ονομασία Έλληνες, αλλά την μεταχειρίζεται μόνο για όσους είχαν ακολουθήσει τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες”(1.3.2). Συνδυάζοντας τα γραφόμενα από Ηρόδοτο και Θουκυδίδη καταλαβαίνουμε ότι μια ομάδα αυτών των Ελλήνων, που θα ονομαστούν πολύ αργότερα Δωριείς, ζούσαν στην Φθιώτιδα τα χρόνια του Δευκαλίωνα. Και ο Ηρόδοτος συνεχίζει: όταν βασίλευε ο Δώρος, ο γιος του Έλληνα, μετακόμισαν στην βορειοανατολική Θεσσαλία, στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στην περιοχή που ονομαζόταν Ιστιαιώτιδα (διωγμένοι μάλλον από τους Θηβαίους). Από εκεί οι Καδμείοι τους απώθησαν αργότερα ακόμη πιο μακριά, στην βόρεια Πίνδο, όπου και αποκλήθηκαν Μακεδνοί. Μετά από καιρό κατέβηκαν στην Δωρίδα μεταξύ Οίτης και Παρνασσού διώχνοντας τους Δρύοπες για να καταλήξουν τελικά στην Πελοπόννησο ως Δωριείς. “ἐπὶ μὲν γὰρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιῶτιν, ἐπὶ δὲ Δώρου τοῦ Ἕλληνος τὴν ὑπὸ τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸν Ὄλυμπον χώρην, καλεομένην δὲ Ἱστιαιῶτιν. ἐκ δὲ τῆς Ἱστιαιώτιδος ὡς ἐξανέστη ὑπὸ Καδμείων, οἴκεε ἐν Πίνδῳ, Μακεδνὸν καλεόμενον. ἐντεῦθεν δὲ αὖτις ἐς τὴν Δρυοπίδα μετέβη, καὶ ἐκ τῆς Δρυοπίδος οὕτως ἐς Πελοπόννησον ἐλθὸν Δωρικὸν ἐκλήθη” (Ηρόδοτος 1.56.3).

Μια ομάδα Ελλήνων λοιπόν, μετακόμισε στην Ιστιαιώτιδα και από εκεί στην βόρεια Πίνδο όπου αποκλήθηκαν Μακεδνοί. Είμαστε ήδη στην περίοδο της κραταιάς Θήβας, στο απόγειο του μυκηναϊκού ανακτορικού πολιτισμού, απόγειο που ξεκινά περί το 1450 π.Χ. και τελειώνει με την κατάρρευση του περί το 1200 π.Χ.. Στους τρεις αυτούς αιώνες οι εκδιωχθέντες από την Ιστιαιώτιδα διέμειναν και πολλαπλασιάστηκαν στην βόρεια Πίνδο, στην ευρύτερη περιοχή του Μετσόβου μεταξύ των πολύ ψηλών βουνών Λάκμου (2.295) νότια, Τύμφης (2.497) δυτικά, Σμόλικα (2.637) βόρεια και Λύγκου (2.249), ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Ήταν δηλαδή βοσκοί και ξυλοκόποι στις πλαγιές των ψηλών βουνών. Καθόλου παράξενο που η διαμονή τους εκεί τους προσέδωσε το χαρακτηριστικό όνομα ‘Μακεδνοί’, δηλαδή άνθρωποι των ψηλών βουνών, ορεσίβιοι (μακ = ψηλός). Τρεις περίπου αιώνες αργότερα, με το τέλος της θηβαϊκής κυριαρχίας, μια ομάδα Μακεδνών θα κατέβει κατά τον Ηρόδοτο στην Δρυοπίδα όπου θα πάρουν το όνομα Δωριείς και από εκεί αργότερα θα κυριαρχήσουν στη Πελοπόννησο ως Δωριείς Ηρακλείδες. Ο Θουκυδίδης μάλιστα διακινδυνεύει να εκτιμήσει στα ογδόντα χρόνια την χρονική περίοδο μεταξύ πτώσης της Τροίας (ίσως το 1180 π.Χ.) και κυριαρχίας της Πελοποννήσου από τον Τήμενο (Βοιωτοί τε γὰρ οἱ νῦν ἑξηκοστῷ ἔτει μετὰ Ἰλίου ἅλωσιν…τὴν νῦν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην ᾤκισαν, Δωριῆς τε ὀγδοηκοστῷ ἔτει ξὺν Ἡρακλείδαις Πελοπόννησον ἔσχον, 1.12.3).

Αυτά συνέβησαν στο Νότο. Τι μπορεί να συνέβη όμως στον Βορρά; Η λογική σκέψη είναι ότι συνέβη κάτι ανάλογο και στον Βορρά. Γνωρίζουμε ότι η ειρηνική μετανάστευση γίνεται αναγκαία όταν οι δεδομένοι πόροι μιας περιοχής δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Το μαρτυρά και σήμερα η μεταναστευτική πίεση σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική που προέρχεται από την πληθυσμιακή έκρηξη της Αφρικής, Νότιας Ασίας και Λατινικής Αμερικής. Στους τρεις αιώνες, μεταξύ του 15ου και του 12ου αιώνα π.Χ., η πληθυσμιακή αύξηση θα οδηγήσει σε μια επέκταση των Μακεδνών σε όμορα εδάφη. Προς νότον όμως το ισχυρότατο Βασίλειο της Θήβας αποτελούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Μόνη διέξοδος ήταν η επέκταση προς βορρά και προς ανατολάς. Είναι άραγε τυχαίο ότι το όνομα των Τυμφαίων παραπέμπει στο όρος Τύμφη; και το όνομα των Λυγκηστών στη περιοχή της σημερινής Φλώρινας, στο όρος Λύγκος του Μετσόβου; Με την αργή και συνεχή εξάπλωση των Μακεδνών μερικοί θα γίνουν γνωστοί ως Μακεδόνες, άλλοι ως Μάκετες ή Μακετοί. Ονόματα που παραπέμπουν πάντα στον “ορεσίβιο”. Το ίδιο και η περιοχή της Ορεστίδας, η σημερινή περιοχή της Καστοριάς, αφού Ορέστης σημαίνει ορεσίβιος δηλαδή Μακεδνός. Το αναφέρει άλλωστε και ο Μακεδόνας ιστορικός Μαρσύας ο Φιλιπαίος λέγοντας ότι παλιά η Ορεστίδα λεγόταν Μάκετα (καὶ τὴν Ἤρεστείαν δὲ Μάκεταν λέγουσιν ἀπὸ τοῦ Μακεδόνος). Ο δε μέσος ρους του Αλιάκμονα παλιά ονομαζόταν Μακεδνία κατά τον Χάμοντ. Τιμητικό ψήφισμα Λαρισσαίων προς τον Χρυσόγονο του Πυρρίχου, έναν Εδεσσαίο φίλο του βασιλιά Φιλίππου Ε’, αναφέρεται στην διάλεκτο τους ως “Μακετούν έξ Έδέσσας”, δηλαδή Μακεδόνας από την Έδεσσα. Ξεκινώντας λοιπόν από την περιοχή του Μετσόβου οι Μακεδνοί ξαπλώθηκαν προς βορρά καταλαμβάνοντας σταδιακά τις περιοχές μέχρι την Πελαγονία, αναζητώντας νέα βοσκοτόπια. Ακολούθησαν με άλλα λόγια τον άνω και μέσο ρου του Αλιάκμονα μια και η κάθοδος προς νότο ήταν απαγορευτική λόγω των Θηβαίων. Οι μεταναστευτικές ροές προς εδάφη που αποκόπτονταν από οροσειρές ήταν φυσικό να δημιουργήσουν νέες ηγεμονίες, τα λεγόμενα “έθνη” που αναφέρει και ο Θουκυδίδης. Με την πίεση αργότερα των Μολοσσών της Ηπείρου προς τις περιοχές αυτές, αρκετοί υποχρεώθηκαν να πάνε ανατολικότερα στις πλαγιές του Ολύμπου και των Πιερίων.

Αυτοί που εγκαταστάθηκαν στα Πιέρια όρη είναι οι μετέπειτα Μακεδόνες του Ηροδότου ενώ αυτοί που κατέληξαν νοτιότερα στις πλαγιές του Ολύμπου θα είναι οι μετέπειτα Μάγνητες του Ομήρου. Ο Ησίοδος στο έργο Κατάλογος Γυναικών προσδιορίζει ότι ο Μακεδόνας βρισκόταν στα Πιέρια και ο Μάγνητας στον Όλυμπο (υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα ϑ᾽ ἱππιοχάρμην, οἱ περὶ Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δώματ᾽ ἔναιον). Όταν όμως οι Θράκες εισβάλουν από βορρά στις περιοχές του βορείου Αιγαίου, περί το 1200 π.Χ., θα καταλάβουν και την παράκτια Πιερία υποχρεώνοντας τους Μάγνητες να πάνε νοτιότερα, στις εκβολές του Πηνειού, στην Όσσα και στο Πήλιο. Την περίοδο των περιπλανήσεων του Οδυσσέα, οι Μάγνητες με αρχηγό τον Πρόθοο κατοικούσαν ήδη στον Πηνειό και στο Πήλιο με τις κυματιστές φυλλωσιές όπως τραγουδά ο Όμηρος (Μαγνήτων δ᾽ ἦρχε Πρόθοος Τενθρηδόνος υἱός, οἳ περὶ Πηνειὸν καὶ Πήλιον εἰνοσίφυλλον ναίεσκον). Μακεδόνες και Μάγνητες, ως μέλη της ίδιας αρχικής ομάδας που έζησαν για μεγάλο διάστημα μαζί, θα διατηρήσουν μερικές κοινές παραδόσεις. Πρόκειται για την Καρπαία, έναν ιδιότυπο μιμητικό χορό μεταξύ δύο ανδρών, και φυσικά την μεγάλη γιορτή των Εταιριδείων, προς τιμήν του Εταιρείου Δία, προστάτη της φιλίας, την οποία γιόρταζαν Μάγνητες και Μακεδόνες όπως αναφέρει ο Αθήναιος (῾Ηγήσανδρος ἐν ῾Υπομνήμασι γράφων ὧδε· « Τὴν τῶν ῾Εταιριδείων ἑορτὴν συντελοῦσι Μάγνητες. ῾Ιστοροῦσι δὲ πρῶτον ᾿Ιάσονα τὸν Αἴσονος συναγαγόντα τοὺς ᾿Αργοναύτας ῾Εταιρείῳ Διὶ θῦσαι καὶ τὴν ἑορτὴν ῾Εταιρίδεια προσαγονεῦσαι. Θύουσι δὲ καὶ οἱ Μακεδόνων βασιλεῖς τὰ ῾Εταιρίδεια”, Αθήναιου Δειπνοσοφιστές, βιβλίο 13, 31).

3. Το κοινωνικό πλαίσιο

Οι Μακεδόνες των Πιερίων, ορεσίβιος πληθυσμός, ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, την υλοτομία και το κυνήγι. Είναι ένας παραδοσιακός ποιμενικός και συντηρητικός λαός όπως και τα γύρω έθνη ζώντας σε μια σχετική απομόνωση από τον έξω κόσμο. Οι ποιμενικές ηγεμονίες της Άνω Μακεδονίας είχαν πατριαρχικές δομές, τις ‘πατριές’, που συνέχισαν μέχρι τα σύγχρονα τσελιγκάτα. Ζούσαν σε οικισμούς και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους από βοσκοτόπι σε βοσκοτόπι και κάθε χρόνο μεταξύ χειμαδιών και πιο ορεινών διαμονών για φρέσκο και πλούσιο χορτάρι, σεβόμενες όσο ήταν δυνατόν τις περιοχές των γειτόνων τους. Σαν γείτονες βέβαια είχαν τις μικροδιαφορές τους τις οποίες έλυναν άλλοτε με συμπλοκή και άλλοτε με παντρολογήματα των αρχοντικών οικογενειών τους.

Αυτή η ποιμενική οργάνωση συνεχίστηκε και αργότερα, την εποχή του Φιλίππου, όπως υπογράμμισε ο Αλέξανδρος στην πόλη Ώπη απευθυνόμενος στους στρατιώτες του που προέρχονταν από αυτές ακριβώς τις ηγεμονίες: “διότι ο Φίλιππος σας παρέλαβε περιπλανώμενους και φτωχούς να βόσκετε οι περισσότεροι από εσάς επάνω στα βουνά λίγα πρόβατα ντυμένοι με προβιές και να πολεμάτε για να τα εξασφαλίσετε με δυσκολία από τους Ιλλυριούς και τους Τριβαλλούς και τους γείτονές μας Θράκες” (Φίλιππος γὰρ παραλαβὼν ὑμᾶς πλανήτας καὶ ἀπόρους, ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας ἀνὰ τὰ ὄρη πρόβατα ὀλίγα καὶ ὑπὲρ τούτων κακῶς μαχομένους Ἰλλυριοῖς καὶ Τριβαλλοῖς καὶ τοῖς ὁμόροις Θρᾳξίν, χλαμύδας μὲν ὑμῖν ἀντὶ τῶν διφθερῶν φορεῖν ἔδωκεν, κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν ἐς τὰ πεδία Αρριανός, 7.9.2))

Η ίδια περίπου οργάνωση πέρασε στην βυζαντινή εποχή – φύλαρχους ονομάζει τους ηγεμόνες αυτούς ο Καντακουζηνός τον 14ο αιώνα – και έφτασε μέχρι τους νεώτερους χρόνους σε όλη την περιοχή της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας με τους Σαρακατσάνους και Βλάχους κτηνοτρόφους. Σε έναν τέτοιο τόπο καταφθάνουν οι Τημενίδες και ιδρύουν το νέο βασίλειο τους. Η άφιξη τους σηματοδοτεί κάτι σημαντικό: την κάθοδο των νομάδων σε πιο χαμηλές, πεδινές και παραθαλάσσιες τοποθεσίες όπου αρκετοί θα αρχίσουν να καλλιεργούν τις νέες εύφορες εκτάσεις ενώ θα αναπτυχθεί παράλληλα και το επικερδές εμπόριο .

4. Η μετάβαση στα πεδινά και η δημιουργία της Κάτω (πεδινής) Μακεδονίας

Περί τον 8ο αιώνα, οι Μακεδόνες θα κατέβουν από το Μακεδονικό όρος στα πεδινά όπου θα χτίσουν την πρώτη τους πρωτεύουσα, τις Αιγές. Αμέσως μετά, θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε δύο φάσεις. Αρχικά, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, θα εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην παράκτια λωρίδα γης από τον Αλιάκμονα μέχρι τον Πηνειό νικώντας και εκδιώκοντας τους Θράκες. Στα παράλια της Πιερίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχαν εγκατασταθεί Θράκες οι οποίοι ανάγκασαν τους Μάγνητες να μεταφερθούν περί τον 1200 π.Χ. νοτιότερα, στην Όσσα και στο Πήλιο. Το ότι κατοικούσαν ακόμη Θράκες εκεί τον 8ο αιώνα το αναφέρει και ο Πλούταρχος όταν εξιστορεί τον ιδρυτικό μύθο της Μεθώνης από Ερετριείς περί το 730 π. Χ. (ἐπὶ Θρᾴκης ἔπλευσαν καὶ κατασχόντες χωρίον, ἐν ᾧ πρότερον οἰκῆσαι Μέθωνα τὸν Ὀρφέως πρόγονον ἱστοροῦσι, τὴν μὲν πόλιν ὠνόμασαν Μεθώνην, ὑπὸ δὲ τῶν προσοίκων ‘ἀποσφενδόνητοι προσωνομάσθησαν’, Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά (Quaestiones Graecae), 293β)), όπως και ο Στράβων “Θρᾳκῶν δὲ Πίερες μὲν ἐνέμοντο τὴν Πιερίαν καὶ τὰ περὶ τὸν Ὄλυμπον” ….. “Πιερία γὰρ καὶ Ὄλυμπος καὶ Πίμπλα καὶ Λείβηθρον τὸ παλαιὸν ἦν Θρᾴκια χωρία καὶ ὄρη, νῦν δὲ ἔχουσι Μακεδόνες (Στράβων 10.3.17)).

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου από τον Περδίκκα, χρονολογείται περίπου στα τέλη του 8ου αιώνα. Τότε θα πρέπει να έγινε και η εκδίωξη των Θρακών από την Πιερία. Η απόκτηση της πεδινής Πιερίας ήταν μια σπουδαία στρατηγική κίνηση. Στα παράλια του Θερμαϊκού αποικίες Ερετριέων, Χαλκιδέων και Αθηναίων ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τις πρώτες ύλες της περιοχής, κυρίως της πολύτιμης ξυλείας για ναυπήγηση πλοίων αλλά και ευγενών μετάλλων από τα λατομεία της περιοχής όπως χρυσάφι και ασήμι. Οι Μακεδόνες διώχνοντας τους Θράκες θα μπορούν ανενόχλητοι να έρχονται σε επαφή μαζί τους για επικερδείς εμπορικές συμφωνίες.

Στη συνέχεια, θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην εύφορη πεδιάδα βόρεια του Αλιάκμονα καταλαμβάνοντας την Βοττιαία και διώχνοντας τους κατοίκους οι οποίοι θα μετακινηθούν στην Χαλκιδική “οι Τημενίδες που η αρχαία τους καταγωγή ήταν από το Άργος, πρώτα πολέμησαν και έδιωξαν από την Πιερία τους Πίερες, που πήγαν και κατοίκησαν πέρα από τον Στρυμόνα, την Φάγρητα και άλλα μέρη στους πρόποδες του Παγγαίου. Και σήμερα ακόμα, η παραλιακή περιοχή στους πρόποδες του Παγγαίου ονομάζεται Πιερική κοιλάδα. Κατόπιν έδιωξαν από την Βοττία και τους Βοττιαίους που σήμερα συνορεύουν με τους Χαλκιδείς. (Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἳ ὕστερον ὑπὸ τὸ Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι καὶ νῦν Πιερικὸς κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ), ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Χαλκιδέων οἰκοῦσιν, Θουκιδίδης, 2.99.3-4).)

Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες επεκτάσεις έγιναν από τον ιδρυτή του βασιλείου. Η κατάκτηση και εκδίωξη των Θρακών από την Πιερία θα πρέπει έτσι να έγινε στα τέλη του 8ου αιώνα και της Βοττιαίας στις αρχές του 7ου, μεταξύ 700 και 650 π.Χ.. αφού η ίδρυση της Ολύνθου από τους εκδιωχθέντες Βοττιαίους χρονολογείται σ’ εκείνη την περίοδο με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ως βορειότερη πόλη της Βοττιαίας, η Έδεσσα, ίσως ήταν από τις τελευταίες προς βορρά πόλεις που κατακτήθηκαν με εκκένωση του μάλλον φρυγικού πληθυσμού της. Βορειοανατολικά της Έδεσσας ζούσαν οι Άλμωπες οι οποίοι ακολούθησαν και αυτοί τον δρόμο της ξενιτιάς. Βορειοδυτικά της πόλης ήταν το πέρασμα προς την Εορδαία η οποία θα ήταν η επόμενη κτήση. Μια κτήση που έγινε με βίαιο και αιματηρό τρόπο αφού όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης ήταν η μόνη περιοχή της οποίας οι περισσότεροι κάτοικοι σφαγιάστηκαν για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους. Στις εκκενωθείσες περιοχές θα εγκατασταθούν σταδιακά Μακεδόνες. Έτσι προς τα τέλη του 7ου αιώνα, οι Μακεδόνες θα έχουν επεκτείνει την κυριαρχία τους τόσο στην πεδινή (Κάτω) όσο και στην ορεινή (Άνω) Μακεδονία. Ο Όλυμπος, τα Πιέρια και το Βέρμιο θα γίνουν η ραχοκοκαλιά του διευρυμένου βασιλείου, ενώ ο Βόρας και το Πάικο θα σχηματίζουν τα βόρεια και ανατολικά σύνορα. Η Μακεδονική γη (Πιερία), η Βοττιαία, η Εορδαία και η Αλμωπία θα αποτελούν στο εξής την κατεξοχήν, και αδύνατον πλέον να συρρικνωθεί, ιστορική Μακεδονία, με πρωτεύουσα τις Αιγές. Στις επόμενες κατακτήσεις δεν θα διωχθούν οι τοπικοί πληθυσμοί αλλά θα ενσωματωθούν στο βασίλειο μέσα από την στρατιωτική εκπαίδευση και τον σχηματισμό τμημάτων πεζικού και ιππικού.

Οι αρχαίοι συγγραφείς θα συνεχίσουν βέβαια να ταυτίζουν την Πιερία με την πρωταρχική Μακεδονίδα γη, την κοιτίδα του μακεδονικού βασιλείου, ξεχωρίζοντας την από τις κτήσεις, όπως η Βοττιαία. Έτσι ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως “όταν ο Ξέρξης έφτασε στη Θέρμη, έστησε εκεί στρατόπεδο. Κι ο στρατός του κάλυψε την έκταση της παραθαλάσσιας περιοχής που άρχιζε από την πόλη Θέρμη και τη Μυγδονία κι έφτανε ως τον ποταμό Λουδία και τον Αλιάκμονα, που είναι τα σύνορα της Βοττιαίας και της Μακεδονίας, καθώς έρχονται και σμίγουν τα νερά τους στην ίδια κοίτη” (ἐπέσχε δὲ ὁ στρατὸς αὐτοῦ στρατοπεδευόμενος τὴν παρὰ θάλασσαν χώρην τοσήνδε, ἀρξάμενος ἀπὸ Θέρμης πόλιος καὶ τῆς Μυγδονίης μέχρι Λυδίεώ τε ποταμοῦ καὶ Ἁλιάκμονος, οἳ οὐρίζουσι γῆν τὴν Βοττιαιίδα τε καὶ Μακεδονίδα, ἐς τὠυτὸ ῥέεθρον τὸ ὕδωρ συμμίσγοντες,[7.127.1]). Στις αρχές λοιπόν του 5ου αιώνα η κοινή κοίτη του Αλιάκμονα και του Λουδία αποτελούσαν το όριο μεταξύ της πρωταρχικής Μακεδονικής γης και της (προσαρτημένης) Βοττιαίας. Το ίδιο γράφει και ο Θουκυδίδης, αναφερόμενος στην πολιορκία της μακεδονικής πλέον Πύδνας το 432 π.Χ από τους Αθηναίους στην έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Μη μπορώντας να την καταλάβουν οι Αθηναίοι θα κάνουν συμφωνία με τον βασιλιά Περδίκκα και θα εγκαταλείψουν την Μακεδονία, πηγαίνοντας πρώτα στη Βέροια και μετά στη Στρέψα, με προορισμό την Ποτίδαια όπου θα γίνει και η ομώνυμη μάχη (προσκαθεζόμενοι δὲ καὶ αὐτοὶ τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν μέν, ἔπειτα δὲ ξύμβασιν ποιησάμενοι καὶ ξυμμαχίαν ἀναγκαίαν πρὸς τὸν Περδίκκαν, ἀπανίστανται ἐκ τῆς Μακεδονίας καὶ ἀφικόμενοι ἐς Βέροιαν κἀκεῖθεν ἐπὶ Στρέψαν…ἐπορεύοντο κατὰ γῆν πρὸς τὴν Ποτείδαιαν, Θουκιδίδης 1.61.2 – 4).

Με μαύρο χρώμα, το περίγραμμα της Μακεδονίας του 6ου π.Χ. αιώνα που περιλαμβάνει με μπλε τη Μακεδονίδα γη, με πορτοκαλί τη Βοττιαία και την Αλμωπία, με κόκκινο την Εορδαία. Στα δυτικά τα άνωθεν έθνη: (1) Ελίμεια, (2) Τυμφαία, (3) Ορεστίδα, (4) Λυγκιστίδα, (5) Πελαγονία. Οι πέντε τελευταίες περιοχές αποτέλεσαν, μαζί με την Εορδαία, την ορεινή Πιερία και τον Όλυμπο, την Άνω (ορεινή) Μακεδονία. Δυτικότερα ήταν η Ιλλυρία ενώ βορειότερα κατοικούσαν οι Παίονες όπως και στις δύο όχθες του Αξιού, την στενή λωρίδα της Αμφαξίτιδας.

Από την παραδοσιακή απασχόληση, την κτηνοτροφία, θα κρατήσουν την αίγα, την γίδα, το πιο δραστήριο και έξυπνο τετράποδο, σαν σύμβολο της ίδρυσης του νέου βασιλείου, που θα στολίζει τα νομίσματα τους. Θα γίνει η εικόνα που διαπερνά όλες τις μυθικές διηγήσεις και χρησμούς, που παραπέμπουν στον αιγίοχο Δία! Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει βέβαια ότι η ρίζα ‘αιγ’ έχει άμεση σχέση και με το υδάτινο στοιχείο. Πολλές ελληνικές λέξεις έχουν την ίδια ρίζα όπως αιγ-ιαλός, κατ-αιγίδα, Αιγ – αίο, Αίγ – ινα, Αίγ – ιο κλπ. Ο Ησύχιος θα γράψει ότι στους Δωριείς ‘αίγες’ σημαίνουν και κύματα. Τα ονόματα ‘Αιγαί´, ‘Αιγαία’ και ‘Αιγαιάτης’ έχουν λοιπόν σχέση τόσο με τα κατσίκια όσο και με το νερό! Ο τόπος όπου θα χτιστεί το άστυ των Αιγών θα συνδυάσει τα δυο αυτά στοιχεία.

Ας εξετάσουμε τώρα τους δυναστικούς μύθους με την χρονολογική σειρά εμφάνισης τους. Η πλοκή τους εξελίσσεται στην αποκαλούμενη από τον Ηρόδοτο Άνω Μακεδονία, μέρος της οποίας είναι και η κατ’ εξοχήν Μακεδονία, η ορεινή δηλαδή Πιερία. Σηματοδοτούν την κάθοδο των Μακεδόνων σε έναν νέο χώρο ο οποίος θα αποκληθεί αργότερα Κάτω Μακεδονία σε αντιδιαστολή με την ορεινή, την Άνω Μακεδονία. Πρόκειται για την ίδρυση της πρώτης τους μεγάλης πόλης, των Αιγών. Και όπως έγραψε η Φανούλα Παπάζογλου “η εμφάνιση πόλεων σε μια κοινωνία δηλώνει το πέρασμα σε ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης, είτε αυτό είναι το αυθόρμητο αποτέλεσμα της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης, είτε πρόκειται για ίδρυση πόλεων από έναν βασιλιά ή από μια άλλη πόλη” (Les villes de Macédoine à l’époque romaine, 1988). Πράγματι, η κάθοδος αυτή θα σημάνει την απαρχή οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, συμμαχιών αλλά και διενέξεων, με την νότια Ελλάδα. Θα καταστούν σημαντικοί παίκτες στο γεωστρατηγικό παίγνιο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, τους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους. Η ίδρυση της πρώτης πρωτεύουσας, των Αιγών, εκεί που αρχίζουν οι επίπεδες και εύφορες πεδιάδες δίπλα στον Αλιάκμονα και στην θάλασσα, απέναντι από τους κήπους του Μίδα, θα γίνει η αφετηρία μιας νέας εποχής. Είναι το πρώτο βήμα που θα τους οδηγήσει στην ηγεμονία πρώτα της Ελλάδος και στη συνέχεια όλου του τότε γνωστού κόσμου.

Γ. Οι τρεις ιδρυτικοί μύθοι

1. Ο πρώτος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Περδίκκα (Ηρόδοτος, γύρω στο 450 π.Χ.)

Πρόκειται για τον παλιότερο τοπικό δυναστικό μύθο τον οποίο άκουσε ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος όταν επισκέφτηκε τις Αιγές. Η ημερομηνία της επίσκεψης του δεν είναι γνωστή αν και εικάζεται ότι πήγε είτε προς το τέλος της βασιλείας του Αλεξάνδρου του Α’ (498 – 454 π.Χ) είτε στα πρώτα χρόνια του γιου του Περδίκκα (454 – 413 π.Χ), δηλαδή στα μέσα του 5ου αιώνα. Η περιγραφή γίνεται στο ένατο βιβλίο της ιστορίας του που είναι αφιερωμένο στη μούσα Ουρανία με τον εξής τρόπο. Πριν από την μάχη των Πλαταιών, ο ξάδελφος του Ξέρξη και αρχηγός του πεζικού Μαρδόνιος, ζητά από τον υποτελή του Αλέξανδρο Α’ της Μακεδονίας να πάει στο αντίπαλο στρατόπεδο να διαπραγματευτεί την παράδοση των Αθηναίων χωρίς μάχη. Βρισκόμαστε στο 479 π.Χ. Στη συζήτηση που έχει ο Αλέξανδρος με τους στρατηγούς των Αθηναίων αναφέρεται στην καταγωγή του από το αρχαίο Άργος:

Κι ο Μαρδόνιος, αφού διάβασε τους χρησμούς, ό,τι τέλος πάντων έλεγαν αυτοί, έστειλε κατόπιν αγγελιοφόρο στην Αθήνα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα…Τώρα, έβδομος πρόγονος αυτουνού του Αλεξάνδρου είναι ο Περδίκκας, που απόχτησε τη βασιλική εξουσία των Μακεδόνων, και νά πώς: Από τους απογόνους του Τημένου έφτασαν στη χώρα των Ιλλυριών, φυγάδες από το Άργος, τρία αδέρφια, ο Γαυάνης κι ο Αέροπος κι ο Περδίκκας· κι απ᾽ την Ιλλυρία, περνώντας πάνω απ᾽ τα βουνά, έφτασαν στην Άνω Μακεδονία, στην πόλη Λεβαία. Εκεί δούλευαν μεροκαματιάρηδες στο σπιτικό του βασιλιά· ο ένας τους έβοσκε τ᾽ άλογα, ο άλλος τα γελάδια κι ο μικρότερός τους, ο Περδίκκας, τα γιδοπρόβατα. Λοιπόν, τον παλιό καιρό κι οι βασιλιάδες κάθε τόπου ήταν φτωχοί από χρήματα κι όχι μόνο ο πολύς ο λαός. Κι η γυναίκα του βασιλιά με τα χέρια της ζύμωνε το ψωμί του σπιτιού. Και κάθε φορά που το έψηνε, το ψωμί του μικρού παραγιού έβγαινε διπλάσιο απ᾽ το ζυμάρι του. Κι επειδή πάντοτε γινόταν το ίδιο, το είπε στον άντρα της. Κι αυτός, με το που τ᾽ άκουσε, αμέσως έβαλε με το νου του πως ήταν σημαδιακό, προμήνυμα μεγάλης αναστάτωσης. Κάλεσε λοιπόν τους παραγιούς και τους παράγγελνε να σηκωθούν να φύγουν απ᾽ τη χώρα του. Κι εκείνοι αποκρίθηκαν πως το δίκιο είναι να πάρουν τα μεροκάματά τους και τότε να φύγουν. Τότε ο βασιλιάς, ακούοντας για μεροκάματα, έτσι που ο ήλιος γλιστρούσε απ᾽ την καμινάδα στο σπίτι, είπε — κάποιος θεός θα του χτύπησε τα φρένα: «Σας δίνω το μιστό που σας αξίζει, νά, αυτόν!» κι έδειξε τον ήλιο. Λοιπόν ο Γαυάνης κι ο Αέροπος, οι μεγαλύτεροι, έμειναν αποσβολωμένοι ακούοντας αυτά· όμως το παιδαρέλι, τύχαινε δα να κρατά μαχαίρι, αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Δεκτά αυτά που μας δίνεις, βασιλιά!» και πήρε να χαράζει με το μαχαίρι στο πάτωμα του σπιτιού το μέρος που φώτιζε ο ήλιος. Κι αφού χάραξε τον κύκλο, χουφτώνει σα να ᾽ταν νερό τρεις φορές φως του ήλιου, το αποθέτει στον κόρφο του κι ύστερα πήρε δρόμο κι ο ίδιος και η παρέα του. Λοιπόν αυτοί πήραν να φεύγουν, κι ένας απ᾽ τους παρακαθήμενους του βασιλιά τού λέει να προσέξει το κάμωμα του νεαρού και πως είχε το λόγο του ο μικρότερος από κείνους και πήρε αυτό που τους δόθηκε. Έξω φρενών ο βασιλιάς με τα όσα άκουσε, στέλνει στο κατόπι τους καβαλάρηδες να τους αφανίσουν. Λοιπόν, στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα ποτάμι, που στη χάρη του κάνουν θυσίες οι απόγονοι αυτών των αδερφών που κατάγονταν από το Άργος, ως σωτήρα. Αυτό το ποτάμι, μόλις το διάβηκαν οι απόγονοι του Τημένου, κατέβασε τέτοια νεροσυρμή, που στάθηκε αδύνατο στους καβαλάρηδες να το διαβούν. Κι εκείνοι, φτάνοντας σ᾽ άλλη περιοχή της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκαν κοντά στα περιβόλια που λένε πως ήταν του Μίδα, του γιου του Γορδίου, όπου φυτρώνουν άγρια ρόδα, που το καθένα τους έχει εξήντα φύλλα κι η ευωδιά τους είναι ανώτερη απ᾽ των άλλων. Σ᾽ αυτά τα περιβόλια, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, πιάστηκε σε παγίδα κι ο Σιληνός. Και πάνω απ᾽ αυτά τα περιβόλια υψώνεται βουνό, το Βέρμιο που λεν, αδιάβατο απ᾽ τ᾽ αγριοκαίρια. Και μόλις εξουσίασαν αυτή την περιοχή, έχοντάς την ορμητήριό τους υπέταξαν και την υπόλοιπη Μακεδονία. Λοιπόν, αυτού του Περδίκκα απόγονος ήταν ο Αλέξανδρος μ᾽ αυτή τη σειρά: γιος του Αμύντα ήταν ο Αλέξανδρος, κι ο Αμύντας του Αλκέτα· του Αλκέτα πατέρας ήταν ο Αέροπος, και αυτουνού ο Φίλιππος, και του Φιλίππου ο Αργαίος, κι αυτουνού ο Περδίκκας, που απόχτησε το βασιλικό αξίωμα. Αυτή λοιπόν ήταν η καταγωγή του Αλεξάνδρου, του γιου του Αμύντα” Μτφρ Η. Σπυρόπουλου).

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση που άκουσε ο Ηρόδοτος στις Αιγές, αρχηγέτης της μακεδονικής δυναστείας είναι κάποιος απόγονος του Τημένου, φυγάς από το Άργος με τα δυο αδέλφια του, που ονομάζεται Περδίκκας. Δεν γνωρίζουμε την γενεαλογική απόσταση από τον Τήμενο, δεν μιλά για γιο αλλά γενικά για απόγονο (τῶν Τημένου ἀπογόνων). Το όνομα του όμως, καθαρά μακεδονικό, παραπέμπει στην πέρδικα, ένα έξυπνο πουλί. Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Λεβαία της Άνω Μακεδονίας στην οποία έφτασαν μέσω Ιλλυρίας. Δεν γνωρίζουμε σε ποια περιοχή της Άνω Μακεδονίας βρίσκεται η πόλη αυτή. Ο Περδίκκας αφού έβαλε τον ήλιο στον κόρφο του – ο οποίος θα γίνει το έμβλημα του νέου βασιλείου – διάβηκε με τα αδέλφια του έναν παραπλήσιο ποταμό, λίγο πριν φουσκώσει από μπόρα που θα είχε ξεσπάσει πιο κοντά στις πηγές. Τα ορμητικά νερά που ακολούθησαν ανέκοψαν την πορεία των διωκτών τους. Έτσι έφτασαν κοντά (πέλας) στους κήπους του Μίδα.

Η ηροδότεια αφήγηση συμπληρώνεται από διασωθέν απόσπασμα του χαμένου 7ου βιβλίου του Διόδωρου του Σικελιώτη (1ος π. Χ αιώνας). Το έσωσε ο χρονογράφος του 8ου αιώνα Γεώργιος Σύγκελλος. Αναφέρει ότι ο Περδίκκας ζήτησε χρησμό από την Πυθία για να αυξήσει το βασίλειο του (Ὅτι Περδίκκας τὴν ἰδίαν βασιλείαν αὐξῆσαι βουλόμενος ἠρώτησεν εἰς Δελφούς). Ο χρησμός έχει ως εξής:

στι κράτος βασίλειον ἀγαυοῖς Τημενίδαισι
γαίης πλουτοφόροιο· δίδωσι γὰρ αἰγίοχος Ζεύς.

Ἀλλ’ ἴθ’ ἐπειγόμενος Βοττηίδα πρὸς πολύμηλον·
ἔνθα δ’ ἂν ἀργικέρωτας ἴδῃς χιονώδεας αἶγας
εὐνηθέντας ὕπνῳ, κείνης χθονὸς ἐν δαπέδοισι
θῦε θεοῖς μακάρεσσι καὶ ἄστυ κτίζε πόληος
(Excerpt. Vatic, p. 4, Διόδωρος 7, 16)

Ας διαβάσουμε προσεκτικά τον χρησμό. Παρατηρούμε πρώτα από όλα ότι δεν αναφέρεται σε αύξηση του βασιλείου, όπως γράφει ο Διόδωρος ή ο Σύγκελλος, αλλά στον τόπο ίδρυσης της πρωτεύουσας του (ἄστυ κτίζε πόληος). Οι δυο πρώτοι στίχοι είναι γραμμένοι στον πληθυντικό και αναφέρονται γενικά σε υπάρχον κράτος (ἔστι κράτος) όπου βασιλεύουν ευγενείς Τημενίδες (βασίλειον ἀγαυοῖς Τημενίδαισι) σε πλουτοφόρα γη (γαίης πλουτοφόροιο), που τους δόθηκε από τον αιγίοχο Δία. Γνωρίζουμε ότι το πρώτο νόημα της λέξης άργος είναι η εύφορη γη που φέρνει πλούτο χωρίς μόχθο (εξού και αργία αλλά και αργόσχολος). Άργος λοιπόν σημαίνει μια γαίη πλουτοφόροιο. Οι δυο πρώτοι στίχοι συνεπώς δεν μπορεί παρά να αναφέρονται στο Άργος της εύφορης αργολικής πεδιάδας στο οποίο βασιλεύουν για γενιές οι Τημενίδες μετά από δελφικό χρησμό. Οι Τημενίδες άλλωστε ήταν γνωστοί από παλιά στους Δελφούς, είχε μάλιστα και μια ερμηνευτική διαφορά ο Τήμενος με τους μάντεις. Η επικρατούσα – από τον Διόδωρο; – άποψη θέλει ο χρησμός να αφορά στην επέκταση του πρώτου κράτους που έστησε ο Περδίκκας. Αλλά οι δυο πρώτες επεκτάσεις όπως είδαμε έγιναν μετά την ίδρυση του βασιλείου και συνεπώς μετά το κτίσιμο των Αιγών. Αφορούσαν στην κατάληψη της παράκτιας Πιερίας και της Βοττιαίας. Δεν γνωρίζουμε να κτίστηκε άλλη μεγάλη πόλη τον 7ο ή 6ο αιώνα πέρα των Αιγών!

Οι επόμενοι στίχοι είναι γραμμένοι στον ενικό και απευθύνονται προσωπικά στον Περδίκκα. Πάρε γρήγορα τον δρόμο προς την Βοττιαία με τα πολλά κοπάδια (Ἀλλ’ ἴθ’ ἐπειγόμενος Βοττηίδα πρὸς πολύμηλον) και όπου δεις (ἔνθα δ’ ἂν ἴδῃς) γίδες λευκές σαν χιόνι με λαμπερά κέρατα (ἀργικέρωτας χιονώδεας αἶγας) να κοιμούνται στο πεδινό χώμα, θυσίασε στους μακάριους θεούς και χτίσε την πόλη σου (ἄστυ κτίζε πόληος). Πρόκειται ασφαλώς για τον χρησμό που σηματοδοτεί την ίδρυση της πρώτης πρωτεύουσας, των Αιγών, που ονομάστηκε έτσι από τα λευκά αγριοκάτσικα που βρίσκονταν εκεί. Ο χρησμός δεν απευθύνεται στα τρία αδέλφια αλλά στον Περδίκκα προσωπικά γιατί και το ερώτημα στους Δελφούς προερχόταν από αυτόν.

Την γενεαλογική σειρά του Ηροδότου, από Περδίκκα μέχρι Αλέξανδρο Α’, επιβεβαιώνει και συμπληρώνει αργότερα ο Θουκυδίδης. Προσθέτει τους δυο επόμενους βασιλείς, τον Περδίκκα Β’ και τον Αρχέλαο, υπογραμμίζοντας ότι πριν από τον τελευταίο υπήρξαν οκτώ βασιλείς (τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, καὶ Περδίκκας Ἀλεξάνδρου βασιλεὺς αὐτῶν ἦν, 2.99.1 … ἦν δὲ οὐ πολλά, ἀλλὰ ὕστερον Ἀρχέλαος ὁ Περδίκκου υἱὸς βασιλεὺς γενόμενος τὰ νῦν ὄντα ἐν τῇ χώρᾳ ᾠκοδόμησε καὶ ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε καὶ τἆλλα διεκόσμησε, τά [τε] κατὰ τὸν πόλεμον ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ κρείσσονι ἢ ξύμπαντες οἱ ἄλλοι βασιλῆς ὀκτὼ οἱ πρὸ αὐτοῦ γενόμενοι 2.100.1 κ 2). Το κείμενο αυτό θα πρέπει να το έγραψε ο Θουκυδίδης κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρχελάου γιατί αναφέρει ότι στις μέρες του έγιναν τόσα έργα, όσα δεν έκαναν όλοι μαζί οι οκτώ προγενέστεροι βασιλείς. Η εκδοχή λοιπόν του Ηροδότου με το συμπλήρωμα του Θουκυδίδη μετρά εννέα βασιλείς από τον πρώτο Περδίκκα μέχρι τον Αρχέλαο:

Τήμενος -» … -» Περδίκκας -» Αργαίος -» Φίλιππος Α’ -» Αέροπος Α’ -» Αλκέτας -» Αμύντας -» Αλέξανδρος Α’ -» Περδίκκας Β’ -» Αρχέλαος.

Ο απολογητής του χριστιανισμού επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης Ευσέβιος (313 – 340 μ.Χ), ανάμεσα στα ιστορικά κείμενα που έγραψε, άφησε πολλά στοιχεία για την διάρκεια βασιλείας των Μακεδόνων βασιλέων. Δυστυχώς το πρωτότυπο αυτό έργο χάθηκε αλλά υπάρχουν διασωθέντα αποσπάσματα. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ευσέβιο από τον αρχηγέτη Περδίκκα μέχρι το τέλος της βασιλείας του Αρχελάου πέρασαν περίπου 330 χρόνια. Ο Περδίκκας δηλαδή ίδρυσε το μακεδονικό βασίλειο περί το 730 π. Χ. Φυσικά δεν γνωρίζουμε πόσοι απόγονοι χωρίζουν τον Τήμενο από τον Περδίκκα.

Σχολιασμός

Ας ταξιδέψουμε τώρα στην εποχή εκείνη και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τη ροή των γεγονότων έστω και αν πρόκειται για μύθο. Ο Περδίκκας με τα αδέλφια του φτάνει από το Άργος στην πόλη Λεβαία της Άνω Μακεδονίας (ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν). Η Λεβαία θα μπορούσε θεωρητικά να είναι σε οποιοδήποτε από τα επτά ‘έθνη’ της Άνω Μακεδονίας. Μετά την αναχώρηση του από την Λεβαία, ο Περδίκκας διαβαίνει έναν ποταμό ο οποίος βρίσκεται στη περιοχή της Λεβαίας (ποταμὸς δέ ἐστι ἐν τῇ χώρῃ ταύτῃ). Το ποτάμι δεν μπόρεσαν να διαβούν οι διώκτες του και έτσι σώζεται με τα αδέλφια του φτάνοντας σε μιαν άλλη περιοχή της Μακεδονίας (οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης). Δεν έφυγαν δηλαδή από την Άνω Μακεδονία η οποία τότε ταυτιζόταν με την Μακεδονία αφού δεν υπήρχε ακόμη Κάτω Μακεδονία. Το ποτάμι αποτελεί έτσι ένα σύνορο μεταξύ της επικράτειας του βασιλιά της Λεβαίας και μιας άλλης μακεδονικής περιοχής. Τέτοιο ποτάμι στην Άνω Μακεδονία ήταν και είναι ο Αλιάκμονας. Στον άνω ρου του όμως ο Αλιάκμονας δεν χωρίζει δύο περιοχές της Άνω Μακεδονίας αλλά διασχίζει την Ορεστίδα. Το ίδιο συμβαίνει και στον μέσο ρου όπου διατρέχει την Ελίμεια. Μόνη περιοχή όπου ο ποταμός χωρίζει ξεκάθαρα δυο περιοχές της Άνω Μακεδονίας είναι το βαθύ φαράγγι που κόβει το Βέρμιο από τα Πιέρια, και χωρίζει την νοτιοανατολική Εορδαία από την Πιερία, δυο περιοχές της Άνω Μακεδονίας. Εάν λοιπόν η Λεβαία ήταν στην Εορδαία θα πήγαν στα Πιέρια, ενώ αν ήταν στα Πιέρια, όπως υποστηρίζει ο Χάμοντ, θα πήγαν στην Εορδαία. Πλην όμως όταν πήγαν στην ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης δεν εγκαταστάθηκαν στους κήπους του Μίδα αλλά κοντά στους κήπους του Μίδα (ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω). Οι κήποι του Μίδα βέβαια βρίσκονταν εκτός της τότε Μακεδονίας, στην Βοττιαία, οπότε είναι αδύνατον να εγκαταστάθηκαν στους κήπους. Και ποια περιοχή της Άνω Μακεδονίας βρίσκεται κοντά στους κήπους του Μίδα; Μα φυσικά τα βόρεια Πιέρια που αγναντεύουν τις απέναντι πλαγιές του Βερμίου με τους κήπους του Μίδα στη Βοττιαία. Άρα η Λεβαία πρέπει να βρισκόταν στην Εορδαία. Διαβαίνοντας λοιπόν τον Αλιάκμονα τα αδέλφια από το Άργος βρέθηκαν στα Πιέρια, την ἄλλην γῆν τῆς (Άνω) Μακεδονίης, που όμως τότε ήταν η κατεξοχήν γη της Μακεδονίας, η Μακεδονίς γη.

Η επικρατούσα βέβαια άποψη των μεγαλύτερων ιστορικών και ειδημόνων εδώ και χρόνια θέλει η Λεβαία να βρίσκεται κάπου στα νοτιοδυτικά Πιέρια και να είναι η πρωτεύουσα της τότε Μακεδονίας (Hammond – Griffith, Ιστορία της Μακεδονίας, Τόμος Α’, σελ. 473). Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Περδίκκας, ερχόμενος σε ρήξη με τον τότε βασιλιά της Μακεδονίας, διάβηκε με τους αδελφούς του τον Αλιάκμονα προς βορρά πηγαίνοντας ουσιαστικά στην Εορδαία. Φτάνοντας από δυτικά στα μέσον περίπου της οροσειράς του Βερμίου κατόρθωσε να δρασκελίσει την κορυφή του και να κατέβει στους ανατολικούς πρόποδες κοντά στη Νάουσα όπου θεωρείται ότι βρίσκονταν οι κήποι του Μίδα, δηλαδή στην Βοττιαία, εκτός της τότε Μακεδονίας. Τι κάνει τότε; Όταν φτάνει εκεί του έρχεται ξαφνικά η ιδέα να πάει ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης επιστρέφοντας στα Πιέρια όρη, εκεί δηλαδή από όπου ξεκίνησε!!! Εάν όμως βρισκόταν εκτός της τότε Μακεδονίας δεν θα πήγαινε ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης αλλά ἐς γῆν τῆς Μακεδονίης, πίσω δηλαδή στην Μακεδονία. Το παράδοξο της άποψης αυτής παρουσιάζεται στον πιο κάτω χάρτη.

Η πορεία του Περδίκκα κατά την επικρατούσα άποψη: από την Πιερία στην Πιερία μέσω Εορδαίας και Βοττιαίας (κήποι του Μίδα!)

Η νέα περιοχή λοιπόν στην οποία πηγαίνει ο νεαρός Περδίκκας είναι η Μακεδονία του Ηροδότου, το Μακεδονικόν όρος, η Πιερία. Θα πρέπει να έγινε δεκτός φιλικά από τους ντόπιους ως Δωριέας, γόνος βασιλικής οικογένειας και βοσκός. Θα εντυπωσιάστηκαν τόσο από την ευφυΐα και την τόλμη του νεαρού όσο και από την βασιλική του καταγωγή. Εκεί θα συλλάβει το σχέδιο ίδρυσης δικού του βασιλείου στα πρότυπα του Άργους, κάτι με το οποίο θα συμφώνησαν οι Μακεδόνες ποιμένες. Ένα βασίλειο όμως χρειαζόταν ένα κέντρο, μια πόλη, ει δυνατόν δίπλα σε πεδιάδα για την παραγωγή προϊόντων, κοντά σε εμπορικές οδούς, όπως στο Άργος. Νότια προς την Θεσσαλία, κλείνανε τον δρόμο οι Περραιβοί, δυτικά οι Ελιμιώτες και οι Εορδοί, ανατολικά οι Πίερες στα παράλια. Προς τα βόρεια όμως ο δρόμος προς την Βοττιαία ήταν ελεύθερος. Από εκεί πήγαινε κανείς στην μεγάλη εύφορη πεδιάδα, στον κάτω ρου του Αλιάκμονα, κοντά στην θάλασσα. Πριν πάρει την τελική του απόφαση θα στείλει ερώτημα στους Δελφούς. Ο χρησμός των Δελφών ήρθε να παντρέψει την πραγματικότητα με την θεϊκή βούληση. Η συμβουλή είναι σαφής: πρέπει να χτίσεις την πόλη εκεί που θα δεις ολόλευκες γίδες να πλαγιάζουν σε πεδινές εκτάσεις στον δρόμο προς την πλούσια σε κοπάδια Βοττιαία. Η μόνη διέξοδος προς τις πεδινές εκτάσεις είναι η βόρεια Πιερία. Εκεί λοιπόν χτίζει την πόλη την οποία και ονομάζει Αιγές από τα αγριοκάτσικα. Δίπλα στα νερά του Αλιάκμονα, απέναντι από τους κήπους του Μίδα, κοντά στην θάλασσα.

(Ι) Μακεδονικό όρος – Πιέρια, (ΙΙ) Εορδαία, (III) Ορεστίδα, (ΙV) Ελίμεια. Με πορτοκαλί η πιθανή περιοχή της Λεβαίας – μεταξύ της λίμνης σαριγκιόλ και του Βερμίου – και η πορεία του Περδίκκα προς τις Αιγές, με ένα ενδιάμεσο σταθμό στα Πιέρια όπου πρέπει να πήρε τον χρησμό. Με ροζ οι κήποι του Μίδα.

2. Ο δεύτερος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Αρχέλαο (Ευριπίδης, γύρω στο 408 π. Χ.)

Πρόκειται για τον δεύτερο χρονολογικά δυναστικό μύθο που προέρχεται από τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη. Ο ποιητής έζησε στην Μακεδονία τα τελευταία χρόνια της ζωής του καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου ο οποίος βασίλεψε από το 413 μέχρι το 399. Ο τελευταίος ήταν ένα είδος πεφωτισμένου μονάρχη του αρχαίου κόσμου. Μεγάλωσε την δύναμη και το κύρος του μακεδονικού βασιλείου και σίγουρα σχεδίασε, αν δεν υλοποίησε κιόλας, την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Πέλλα. Παράλληλα έκανε το Δίον πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο οικοδομώντας ναούς, θέατρο, στάδιο και κοσμώντας την με γλυπτά και αγάλματα. Εκεί καθιέρωσε κάθε Οκτώβριο μεγάλο πολιτιστικό φεστιβάλ με σκηνικούς αγώνες το οποίο ονόμασε Ολύμπια, προς τιμήν του Δία. Προσκάλεσε στην αυλή του πολλούς καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων όπως τον ποιητή και μουσικό Τιμόθεο, τον ποιητή Χοιρίλο της Σάμου και τον ζωγράφο Ζεύξι. Φιλοξένησε επίσης τους τραγικούς ποιητές Αγάθωνα και Ευριπίδη από την Αθήνα οι οποίοι ίσως να παρουσίασαν έργα τους στα Ολύμπια του Δίου. Εικάζεται ότι ο Ευριπίδης βρισκόταν εκεί μεταξύ του 408 και του 406 π. Χ. όταν και πέθανε στο κτήμα που του είχε παραχωρήσει ο Αρχέλαος στην Αρέθουσα κοντά στη σημερινή Ρεντίνα. Κατά την διαμονή του στην Μακεδονία λέγεται ότι έγραψε το χαμένο σήμερα έργο Αρχέλαος ίσως και τις Βάκχες. Ορισμένοι υποστηρίζουν βασίμως ότι το έργο ήταν μέρος τριλογίας γιατί έχουν σωθεί στίχοι από τα χαμένα επίσης έργα Τήμενος, και Τημενίδαι, της προγονικής οικογένειας των Μακεδόνων βασιλέων. Ευτυχώς έχουμε μια ιδέα για την πλοκή του έργου από διασωθέντες στίχους και μια περίληψη του Λατίνου συγγραφέα Γάιου Ιούλιου Υγίνου, ο οποίος έζησε τέσσερις αιώνες αργότερα, στα χρόνια του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου.

Ο πρόλογος που έχει διασωθεί αναφέρεται στην γενεαλογία κάποιου Αρχέλαου τον οποίο ο Ευριπίδης θεωρεί γιο του Τημένου. Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτόν ο ποιητής συνδέει τον οικοδεσπότη και χορηγό του με κάποιον ένδοξο συνώνυμο Τημενίδη της πρώτης γενιάς. Πατέρας λοιπόν του ήρωα της τραγωδίας ήταν ο Τήμενος, απόγονος του Ηρακλή, ένας από τους ένδοξους Δωριείς που επέστρεψαν στην Πελοπόννησο, νίκησαν τον γιο του Ορέστη, Τισαμένη, και εγκατέστησαν το βασίλειο τους στο Άργος (Τήμενος δ’ Ὕλλου πατρός, ὃς Ἄργος ὤκησ’ Ἡρακλέους γεγὼς ἄπο). Ο Αρχέλαος, τον οποίο ο Ευριπίδης θέλει πρωτότοκο γιο του Τημένου, κατά την διεκδίκηση του πατρικού θρόνου εκδιώχθηκε από τα αδέλφια του. Περιπλανώμενος έφτασε κάπου στην (Άνω) Μακεδονία (Archelaus Temeni filius exui a fratribus eiectus in Macedoniam ad regem Cisseum venit) όπου βασίλευε ο Κισσέας. Αυτός δεχόταν επιθέσεις από γείτονες του και ζήτησε βοήθεια από τον Αρχέλαο αφού, ως καταγόμενος από τον Ηρακλή, θεωρείτο πολύ δυνατός και τούδινε ελπίδες (πατέρων γὰρ ἐσθλῶν ἐλπίδας δίδως γεγώς). Η συμφωνία προέβλεπε ότι σε περίπτωση που ο Αρχέλαος νικούσε τους εχθρούς του Κισσέα, θα έπαιρνε ως σύζυγο την κόρη του και το βασίλειο του. Ο Αργείος ήρωας σε μια αποφασιστική μάχη νίκησε τους εχθρούς του Κισσέα και ετοιμαζόταν να πάει να του ζητήσει την εκπλήρωση των υποσχέσεων του, δηλαδή την κόρη του και το βασίλειο του. Ο τελευταίος όμως με την συμβουλή φίλων του αποφάσισε να σκοτώσει με δόλο τον Αρχέλαο στήνοντας μια παγίδα. Ζήτησε να σκάψουν έναν λάκκο, να τον γεμίσουν με αναμμένα κάρβουνα τα οποία θα έκρυβαν με μια ελαφριά σκεπή από ξερά χόρτα και φρύγανα, έτσι ώστε ερχόμενος ο Αρχέλαος να πατήσει σ’ αυτά, να πέσει μέσα και να πεθάνει. Ένας δούλος του Κισσέα όμως πρόδωσε την πλεκτάνη στον Αρχέλαο, ο οποίος κατάφερε να απομονώσει τον βασιλιά και να τον ρίξει στην ίδια του την παγίδα. Μετά δραπέτευσε και με χρησμό των Δελφών ακολούθησε μία αίγα στην Μακεδονία μέχρι το μέρος όπου έχτισε μια πόλη την οποία ονόμασε Αιγές από την αίγα που τον οδήγησε (inde profugit ex responso Apollinis in Macedoniam capra duce, oppidumque ex nomine caprae Aegeas constituit). Η χρήση δυο φορές του ονόματος της Μακεδονίας, μια όταν έφτασε στην αυλή του Κισσέα και την άλλη όταν έφυγε, σημαίνει ότι την πρώτη φορά εννοείται η ευρύτερη Άνω Μακεδονία και την δεύτερη η Μακεδονία, δηλαδή η Πιερία. Μια διαφορά που ήταν μάλλον λεπτομέρεια άνευ ουσίας για τον Υγίνο.

Ο Ευριπίδης βάζει έτσι στην θέση του Περδίκκα τον Αρχέλαο. Δεν υπάρχει πληροφορία για την γενεαλογική γραμμή μετά τον Αρχέλαο. Η κυριαρχούσα άποψη είναι ότι δεν αλλάζει η γενεαλογική σειρά του Ηροδότου.

Τήμενος -» Αρχέλαος -» Αργαίος -» Φίλιππος Α’ -» Αέροπος Α’ -» Αλκέτας -» Αμύντας -» Αλέξανδρος Α’ -» Περδίκκας Β’ -» Αρχέλαος.

Η διάρκεια βασιλείας από τον αρχηγέτη Αρχέλαο μέχρι το τέλος της βασιλείας του Αρχελάου παραμένει έτσι στα 330 χρόνια με βάση τις πληροφορίες του Ευσεβίου. Οπότε και ο Αρχέλαος, όπως ο Περδίκκας, έφτασε στην Μακεδονία περί το 730 π.Χ. Εάν όμως ο Αρχέλαος ήταν γιος του Τημένου, τότε ο τελευταίος εμφανίζεται να βασιλεύει τον 8ο αιώνα, πράγμα που συγκρούεται με άλλες ημερομηνίες.

Σχολιασμός

Στην ευριπίδεια εκδοχή έχουμε για δεύτερη φορά απολλώνιο χρησμό όπου αίγα οδηγεί τα πόδια του ήρωα στον τόπο ίδρυσης της πόλης των Αιγών. Δυστυχώς ο χρησμός αυτός χάθηκε με την τραγωδία. Το κείμενο του Υγίνου αναφέρει ρητά ότι ο Αρχέλαος πήγε στην Μακεδονία (in Macedoniam). Πήγε λοιπόν κάπου στα βουνά της Άνω Μακεδονίας όπως και ο Περδίκκας στον προηγούμενο μύθο για να καταλήξει μετά στην κατ’ εξοχήν Μακεδονία, την Πιερία.

Η καινοτομία του Ευριπίδη να δώσει το όνομα του βασιλιά Αρχέλαου στον φυγά του Άργους δεν πέρασε απαρατήρητη. Θεωρήθηκε ότι η τραγωδία ‘Αρχέλαος’ ήταν δώρο του Ευριπίδη στον οικοδεσπότη του, ότι δηλαδή η τιμητική πρόσκληση του βασιλιά ανταμείφθηκε με ένα έργο που τον εξύψωνε ως απόγονο του μακρινού εκείνου ήρωα. (ἐκεῖθεν δὲ εἰς Μακεδονίαν περὶ Ἀρχέλαον γενόμενος διέτριψε καὶ χαριζόμενος αὐτῷ δρᾶμα ὁμωνύμως ἔγραψε (Vita Euripidis)). Ο βασιλιάς Αρχέλαος, πρωτότοκος αλλά νόθος γιος του Περδίκκα Β’ με την δούλη του αδελφού του Αλκέτα, τη Σιμίχη, φονιάς του ανήλικου ετεροθαλούς αδελφού, δευτερότοκου μεν αλλά νόμιμου διαδόχου, είχε απόλυτη ανάγκη να σβήσει την βούλα του φονιά και παράνομου άρπαγα του θρόνου. Είχε κάθε συμφέρον να εμφανιστεί στα μάτια στρατού και λαού, και κυρίως των άλλων διεκδικητών που γυρόφερναν στο παλάτι, ότι έφερε το όνομα του πρωτότοκου γιου του Τημένου. Ήταν λοιπόν ο ήρωας και αρχηγέτης Αρχέλαος ένα εφεύρημα του Ευριπίδη για να ευχαριστήσει τον βασιλιά Αρχέλαο; Τα διάφορα διασωθέντα αποσπάσματα των έργων Τήμενος και Τημενίδαι δεν μας οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα. Ο Αρχέλαος ήταν πρωταγωνιστής και στην πρώτη τραγωδία που αφηγείται την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Εκεί πρωτοεμφανίζεται ως πρωτότοκος γιος του Τημένου με καθοριστική συμμετοχή στην κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Ηρακλείδες (τὸ μὲν οὖν κρῖμα τῆς μάχης ἐγένετο κατὰ τοὺς Ἡρακλείδας, ἄριστος δὲ ἐκρίνετο Ἀρχέλαος ὁ πρεσβύτατος). Άρα το τρίτο έργο συνεχίζει μια ιστορία την οποία ο Ευριπίδης είχε ξεκινήσει χρόνια πριν στην Αθήνα.

Τι θα μπορούσε να έχει συμβεί; Μια άποψη θέλει το αίτημα του βασιλιά Αρχέλαου να έγινε πριν επισκεφθεί ο Ευριπίδης την Μακεδονία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Ευριπίδης δημιούργησε έναν άλλο γιο και ήρωα της κατάληψης της Πελοποννήσου στην τραγωδία ‘Τήμενος’ ως ένα βάθρο πάνω στο οποίο έχτισε αργότερα την τραγωδία ‘Αρχέλαος’. Ένα πάντως είναι σίγουρο: η τραγωδία είχε επιτυχία στην αρχαιότητα αν κρίνουμε από τα βραβεία που κέρδισε σε σκηνικούς αγώνες διαφόρων πόλεων. Η γενεαλογία του Ευριπίδη άρχισε να ξεθωριάζει μετά τον θάνατο του Αρχελάου. Ένας ‘βασιλικός παίδας’, ο αγαπημένος του Κρατερός, τον σκότωσε από λάθος με ακόντιο στο κυνήγι! Ορισμένοι είπαν ότι το ακόντιο δεν έκανε λάθος. Αν κρίνουμε από την χαοτική περίοδο που επακολούθησε με πρωταγωνιστές τους μνηστήρες του θρόνου ίσως η άποψη αυτή να έχει βάση. Άτυχο θάνατο λέγεται ότι βρήκε και ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, ο Ευριπίδης πέθανε από δάγκωμα κυνηγετικών σκύλων ενώ περπατούσε στο δάσος μεταξύ Αρέθουσας και Βρομίσκου. Ο ποιητής αποκαλούσε τα σκυλιά αυτά τραπεζήες, ίσως λόγω του μεγάλου τους ύψους (Βορμίσκος , χωρίον Μακεδονίας , εν ώ κυνοσπάρακτος γέγονεν Ευριπίδης: ούς κύνας τη πατρώα φωνή εστερικές καλούσιν οι Μακεδόνες, ο δε ποιητής τραπεζήας”. Στο σημείο του θανάτου ο Αρχέλαος έκτισε μνημείο το οποίο ήταν τόπος επίσκεψης για αιώνες. Κοντά στο μνημείο την ρωμαϊκή εποχή βρισκόταν επί της Εγνατίας οδού σταθμός αλλαγής ίππων γνωστού ως παραφθορά του ονόματος του (mutatio Peripides).

3. Ο τρίτος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Κάρανο (Θεόπομπος, γύρω στο 330 π. Χ.)

Η λέξη κάρανος ή κάρηνος σημαίνει κεφαλή (Ιλιάδα Λ 500: τῇ ῥα μάλιστα ἀνδρῶν πῖπτε κάρηνα) και είναι ο δωρικός τύπος του κοίρανος που σημαίνει αρχηγός, επικεφαλής (Ιλιάδα Β 487: οἵ τινες ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν). Απαντάται και ως επίθετο (αρχηγός, κυρίαρχος, επικεφαλής) και ως ουσιαστικό (βασιλιάς). Προέρχεται από την ρίζα κάρα που σημαίνει κεφαλή ή κορυφή. Μεταφορικά η λέξη σημαίνει τον αρχηγό, τον ηγέτη, τον αρχιστράτηγο όπως μας θυμίζει και ο Ξενοφών στα Ελληνικά : “Ο Κύρος έφερνε γράμμα με τη σφραγίδα του (Πέρση) Βασιλιά, που απευθυνόταν σ᾽ όλους τους κατοίκους των παραλίων λέγοντας ανάμεσα στ᾽ άλλα: «Στέλνω τον Κύρο κάρανο των δυνάμεων που συγκεντρώνονται στον Καστωλό». Κάρανος σημαίνει αρχηγός.” (καί Κῦρος, ἄρξων πάντων τῶν ἐπὶ θαλάττῃ καὶ συμπολεμήσων Λακεδαιμονίοις, ἐπιστολήν τε ἔφερε τοῖς κάτω πᾶσι τὸ βασίλειον σφράγισμα ἔχουσαν, ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε: Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων. τὸ δὲ κάρανον ἔστι κύριον [Ξενοφών, Ελληνικά, 1.4.3] )).

Τον Κάρανο ως αρχηγέτη της μακεδονικής δυναστείας αναφέρουν πολλοί συγγραφείς. Ο Γεώργιος Σύγκελλος (8ος αιώνας), αναπαράγει κείμενο του Πορφυρίου της Τύρου (3ος αιώνας), ο οποίος παραπέμπει στον Διόδωρο Σικελιώτη (1ος π.Χ. αιώνα), ο οποίος αναφέρει τον Θεόπομπο ως τον σημαντικότερο ιστορικό της πρώτης γενεαλογίας από τις δύο που αρχίζουν από τον Κάρανο. Έτσι κατά τον Διόδωρο, η πρώτη γενεαλογία που υποστηρίζεται από τους πολλούς, εκ των οποίων και ο Θεόπομπος, έχει ως εξής:

Τήμενος -» Κίσσος -» Θέστιος-» Μέροπας -» Αριστοδαμίδας -» Κάρανος -» Κοίνος -» Τυρίμμας -» Περδίκκας……

Παρατηρούμε ότι ο Κάρανος είναι τρεις γενιές πριν από τον Περδίκκα και πέντε γενιές μετά τον Τήμενο. Αν υπολογίσουμε τριάντα χρόνια κάθε γενιά τότε προσθέτουμε στην βασιλεία του Περδίκκα του 730 π.Χ άλλα 240 χρόνια και φτάνουμε στο 970 π.Χ. για την βασιλεία του Τημένου.

Η δεύτερη γενεαλογία που υποστηρίζεται από λίγους διαφέρει αρκετά και είναι πολύ μεγαλύτερη:

Τήμενος -» Λαχάρης -» Δέβαλλος -» Ευριβιάδας -» Κλεοδαίος -» Κροίσος -» Ποίαντας -» Κάρανος -» Κοίνος -» Τυρίμμας -» Περδίκκας ……

Ο Κάρανος με την γενεαλογία αυτή είναι επτά γενιές μετά τον Τήμενο και τρεις πριν από τον Περδίκκα, σύνολο δηλαδή δέκα γενιές μεταξύ Τημένου και Περδίκκα. Προσθέτοντας 300 χρόνια στην βασιλεία του Περδίκκα φτάνουμε στο 1030 π,Χ για την αρχή της βασιλείας του Τημένου στο Άργος.

(Γενεαλογοῦσι δ’ αὐτὸν οὕτως, ὡς φησιν ὁ Διόδωρος καὶ ​οἱ πολλοὶ τῶν συγγραφέων, ὧν εἷς καὶ Θεόπομπος. Κάρανος Φείδωνος τοῦ Ἀριστοδαμίδα τοῦ Μέροπος τοῦ Θεστίου τοῦ Κισσίου τοῦ Τημένου τοῦ Ἀριστομάχου τοῦ Κλεοδαίου​ τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέους. ἔνιοι δὲ ἄλλως, φησί, γενεαλογοῦσι, φάσκοντες εἶναι Κάρανον Ποίαντος τοῦ Κροίσου τοῦ Κλεοδαίου τοῦ Εὐρυβιάδα τοῦ Δεβάλλου τοῦ Λαχάρους τοῦ Τημένου, ὃς καὶ κατῆλθεν εἰς Πελοπόννησον)

Ο Κάρανος πήρε γρήγορα την επίσημη θέση του αρχηγέτη της δυναστείας σίγουρα με την υποστήριξη του παλατιού. Θεωρούμε απίθανο κάτι τέτοιο να έγινε στην βασιλεία του Αρχελάου, όπως ισχυρίζεται ο Χάμοντ (Ιστορία της Μακεδονίας. Τ2), για προφανείς λόγους. Ο Θεόπομπος φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος ιστορικός που έγραψε για αυτόν, στην διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Β’, όταν βρισκόταν στην μακεδονική αυλή. Ποιος ήταν όμως ο Θεόπομπος ο Χίος; Γνωρίζουμε ότι σπούδασε στην Αθήνα, στον Ισοκράτη, και έζησε για αρκετά χρόνια στην Πέλλα στα χρόνια του Φιλίππου Β’. Κύρια έργα του ήταν τα ‘Ελληνικά’ και τα ‘Φιλιππικά’. Στο πρώτο εξιστορούσε τα γεγονότα από το 411, χρονιά που σταματά να γράφει ο Θουκυδίδης, μέχρι το 394. Στο δεύτερο, ένα μνημειώδες έργο 58 βιβλίων, εξιστορούσε την περίοδο του Φιλίππου στην Μακεδονία. Δυστυχώς και τα δύο συγγράμματα έχουν χαθεί και μόνο μικρά αποσπάσματα έχουν βρεθεί. Ότι γνωρίζουμε προέρχεται κυρίως από το επίσης χαμένο έβδομο βιβλίο του ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη, ο οποίος αντέγραψε χαρακτηριστικά αποσπάσματα του έργου του. Ευτυχώς μεταγενέστεροι συγγραφείς διέσωσαν κάποια τμήματα έτσι ώστε χάρη σ’ αυτούς να γνωρίζουμε τι έγραψε ο Διόδωρος και συνεπώς ο Θεόπομπος. Σύμφωνα με δύο αποσπάσματα του Συγκέλλου ο Κάρανος, αδελφός του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, θέλησε να αποκτήσει και αυτός δικό του βασίλειο. Αφού παρέλαβε στρατό από τον αδελφό του και από άλλους Πελοποννήσιους πήγε προς τα μέρη της Μακεδονίας (τοίς κατά Μακεδονίαν τόποις επήλθε / τοις υπέρ Μακεδονίας τόποις επιστρατεύσας). Εκεί συμμάχησε με τον βασιλιά των Ορεστών σε πόλεμο εναντίον των γειτόνων του Εορδών. Μετά την νίκη μοίρασαν στα δύο την κατακτηθείσα περιοχή και ο Κάρανος παρέλαβε την Μακεδονία (τῆς κατακτηθείσης χώρας τὸ ἥμισυ προσλαβὼν διὰ τὴν συμμαχίαν, παρέλαβε τὴν Μακεδονίαν). Στην περιοχή αυτή έκτισε πόλη σύμφωνα με χρησμό ( καὶ ἔκτισε πόλιν ἐν αὐτῇ κατὰ χρησμόν / και πόλιν ήγειρε κατά χρησμόν) και δημιούργησε βασίλειο εκεί (και βασιλείαν εν αυτή συνεστήσατο) στο οποίο βασίλεψαν οι διάδοχοι του (ἣν καθεξῆς οἱ ἀπ’ αὐτοῦ διεδέχοντο).

Δυστυχώς ο χρησμός στον οποίο αναφέρεται ο Διόδωρος μάλλον χάθηκε με το έβδομο βιβλίο του. Θα βρεθεί όμως σαν από θαύμα όπως θα δούμε στον επόμενο, τον τέταρτο ιδρυτικό μύθο. Ο χρησμός έλεγε “πήγαινε προς τις πηγές του Αλιάκμονα και όταν πρωτοδείς γίδες να βόσκουν εκεί εγκαταστήσου ευτυχισμένος εσύ και οι επόμενες γενιές σου”. Αυτό εξηγεί γιατί ο Κάρανος ανεβαίνοντας προς βορρά έστριψε δυτικά – προς Ορέστεια και Εορδαία – όταν συνάντησε τον Αλιάκμονα. Απλά πήρε την κατεύθυνση προς τις πηγές του στην Άνω Μακεδονία, πράγμα που εξηγεί την συνάντηση του με τους Ορέστες.

Σχετική με τον ιδρυτικό αυτόν μύθο είναι και μια ιστορία που διηγείται ο ιστορικός Παυσανίας (2ος αιώνας μ. Χ.) όταν επισκέφτηκε την Μακεδονία όπου άκουσε τις τοπικές παραδόσεις. Σύμφωνα με αυτές, ο Κάρανος νίκησε σε μάχη έναν βασιλιά Κισσέα ο οποίος καταδυνάστευε την γειτονική του χώρα (κρατῆσαι μάχῃ Κισσέως, ὃς ἐδυνάστευεν ἐν χώρᾳ τῇ ὁμόρῳ). Μετά την νίκη έστησε τρόπαιο όπως ήταν η συνήθεια των Αργείων. Ένα λιοντάρι όμως κατέβηκε από τον Όλυμπο και ανέτρεψε το τρόπαιο (ἐπελθόντα δέ φασιν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου λέοντα ἀνατρέψαι τε τὸ τρόπαιον). Ο Κάρανος θεώρησε ότι αυτό ήταν ένα μήνυμα. Σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να δημιουργεί αδιάλλακτες έχθρες με τους γείτονες στήνοντας τρόπαια αν ήθελε να τους κάνει στο μέλλον φίλους. Οι σημερινοί εχθροί μπορεί να γίνουν οι μελλοντικοί φίλοι! Από τότε για τις νίκες επί των βαρβάρων δεν έστειναν τρόπαια, ούτε ο ίδιος ούτε οι διάδοχοι του, (μήτε ὑπὸ αὐτοῦ Καρανοῦ μήτε ὑπὸ τῶν ὕστερον βασιλευσόντων Μακεδονίας τρόπαια ἵστασθαι). Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι και ο Αλέξανδρος συνέχιζε αυτή την συνήθεια (μαρτυρεί δὲ τῷ λόγῳ καὶ Ἀλέξανδρος, οὐκ ἀναστήσας οὔτε ἐπὶ Δαρείῳ τρόπαια οὔτε ἐπὶ ταῖς Ἰνδικαῖς νίκαις).

Το απόσπασμα αυτό του Παυσανία είναι σημαντικό γιατί μας λέει ότι η νίκη του Καράνου επί του γείτονα Κισσέα έλαβε χώρα κοντά στον Όλυμπο όπου έστησε το τρόπαιο που έριξε το λιοντάρι. Συνεπώς το βασίλειο που είχε ιδρύσει ο Κάρανος ήταν δίπλα στον Όλυμπο, δηλαδή στα Πιέρια. Η όμορος χώρα του βασιλείου του, την οποία καταδυνάστευε ο Κισσέας, θα ήταν μάλλον οι Ορέστες με τους οποίους συμμάχησε για να νικήσει τον Εορδό Κισσέα. Αφού υπήρχε τέτοια παλιά παράδοση στην Μακεδονία ίσως να ενέπνευσε και τον Ευριπίδη για την δική του ιστορία.

Σχολιασμός

Ο Κάρανος εισάγεται για πρώτη φορά από τον Θεόπομπο ο οποίος είχε ζήσει για μεγάλο διάστημα στην μακεδονική αυλή την εποχή του Φιλίππου Είναι πολύ πιθανόν η αφήγηση του να αναπαράγει την ιστορία που άκουσε στην βασιλική αυλή, όταν βασίλευε ο Φίλιππος. Ο τελευταίος όπως γράφει ο Διόδωρος είχε αναγορευθεί το 338 π.Χ. αυτοκράτωρ στρατηγός (ὡς οἱ Ἕλληνες αὐτοκράτορα στρατηγὸν εἵλοντο Φίλιππον, αρχή βιβλίου 16) και πιο κάτω βασιλεύς ηγεμών (ἐπὶ δὲ τούτων Φίλιππος ὁ βασιλεὺς ἡγεμὼν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων καθεσταμένος, βιβλίο 16.91). Ακόμη και ο Διόδωρος δεν μπορούσε να βρει έναν ακριβή όρο για να αποδώσει τον νέο τίτλο του Φιλίππου γράφοντας άλλοτε “αυτοκράτωρ στρατηγός” και άλλοτε “βασιλεύς ηγεμών¨. Οι τίτλοι αυτοί παραπέμπουν στην έννοια του αρχηγού, του αρχιστρατήγου, του καράνου, όπως έγραψε ο Ξενοφών δέκα χρόνια νωρίτερα από τον Θεόπομπο. Κάρανος όλων των Ελλήνων – πλην Λακεδαιμονίων – ήταν λοιπόν ο Φίλιππος πράγμα που ίσως δεν διέφυγε της προσοχής του Θεοπόμπου! Αλλά και ο ίδιος ο Φίλιππος λέγεται ότι ονόμασε Κάρανο τον γιο που απέκτησε από την τελευταία του σύζυγο, την Κλεοπάτρα (καὶ γὰρ ἐτύγχανε παιδίον ἐκ τῆς Κλεοπάτρας γεγονὸς τῷ Φιλίππῳ τῆς τελευτῆς τοῦ βασιλέως ὀλίγαις πρότερον ἡμέραις, Διόδωρος 17.2). Επρόκειτο για έναν διεκδικητή του θρόνου, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στην Ολυμπιάδα, και ο οποίος εξαφανίστηκε μετά την δολοφονία του Φιλίππου (ἐπὶ δὲ Φιλίππῳ τελευτήσαντι Φιλίππου παῖδα νήπιον, γεγονότα δὲ ἐκ Κλεοπάτρας ἀδελφιδῆς Ἀττάλου, τοῦτον τὸν παῖδα ὁμοῦ τῇ μητρὶ Ὀλυμπιὰς ἐπὶ σκεύους χαλκοῦ πυρὸς ὑποβεβλημένου διέφθειρεν ἕλκουσα, Παυσανίας, 8.7.7). Εάν όντως αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τότε αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα το εξής σενάριο. Ο Φίλιππος μετά την ανακήρυξη του ως αρχηγού όλων των Ελλήνων, παντρεύεται την Κλεοπάτρα, μια βέρα Μακεδόνισσα. Ο γιος που γεννιέται ονομάζεται Κάρανος ενώ συγχρόνως αναδύεται από την αυλή μια νέα δυναστική γενεαλογία με αρχηγέτη κάποιον Κάρανο. Το μήνυμα της βασιλικής βούλησης είναι σαφές: το νεογέννητο προορίζεται για διάδοχος του θρόνου. Η Ολυμπιάς όμως δεν θα ανεχθεί κάτι τέτοιο, ούτε ο Αλέξανδρος (Aemulum quoque imperii, Caranum, fratrem ex nouerca susceptum, interfici curauit, Just. XI.2).

Ο νέος αρχηγέτης που ονομάζεται Κάρανος πήγε προς τις πηγές του Αλιάκμονα στην Άνω Μακεδονία. Εκεί τον στέλνει ο χρησμός όπως θα ανακαλύψουμε στον επόμενο ιδρυτικό μύθο. Μαθαίνει ότι οι Εορδοί έχουν δημιουργήσει προβλήματα στους γείτονες τους, στους Ορέστες, μάλλον έχουν καταλάβει εδάφη τους. Ο βασιλιάς των Ορεστών ζητά την βοήθεια του Καράνου υποσχόμενος να του δώσει τα μισά εδάφη αν νικήσουν τους Εορδούς. Να μια χρυσή ευκαιρία. Συμμαχεί με τους Ορέστες, νικούν τους Εορδούς οπότε στον Κάρανο περιέρχεται η μισή έκταση, η οποία τυχαίνει να είναι η Μακεδονία, δηλαδή η ορεινή Πιερία. Εκεί εγκαθίσταται όπως ορίζει ο χρησμός ιδρύοντας το βασίλειο του.

Η αναλυτική εξέταση των τριών πρώτων ιδρυτικών μύθων δείχνει ότι έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλοι ξεκινούν από ένα κοινό γεγονός που συνέβη παλιά στην Άνω Μακεδονία. Ο Περδίκκας του Ηροδότου δούλευε με τα αδέλφια του σε ένα βασιλιά βορειοδυτικά του Αλιάκμονα, προφανώς στην Εορδαία. Ο Αρχέλαος με την σειρά του πολέμησε για να βοηθήσει έναν βασιλιά Κισσέα στη περιοχή της Άνω Μακεδονίας. Ο Κάρανος κατά τον Θεόπομπο συμμαχώντας με τους Ορέστες νίκησε τον βασιλιά των Εορδών που είχε καταπατήσει τα εδάφη τους και κερδίζει τα μισά από αυτά που είναι η Μακεδονία. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι ο βασιλιάς που νίκησε ο Κάρανος βρισκόταν σε όμορη χώρα και ονομαζόταν Κισσέας. Ο χώρος λοιπόν που διαδραματίζονται όλα αυτά τα γεγονότα είναι σαφής. Οι τρεις ιδρυτικοί μύθοι, του Ηροδότου, του Ευριπίδη και του Θεοπόμπου, συναντώνται κάπου στα όρια Πιερίων, Ελίμειας και Εορδαίας!

Με λατινικούς αριθμούς εντός των κόκκινων κύκλων I, II, III, και IV οι περιοχές της Πιερίας, της Εορδαίας, της Ορέστειας και της Ελίμειας. Με σκούρα μπλε γραμμή ο ρους του Αλιάκμονα και με σκούρο κίτρινο η πιθανή περιοχή όπου διαδραματίστηκαν οι τρεις ιστορίες, βορειοδυτικά του ποταμού. Το κόκκινο βέλος αριστερά δείχνει την πιθανή διαδρομή του Περδίκκα με τα αδέλφια του και δεξιά την πιθανή διαδρομή του Καράνου και των αποίκων του προς την Μακεδονία, γιατί, όπως συνηθιζόταν τότε, οι άποικοι ταξίδευαν από την θάλασσα.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: ένας τέταρτος ιδρυτικός μύθος διαφέρει ριζικά από τους προηγούμενους τρεις. Ας τον εξετάσουμε πριν βγάλουμε τα τελικά συμπεράσματα!

VII. Ο τέταρτος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Κάρανο ( Ευφορίων/ Τρώγος / Ιουστίνος, 230 π.Χ. – 200 μ. Χ.)

Ο τέταρτος μύθος έγινε γνωστός από τον Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο:

Και ο Κάρανος με ένα μεγάλο πλήθος Ελλήνων, προσταγμένος από τον χρησμό να πάει να εγκατασταθεί στη Μακεδονία, έφτασε στην Ημαθία. Κυρίευσε εκεί την Έδεσσα περνώντας απαρατήρητος από τους κατοίκους της πόλης χάρις σε μια δυνατή μπόρα, με ομίχλη και πυκνή βροχή. Μπροστά του έτρεχαν γίδες που η κακοκαιρία τις έσπρωχνε προς την πόλη και ενθυμούμενος τον χρησμό που έλεγε ότι “θα βασιλέψει εκεί που θα τον οδηγήσουν οι γίδες” διάλεξε την πόλη αυτή για έδρα του βασιλείου του. Από τότε σε κάθε εκστρατεία έβαζε να προπορεύονται του στρατού γίδες για να έχει την ίδια επιτυχία όπως στη πρώτη του κατάκτηση. Σαν ενθύμιο αυτού του περιστατικού ονόμασε Αιγές την Έδεσσα και το λαό της Αιγαιάτες”.

Για σχεδόν δεκαοκτώ αιώνες αυτό το κείμενο του Ιουστίνου θα γίνει το ευαγγέλιο λογίων, ιστορικών, αρχαιολόγων και άλλων επαϊόντων όταν προσέγγιζαν το θέμα της τοποθεσίας των Αιγών. Περαστικοί και επισκέπτες, περνώντας από την Έδεσσα δεν θα λησμονούν να αναφέρουν ότι εδώ ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Ήταν πίστη ακράδαντη, θεμελιωμένη στο παραπάνω απόσπασμα την οποία μάλιστα κατόρθωσαν να περάσουν και στους ίδιους τους Εδεσσαίους όπως και στη δική μου αφεντιά όταν πήγαινα μικρός σχολείο!

Ποιος ήταν ο ιστορικός Ιουστίνος; Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Δεν γνωρίζουμε ούτε πού, ούτε πότε γεννήθηκε. Από τα ιστορικά γεγονότα που εξιστορεί υπολογίζεται ότι έζησε κάπου μεταξύ του 2ου και του 3ου αιώνα μ. Χ. Ήταν Ρωμαίος και έγραψε “εις λατινίδα φωνήν”. Το μόνο γνωστό του σύγγραμα είναι η επιτομή, δηλαδή η σύνοψη σε ένα τόμο, της μη σωζόμενης μεγάλης και πολύτομης “Παγκόσμιας Ιστορίας των Λαών” του Ρωμαίου ιστορικού Πομπηίου Τρώγου. Ο τελευταίος έζησε στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου και του Τιβερίου, στο πέρασμα δηλαδή από την παλιά στη νέα εποχή, στα χρόνια του Ιησού. Η ιστορία του περιείχε τεράστιο αφιέρωμα στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στον πατέρα του Αλεξάνδρου, τον Φίλιππο, σ’ αυτόν που έβαλε τις βάσεις του μακεδονικού μεγαλείου. Γι’ αυτό και το έργο του έγινε γνωστό και σαν “Φιλιππικές Ιστορίες”. Άλλωστε μόλις τότε ο Οκταβιανός έδωσε τέλος στη τελευταία κραταιά μακεδονική δυναστεία, την δυναστεία των Λαγιδών Πτολεμαίων της Αιγύπτου, οδηγώντας σε αυτοκτονία την Κλεοπάτρα. Ο Ιουστίνος λοιπόν απλά σμίκρυνε το μεγάλο έργο του Τρώγου γράφοντας μια σύνοψη. Σύνοψη που σίγουρα ήταν πιο εύκολο να αναπαραχθεί, πιο εύκολο να μεταφερθεί και πιο εύκολο να διαβαστεί από τους λατινόφωνους πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έφερε τον τίτλο “Epitoma historiarum Philippicarum Pompei Trogi” (Επιτομή των Φιλιππικών Ιστοριών του Πομπηίου Τρώγου). Στη σύνοψη αυτή ο Ιουστίνος έκανε αναγκαστικά μια επιλογή αυτών που έγραψε ο Τρώγος στην πολύτομη ιστορία του. Και για την ίδρυση των Αιγών θα θεώρησε ότι ο μύθος της κατάληψης της Έδεσσας με την βοήθεια αγριοκάτσικων και της μετονομασίας της σε Αιγές ήταν ίσως o πιο εξωτικός και ελκυστικός.

Ο μύθος λοιπόν προέρχεται από τον ιστορικό Τρώγο. Ποιες μπορεί να ήταν οι πηγές του; Σίγουρα τα ‘Φιλιππικά’ του Θεοπόμπου θα ήταν η κύρια επιλογή. Είδαμε όμως ότι ο Θεόπομπος, ο οποίος πρώτος εισήγαγε τον Κάρανο ως νέο αρχηγέτη, αναφέρει τον τρίτο μύθο. Άρα κάποιος άλλος έγραψε για την σχέση Καράνου και Εδέσσης μετά από αυτόν. Το αίνιγμα λύθηκε τελείως τυχαία από τον Κλήμη της Αλεξανδρείας – κυριολεκτικά αν αγνοία του – ή καλύτερα από το έργο του ‘Προτρεπτικός προς Έλληνας’. Στο δεύτερο κεφάλαιο του έργου αυτού, ο πρώτος μεγάλος πατέρας της χριστιανικής θρησκείας (150 – 211 μ Χ.), κριτικάρει τις αρχαίες δοξασίες σε ένα εξαιρετικά πυκνό κείμενο. Εκεί (2.11.3) κάνει αναφορά σε τερατοσκόπους, σε νεκρομαντεία τα οποία σκορπίζουν σκοτάδι (νεκυομαντεία σκότω παραδιδόσθων), σε σοφιστήρια και μπαρμπουτιέρες (ανθρώπων απίστων σοφιστήρια και πλάνης ακράτου κυβευτήρια), σε κατσίκες εκπαιδευμένες στην μαντική και σε κοράκια που διδάσκουν ανθρώπους (αίγες αι επί μαντικήν ησκημέναι και κόρακες ανθρώποις χρων υπό ανθρώπων διδασκόμενοι). Σε ένα αντίγραφο του έργου αυτού, ο Πατρινός αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας Αρέθας (850 – 932 μ.Χ), κάτοχος μεγάλης βιβλιοθήκης και μελετηρός αναγνώστης της αρχαίας γραμματείας, γράφει στο περιθώριο δίπλα στη λέξη ‘τερατοσκόπους’: Καρανός τις Αργείος επί οχήματος αιγών κατά χρησμόν εις Μακεδονίαν μετωκίσθη δηλαδή κάποιος Κάρανος από το Άργος σύμφωνα με χρησμό μετακόμισε στην Μακεδονία πάνω σε άμαξα που έσερναν αίγες. Και λίγο πιο κάτω δίπλα στις ‘αίγες επί μαντική ησκημέναι’ σημειώνει:

Ο Κάρανος, γιος του Ποιάνθη (ο Ποίαντας της δεύτερης γενεαλογίας), σχεδιάζοντας να ιδρύσει αποικία στην Μακεδονία πήγε στους Δελφούς και πήρε τον εξής χρησμό:

Άκου ευγενικέ Κάρανε και βάλε τα λόγια καλά στο μυαλό σου
Αφού εγκαταλείψεις το Άργος και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες,
πήγαινε προς τις πηγές του Αλιάκμονα και όταν πρωτοδείς γίδες να βόσκουν,
εκεί εγκαταστήσου ευτυχισμένος εσύ και οι επόμενες γενιές σου.

Μετά τον χρησμό αυτόν ο Κάρανος ξεκίνησε με άλλους Έλληνες και αφού έφτασε στη Μακεδονία εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα την οποία μετονόμασε σε Αιγές από τις γίδες. Εκεί έμεναν Φρύγες και Λυδοί που είχαν μεταφερθεί στην Ευρώπη από τον Μίδα. Αυτά εξιστορεί ο Ευφορίων στα έργα του Ἱστίᾳ καὶ Ἰνάχῳ.

Σχολιασμός

Το απόσπασμα αυτό είναι αποκαλυπτικό για τρεις λόγους. Ο πρώτος γιατί μας δίνει τον δελφικό χρησμό προς τον Κάρανο που έλειπε από την εξιστόρηση του Θεοπόμπου. Γιατί θα ήταν παράδοξο ο Κάρανος να έχει πάρει δύο διαφορετικούς χρησμούς για την ίδια επιχείρηση. Ο δεύτερος γιατί ο χρησμός δεν αναφέρεται ούτε σε Ημαθία, ούτε σε Έδεσσα, ούτε έστω σε Μακεδονία, αλλά ορίζει να πάει προς τις πηγές του Αλιάκμονα που βρίσκονται φυσικά στην Άνω Μακεδονία. Η Έδεσσα βρισκόταν τότε έκτος Μακεδονίας, στη Βοττιαία, άρα δεν θα μπορούσε ψάχνοντας την Μακεδονία να έπεσε πάνω στην Έδεσσα. Και ο τρίτος λόγος γιατί μας αποκαλύπτει ότι ο Ευφορίων είναι αυτός που συνέδεσε τον Κάρανο με την Έδεσσα και εν τέλει με τις Αιγές. Και μάλιστα χωρίς πόλεμο αλλά εποχούμενο σε άμαξα που έσερναν κατσίκες. Το είχε γράψει στο έργο του για την Ιστιαία και τον Ίναχο, τον γενάρχη της βασιλικής δυναστείας του Άργους από τον οποίο ονομάστηκε και ο ποταμός της αργολικής γης που λεγόταν έως τότε, κατά τον Απολλόδωρο, Αλιάκμων! Ο χρησμός με άλλα λόγια έστελνε τον απόγονο του Ινάχου από τον Αλιάκμονα του νότου στον Αλιάκμονα του βορρά. Την ιστορία του Ευφορίωνα χρησιμοποίησε ο Τρώγος και στη συνέχεια ο Ιουστίνος.

Ποιός ήταν ο Ευφορίων; Κατά τον Σουίδα ο Ευφορίων καταγόταν από την Χαλκίδα και μαθήτευσε στη Αθήνα στους φιλοσόφους Λακύδη και Πρυτανίδη καθώς και στον ποιητή Αρχέβουλο από την Σαντορίνη “Εὐφορίων Πολυμνήστου, Χαλκιδεύς, ἀπὸ Εὐβοίας, μαθητὴς ἐν τοῖς φιλοσόφοις Λακύδου καὶ Πρυτάνιδος καὶ ἐν τοῖς ποιητικοῖς Ἀρχεβούλου τοῦ Θηραίου ποιητοῦ, οὗ καὶ ἐρώμενος λέγεται γενέσθαι”. Γεννήθηκε το 275 και πέθανε το 185 π.Χ. Σπούδασε και έζησε στην Αθήνα ως Αθηναίος πολίτης, και πέθανε στη Συρία όπου πήγε περί το 220 π. Χ. ως διευθυντής της βιβλιοθήκης του Αντιόχου Γ’, του επονομαζόμενου και Μεγάλου. Στην Αθήνα έγινε γνωστός από τις δύσκολες και σπάνιες λέξεις που χρησιμοποιούσε και τα πικάντικα και δημοφιλή θέματα που συγκινούσαν ένα ευρύτερο κοινό. Τα αρκετά σωζόμενα αποσπάσματα έργων του ασχολούνται με μάντεις και προφήτες, με σημεία κατά την γέννηση που αναγγέλλουν την μοίρα ενός ανθρώπου, με μαγείες και παράξενους έρωτες, με πετάγματα πουλιών που προμηνύουν σημαντικά γεγονότα, με ερμηνείες ονείρων, με θαύματα που προδικάζουν γεγονότα, με αστρολογία αλλά και με χρησμούς που συνδέονται συχνά με ιδρυτικούς μύθους. Λέγεται ότι στο έργο του Χιλιάδες, πέντε βιβλίων,συμπεριέλαβε στο πέμπτο όλους τους εκπληρωμένους χρησμούς χιλίων ετών από τα μαντεία της Δωδώνης, των Δελφών και της Δήλου – αρχής γενομένης από τον Δήλιο μάντη Άνιο, τον θεωρούμενο αρχηγέτη του ιερατικού γένους. Το έργο του ήταν σχετικό με μύθους, προφητείες, θαύματα, παράξενους έρωτες και χρησμούς πράγμα που το έκανε ιδιαίτερα δημοφιλές.

Ο Ευφορίων έγινε πολύ πλούσιος στην Αθήνα. (εὔπορος σφόδρα γεγονὼς). Η βαθύπλουτη και ηλικιωμένη βασίλισσα της Κορίνθου Νίκαια τον είχε υπό την προστασία της και τον έκανε πλούσιο. Πρόκειται για την χήρα του βασιλιά της Ευβοίας και της Κορίνθου, τον Αλέξανδρο, γιο του Κρατερού, εγγονού του συνώνυμου εταίρου του Μεγαλέξανδρου. Με σαρκασμό έγραψε ο Πλούταρχος “τούτου δ’ ουδέν τι βελτίων ο βουλόμενος άμα μεν Εμπεδοκλής ή Πλάτων ή Δημόκριτος είναι περί κόσμου γράφων και της των όντων αληθείας, άμα δε πλουσία γραΐ συγκαθεύδειν ως Ευφορίων”. Τα έργα του μεταφράστηκαν στα λατινικά και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή στην Ρώμη για πολλά χρόνια λόγω του πρωτότυπου και σκανδαλιστικού περιεχομένου. Έβρισκε μιμητές στην Ρώμη (η αποκαλούμενη νεωτεριστική ποίηση – poetae novi) τους οποίους ο Κικέρων αποκαλούσε ειρωνικά αοιδούς του Ευφορίωνα (cantores Euphorionis). Δυστυχώς δεν έχει σωθεί κανένα από τα έργα του αν και υπάρχουν αρκετά διασωθέντα μικρά αποσπάσματα. Ο Ευφορίων δεν ταξίδεψε στην Μακεδονία και δεν είχε ιδίαν αντίληψη ούτε της γεωγραφίας ούτε των εκεί τοπικών παραδόσεων και μύθων. Έζησε όμως το τελευταίο μέρος της ζωής του στην αυλή του Αντιόχου και ίσως από εκεί να πήρε πληροφορίες από δεύτερης γενιάς Μακεδόνες, από ιστορίες δηλαδή παιδιών παλαιών πολεμιστών καταγόμενων ίσως και από την Έδεσσα.

Ως γνωστόν, ο Σέλευκος Νικάτωρ, είχε εγκαταστήσει τους παλαίμαχους Εδεσσαίους πολεμιστές που δεν θέλησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα, στην ασσυριακή πόλη Ορχόη, την σημερινή Ούρφα της Τουρκίας, την οποία μετονόμασε σε Έδεσσα (γνωστής αργότερα ως Έδεσσα της Μεσοποταμίας) λόγω των πολλών νερών. Η ιστορία της κατάληψης της Έδεσσας από τον Κάρανο ή τους απογόνους του με την βοήθεια κατσικιών ίσως ήταν μια παλιά τοπική παράδοση η οποία όμως δεν σχετιζόταν με την ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου αλλά με την επέκταση του. Όπως θυμόμαστε από τον Θουκυδίδη, μετά την ίδρυση του βασιλείου με πρωτεύουσα τις Αιγές στους βόρειους πρόποδες των Πιερίων, το επόμενο βήμα ήταν η εκδίωξη των Πιέρων Θρακών που κατοικούσαν τις παραλίες της περιοχής και στη συνέχεια η κατάκτηση της Βοττιαίας με εκδίωξη των κατοίκων της προς την Θέρμη της Χαλκιδικής. Η Έδεσσα ως η βορειότερη πόλη της Βοττιαίας θα είχε την ίδια βέβαια τύχη, δηλαδή κατάληψη της από τον βασιλιά του νέου κράτους και μετακίνηση των κατοίκων, Λυδίων και Φρυγών, προς την Ανθεμούντα, στην δυτική Χαλκιδική. Το σκηνικό της δυνατής βροχής με ομίχλη και τις κατσίκες που οδήγησαν τους κατακτητές μέσα στην πόλη ίσως είναι εφεύρημα άλλων το οποίο άρεσε στον Τρώγο ή στον Ιουστίνο. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο ο Ευφορίων έκρινε ότι η ιστορία αυτή θα μπορούσε να παντρευτεί με την μετονομασία της Έδεσσας σε Αιγές όπως η Ορχόη σε Έδεσσα.

Στην όλη αφήγηση όμως υπάρχουν μερικά προβλήματα τόσο λογικής όσο και ιστορικής συνέπειας. Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι ο Ευφορίων εμφανίζει τον Κάρανο να παραβιάζει τον χρησμό, αφού ερχόμενος στον βορρά δεν ακολουθεί τον ρου του Αλιάκμονα δυτικά προς τις πηγές όπως ορίζει ο χρησμός αλλά τον προσπερνά συνεχίζοντας την πορεία προς βορρά. Για να βρει τι άραγε; την Έδεσσα; Ο Ιουστίνος επίσης γράφει ότι ο χρησμός όρισε να πάει ο Κάρανος στην Μακεδονία – πράγμα που δεν λέει ο χρησμός – αλλά ούτε εκεί πηγαίνει. Αντίθετα παίρνει τον δρόμο προς την Βοττιαία και την Έδεσσα, εκτός δηλαδή της Μακεδονίας. Παράλογα πράγματα για κάποιον που έδινε τόσο μεγάλη πίστη στους χρησμούς. Ελαφρυντικό στοιχείο για την παράξενη αυτή ιστορία είναι, ίσως, η έλλειψη γνώσης της γεωγραφίας της περιοχής, πού βρισκόταν δηλαδή η Έδεσσα και πού ο Αλιάκμονας, αφού δεν την επισκέφτηκε ποτέ ο ίδιος.

Το δεύτερο και σημαντικότερο στοιχείο είναι η άγνοια των ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν την περίοδο εκείνη, στα οποία Έδεσσα και Αιγές υπήρξαν θέατρα επιχειρήσεων. Κι αυτό γιατί έζησε για χρόνια με την χήρα του Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρου που τύχαινε να βασιλεύει και στην ιδιαίτερη του πατρίδα, την Εύβοια. Ποια είναι αυτά τα ιστορικά γεγονότα; Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, ο βασιλιάς των Μολοσσών Πύρρος έκανε τρεις απόπειρες κατάληψης του μακεδονικού θρόνου, δύο εκ των οποίων έγιναν από την Έδεσσα. Την πρώτη, περί το 288 π. Χ., τριάντα-πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου και είκοσι από του γιου του Αλέξανδρου Δ’, όταν πληροφορήθηκε ότι ο τότε βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος Πολιορκητής ήταν κατάκοιτος στην Πέλλα. Ήρθε από δυσμάς μέσω της στενωπού του σημερινού Άγρα που οδηγεί από την Άνω στην Κάτω Μακεδονία και σταμάτησε στην Έδεσσα πριν τραπεί σε φυγή από τους στρατηγούς του Δημητρίου “ὀλίγῳ δὲ ὕστερον πυθόμενος νοσεῖν τὸν Δημήτριον ἐπισφαλῶς ἐνέβαλε μὲν ἐξαίφνης εἰς Μακεδονίαν ὡς ἐπιδρομήν τινα καὶ λεηλασίαν ποιησόμενος, παρ᾽ ὀλίγον δὲ ἦλθε πάντων ὁμοῦ κρατῆσαι καὶ λαβεῖν ἀμαχεὶ τὴν βασιλείαν, ἐλάσας ἄχρι Ἐδέσσης μηδενὸς ἀμυνομένου” (Πλουτάρχου Πύρρος, 10 1-2). Ένα χρόνο αργότερα, μετά την φυγή του Δημητρίου στην Ασία, μοιράστηκε με τον Λυσίμαχο το βασίλειο, παίρνοντας αυτός την Άνω Μακεδονία (τα δυτικά) και ο Λυσίμαχος την Κάτω (τα ανατολικά). Φαίνεται μάλιστα ότι ο ίδιος είχε εγκατασταθεί στην Έδεσσα. Και αυτό όμως όχι για πολύ. Όταν ο Λυσίμαχος πληροφορήθηκε την αιχμαλωσία του Δημητρίου από τον Σέλευκο στην Συρία το 285 π. Χ., κίνησε εναντίον του Πύρρου που βρισκόταν στην Έδεσσα. Και τότε ο Ηπειρώτης βασιλιάς τα μάζεψε και έφυγε από την Έδεσσα χωρίς μάχη (“τέλος δὲ Δημητρίου καταπολεμηθέντος ἐν Συρίᾳ Λυσίμαχος ἐπ᾽ ἀδείας γενόμενος καὶ σχολάζων εὐθὺς ἐπὶ τὸν Πύρρον ὥρμησε καθημένου περὶ τὴν Ἔδεσσαν”, Πλουτάρχου Πύρρος 12 5-6). Την τρίτη φορά, το 274 π. Χ., ο Πύρρος επιστρέφοντας από την πύρρειο νίκη στην Ιταλία, επιτέθηκε εναντίον του Αντίγονου Γονατά, που στο μεταξύ βρισκόταν στον θρόνο της Μακεδονίας. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς νίκησε και κατάφερε να κυριεύσει τις Αιγές με την βοήθεια των άπληστων και αγροίκων Γαλατών μισθοφόρων που βεβήλωσαν τους βασιλικούς τάφους, ακολουθώντας μάλλον τον ρου του Αλιάκμονα “τῶν δὲ Αἰγαίων κρατήσας τά τε ἄλλα χαλεπῶς ἐχρήσατο τοῖς ἀνθρώποις, καὶ φρουρὰν Γαλατικὴν ἐν τῇ πόλει κατέλιπε τῶν μετ᾽ αὐτοῦ στρατευομένων” Πλουτάρχου Πύρρος 26). Μετά την κατάληψη των Αιγών, εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, ενώ οι στρατηγοί του άρχισαν να πολιορκούν τις άλλες πόλεις της Μακεδονίας (μετὰ τὴν μάχην δὲ εὐθὺς ἀνελάμβανε τὰς πόλεις). Μια από αυτές ήταν και η Έδεσσα, η κατάληψη της οποίας είχε ανατεθεί στον Λακεδαίμονα σύμμαχο του, τον στρατηγό Κλεώνυμο, ο οποίος μάλιστα κατάφερε να νικήσει την φάλαγγα των σαρισοφόρων υπερασπιστών της πόλης όπως γράφει ο Πολύαινος Κλεώνυμος Ἔδεσσαν πολιορκῶν, τοῦ τείχους πεσόντος, τῶν πολεμίων ἐπελθόντων σαρισοφόρων ‑ ἑκάστη σάρισα πηχῶν ἦν ἑκκαίδεκα ‑ ἐπύκνωσε τὴν αὑτοῦ φάλαγγα ἐς βάθος· τοὺς δὲ πρωτοστάτας καὶ τοὺς τούτων ἐπιστάτας ἄνευ δοράτων ἔταξε παραγγείλας, ἂν συμμίξωσιν οἱ σαρισοφόροι, διαλαβεῖν ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶ τὴν σάρισαν καὶ κατέχειν, τοὺς δὲ ἑπομένους παρὰ πλευρὸν ἑκάστου παρελθόντας ἐνεργεῖν τὴν μάχην. οἱ μὲν ἐλάβοντο τῶν σαρισῶν (οἱ δὲ) ἀνθέλκοντες, οἱ δὲ κατόπιν παρελθόντες ἀνεῖλον τοὺς σαρισοφόρους, καὶ ἄχρηστον ἠλέγχθη τὸ σαρίσης μέγεθος τῇ Κλεωνύμου δεινότητι, Πολυαίνου Στρατηγήματα, 2.29.2)

Πως λοιπόν θα μπορούσε να αγνοεί ο Ευφορίων την ύπαρξη των Αιγών και της Έδεσσας ως δύο διακριτών, διαφορετικών πόλεων που πρωταγωνίστησαν στις μάχες της διαδοχής, τριάντα-πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου και μόλις είκοσι μετά τον θάνατο του τελευταίου Τημενίδη, ο οποίος τάφηκε στις Αιγές; Είχε φοιτήσει στην Αθήνα λίγα χρόνια μετά το συγκλονιστικά γεγονότα που οδήγησαν τον Πύρρο στον μακεδονικό θρόνο. Είχε διατελέσει επί χρόνια ερωμένος της Νίκαιας, χήρας του Μακεδόνα Αλεξάνδρου, βασιλιά Κορίνθου και Ευβοίας, και κάτι θα είχε ακούσει για όλα αυτά. Είχε τέλος τοποθετηθεί τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του διευθυντής της βιβλιοθήκης του Αντιόχου όπου υπήρχαν όλα τα ιστορικά βιβλία της εποχής.

Το εκπληκτικό βέβαια είναι ότι τα κείμενα αυτά δεν τα αγνόησε μόνο ο Ευφορίων αλλά και όλοι οι ιστορικοί και αρχαιολάτρες της Ευρώπης από την αρχαιότητα μέχρι την δεκαετία του 1970 όταν η αρχαιολογική σκαπάνη απεκάλυψε την αλήθεια. Ήταν πράγματι εκπληκτική η επιβίωση αυτού του μύθου! Πως αλλιώς να πιστέψει κανείς ότι λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου, οι Μακεδόνες, οι τόσο πιστοί στην παράδοση του πατρώου Ηρακλή, θα άλλαζαν στα γρήγορα το μυθικό όνομα των Αιγών για να επαναφέρουν – μετά από πέντε ολόκληρους αιώνες! – το παλιό φρυγικό όνομα; Θα έπρεπε να είχαν εξαιρετική μνήμη γιατί και εμείς οι Νεοέλληνες έχουμε ξεχάσει πολλά τοπωνύμια των μεσαιωνικών χρόνων της πατρίδας μας.

VIII. Επίλογος

Η διήγηση αυτή ξεκίνησε συνδέοντας μύθο, έπος και λόγο με τελικό ερωτηματικό την ιστορία. Όσο και αν οι παραδόσεις δεν είναι ιστορία, μερικές φορές κάποιο γεγονός μπορεί να βρίσκεται στην αρχή τους. Ένα γεγονός που παίρνει στην συνέχεια μυθικές διαστάσεις και γίνεται έπος. Μύθος και έπος είναι και η παράδοση των ιδρυτικών μύθων της Μακεδονίας. Είναι η σειρά του λόγου μετά να αξιολογήσει και να εξετάσει την σχέση ή όχι με πιθανά πραγματικά γεγονότα, δηλαδή με την ιστορία.

Το σκηνικό των τριών πρώτων μύθων είναι σαφέστατο. Πρόκειται για την Άνω Μακεδονία, στα ‘σύνορα’ Εορδαίας, Πιερίας και Ελίμειας. Το σενάριο είναι βασικά το ίδιο με μικρές διαφορές. Πρωταγωνιστές είναι τα έθνη των Ορεστών, των Εορδών και βέβαια των ποιμένων Μακεδόνων της Πιερίας. Ένας Ηρακλείδης απόγονος του βασιλικού οίκου του Άργους, έρχεται στην περιοχή αφού δεν έχει προοπτική να βασιλέψει στην γενέτειρα του. Θα ψάξει την τύχη του σε ένα άλλο μέρος όπου ζουν παλιοί Δωριείς. Τα βήματα τα οδηγεί χρησμός του μαντείου των Δελφών ο οποίος συνδέει την εκπλήρωση του στόχου με οδηγούς τις αίγες.

Στην Εορδαία κυβερνά ένας δύστροπος, πονηρός και εριστικός με τους γείτονες βασιλιάς, τον λέγανε Κισσέα. Εκεί θα φτάσουν διωγμένοι από το Άργος, ο Περδίκκας ήρωας του πρώτου μύθου, και ο Αρχέλαος ήρωας του δευτέρου μύθου. Ο Κισσέας θα τους εξαπατήσει και στις δυο περιπτώσεις. Δεν θα δεχτεί να πληρώσει τον πρώτο για την δουλειά του ενώ θα αθετήσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον δεύτερο. Και στις δύο περιπτώσεις θα προσπαθήσει να τους πιάσει και να τους σκοτώσει αλλά οι δυο ήρωες καταφέρνουν να ξεφύγουν. Στον τρίτο μύθο ο Κάρανος, αδελφός του βασιλιά του Άργους, μεταβαίνει με στρατό στην ίδια περιοχή και συμμαχεί με τον βασιλιά των Ορεστών εναντίον του βασιλιά των Εορδών, ο οποίος ονομάζεται Κισσέας κατά τον Παυσανία. Νικά και αυτός και η επιτυχής έκβαση της δοκιμασίας τον οδηγεί στην εκπλήρωση του στόχου του.

Παρατηρούμε ότι στην καρδιά των τριών μύθων βρίσκεται η ίδια ιστορία. Οι Μακεδνοί της Άνω Μακεδονίας έχουν προβλήματα με τους Εορδούς τους οποίους καταφέρνουν και νικούν. Η οριστική σύγκρουση θα έρθει, όπως μας γράφει ο Θουκυδίδης, λίγο αργότερα όταν οι Μακεδόνες θα τους εξοντώσουν με ελάχιστους να διαφεύγουν εκτός της επικράτειας τους. Οι μύθοι ίσως αφηγούνται την δύσκολη συνύπαρξη Μακεδνών και Εορδαίων τα πρώτα χρόνια. Έγινε έπος που μεταδιδόταν προφορικά, πώς δηλαδή νιόφερτοι απόγονοι του Ηρακλή κατάφεραν έναν άλλον άθλο, να επικρατήσουν σε μια περιοχή που την εξουσίαζε ένας εχθρικός και δυνατός λαός. Η νίκη συνοδεύτηκε από την κάθοδο των Μακεδόνων από τα ψηλά βουνά στα πεδινά, κοντά στην θάλασσα και στον έξω κόσμο. Ήταν η αρχή μιας νέας και ένδοξης περιόδου. Ο μύθος μας λέγει και κάτι άλλο. Ότι ένας απομονωμένος λαός εκεί πάνω, χρειάστηκε ένα εξωτερικό ερέθισμα, μια καινούργια ιδέα που ερχόταν από το μακρινό Άργος: να κατέβει στα πεδινά εκεί που περνούσαν οι δρόμοι του εμπορίου και παιζόταν το μεγάλο παιχνίδι της εξουσίας στον ελληνικό χώρο. Με τον καιρό το έμαθαν καλά αυτό το παιχνίδι όπως δείχνει η μετέπειτα πορεία τους.

Ο τέταρτος μύθος αντίθετα δεν μπορεί να συνδεθεί με τους τρεις πρώτους αλλά ούτε και με μετέπειτα ιστορικά γεγονότα. Ίσως ήταν μια ιστορία για την κατάληψη της Έδεσσας μετά την ίδρυση του βασιλείου όταν επέκτεινε την κυριαρχία του στην Βοττιαία. Ένας μύθος γραμμένος με τέχνη και φαντασία ο οποίος κατόρθωσε να εξαπατήσει όλον τον κόσμο για πάνω από είκοσι αιώνες. Ήταν η πλέον μακρόχρονη επιβίωση ενός μύθου ή fake news όπως θα λέγαμε σήμερα! Και μόνο για αυτό αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους δημιουργούς του!

Τα βρετανικά νοσοκομεία εκστρατείας στη περιοχή Εδέσσης (1916 – 1919)

Στις ιστορίες που διηγόταν ο αείμνηστος πατέρας μου για τον Μεγάλο Πόλεμο, τότε 11-12 ετών, είχε αναφέρει και την ύπαρξη νοσοκομείων κάτω στον κάμπο της Έδεσσας. Δεν γνώριζε βέβαια το ακριβές σημείο γιατί δεν ήταν ορατά από την πόλη. Πριν από λίγα χρόνια όμως, φωτογραφίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο οδήγησαν σχετικά εύκολα στην ακριβή τοποθεσία. Τελευταία, μια περαιτέρω έρευνα έφερε στο φως αρκετά άγνωστα αλλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Οι ακόλουθες σελίδες εξιστορούν το ιστορικό της εγκατάστασης τους καθώς και μερικές περιπέτειες που πέρασαν στο μικρό διάστημα που τα φιλοξένησε η μακεδονική γη. Πρόκειται για μια πιο αναπτυγμένη μορφή των αναρτήσεων που έγιναν στην αγγλική αρχές του 2016.

Ο λόγος άφιξης τους στην Έδεσσα

Οι λόγοι εγκατάστασης των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη έχει παρουσιαστεί λακωνικά στην ανάρτηση για τα Νοσοκομεία των Σκωτσέζων Γυναικών στο Μακεδονικό Μέτωπο. Εκεί γίνεται και μια αναφορά στη δύσκολη υγειονομική κατάσταση της Μακεδονίας και τις ενδημικές ασθένειες που μάστιζαν τους κατοίκους, όπως ελονοσία, τύφος, δυσεντερία κλπ. Οι γαλλικές και βρετανικές αρχές μετέφεραν με πλοία πολλά νοσοκομεία με στόχο την περίθαλψη των τραυματιών των πολεμικών επιχειρήσεων. Όπως αποδείχτηκε όμως τρεις στους τέσσερις ασθενείς έπεσαν θύματα των ενδημικών ασθενειών και ένας μόνο των πολεμικών επιχειρήσεων. Τα περισσότερα από τα νοσοκομεία εγκαταστάθηκαν μέσα στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης, την πόλη του Αρχηγείου της Αντάντ και το ασφαλέστερο μέρος.

Καλλιτεχνική αποτύπωση εποχής της Θεσσαλονίκης και της Ανατολικής Μακεδονίας

Οι Γάλλοι μετά την αποτυχία διασύνδεσης τους με τον σερβικό στρατό στη Νις τον Νοέμβριο του ‘15, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη όπου και δημιούργησαν το περιχαρακωμένο στρατόπεδο γύρω από την πόλη για προστασία από πιθανή βουλγαρική επίθεση. Εκτεινόταν από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμονικό κόλπο. Ανατολικά φυλαγόταν από βρετανικές μεραρχίες, βόρεια και δυτικά από γαλλικές.

Οι Σέρβοι για να αποφύγουν τη περικύκλωση από Γερμανούς, Αυστριακούς και Βουλγάρους τον Δεκέμβριο του 15, μετακινήθηκαν προς δυσμάς, τη μόνη δυνατή διέξοδο, διασχίζοντας άλλοι την Αλβανία και άλλοι το Μαυροβούνιο έως την Αδριατική θάλασσα (Μεγάλη Υποχώρηση). Στη συνέχεια, γαλλικά και ιταλικά πλοία τους μετέφεραν στη Κέρκυρα για σύντομο χρονικό διάστημα ανάπαυσης. Εκεί εγκαταστάθηκε προσωρινά και η σερβική κυβέρνηση. Υπό την εποπτεία Γάλλων αξιωματικών ανασυντάχτηκαν σε τρεις στρατιές, δύο μεραρχιών των 20.000 ανδρών κάθε μία, και τον Μάιο του 1916 μεταφέρθηκαν με πλοία στη Μίκρα, ανατολικά της Θεσσαλονίκης, όπου και εξοπλίστηκαν με γαλλικά όπλα προετοιμαζόμενοι για τη προώθηση τους στο μέτωπο.

Ο Γάλλος στρατηγός Σαράιγ (Maurice Sarrail), γενικός διοικητής πλέον όλων των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη από τις 16 Ιανουαρίου του ‘16, αποφάσισε να αναπτύξει τον σερβικό στρατό κατά μήκος των παλιών ελληνοσερβικών συνόρων, τα οποία τότε ήταν η μεθοριακή γραμμή μεταξύ Αντάντ και Κεντρικών Δυνάμεων. Παρατάχθηκαν λοιπόν κατά μήκος της οροσειράς του Βόρα, από το όρος Πάικο μέχρι τη Φλώρινα. Κάλυψαν δηλαδή όλη τη περιοχή της Αλμωπίας καθώς και το νότιο τμήμα της πεδιάδας της Πελαγονίας, νότια του Μοναστηρίου. Δυτικότερα στα αλβανικά εδάφη, απέναντι από τα αυστριακά στρατεύματα, αναπτύχθηκε ο ιταλικός στρατός ο οποίος έφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 11 και 19 Αυγούστου. Στη κοιλάδα του Αξιού πήραν θέση οι γαλλικές δυνάμεις και ανατολικότερα μέχρι τον Στρυμόνα οι βρετανικές. Από τον Στρυμόνα και μέχρι τα τότε ελληνοβουλγαρικά σύνορα στον Νέστο βρίσκονταν το 4ο και το 5ο ελληνικό Σώμα στρατού τα οποία έπαιρναν διαταγές από την Αθήνα αφού η χώρα κρατούσε φαινομενικά ουδέτερη στάση στην ευρωπαϊκή διένεξη. Φαινομενικά, γιατί στη πραγματικότητα ο Κωνσταντίνος και το Γενικό Επιτελείο προσπαθούσαν όλο το φθινόπωρο του ‘15 και τον χειμώνα του ‘16 να πείσουν τον Κάιζερ να εισβάλει στην ελληνική επικράτεια και να ρίξει στη θάλασσα τον στρατό της Αντάντ.

Το Μακεδονικό Μέτωπο αρχές καλοκαιριού του 1916. Με κόκκινη γραμμή τα τότε βαλκανικά σύνορα μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Από δεξιά προς τα αριστερά: με γαλάζιο ο ελληνικός στρατός της ουδέτερης τότε Ελλάδας, με πράσινο το μέρος ευθύνης του βρετανικού στρατού, με σκούρο μπλε ο γαλλικός στρατός στη κοιλάδα του Αξιού και με κίτρινο ο σερβικός στρατός. Με ροζ το περιχαρακωμένο στρατόπεδο Θεσσαλονίκης.

Συγχρόνως με την ανάπτυξη τους στα σύνορα, οι Σέρβοι υπέβαλαν αίτημα στις βρετανικές αρχές για τη διάθεση 7.000 νοσοκομειακών κλινών για δική τους χρήση. Οι βρετανικές αρχές συμφώνησαν και έτσι μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου έφτασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τα νοσοκομεία εκστρατείας που προορίζονταν για τον σερβικό στρατό. Πρόκειται για τα νοσοκομεία (General Hospitals) που έφεραν τους αριθμούς 36, 37, 38, 41 και 33. Το 36 και το 37 εγκαταστάθηκαν κοντά στην Έδεσσα, το 41 στο Σαμλί, στη δεξιά όχθη του Γαλλικού ποταμού πάνω από τον οδικό άξονα Θεσσαλονίκης – Εδέσσης, το 38 στη Θέρμη και το 33, που έφτασε τον Οκτώβριο, στο Αμύνταιο.

Τα βρετανικά νοσοκομεία στη περιοχή Θεσσαλονίκης. Με κόκκινα βέλη αριστερά το 41 και δεξιά το 38.

Αεροφωτογραφία του νοσοκομείου 33 stationary 600 κλινών στο Αμύνταιο και πιο κάτω η τοποθεσία σήμερα

This image has an empty alt attribute; its file name is 33-stationary-amyntaion.jpg
This image has an empty alt attribute; its file name is 33-stationar-location.png

Το δυτικό μέρος του Μακεδονικού Μετώπου τον Αύγουστο του 1916: με μωβ γραμμή η θέση του βουλγαρικού και γερμανικού στρατού, με μπλε η θέση της 122 γαλλικής Μεραρχίας πεζικού και με κόκκινη η θέση των τριών σερβικών Στρατιών (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ). Με μαύρη γραμμή η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Εδέσσης – Μοναστηρίου και με καφέ η στενή γραμμή ντεκωβίλ που συνέδεε τον σταθμό Σκύδρας με Άψαλο (αρχηγείο 2ης σερβικής Στρατιάς) , Ξιφιανή (αρχηγείο 1ης σερβικής Στρατιάς) και Αριδαία. Το τμήμα αυτό κατασκευάστηκε την περίοδο Ιουλίου με αρχές Δεκεμβρίου 1916 και επεκτάθηκε το 1918 προς τα χωριά Όρμα αριστερά και Προμάχους δεξιά:

Ο τόπος εγκατάστασης

Τα βρετανικά νοσοκομεία συνήθιζαν να εγκαθίστανται σε προστατευμένα κεντρικά σημεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων και ήταν προετοιμασμένα για παρατεταμένη παραμονή. Όπως αναφέρει βιβλίο της εποχής, το προσωπικό ενός τυπικού Γενικού Νοσοκομείου εκστρατείας 1000 κλινών αποτελείτο από 21 αξιωματικούς γιατρούς, 43 αδελφές νοσοκόμες και 143 στρατιώτες βοηθούς υγειονομικούς. Επικεφαλής ήταν συνήθως ένας συνταγματάρχης του υγειονομικού σώματος, ο ρόλος του οποίου ήταν περισσότερο οργανωτικός και διοικητικός αν και η υψηλή ιατρική γνώση ήταν απαραίτητη. Αυτός επιθεωρούσε τη δουλειά των νεότερων στρατιωτικών γιατρών ελέγχοντας τη δουλειά τους ενώ οι εισαγωγές και τα εξιτήρια από το νοσοκομείο εγκρίνονταν από τον ίδιο (Charles Vivian, With the Royal Army of Medical Corps at the Front, 1914).

Η εγκατάσταση, λειτουργία και εν γένει το ιστορικό των δυο νοσοκομείων στη περιοχή Εδέσσης προέρχεται από έρευνα των αρχείων του Υγειονομικού Σώματος του βρετανικού Βασιλικού Στρατού (RAMC – Royal Army Medical Corps) του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, από σχετικό άρθρο του επικεφαλής συνταγματάρχη του 36 Στέφεν Κλαρκ (Stephen Frazer CLARK) καθώς επίσης από σημειώσεις του ακτινολόγου λοχαγού του 37 Γκρήνγουντ (A. A. GREENWOOD) που βρέθηκαν πρόσφατα.

Το Γενικό Νοσοκομείο 36 απέπλευσε από το Σάουθαμπτον στις 14 Ιουνίου με το πλοίο Γκούρκα (HMHS Goorkha) και έφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 25 του ίδιου μήνα. Μια μέρα αργότερα ξεκίνησε από το ίδιο λιμάνι και το 37 το οποίο κατέπλευσε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Ιουνίου. Επικεφαλής του 37 ήταν ο συνταγματάρχης Μάρτιν Μπάϊστ (Herbert John Martin BUIST). Σε πρώτη φάση ήρθαν μόνο οι γιατροί και το λοιπό στρατιωτικό προσωπικό. Οι αδελφές νοσοκόμες θα έρχονταν αργότερα μετά το στήσιμο των σκηνών και των χειρουργείων. Μέχρι να τακτοποιηθούν οι διάφορες γραφειοκρατικές διαδικασίες μεταξύ Άγγλων, Γάλλων και Σέρβων, η αποβίβαση του 36 έγινε στις 6 Ιουλίου.

Το νοσοκομειακό πλοίο Γκούρκα (HMHS Goorkha)

Την περίπλοκη κατάσταση των νοσοκομείων εξηγεί ο συνταγματάρχης Κλαρκ (A Royal Hospital with the Serbian Army, 1920). Τα νοσοκομεία υπόκεινταν σε βρετανικούς νόμους, ήταν υπό την άμεση επίβλεψη των Σέρβων και υπό την γενική εποπτεία και διοίκηση των γαλλικών αρχών. Ελέγχονταν έτσι από τρεις υγειονομικούς επιθεωρητές ενώ ακόμη και για τα πλέον τετριμμένα χρειαζόταν συζήτηση με τρεις αρχές: τη γαλλική, τη βρετανική και τη σερβική. Η πρώτη μεγάλη συζήτηση αφορούσε στον τόπο εγκατάστασης των νοσοκομείων. Στις 2 Ιουλίου οι δυο επικεφαλής των 36 και 37 κλήθηκαν να επιθεωρήσουν τις πιθανές τοποθεσίες. Συνοδευόμενοι από δυο Γάλλους αξιωματικούς, επιβιβάστηκαν σε μια ντρεζίνα (draisine) και πήραν τη γραμμή Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου.

Η μηχανοκίνητη ντρεζίνα της εποχής εκείνης

Φτάνοντας στη Σκύδρα οι Γάλλοι εξήγησαν ότι η τοποθεσία της διασταύρωσης της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Εδέσσης – Μοναστηρίου με την αμαξιτό οδό ήταν η πλέον ιδανική για τον εφοδιασμό των νοσοκομείων και την μεταφορά των τραυματιών. Οι Άγγλοι εξέφρασαν ενδοιασμούς σχετικά με την παροχή νερού. Πράγματι, υπήρχε μια κτιστή πηγή χαμηλά δίπλα στο σταυροδρόμι με μια βρύση από όπου έτρεχε αδιάκοπα το νερό, μικρής όμως παροχής. Θέλησαν έτσι να εξετάσουν και άλλες εναλλακτικές θέσεις όπου η σιδηροδρομική γραμμή και η αμαξιτή οδός διασταυρώνονταν πριν πάρουν την τελική απόφαση. Τέτοιες θέσεις ήταν η Έδεσσα και λίγο πιο μακριά το χωριό Άγρας. Το πρόβλημα με την Έδεσσα ήταν η ανυπαρξία ελεύθερων μεγάλων και επίπεδων εκτάσεων για τα δυο νοσοκομεία. Οι ελεύθερες περιοχές του Άγρα από την άλλη βρίσκονταν πολύ κοντά στο μέτωπο και στο βεληνεκές των εχθρικών πυροβόλων. Έτσι συμφώνησαν τελικά να εγκατασταθούν στη Σκύδρα μετά τη διαβεβαίωση των Γάλλων ότι η πηγή δεν στέρευε ποτέ και ότι η χρήση του νερού θα ήταν αποκλειστική για τα δυο νοσοκομεία. Επί πλέον, η θέση στη Σκύδρα ήταν σαφώς καλύτερη γιατί υπήρχε και σύνδεση με την Αλμωπία, περιοχή εγκατάστασης της 1ης και 2ης σερβικής στρατιάς, τόσο οδικώς όσο και σιδηροδρομικώς. Ο αμαξιτός χωμάτινος δρόμος είχε ήδη ολοκληρωθεί ενώ η κατασκευή της σιδηροδρομικής σύνδεσης Σκύδρας – Αριδαίας με το στενό τρένο ντεκωβίλ άρχιζε εκείνο το μήνα όπως έχουμε γράψει αναλυτικά σε άλλο άρθρο.

Τα κιβώτια με τα υλικά του 36 φορτώθηκαν στις 6 Ιουλίου κατευθείαν από το πλοίο σε δυο σιδηροδρομικούς συρμούς και ξεκίνησαν για τον χώρο εγκατάστασης. Τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Ιουλίου ήταν η σειρά του 37 να μεταφερθεί. Η προετοιμασία του χώρου και το στήσιμο των σκηνών διήρκεσαν μέχρι τις 28 Ιουλίου. Η αργοπορία κατά τον Κλαρκ οφείλετο στη μεγάλη ζέστη που ξεπερνούσε τους 38 βαθμούς το μεσημέρι κάνοντας ανυπόφορη κάθε εργασία για αρκετές ώρες. Εφήρμοσαν εγερτήριο στις 4 το πρωί με τη δροσιά για να επιταχύνουν τις εργασίας καθαρισμού του χώρου από πέτρες, βράχια, θάμνους και επιπεδοποίησης του εδάφους στη πλαγιά του λόφου ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να στήσουν τα αντίσκηνα στο σκληρό από την ξηρασία έδαφος.

Η πρώτη μέρα άφιξης στον χώρο εγκατάστασης

Η ταυτοποίηση της τοποθεσίας εγκατάστασης έγινε δυνατή με τη σύγκριση μιας φωτογραφίας του 1917 και μιας σύγχρονης. Η παλιά φωτογραφία δείχνει το νοσοκομείο 37 και στο βάθος αριστερά τη χαρακτηριστική κορυφογραμμή ενός λόφου. Πρόκειται για τον λόφο πίσω από το χωριό Ριζάρι. Ο ογκώδης κεντρικός λόφος διατρέχεται από τη σιδηροδρομική γραμμή η οποία μετά από σειρά τούνελ και κοιλαδογεφυρών φτάνει ανηφορικά στην Έδεσσα, τριακόσια περίπου μέτρα ψηλότερα.

Τα δυο νοσοκομεία με κατεύθυνση προς ανατολάς (προς Θεσσαλονίκη). Μπροστά το 37 και στο βάθος, όπου βρίσκεται σήμερα το χωριό Μαυροβούνι, το 36. Στη πρώτη φωτογραφία φαίνεται χαμηλά η σιδηροδρομική γραμμή λίγο πριν από το πρώτο τούνελ. Η τρίτη είναι τραβηγμένη πάνω από το τούνελ και διακρίνεται ένας από τους τέσσερις τεράστιους ερυθρούς σταυρούς του 37.

Τα δυο νοσοκομεία, που άθροιζαν περίπου 3.200 κλίνες, σημειώνονται στον πιο κάτω χάρτη: δεξιά το 36 και αριστερά το 37. Στην άκρη του λόφου υπήρχε ένα μικρό γαλλικό νοσοκομείο 200 κλινών (πράσινος κύκλος) και ανατολικότερα, μετά τον λόφο, βρισκόταν το γαλλικό αεροδρόμιο (μπλε κύκλος). Κοντά στον σταθμό Σκύδρας βρίσκονταν οι αποθήκες πολεμοφοδίων του σερβικού στρατού που μεταφέρονταν με το τρένο από Θεσσαλονίκη.

Από την άποψη των μεταφορών, ο χώρος εγκατάστασης των νοσοκομείων ήταν ιδανικός. Τρόφιμα, καύσιμα και πυρομαχικά έφθαναν με το τρένο από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στη Σκύδρα και από εκεί γινόταν η διανομή: αυτά που προορίζονταν για τις μονάδες στην Αλμωπία αποθηκεύονταν σε έναν μεγάλο ανοιχτό χώρο για φόρτωση στο ντεκωβίλ, ενώ αυτά που προορίζονταν για τον στρατό στη περιοχή της Βεγορίτιδας και της Φλώρινας συνέχιζαν το δρόμο τους με το ίδιο τρένο.

Μεταφόρτωση προμηθειών στη Σκύδρα από το τρένο (αριστερά) στο τρενάκι ντεκωβίλ (δεξιά) με προορισμό την Αλμωπία. Στο βάθος ο λόφος Μαυροβουνίου.

Τα πυρομαχικά στοιβάζονταν προσωρινά δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές …

…και στη συνέχεια φορτώνονταν για την Αλμωπία στα βαγονάκια του ντεκωβίλ

Για την παροχή νερού οι Γάλλοι κατασκεύασαν μια σκεπαστή υδατοδεξαμενή λίγο ψηλότερα στο πλάι της σιδηροδρομικής γραμμής την οποία γέμιζαν με αντλία από την πηγή που βρισκόταν χαμηλότερα, στην είσοδο του 36. Δυο κεκλιμένοι αγωγοί μετάφεραν στη συνέχεια το νερό από εκεί στα δυο νοσοκομεία. Ο Κλαρκ αναφέρει ότι η κατασκευή της υδατοδεξαμενής άργησε αρκετά, πράγμα που τους υποχρέωσε να μεταφέρουν τις πρώτες εβδομάδες το νερό στα νοσοκομεία με ιππήλατες υδροφόρες κατ’ ευθείαν από την πηγή με αρκετά προβλήματα και μεγάλο ανταγωνισμό από τα διερχόμενα στρατεύματα που έτρεχαν να γεμίσουν τα παγούρια τους από τη βρύση. Η υδατοδεξαμενή είναι το μόνο στοιχείο που παραμένει στο χώρο μέχρι σήμερα από την εποχή εκείνη.

Η μικρή παράπλευρη σιδηροδρομική γραμμή

Το 36 ήταν αρκετά μακρόστενο και απλωνόταν δεξιά και αριστερά από τη σιδηροδρομική γραμμή. Ο συνταγματάρχης Κλαρκ σημειώνει ότι οι Γάλλοι κατασκεύασαν μια μικρή παράπλευρη σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη της κανονικής, για την εξυπηρέτηση των νοσοκομείων. Κατεβαίνοντας από την Έδεσσα, περί τα διακόσια μέτρα πριν τη διασταύρωση με την αμαξιτή οδό, υπήρχε διακλάδωση προς την παράπλευρη γραμμή η οποία διέσχιζε όλο το 36 για να ενωθεί και πάλι με την κύρια γραμμή στο σταυροδρόμι. Μια λεπτομέρεια που μέχρι σήμερα ήταν άγνωστη. Κάθε μέρα κατέβαινε ένα τρένο από την Έδεσσα μεταφέροντας συχνά χαλασμένα κανόνια, αεροπλάνα, άδεια κιβώτια οβίδων αλλά και προσωπικό για τη Θεσσαλονίκη. Μετέφεραν όμως σε μερικά βαγόνια και τραυματίες για τα νοσοκομεία. Όλα έμπαιναν στη παράπλευρη γραμμή όπου κάθε μέρα εναλλάξ, τραυματιοφορείς από το 36 και το 37, μετέφεραν τους τραυματίες στα νοσοκομεία. Έμεναν εκεί για περίπου δυο με τρεις ώρες, τον αναγκαίο χρόνο για αποβίβαση των τραυματιών και επιβίβαση ασθενών μακράς ανάνηψης και ελονοσίας προς άλλα νοσοκομεία στη Θεσσαλονίκη και στο Χορτιάτη. Ακολούθως τα τρένα συνέχιζαν στη κύρια γραμμή για Θεσσαλονίκη. Έτσι όσο βρίσκονταν στη παρακαμπτήρια δεν μπλόκαραν τα τρένα που ανέβαιναν με πολεμοφόδια προς Έδεσσα και Μοναστήρι.

Ο χώρος των νοσοκομείων όπως τα αγκάλιαζε η σιδηροδρομική γραμμή (κόκκινα βέλη). Το μπλε βέλος με κατεύθυνση προς Έδεσσα δείχνει την αμαξιτή οδό η οποία στο κομμάτι αυτό ήταν – και είναι – μια τέλεια ευθεία. Το 36 ήταν δίπλα στη διασταύρωση δρόμου και σιδηροδρομικής γραμμής​​· με πορτοκαλί η παράπλευρη σιδηροδρομική γραμμή και με γαλάζιο ο φαρδύς χωματόδρομος που ένωνε το 36 με το 37. Ο μαύρος κύκλος δείχνει το σημείο της υδατοδεξαμενής.

Άποψη του 36 από τον λόφο Μαυροβουνίου με κατεύθυνση προς νότο. Στη πεδιάδα ξεχωρίζει η ευθεία αμαξιτή οδός που πηγαίνει δεξιά προς Έδεσσα. Αμέσως μετά το μεγάλο κτίριο (μαγειρείο, εστιατόριο και διοίκηση) περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Εδέσσης – Μοναστηρίου (κόκκινο βέλος), στη συνέχεια ήταν οι μεγάλες νοσοκομειακές σκηνές (χειρουργείο, ακτινολογικό, σκηνές ανάνηψης) ενώ αμέσως μετά διακρίνονται τα σταματημένα βαγόνια στη παράπλευρη γραμμή (μπλε βέλος).

Η άποψη του 36 από τον δρόμο

Η είσοδος στο 36 πλάι στο σταυροδρόμι τις πρώτες εβδομάδες εγκατάστασης με την ιππήλατη υδροφόρα να μεταφέρει νερό. Πίσω από τις πρώτες σκηνές διακρίνονται σταματημένα βαγόνια στη παράπλευρη γραμμή.

Η δύσκολη σιδηροδρομική ανάβαση προς Έδεσσα

Ο διευθυντής του 36 σημειώνει ότι τα υπερφορτωμένα με πολεμοφόδια τρένα για το μέτωπο, έπαιρναν φόρα από τον σταθμό της Σκύδρας αναπτύσσοντας ταχύτητα πριν αρχίσουν την ανηφόρα προς Έδεσσα. Όπως αναφέρεται μάλιστα σε έκθεση του αρχηγείου Θεσσαλονίκης προς το Παρίσι, στη Σκύδρα προσέθεταν πίσω από κάθε τρένο μια δεύτερη ατμομηχανή. Στους συρμούς με περισσότερα από 20 βαγόνια έβαζαν δυο ατμομηχανές μπροστά και μια τρίτη πίσω για να “βγάλουν” την ανηφόρα μέχρι τον Άγρα.

Η γαλλική έκθεση τονίζει: “το τμήμα Βέρτεκοπ (Σκύδρα, υψόμ. 30 μέτρα) – Βλάδοβο (Άγρας, υψόμ. 419 μέτρα) 20 χιλιομέτρων με κλίση 2,5% είναι ιδιαίτερα δύσκολο και με πολύ αργή ταχύτητα. Για 20 έως 25 βαγόνια, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν τρεις ατμομηχανές, δύο μπροστά και μία πίσω”.

Το 37 από τον λόφο Μαυροβουνίου – πάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή – με κατεύθυνση προς Έδεσσα. Πριν από τη σήραγγα στο κέντρο διακρίνεται το τρένο που ανεβαίνει στην Έδεσσα με τους καπνούς των δύο ατμομηχανών, μιας μπροστά και μιας πίσω. Στον κόκκινο κύκλο η υδατοδεξαμενή.

Η υδατοδεξαμενή βρισκόταν στην κορυφή ενός μικρού υψώματος. Πιο κάτω όπως σώζεται σήμερα.

Η νότια πλευρά της υδατοδεξαμενής όπως είναι σήμερα

Το αυλάκι του αγωγού που εφοδίαζε με νερό το 37 είναι ευδιάκριτο και σήμερα.

Στις 28 Ιουλίου στήθηκε και το τελευταίο αντίσκηνο τρεις μόλις μέρες πριν από την άφιξη της πρώτης ομάδας των αδελφών νοσοκόμων. Οι υπόλοιπες έφτασαν στις 4 και 14 Αυγούστου. Τα νοσοκομεία τέθηκαν σε λειτουργία όταν όλα τα εκκρεμή θέματα επιλύθηκαν όπως το κρίσιμο θέμα της τροφοδοσίας (Γάλλοι ή Άγγλοι;) και η ολοκλήρωση της κατασκευής των κουζινών. Σχεδόν αμέσως μετά, περί τους 1000 Σέρβους ασθενείς εισήχθησαν στα νοσοκομεία. Οι τρομερές μάχες του φθινοπώρου του ‘16, βόρεια και δυτικά της Έδεσσας, είχαν αρχίσει!

Το προσωπικό του 37. Φωτογραφία με την ευκαιρία της επίσκεψης του Γενικού Επιθεωρητή Υπηρεσιών Υγείας του γαλλικού στρατού, στρατηγού Πωλ Ριότ (Paul Ruotte) στις 18 Μαΐου 1917. Στον κόκκινο κύκλο ο συνταγματάρχης και διοικητής του 37, Μπάιστ, στα δεξιά του ο Γάλλος επιθεωρητής και στα αριστερά του η αδελφή προϊσταμένη Κάμερον. Στον μπλε κύκλο ο λοχαγός Γκρήνγουντ από τα αρχεία του οποίου προέρχονται και οι περισσότερες φωτογραφίες.

Αριστερά ο διοικητής του 37 συνταγματάρχης Μπάιστ μπροστά στη σκηνή του και δεξιά ο λοχαγός Γκρήνγουντ το χόμπι του οποίου ήταν η ιππασία

Τα ατυχήματα των τρένων

Ο συνταγματάρχης Κλαρκ περιγράφει μια θανατηφόρα σύγκρουση που συνέβη λίγες εβδομάδες μετά την εγκατάσταση τους. Στις 23 Σεπτεμβρίου είχαν φέρει βαγόνια στη παρακαμπτήρια όπου επιβίβασαν ασθενείς για Θεσσαλονίκη. Η ατμάμαξα όμως που θα ερχόταν να τους μεταφέρει δεν φάνηκε και έτσι έστρωσαν αχυρένια στρώματα στα βαγόνια για να περάσουν εκεί τη νύχτα. Ήταν 2:30 τη νύχτα της 24ης Σεπτεμβρίου 1916, όταν ένα φορτωμένο τρένο που ανέβαινε στην Έδεσσα πήρε φόρα από τον σταθμό της Σκύδρας για την μεγάλη ανηφόρα. Από λάθος, το ανερχόμενο τρένο αντί να συνεχίσει δεξιά στη κύρια γραμμή προς Έδεσσα, μπήκε αριστερά στη παρακαμπτήρια πέφτοντας με μεγάλη ταχύτητα στα βαγόνια που ήταν εκεί σταθμευμένα. Η σύγκρουση ήταν τρομερή. Όπως γράφει ο συνταγματάρχης Κλαρκ “η μπροστινή ατμομηχανή του ανερχόμενου τρένου έπεσε στο πλάι, ενώ τα βαγόνια συγκρούστηκαν μετωπικά και έσπασαν, ανεβαίνοντας το ένα πάνω στο άλλο. Τον δυνατό κρότο της σύγκρουσης ακολούθησαν οι κραυγές και οι θρήνοι των επιβατών, εκ των οποίων δεκατρείς σκοτώθηκαν και πάνω από εξήντα τραυματίστηκαν. Οι επιχειρήσεις διάσωσης ξεκίνησαν αμέσως, αλλά πέρασαν αρκετές μέρες πριν η παράπλευρη γραμμή επανέλθει και πάλι σε χρήση και εβδομάδες πριν καθαριστούν όλα τα συντρίμμια”. Οι ασθενείς θα πρέπει να ήταν τραυματίες τόσο από την αιματηρή μάχη του Καϊμακτσαλάν που ήταν σε εξέλιξη όσο και από τις επιχειρήσεις βόρεια της Φλώρινας που είχαν ήδη αρχίσει.

Ένα άλλο ατύχημα έγινε λίγες μέρες αργότερα όταν χάλασαν τα φρένα ενός τρένου που κατέβαινε από Έδεσσα. Πέρασε σαν σίφουνας μέσα από το 36 σφυρίζοντας συνεχώς και σταμάτησε στον σταθμό της Σκύδρας πέφτοντας επάνω σε ένα άλλο τρένο. Σε μια τρίτη περίπτωση που αναφέρει ο Κλαρκ, ένας παραφορτωμένος συρμός που ανέβαινε προς Έδεσσα έγειρε αριστερά και έπεσε στο πλάι μεταξύ των δύο νοσοκομείων χωρίς ευτυχώς να σημειωθούν τραυματισμοί.

Ο λοχαγός Γκρήνγουντ απαθανάτισε με την φωτογραφική του μηχανή το αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης επιβεβαιώνοντας απόλυτα την περιγραφή του συνταγματάρχη Κλαρκ.

Η μπροστινή ατμομηχανή πεσμένη στο πλάι…

…και τα βαγόνια το ένα πάνω στο άλλο

Ο Γκρήγουντ επισκέφτηκε την δεκαετία του ‘60 τον χώρο στον οποίο πέρασε δυόμιση χρόνια στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Οι επόμενες έγχρωμες φωτογραφίες είναι από την επίσκεψη αυτή. Τα σχόλια είναι από τις σημειώσεις στο πίσω μέρος κάθε φωτογραφίας.

Το σταυροδρόμι της σιδηροδρομικής γραμμής και του ασφαλτοστρωμένου πλέον δρόμου. Εκεί που βρίσκεται το σπίτι ήταν η θέση του ελεγκτή της γραμμής.

Ο Γκρήνγουντ στέκεται στο μέρος όπου ήταν η παράπλευρη γραμμή, στο σημείο της σύγκρουσης των δύο τρένων τον Σεπτέμβριο του 1916.

Το θερμό καλοκαίρι του 1916

Πριν αναφερθούμε στις επιχειρήσεις Αυγούστου – Νοεμβρίου του ‘16, χρειάζεται ίσως μια σύντομη περιγραφή της κατάστασης στα τρία κύρια μέτωπα του πολέμου – Δυτικό, Ανατολικό και Μακεδονικό – για καλύτερη κατανόηση της αλληλεπίδρασης του ενός στο άλλο. Στο Δυτικό Μέτωπο η Γερμανία είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο την περίφημη μεγάλη επίθεση στο Βερντέν της Γαλλίας. Βρήκε όμως μεγάλη αντίσταση από τους Γάλλους και μετά τις πρώτες μικρές επιτυχίες η κατάσταση βάλτωσε για μήνες στον γνωστό πόλεμο χαρακωμάτων με τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Η Αντάντ εκδήλωσε αντιπερισπασμό αρχές Ιουλίου λίγο βορειότερα, στη κοιλάδα του ποταμού Σομ, με μεγάλη επίθεση βρετανικών κυρίως στρατευμάτων αναγκάζοντας τον γερμανικό στρατό σε μικρή υποχώρηση, πάντα εντός γαλλικού εδάφους. Ήταν το δεύτερο μεγάλο σφαγείο του πολέμου με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκεί.

Το Δυτικό Μέτωπο το 1916: η κόκκινη γραμμή δείχνει το όριο του μετώπου (εντός γαλλικού εδάφους). Στο κέντρο με κόκκινο η περιοχή του Βερντέν (Verdun) στη κοιλάδα του ποταμού Μέζ (Meuse) και βορειότερα με μπλε η κοιλάδα του ποταμού Σομ (Somme).

Συγχρόνως εκδηλώνεται μεγάλη ρωσική επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο τσαρικός στρατός του στρατηγού Μπρουσίλωφ διασπά τον Ιούνιο σαν οδοστρωτήρας τις γερμανικές, αυστριακές και τουρκικές γραμμές σε ένα μήκος 350 χιλιομέτρων, από τη Ρίγα της Λιθουανίας έως τα Καρπάθια της Ρουμανίας, κερδίζοντας αρκετά χιλιόμετρα του χαμένου από το 1914 ρωσικού εδάφους.

Ανατολικό Μέτωπο: η προέλαση του Μπρουσίλωφ το καλοκαίρι του 1916. Η Γερμανία είχε εισέλθει βαθειά μέσα στο τότε ρωσικό έδαφος μετά την κήρυξη του πολέμου τον Αύγουστο του 1914.

Κερασάκι στη τούρτα, οι Ιταλοί έχουν τα πρώτα μικρά κέρδη εναντίον των Αυστριακών στη μάχη του ποταμού Ιζόντσο στα βορειοανατολικά της χώρας όπου έχασε τη ζωή του και ο εδεσσαϊκής καταγωγής Γιάγκος Οικονόμου, έφεδρος αξιωματικός του αυστριακού πυροβολικού.

Η νέα κατάσταση θα αναγκάσει τη Γερμανία να μεταφέρει δυνάμεις από το Δυτικό Μέτωπο στο Ανατολικό για να σταματήσει τη ρωσική προέλαση. Υποψιαζόμενη ρουμανική είσοδο στον πόλεμο, στέλνει γερμανικά τμήματα με τον στρατηγό φον Μάκενσεν, επικεφαλής της εκστρατείας στα Βαλκάνια, από την ελληνοσερβική μεθόριο στην Τρανσυλβανία, στα ρουμανικά σύνορα, για να αποκρούσουν ενδεχόμενη ρουμανική επίθεση. Πράγματι, οι επιτυχίες των ρωσικών δυνάμεων έπεισαν τη Ρουμανία, μετά από δυο χρόνια αμφιταλαντεύσεων, να εισέλθει στον πόλεμο με τη μεριά της Αντάντ, κάτι που σίγουρα είχε πληροφορηθεί η Γερμανία. Η είσοδος είχε συμφωνηθεί να γίνει με κήρυξη πολέμου εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων στις 27 Αυγούστου. Μια εβδομάδα νωρίτερα, δηλ. στις 20 Αυγούστου, θα άρχιζε η επιστράτευση της Ρουμανίας μετά από συμφωνία με την Αντάντ. Για να καλυφθεί η ρουμανική επιστράτευση ο Σαράιγ παίρνει εντολή να εκδηλώσει επίθεση την ίδια μέρα σε όλο το μήκος του Μακεδονικού Μετώπου ώστε να αποτρέψει μεταφορά γερμανικών δυνάμεων από την ελληνοσερβική μεθόριο στα ρουμανικά σύνορα – πράγμα όμως που είχε ήδη γίνει. Στα πλαίσια αυτής της επίθεσης κλήθηκαν να συμμετάσχουν ρωσικά και ιταλικά στρατεύματα τα οποία έφτασαν αρχές Αυγούστου στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στο μέτωπο μέσω Βεροίας και Εδέσσης.

Ανάβαση στην Έδεσσα με προορισμό την Άρνισσα της 4ης ρωσικής ταξιαρχίας του στρατηγού Λεόντιεφ που είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη. Στη κορυφή του λόφου διακρίνεται το κτίριο της στρατιωτικής διοίκησης το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Η 2η ρωσική ταξιαρχία του στρατηγού Ντίτριξ πέρασε από την Καστανιά Βεροίας προς Πτολεμαΐδα.

Το γερμανικό επιτελείο, έχοντας πληροφορηθεί τα σχέδια της Αντάντ, δίνει εντολή στις βουλγαρικές στρατιές να επιτεθούν σε όλο το μήκος του μετώπου τρεις μέρες νωρίτερα, στις 17 Αυγούστου. Προσωρινός αρχηγός, σε αντικατάσταση του Μάκενσεν, ήταν τώρα ο αρχηγός του βουλγαρικού επιτελείου και υπουργός αμύνης στρατηγός Ζέκωφ. Επικεφαλής στο δυτικό σκέλος ήταν ο γεννημένος στην Αχρίδα διοικητής της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς, στρατηγός Κλίμεντ Μπογιάντσιεφ με έδρα το Μοναστήρι. Στο ανατολικό σκέλος, επικεφαλής της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς ήταν ο γνωστός μας από τους βαλκανικούς πολέμους και την είσοδο της μεραρχίας του στη Θεσσαλονίκη, στρατηγός Γκεόργκι Τοντόρωφ.

Οι Βούλγαροι του Μπογιάντσιεφ κατέλαβαν εύκολα Φλώρινα, Αμύνταιο, Βεύη, Κέλλη, Ξινό Νερό, Κλεισούρα και τη κορυφή Καϊμακτσαλάν. Στην Αλμωπία κατέβηκαν από τις κορυφές του Βόρα στους πρόποδες της οροσειράς, στα πεδινά της Καρατζόβας. Στο δεξιό σκέλος του Μετώπου προσπάθησαν να περάσουν τον Στρυμόνα και να διεμβολίσουν τις βρετανικές δυνάμεις από ανατολικά ενώ άρχισαν σταδιακά και την κατάληψη όλης της Ανατολικής Μακεδονίας. Ως γνωστόν, οι Βούλγαροι είχαν ήδη εγκατασταθεί εντός ελληνικού εδάφους μετά την παράδοση του Ρούπελ τον Μάιο από την φιλογερμανική ελληνική κυβέρνηση.

Με κόκκινη γραμμή η τότε ελληνοσερβική μεθόριος, με καφέ η εισβολή των Βουλγάρων (17/8 – 12/9) και με μπλε η απώθηση τους από τις δυνάμεις της Αντάντ (19/11) στο δυτικό σκέλος του Μακεδονικού Μετώπου.

Από την επίθεση των Βουλγάρων για την κατάληψη της κορυφής Καϊμακτσαλάν.

Στις 25 Αυγούστου οι κανονιοβολισμοί ακούγονταν τόσο δυνατά στα δυο νοσοκομεία που όλο το προσωπικό υποχρεώθηκε να φορέσει περιβραχιόνιο του ερυθρού σταυρού για τη περίπτωση αιχμαλωσίας. Όπως σημειώνει ο Κλαρκ, με τον συνταγματάρχη Μπάιστ σκέφτονταν τρόπους διάσωσης ασθενών και προσωπικού σε περίπτωση εμφάνισης Βουλγάρων. Για εικοσιτέσσερις ώρες η νίκη μπορούσε να γείρει προς τη μια ή την άλλη πλευρά. Οι ενισχύσεις της Αντάντ που καθημερινά προωθούνταν κατάφεραν τελικά να σταματήσουν το βουλγαρικό στρατό πριν την κατάληψη της Άρνισσας και της Πτολεμαΐδας (Καϊλάρια). Παράλληλα, στην Αλμωπία, ο πολυπληθής εκεί σερβικός στρατός με μια υπεράνθρωπη και αιματηρή αντεπίθεση ανάγκασε τους Βουλγάρους να ξανανέβουν στις κορυφές του Βόρα κερδίζοντας μάλιστα αρκετά μέτρα στη κορυφογραμμή. Στην Ανατολική Μακεδονία ο συνταγματάρχης Χριστοδούλου, διοικητής της μεραρχίας Σερρών, αρνήθηκε να παραδοθεί στους Γερμανοβουλγάρους καταφέρνοντας να διαφύγει δια θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη όπου του έγινε ενθουσιώδης υποδοχή.

Η άφιξη του συνταγματάρχη Χριστοδούλου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με το επιτελείο του. Δεξιά ο στρατηγός Ζυμβρακάκης.

Αντίθετα ο διοικητής του 4ου Σώματος, συνταγματάρχης Χατζόπουλος, παραδόθηκε με τον υπόλοιπο στρατό στους Γερμανούς χωρίς μάχη μετά από εντολή της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι πάνω από 6.000 στρατιώτες ταξίδεψαν σιδηροδρομικώς με τον οπλισμό τους στο Γκέρλιτς (Görlitz) της Γερμανίας όπου και έμειναν φιλοξενούμενοι / αιχμάλωτοι μέχρι το τέλος του πολέμου!

Η υποδοχή του Σώματος Στρατού στο Γκέρλιτς

Η γενική αντεπίθεση της Αντάντ στις 12 Σεπτεμβρίου θα οδηγήσει στην ανακατάληψη της Φλώρινας στις 17 Σεπτεμβρίου, της κορυφής Καϊμακτσαλάν στις 30 Σεπτεμβρίου και στη κατάληψη του Μοναστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 1916. Λίγες εβδομάδες αργότερα σταματούν οι επιχειρήσεις λόγω κακοκαιρίας έχοντας σπρώξει τη μεθοριακή γραμμή στη βόρεια Πελαγονία. Αποτέλεσμα όλων αυτών των μαχών ήταν η εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο του 1916. Τα νοσοκομεία χειρουργούσαν μέρα – νύχτα.

Η εισβολή του βουλγαρικού στρατού σε ελληνικά εδάφη από το Ρούπελ τον Μάιο του 1916 και η διαδοχική κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας τον Αύγουστο έπαιξε τον κύριο ρόλο στη δημιουργία του κινήματος Εθνικής Αμύνης και τον Εθνικό Διχασμό. Απόστρατοι αξιωματικοί, με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό ιππικού Φιλώτα Χατζηλαζάρου όπως έχουμε αναφέρει αλλού, θα πρωτοστατήσουν στις διαδηλώσεις της 30ης και 31ης Αυγούστου στη Θεσσαλονίκη εναντίον τόσο της βουλγαρικής κατοχής όσο και της ελληνικής κυβέρνησης που είχε συναινέσει. Σαράντα μέρες αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου 1916, ο Βενιζέλος θα κάνει την εμφάνιση του στο λιμάνι της πόλης με το πλοίο Εσπερία που του παραχώρησε ο ένθερμος υποστηρικτής του Ανδρέας Εμπειρίκος (παππούς του συνονόματου ποιητή που παντρεύτηκε την Μάτση Χατζηλαζάρου, κόρη του φιλοβασιλικού Κλέωνα Χατζηλαζάρου) και θα σχηματίσει την κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι ο αδελφός του Γεώργιος Εμπειρίκος, παππούς της Ειρήνης που παντρεύτηκε άλλο γόνο της οικογένειας Οικονόμου, ήταν φανατικός υποστηρικτής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Εθνικός Διχασμός σε οικογενειακό επίπεδο!

Οι γερμανικοί βομβαρδισμοί

Η στρατηγική θέση των δύο νοσοκομείων εκτός από τα πλεονεκτήματα είχε και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Η γειτνίαση τους με τον σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας, την αποθήκη πυρομαχικών του σερβικού στρατού και το διπλανό αεροδρόμιο υπήρξε η αιτία για αεροπορικούς βομβαρδισμούς που δέχτηκαν, έστω και αν δεν ήταν τα ίδια ο στόχος.

Ο συνταγματάρχης Κλαρκ του 36 αλλά και ο λοχαγός Γκρήνγουντ του 37 αναφέρουν πληθώρα αεροπορικών βομβαρδισμών ακόμη και τον Αύγουστο του 1916: στις 10, στις 13, στις 18, στις 22, στις 25 και στις 26 Αυγούστου.

Ο ευρωπαϊκός τύπος έκαμνε συχνά αναφορά στις επιθέσεις εναντίον των νοσοκομείων. Απόσπασμα από τη παρισινή εφημερίδα Φιγκαρό (20/08/1916) για τον αεροπορικό βομβαρδισμό των αγγλικών νοσοκομείων στις 18 Αυγούστου όπου αναφέρονται έξι νεκροί.

Ο μεγαλύτερος όμως βομβαρδισμός έγινε στις 12 Μαρτίου 1917 από δικινητήρια βαριά βομβαρδιστικά της περίφημης μοίρας Κάγκολ 1. Στις 15 Φεβρουαρίου της χρονιάς εκείνης είχε μεταφερθεί στην αεροπορική βάση Χούντοβα, βόρεια της Γευγελής, η περίφημη γερμανική μονάδα Κάγκολ 1 (Kagohl 1 – Kampfgeschwader der Obersten Heersleitung). Αποτελούνταν από τρία σμήνη βαρέων δικινητήριων βομβαρδιστικών Γκότα (Gotha G.III) με κινητήρες Μερσεντές των 260 ίππων η οποία είχε σπείρει τον πανικό στις δυνάμεις της Αντάντ. Το χαρακτηριστικό των βομβαρδιστικών Gotha ήταν η μεγάλη ταχύτητα τους και το μεγάλο ύψος πτήσης. Οι τρεις μονάδας Κάγκολ, υπό τις άμεσες διαταγές του γερμανικού επιτελείου, μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς στα διάφορα σημεία των συγκρούσεων ανάλογα με τις ανάγκες του πολέμου. Στη Χούντοβα παρέμειναν για τρεις μήνες, μέχρι τα μέσα Μαΐου 1917. Στις 27 Φεβρουαρίου βομβάρδισαν την Θεσσαλονίκη, στις 12 Μαρτίου τις αποθήκες του σερβικού στρατού στη Σκύδρα όπως και τα δυο αγγλικά νοσοκομεία, στις 2 Απριλίου το Μοναστήρι, στις 4 Απριλίου πάλι τα δυο νοσοκομεία, ενώ στις 30 Απριλίου βομβάρδισαν την Έδεσσα. Φυσικά επιχειρούσαν και ανατολικά, κυρίως στη Ρουμανία.

Τα δικινητήρια βομβαρδιστικά Gotha G.III μπορούσαν να μεταφέρουν φορτίο μέχρι 500 κιλά.

Η μονάδα Κάγκολ με τα αεροπλάνα Gotha G.III

Μόνο δύο γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη τύπου Nieuport κατάφεραν να απογειωθούν, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για να αντιμετωπίσουν τα δεκαέξι γερμανικά αεροπλάνα. Τα περισσότερα αεροπλάνα είχαν ήδη μετακινηθεί κοντά στη Θεσσαλονίκη για την προστασία της πόλης μετά την επίθεση του Φεβρουαρίου. Η σερβική αποθήκη υπέστη μεγάλες ζημιές αν και δεν καταστράφηκε ολοσχερώς. Κατά την επιδρομή σκοτώθηκαν δύο νοσοκόμες του 37 (Dewar και Marshall) και τέσσερις υγειονομικοί (Cozens, Filkin, Sarfaty και Sowrey). Κηδεύτηκαν το απόγευμα της ίδιας μέρας στο κοιμητήριο του χωριού. Οι σωροί τους μεταφέρθηκαν μετά τον πόλεμο στο βρετανικό κοιμητήριο της Μίκρας στη Θεσσαλονίκη από όπου και το εναπομείναν ταφικό μάρμαρο (που βρέθηκε από τον ερευνητή Adrian Wright).

Γάλλοι αξιωματικοί στέκονται στη γραμμή ντεκωβίλ και παρατηρούν τη καταστροφή μετά την αεροπορική επιδρομή.

Εικόνες της καταστροφής. Οι οικίες της Σκύδρας στο βάθος δεν υπέστησαν ζημίες όπως και ένα μέρος των πυρομαχικών

Οι γραμμές του ντεκωβίλ έπαθαν μεγάλες ζημιές

Ο βομβαρδισμός των νοσοκομείων ήταν παράπλευρη απώλεια ή εσκεμμένη ενέργεια; Η Αντάντ διαμαρτυρήθηκε για τον βομβαρδισμό αυτό. Η γερμανική απάντηση ήταν ότι δεν υπήρχαν ερυθροί σταυροί και έτσι οι πιλότοι δεν κατάλαβαν ότι ήταν νοσοκομεία. Ο Ελβετός καθηγητής εγκληματολογίας του πανεπιστημίου της Λωζάνης Ρούντολφ Ράις που βρισκόταν στη περιοχή κλήθηκε από το σερβικό αρχηγείο να απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα. Για τη διενέργεια της έρευνας πέταξε με αεροπλάνο στα 3.000 μέτρα, το ύψος που πετούσαν τα βομβαρδιστικά Γκότα, για να διαπιστώσει ότι οι ερυθροί σταυροί των νοσοκομείων ήταν ορατοί από ψηλά.

Ο Ρούντολφ Ράις δεύτερος από αριστερά ετοιμάζεται να πετάξει με το αεροπλάνο για την έρευνα του από το αεροδρόμιο Μαυροβουνίου.

Αριστερά η αεροφωτογραφία του Ράις που δείχνει το νοσοκομείο 37 στο εσωτερικό στροφής της σιδηροδρομικής γραμμής, Δεξιά η τοποθεσία όπως είναι σήμερα. Ακόμη και τα περάσματα των κοπαδιών στις γραμμές έχουν μείνιει ίδια!

Τα συμπεράσματα του Ελβετού εμπειρογνώμονα ήταν καταλυτικά. Παρατήρησε αρχικά ότι η έκρηξη της αποθήκης πυρομαχικών δεν προκάλεσε ζημιές στο σιδηροδρομικό σταθμό που βρισκόταν σε απόσταση περίπου 100 έως 150 μέτρων από την αποθήκη. Ήταν λοιπόν αδύνατο θραύσματα της έκρηξης να έπληξαν τα νοσοκομεία που βρίσκονταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων. Στη συνέχεια εξέτασε το νοσοκομείο 37. Ο συνταγματάρχης Μπάιστ τον ενημέρωσε ότι ο βομβαρδισμός πραγματοποιήθηκε μεταξύ 8.15 και 8.30 το πρωί από αεροπλάνα που προέρχονταν από τη Σκύδρα. Δύο Αγγλίδες νοσοκόμες και τέσσερις υγειονομικοί σκοτώθηκαν ενώ εννέα Σέρβοι τραυματίστηκαν. Στο 36 τρεις άνδρες τραυματίστηκαν και ένας σκοτώθηκε. Τη στιγμή του βομβαρδισμού ένα τρένο περνούσε από τα νοσοκομεία. Μήπως ήταν το κινούμενο τρένο ο στόχος του βομβαρδισμού;

Η γνώμη του διοικητή του 36 συνταγματάρχη Κλαρκ είναι πιο ζυγισμένη και αντικειμενική. Αναφέρει ότι το “τσίρκο του Ρίχτχόφεν”, όπως αποκαλεί τη μονάδα Κάγκολ, συνήθιζε να κάνει δυο επιδρομές τη μέρα στο Μακεδονικό Μέτωπο προξενώντας μεγάλες ζημιές. Όταν στις 5 Μαρτίου βομβάρδισαν ένα βρετανικό νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, αποφάσισαν να σκάψουν βαθιά ορύγματα για προστασία από πιθανό βομβαρδισμό.

Τα ορύγματα στο νοσοκομείο 36

Δεν είχαν προλάβει να βάλουν παντού σκέπαστρα όταν την ώρα του πρωινού στις 12 Μαρτίου του τηλεφώνησαν ότι γερμανικά αεροπλάνα κατευθύνονται προς τη Σκύδρα. Όλοι έτρεξαν στα ορύγματα πριν αρχίσει ο βομβαρδισμός του σιδηροδρομικού σταθμού Σκύδρας και της αποθήκης πυρομαχικών. Γράφει επιγραμματικά: “Ένα τρένο που βρισκόταν στον σταθμό προσπάθησε να διαφύγει με κατεύθυνση την Έδεσσα, αλλά όπως περνούσε από το 36 και το 37 δέχθηκε βροχή βομβών. Τα αεροσκάφη έριξαν όλο το φορτίο τους και έφυγαν αφού προξένησαν μεγάλες ζημίες σε όλη τη περιοχή. Στο 36 τρεις βοηθητικοί τραυματίστηκαν και αρκετοί ασθενείς σκοτώθηκαν. Στο 37 σκοτώθηκαν δυο νοσοκόμες και τέσσερις βοηθητικοί στρατιώτες. Ο βομβαρδισμός ήταν πολύ στοχευμένος και τα ορύγματα απέδειξαν τη χρησιμότητα τους. Από την πλευρά του εχθρού η επίθεση στον σταθμό ήταν μεγάλη επιτυχία, ιδιαίτερα ο εμπρησμός της αποθήκης πυρομαχικών στην οποία οι εκρήξεις διήρκεσαν πάνω από δώδεκα ώρες και οι οποίες ακούγονταν μέχρι τη Θεσσαλονίκη”.

Η επόμενη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα στις 4 Απριλίου γύρω στις 6 το βραδάκι όταν έπεσαν 16 βόμβες στο 36. Σύμφωνα με τον Κλαρκ, ο βομβαρδισμός αυτός είχε σαν στόχο το νοσοκομείο γιατί δεν υπήρχε τρένο όπως στη περίπτωση της 12ης Μαρτίου. Η γερμανική ανακοίνωση δικαιολόγησε τον βομβαρδισμό με τον ισχυρισμό ότι η παρακαμπτήρια γραμμή μεταμόρφωσε το μέρος σε σιδηροδρομικό σταθμό και συνεπώς έγινε στρατιωτικός στόχος. Και στη περίπτωση αυτή όμως τα σκεπαστά πλέον ορύγματα αποδείχθηκαν σωτήρια και είχαν μόνο υλικές ζημιές. Μετά από αυτό αποφάσισαν να βάλουν έναν παρατηρητή με κιάλια στο ύψωμα πάνω από τα νοσοκομεία, και μια σημαία για να προειδοποιεί όταν εμφανίζονταν εχθρικά αεροπλάνα.

Έχουμε όμως και μια άλλη μαρτυρία για τον βομβαρδισμό. Δεν αναφέρει περιοχή ή όνομα νοσοκομείου στην ανταπόκριση του αλλά από την περιγραφή γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για τα νοσοκομείο 36 στο Μαυροβούνι. Πρόκειται για τον Αμερικανό ανταποκριτή του National Geographic Magazine, Χέρμπερτ Κόρεϊ (Herbert Corey) το οποίο δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1917. Ο Κόρεϊ θαύμασε το θάρρος των αδελφών νοσοκόμων και τον επαγγελματισμό και προνοητικότητα του διοικητή.

Μια μέρα επισκέφτηκα ένα νοσοκομείο στο δρόμο προς το Μοναστήρι. Είχε αρκετά όμορφα κορίτσια νοσοκόμες! Δίπλα ήταν μια αποθήκη πυρομαχικών. Πιο πέρα υπήρχαν υπόστεγα για τα πολεμικά αεροπλάνα. Εχθρικά αεροπλάνα, που αναμφίβολα σκόπευαν να βομβαρδίσουν την αποθήκη πυρομαχικών, έριξαν βόμβες στη μέση των σκηνών του νοσοκομείου. Ο διοικητής ήταν ένας υπεύθυνος και πρακτικός άνθρωπος. Είχε ανοίξει παντού ορύγματα, πολλά ορύγματα. Ανεξάρτητα από το πόσο απροσδόκητα εμφανιζόταν ένα αεροπλάνο, δεν χρειαζόταν παρά να βουτήξει κάποιος στην είσοδο του ορύγματος.

«Έρχονται οι Μπός», φώναξε μια από τις όμορφες νοσοκόμες (Boches αποκαλούσαν υποτιμητικά οι Γάλλοι τους Γερμανούς).

“Στα ορύγματα, κορίτσια, βιαστείτε” φώναξε ο διοικητής. Στάθηκε στο στόμιο του ατομικού του ορύγματος και περίμενε. Σαν καπετάνιος, καθήκον του οποίου είναι να στέκεται στο πλοίο του, ένιωσε ότι έπρεπε να δει τις νοσοκόμες του ασφαλείς. Δεν είχαν παρά να μπουν στο κάτω μέρος των ορυγμάτων όπου ήταν ασφαλείς – όσο ασφαλείς θα μπορούσαν να είναι”.

Η βομβαρδισμένη σκηνή ακτίνων Χ του 37 και ο Γκρήνγουντ.

Εσωτερικό άλλης βομβαρδισμένης σκηνής

Μεταφορά Σέρβου τραυματία από τον σταθμό Εδέσσης

Το επεισόδιο με τους αφοπλισμένους Ρώσους

Μία από τις φήμες της εποχής εκείνης που είχε διαδοθεί στην Έδεσσα ήταν η εκτέλεση Ρώσων στρατιωτών στον κάμπο μετά την άρνηση τους να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ήταν αρχές του 1918 όταν ο αρχηγός των μπολσεβίκων και νέος ηγέτης της Ρωσίας, Βλαδιμίρ Λένιν, υπέγραψε ειρήνη με τον Κάιζερ, ανατρέποντας την στρατηγική της Αντάντ και δίνοντας φτερά νίκης στις Κεντρικές Δυνάμεις. Ήταν δυνατόν όμως η Αντάντ να εκδικηθεί τόσο βάναυσα στρατιώτες που μέχρι τότε πολεμούσαν μαζί; Σίγουρα όμως κάτι θα έπρεπε να έχει συμβεί για να γίνει πιστευτό κάτι τέτοιο. Λεπτομερής έρευνα των επίσημων αρχείων της εποχής εκείνης δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Ο γρίφος λύθηκε τελευταία διαβάζοντας τα γραφόμενα του Κλαρκ και το ημερολόγιο του Γκρήνγουντ! Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στις Κεντρικές Δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1915, Γάλλοι και Άγγλοι ζητούσαν επίμονα από την Ρωσία να στείλει στρατό στο Μακεδονικό Μέτωπο. Ήλπιζαν ότι οι Βούλγαροι στρατιώτες που ήταν παρατεταγμένοι στα τότε ελληνοσερβικά σύνορα θα αρνούνταν να πολεμήσουν εναντίον της προστάτιδας τους, της χώρας που τους έδωσε την ανεξαρτησία. Τελικά η Ρωσία έστειλε δια θαλάσσης – μέσω Βρέστης και Τουλόν – δυο ταξιαρχίες στη Θεσσαλονίκη: τη 2η με επικεφαλής τον στρατηγό Ντίτριξ (Mikhail Dieterichs) και τη 4η με επικεφαλής τον στρατηγό Λεόντιεφ (Maxime Leontieff). Η κάθε ταξιαρχία μετρούσε 9.338 άνδρες και περίπου 200 αξιωματικούς. Τα πρώτα αγήματα έφτασαν στις 29 Ιουλίου και γρήγορα προωθήθηκαν στο μέτωπο: η 2η ταξιαρχία μέσω Καστανιάς στη Πτολεμαΐδα και η 4η μέσω Εδέσσης στη περιοχή της Βεγορίτιδας. Με την προσθήκη και μονάδων πυροβολικού υπό τον στρατηγό Μπιελέγιεφ που έφθασαν τον Σεπτέμβριο του 1917, ο συνολικός αριθμός των Ρώσων στρατιωτών στη Μακεδονία ξεπέρασε τις 20.000.

Τέλη του ‘17 οι δυο ταξιαρχίες, με τη προσθήκη του πυροβολικού, συμπτύχθηκαν σε μια αυτόνομη μεραρχία η οποία τοποθετήθηκε στη περιοχή Πρεσπών και Αχρίδας έχοντας επικεφαλής τον στρατηγό Ταρανόφσκι – ο οποίος αντικατέστησε τον Ντίτριξ τον Νοέμβριο της χρονιάς εκείνης. Η χρονιά αυτή όμως συνέπεσε με τεράστιες αλλαγές στη Ρωσία. Τον Μάρτιο παραιτήθηκε από τον θρόνο ο τσάρος Νικόλαος Β΄ μετά από τρεις αιώνες βασιλείας των Ρομανόφ και άρχισε η μεγάλη πολιτική αναταραχή που οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση και τη κυριαρχία των μπολσεβίκων. Ο Λένιν συμφώνησε τον Δεκέμβριο εκεχειρία με τον Κάιζερ και του παρέδωσε αρχές Μαρτίου ‘18 με τη συμφωνία ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ Ουκρανία, Πολωνία, Λευκορωσία, Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία. Στη ρωσική μεραρχία άρχισαν να δημιουργούνται επαναστατικά συμβούλια στρατιωτών (σοβιέτ) ενώ Βούλγαροι και Γερμανοί στρατιώτες προέτρεπαν τους Ρώσους στρατιώτες να συμφιλιωθούν μαζί τους και να εγκαταλείψουν τις θέσεις αφού οι ηγεσίες των χωρών τους είχαν κλείσει ειρήνη. Βούλγαροι στρατιώτες μάλιστα προσέρχονταν τον Δεκέμβριο στις θέσεις των Ρώσων και τους μετέφεραν ρωσικές εφημερίδες που περιέγραφαν τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που είχαν συμβεί. Τα συμβούλια του 7ου συντάγματος με τον επικεφαλής συνταγματάρχη ανακοίνωσαν ότι αν δεν γίνει απόσυρση του συντάγματος από το μέτωπο εντός οκτώ ημερών τότε θα προσχωρούσαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι σχέσεις μεταξύ Ρώσων από τη μια μεριά και Γάλλων και Σέρβων από την άλλη είχαν ενταθεί πάρα πολύ.

Οι Γάλλοι μπροστά στη προβλεπόμενη κατάρρευση του τομέα ευθύνης της ρωσικής μεραρχίας αποφάσισαν να την αποσύρουν και να την αφοπλίσουν. Ο αφοπλισμός των Ρώσων έγινε χωρίς προβλήματα στη Φλώρινα τον Ιανουάριο του 1918. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν προσωρινά σε στρατόπεδα σε Αμύνταιο (7ο σύνταγμα), Άρνισσα (8ο σύνταγμα), Νάουσα (3ο σύνταγμα) και Βέροια (οι υπόλοιποι) όπου τους προσφέρθηκαν τρεις επιλογές. Η πρώτη επιλογή ήταν να συνεχίσουν τον πόλεμο, η δεύτερη να παραμείνουν ως εργάτες με πληρωμή για έργα συντήρησης οδών, σιδηροδρόμων, δασών, νοσοκομείων κλπ. και η τρίτη να σταλούν σε Τυνησία και Αλγερία που ήταν γαλλικές αποικίες για καταναγκαστικά έργα. Συνολικά 784 αποφάσισαν να ενταχθούν στη ρωσική λεγεώνα της Γαλλίας και να συνεχίσουν τον πόλεμο στο Δυτικό Μέτωπο, 2.196 δέχθηκαν να συνεχίσουν ως εργαζόμενοι ενώ 17.573 δήλωσαν ότι δεν ήθελαν ούτε να πολεμήσουν ούτε να δουλέψουν. Από την τελευταία αυτή κατηγορία 1.800 άτομα τέθηκαν στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για εργασίες σε ελληνικά νησιά και οι υπόλοιποι προγραμματίστηκαν να μπουν σε ειδικό στρατόπεδο στη Θεσσαλονίκη με τελικό προορισμό τη Μπιζέρτα της Τυνησίας. Είναι άγνωστο τελικά πόσοι Ρώσοι δέχθηκαν να πάνε στα ελληνικά νησιά για συντήρηση πεζουλών και άλλες γεωργικές εργασίες. Τον Μάρτιο του ‘18 μια ομάδα της τρίτης κατηγορίας προερχόμενοι από την Άρνισσα πέρασε μέσω Εδέσσης μπροστά από τα νοσοκομεία. Όπως αναφέρει ο συνταγματάρχης Κλαρκ όταν οι Ρώσοι είδαν την βρετανική σημαία έτρεξαν να μπουν στα νοσοκομεία ή να διαφύγουν στην πλατιά πεδιάδα. Καταδιώχθηκαν όμως και ξυλοκοπήθηκαν άγρια από τους έφιππους φρουρούς, οι οποίοι τους χτυπούσαν με το σπαθιά τους. Ο Γκρήνγουντ στο ημερολόγιο του σημειώνει ότι το επεισόδιο αυτό έγινε στις 12 Μαρτίου 1918 και ότι η ομάδα των Ρώσων ήταν μεγάλη, περί τα 3.000 άτομα. Τα γαλλικά αρχεία δεν μνημονεύουν το περιστατικό αυτό αλλά αναφέρουν ότι την πορεία των Ρώσων από την Άρνισσα φρουρούσαν στρατιώτες από τις αποικίες (έφιπποι σπαχήδες του Μαρόκου και κυνηγοί της Αφρικής). Όπως γράφει ο Γκρήνγουντ πολλοί Ρώσοι τραυματίσθηκαν από χτυπήματα σπαθιών και εισήχθησαν στα δυο νοσοκομεία. Δεν υπάρχει όμως καμιά αναφορά για θάνατο. Το γεγονός αυτό σίγουρα μαθεύτηκε στην Έδεσσα και πήρε τις διαστάσεις που αναφέραμε. Αρκετοί Ρώσοι κατάφεραν τελικά να διαφύγουν από το στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης πριν αναχωρήσουν για Αφρική με στόχο να επιστρέψουν με κάποιο τρόπο στη Ρωσία. Ο στρατηγός Γκιγιωμά (Adolphe Guillaumat), ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον στρατηγό Σαράιγ στις 22 Δεκεμβρίου 1917, προσπαθούσε να τους ξεφορτωθεί είτε προς Ρωσία – μέσω Σουέζ και Ινδικού Ωκεανού – είτε προς βόρεια Αφρική για να γλυτώσει όπως έγραφε τροφή για χιλιάδες στόματα και αντιπολεμική προπαγάνδα. Κάπως έτσι άδοξα έκλεισε η μεγάλη περιπέτεια των Ρώσων στρατιωτών στο Μακεδονικό Μέτωπο.

Η λειτουργία των νοσοκομείων

Στα νοσοκομεία θεραπεύονταν όλοι οι τραυματίες είτε ήταν της Αντάντ είτε των Κεντρικών δυνάμεων. Έτσι εκτός από Σέρβους και Γάλλους εισήχθησαν Γερμανοί, Βούλγαροι, Ιταλοί Έλληνες, Ρώσοι, Ρουμάνοι και Τούρκοι. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι ένας από τους πρώτους Βούλγαρους τραυματίες στο νοσοκομείο ήταν ένας υπολοχαγός (Manol Gotscheff) ο οποίος τραυματίσθηκε κατά την επιχείρηση κατάληψης της κορυφής Καϊμακτσαλάν την 23η Αυγούστου κοντά στον Παλιό Άγιο Αθανάσιο (τότε Τσέγανη). Διακομίσθηκε σε ένα από τα νοσοκομεία και μετά την ανάρρωση του εστάλη ως αιχμάλωτος πολέμου στη Κορσική.

Κάρτα του Ερυθρού Σταυρού όπου αναφέρεται το ιστορικό του τραυματισμού του υπολοχαγού Γκότσεφ στην Τσέγανη (Παλιός Άγιος Αθανάσιος)

Ο συνταγματάρχης Κλαρκ αναφέρει την άρνηση πολλών Σέρβων να ακρωτηριαστούν μέλη τους πράγμα που οδήγησε συχνά σε θάνατο. Θεωρούσαν πως δεν υπήρχε έτσι και αλλιώς κανένα μέλλον για ακρωτηριασμένους ανθρώπους στη Σερβία. Συνολικά το νοσοκομείο 36 δέχτηκε 30.000 ασθενείς. Είκοσι Σέρβοι αξιωματικοί πέθαναν στο νοσοκομείο και 634 άλλων βαθμίδων και απλών στρατιωτών. Από τους Βρετανούς, 132 αξιωματικοί εισήχθησαν και θεραπεύτηκαν, 167 νοσοκόμες και 2.799 άλλων βαθμών.Αντίστοιχη δραστηριότητα θα πρέπει να είχε και το 37 αφού τα δύο νοσοκομεία μοιράζονταν τους ασθενείς που κατέφθαναν. Για τους νεκρούς του 36 είχε δημιουργηθεί ένα ειδικό κοιμητήριο εκεί κοντά το οποίο αναγνωρίστηκε και επισήμως αργότερα από το ελληνικό κράτος – άραγε το σημερινό κοιμητήριο του Μαυροβουνίου; Αντίθετα, οι νεκροί του 37 μεταφέρονταν στο κοιμητήριο δίπλα στην εκκλησία της Σκύδρας όπου υπήρχε ένα μεγάλο τμήμα αφιερωμένο στους Σέρβους και Γάλλους νεκρούς. Οι σωροί διακομίστηκαν αργότερα στα μεγάλα συμμαχικά κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης.

Οι ασθενείς μεταφέρονταν έξω από τις σκηνές στον ήλιο ακόμη και τον χειμώνα

Το χειρουργείο του 37

Το χειρουργείο του 36

Εσωτερικό σκηνής του 36

Τα νοσοκομεία μοίραζαν κινίνη και στους ντόπιους εργάτες της περιοχής για τον έλεγχο της ελονοσίας. Ο Γκρήνγουντ αναφέρει ότι ασθένησε από ελονοσία δύο φορές: την πρώτη λίγο καιρό μετά την εγκατάσταση των νοσοκομείων στη περιοχή (12 – 28 Οκτωβρίου 1916) και την δεύτερη ένα χρόνο αργότερα (19 – 26 Οκτωβρίου). Η μαρτυρία είναι ενδεικτική της κατάστασης. “Στην επιδημία της ελονοσίας που εξαπλώθηκε με διαλείμματα, και σε εκείνη του τύφου που άρχισε να εμφανίζεται στα χαρακώματα λόγω της βρωμιάς και των ρούχων που ήταν μολυσμένα με παράσιτα, προστέθηκαν και επιδημίες κοιλιακού τύφου και ηπατίτιδας. Πολλοί στρατιώτες έχουν ίκτερο, κίτρινα μάγουλα και μάτια ενώ άλλοι κουλουριάζονταν με πόνο στην κοιλιά, βιώνοντας το ρίγος του πυρετού”.

Διανομή κινίνης σε χωρικούς της περιοχής

Σημαντική είναι και η πληροφορία για την ισπανική γρίπη που αναφέρει ο Γκρήνγουντ. Ήταν αρχές Οκτωβρίου του ‘18 όταν παρατηρήθηκε για πρώτη φορά η θανατηφόρα αυτή ασθένεια στο Μακεδονικό Μέτωπο. Όπως γράφει “δεκάξι πρώτοι θάνατοι σε δεκαπέντε μέρες” (Spanish “flu” in week prior to 13th October: 16 deaths in 15 days).

Ο Κλαρκ σημειώνει ότι το καλοκαίρι είχε πολλή ζέστη και πάρα πολλή σκόνη ενώ τον χειμώνα πολλές βροχές και πάρα πολλή λάσπη. Οι χωρικοί έρχονταν καθημερινά και τους πουλούσαν αυγά και κότες.

Διασχίζοντας χειμώνα την λασπωμένη πεδιάδα των Γιαννιτσών. Αριστερά οι βοϊδάμαξες με συμπαγείς ρόδες, ίδιες όπως τις είχε παρατηρήσει ο Βενετός Γκαμπριέλε Καβάτσα το 1591, και δεξιά στρατιωτικό φορτηγό. Η αρχή του βάλτου στην άκρη αριστερά.

Η διασκέδαση

Η πλέον δημοφιλής διασκέδαση ήταν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μεταξύ τριών ομάδων: δυο των νοσοκομείων και μια της Μονάδας Μεταφορών που είχε τη βάση της εκεί κοντά. Ο Κλαρκ, ως διοικητής του 36, αναφέρει ότι πρωταθλήτρια ομάδα έβγαινε – ποια άλλη; – η ομάδα του 36!

Τα Χριστούγεννα γιόρταζαν παραδοσιακά με μεγάλη γιορτή όπως και την Πρωτοχρονιά.

Από τη γιορτή τα Χριστούγεννα του 1917

Η πιο ευχάριστη απόδραση όμως ήταν μια βόλτα στην ωραία Έδεσσα, στη πλατεία για καφεδάκι, στα ποτάμια και στις εξοχές της.

Πίνοντας καφεδάκι στη κεντρική πλατεία της Έδεσσας

Ψωνίζοντας φρέσκα φρούτα και λαχανικά

Τριγυρίζοντας στα ποτάμια. Εδώ περιεργάζονται μια φτερωτή μεταφοράς νερού από το ποτάμι ψηλότερα στη ξύλινη σκάφη.

Κάνοντας πικνίκ στις εξοχές της Έδεσσας. Εδώ ο συνταγματάρχης Μπάιστ ξεκουράζεται στην εξοχή με αδελφές νοσοκόμες.

Περιεργαζόμενοι τον τρόπο ύφανσης με παραδοσιακό αργαλειό σε σπίτι στην Έδεσσα

Η αναχώρηση

Η δραστηριότητα των νοσοκομείων άρχισε να μειώνεται με την διάσπαση του μετώπου στα βουνά της Αλμωπίας τον Σεπτέμβριο του ‘18, την παράδοση της Βουλγαρίας στα τέλη του μήνα και αργότερα της Τουρκίας. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1919 έπαυσε η δραστηριότητα τους και έμεινε λίγο προσωπικό για την συσκευασία των σκηνών και του υγειονομικού υλικού σε μεγάλα πακέτα. Στις 12 Μαρτίου έγινε η υποστολή της σημαίας που σήμανε και τυπικά το τέλος της παρουσίας των νοσοκομείων στο μακεδονικό έδαφος.

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του συνταγματάρχη Μπάιστ – οποίος είχε γίνει υπεύθυνος του βρετανικού υγειονομικού τομέα του Μακεδονικού μετώπου από το τέλος της άνοιξης του 1917 – σε όλους όσους είχαν υπηρετήσει στις υγειονομικές υπηρεσίες της British Salonika Force.

Η υποστολή της σημαίας στις 12 Μαρτίου 1919

Ο συνταγματάρχης Κλαρκ μετά τη συνταξιοδότηση του πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, τόπο καταγωγής της γυναίκας του. Παραδόξως και ο Μπάιστ εγκαταστάθηκε στο νότιο ημισφαίριο, στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, τόπο καταγωγής της δικής του γυναίκας. Ο Κλαρκ παρασημοφορήθηκε για τις υπηρεσίες του στον πόλεμο, όπως σίγουρα και πολλοί άλλοι που υπηρέτησαν στα νοσοκομεία. Τα παράσημα του πουλήθηκαν σε διαδικτυακή δημοπρασία φέτος από τους απογόνους του. Τα τεκμήρια μιας μεγάλης καριέρας είναι πλέον ψηφιακά!

Η μεγάλη οικογένεια Οικονόμου της Έδεσσας (μέρος 9bis)

Το κληροδότημα της Ελένης Ανδρέου Οικονόμου

Σε ανύποπτο χρόνο κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, ξεφυλλίζοντας το Μακεδονικό Ημερολόγιο του 1908, έπεσε η ματιά μου στο όνομα μιας Ελένης Α. Οικονόμου ως δωρήτριας ενός κληροδοτήματος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι ονομαζότανε το έβδομο παιδί του Ανδρέα Οικονόμου. Τα μόνα γνωστά στοιχεία ήταν η γέννηση της στις Σέρρες το 1830 και ο γάμος της με κάποιον Ιωσήφ Κωνσταντά. Να επρόκειτο άραγε για αυτήν ;

Το οικογενειακό δέντρο του Ανδρέα Οικονόμου όπως το είδαμε στο 3ο μέρος.

Το άρθρο στο Μακεδονικό Ημερολόγιο έχει τίτλο « Ευεργέται της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης » και αναφέρει επιγραμματικά: « κληροδότημα της Ελένης Ανδρέου Οικονόμου εκ λιρών Οθωμ. 361, κατατεθειμένων εν τη ημετέρα κοινότητι, ών ο τόκος διατίθεται υπέρ των απόρων μαθητών των Ελληνικών σχολείων ». Στην ίδια σελίδα γίνεται αναφορά και σε  σημαίνοντες εμπορικούς οίκους ( Αδελφών Δαναστάση, Αδελφών Ρογκότη, Αδελφών Άββοτ, Ανδρέου Οικονόμου, Ιωάννου Χατζηλαζάρου, Αδελφών Αλλατίνη, Δημ. Γ. Βλάτση, Αυγερινού Δημητρίου, Βαρώνου Σίνα Βιέννης, Ροδοκανάκη Μασσαλίας, Δημ. Πανταζίδου και Αθ. Ιωαννίδου Μαγχεστρίας (σημ. Μάντσεστερ)) οι οποίοι « συνέδραμον την Ελληνικήν κοινότητα Θεσσαλονίκης εις διαφόρους περιστάσεις ». Η αναφορά σε Ελένη Ανδρέου Οικονόμου και σε Ανδρέα Οικονόμου ως ευεργέτες της ελληνικής κοινότητας ενίσχυσε την υπόθεση ότι πρόκειται για κόρη και πατέρα της εδεσσαϊκής οικογένειας, γνωστής για τις συνεισφορές της υπέρ των ελληνικών σχολείων.

Περαιτέρω αναζήτηση για το εν λόγω κληροδότημα οδήγησε σχεδόν τυχαία σε άρθρο της Μίνας Παπάζογλου του 1985 στον 1ο τόμο της επιστημονικής επετηρίδας του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης με τίτλο « Αγαθοεργό ίδρυμα « Ελένη Ανδρέου Οικονόμου ». Πρώτες πληροφορίες ». Όπως αναφέρει η συγγραφέας, « τίποτε δεν είναι γνωστό για τη θεσσαλονικιά ευεργέτιδα Ελένη Ανδρέου Οικονόμου, που μαθαίνουμε την ύπαρξη της από ένα ανέκδοτο έγγραφο του Αρχείου του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης ». Σήμερα είναι η μέρα όπου η άγνωστη αυτή ευεργέτιδα αποκαλύπτει τη ταυτότητα της.

Το έγγραφο όπως το παραθέτει η Μίνα Παπάζογλου έχει ως εξής :

Αριθ. Πρωτ. 1034

Ο Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος επιβεβαιοί

Αγαθοεργόν ϊδρυμα

Ελένη Ανδρέου Οικονόμου

‘Εγγραφον Ιδρύσεως

Προτίθεται, ότι η εν Θεσσαλονίκη αποβιώσασα αοίδιμος Ελένη Ανδρέου Οικονόμου κατέθεσε προ πολλών ετών παρά τω εν Τεργέστη αυταδέλφω αυτής κ. Ιωάννη Α. Οικονόμου κληροδότημα εκ λιρών οθωμανικών τριακοσίων εξήκοντα και μιάς (361), ούτινος οι τόκοι συνοδά τη επιθυμία και εντολή αυτής αποστέλλονται έκτοτε τακτικώς κατ’ έτος και διανέμονται επί ταις εορταίς της του Χριστού Γεννήσεως και του Πάσχα εις απόρους Έλληνας Ορθοδόξους της Κοινότητος Θεσσαλονίκης.

Προτίθεται, ότι, του κ. Ιωάννου Α. Οικονόμου θέλοντος να εξασφαλίση ες αεί το ρηθέν κληροδότημα επ’ ονόματι της μακαρίτιδος αυταδέλφης αυτού Ελένης, συνωδά τη επί τούτω διατυπωθείση παρ’ αυτού προς την Αντιπροσωπείαν της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης τοιαύτη αυτού θελήσει και προτάσει και τη αυσωπείας σχετική αποφάσει εν τη συνεδρία αυτής της 13ης Οκτωβρίου 1907.

Οι υποφαινόμενοι Έφοροι των Ελληνικών εκπαιδευτηρίων Θεσσαλονίκης υπο τε την τοιαύτην ημών ιδιότητα και ως εντεταλμένοι παρά της Αποφάσεως αυτής ενεργούντες από κοινού και εκ συμφώνου μετά της Α. Παναγιότητος του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κυρίου Αλεξάνδρου πνευματικού αρχηγού και προέδρου της ημετέρας Κοινότητος αποφασίζομεν εν ονόματι της Αντιπροσωπείας και συνεπώς εν ονόματι της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότηοτος Θεσσαλονίκης κοινή και ομοφώνω γνώμη μετά του κ. Ιωάννου Α. Οικονόμου αντιπροσωπευομένω υπό του κ. Περικλέους Ι. Χατζη Λαζάρου τα εξής :

Α’. Το αγαθοεργόν ίδρυμα της αειμνήστου Ελένης Ανδρέου Οικονόμου κηρύσσεται « Κληροδότημα αιώνιον ». Οι δε τόκοι αυτού θα διατίθενται του λοιπού ωρισμένως υπέρ απόρων μαθητών της Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης.

Β’. Το κληροδότημα θέλει φέρει τον τίτλον

Κληροδότημα « Ελένη Ανδρέου Οικονόμου »

Γ’. Το κεφάλαιον του κληροδοτήματος επ’ ουδενί λόγω δύναται να συγχωνευθή ετέρω καφαλαίω.

Ε’. Οι ετήσιοι τόκοι του ρηθέντος καφαλαίου θα διατίθενται τακτικώς κατά τας εορτάς των Χριστουγέννων και του αγίου Πάσχα υπέρ απόρων ελλήνων ορθοδόξων μαθητών Θεσσαλονίκης της κατωτέρας παιδεύσεως δια της παροχής ενδυμάτων ή άλλων βοηθημάτων.

Στ’. Η εκλογή και προτίμησις των μαθητών των κρινομένων αξίων του ευεργετήματος του κληροδοτήματος θέλει γίγνεσθαι κατ’ έτος υπό της εκάστοτε Εφορίας των ελληνικών εκπαιδευτικών Καταστημάτων δια πλειοψηφίας.

Ζ’. Το παρόν ιδρύσεως έγγραφον συντασσόμενον εις δύο πρωτότυπα όμοια υπογράφεται από μέρους μεν της Αντιπροσωπείας της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης και εν ονόματι αυτής υπό της εντολοδόχου Εφορείας των Εκπαιδευτικών αυτής Καταστημάτων της Α. Παναγιότητος του Μητροπολίτου κ. Αλεξάνδρου επικουρούντος αυτό, από μέρους δε και εν ονόματι του κ. Ιωάννου Α. Οικονόμου υπό του αντιπροσωπεύοντος αυτόν κ. Περικλέους Ι. ΧατζηΛαζάρου, εκάτερου δε των μερών λαμβάνει ανά έν.

Εγένετο, υπεγράφη και επεκυρώθη

Εν Θεσσαλονίκη τη 26η Νοεμβρίου 1907

Οι Έφοροι των Εκπαιδευτικών Καταστημάτων

Π. Χ(ατζη)Λαζάρου

Α. Μαύρος

Π.Ν. Παπαγεωργίου

Α. Μακρής

Χ. Σιμώττας

Α. Χατζηδημητρίου

Ο Αντιπροσωπεύων

Π. Χ(ατζη)Λαζάρου

Τα στοιχεία του εγγράφου αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι πρόκειται πράγματι για το έβδομο τέκνο του Ανδρέα Οικονόμου. Κατανοούμε από το έγγραφο αυτό ότι η Ελενη Α. Οικονόμου είχε καταθέσει στον εγκαταστημένο στη Τεργέστη αδελφό της βαρώνο Ιωάννη Α. Οικονόμου, ιδιοκτήτη πολλών επιχειρήσεων και μεγάλο μέτοχο τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών, το ποσό των 361 λιρών πολλά χρόνια πριν τον θάνατο της με την επιθυμία να χρησιμοποιηθεί μετά θάνατον υπέρ των απόρων μαθητών Θεσσαλονίκης. Ο Ιωάννης θα υλοποιήσει την επιθυμία της αποθανούσας αδελφής του εφαρμόζοντας την ίδια διαδικασία που είχε ακολουθήσει με το κληροδότημα του αδελφού του Δημητρίου υπέρ των σχολείων της Έδεσσας και υπέρ του Οικονόμειου Μεταφραστικού Αγώνος στην Αθήνα. Όπως έχουμε δει στο 1ο μέρος, και στην περίπτωση της Έδεσσας το 1878 αντιπρόσωπος του ήταν ο ανηψιός του Περικλής Χατζηλαζάρου, γιος της αδελφής του Χρυσάνθης.

Συμπεραίνουμε ακόμη ότι ο σύζυγος της Ελένης, Ιωσήφ Κωνσταντάς, είχε ήδη αποβιώσει μάλλον προ πολλών ετών και ήταν γνωστή πια με το πατρικό της όνομα. Σίγουρα δεν είχαν αποκτήσει τέκνα γιατί στην αντίθετη περίπτωση ο σύζυγος ή τα τέκνα θα υπέγραφαν την ίδρυση του κληροδοτήματος και όχι ο ανηψιός της. Το έτος 1907 ήταν λοιπόν μοιραίο τόσο για την Ελένη όσο και για την μεγάλη της αδελφή Χρυσάνθη που είχε αποβιώσει λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο της χρονιάς εκείνης. Έτσι συμπληρώνεται άλλη μια ψηφίδα στο οικογενειακό δέντρο της μεγάλης αυτής εδεσσαϊκής οικογένειας:

Ελένη Οικονόμου, Σέρρες 6/8/1830 – Θεσσαλονίκη 1907.

Επόμενο

ΤΟΙΣ ΚΡΑΤΑΙΟΤΑΤΟΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣΙ

Δεκαοκτώ μήνες μετά την άφιξη του στο Παρίσι, ο Εδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μινωίδης μαθαίνει τα νέα για την εξέγερση στην Ελλάδα. Ο ενθουσιασμός του είναι μεγάλος. Στις Σέρρες, όταν διηύθυνε την Ελληνική Σχολή, είχε υποφέρει από την αγριότητα του Γιουσούφ πασά. Αυτός φαίνεται ότι ήταν η αιτία να χάσει ένα αγαπητό του πρόσωπο αλλά και ο λόγος της απόφασης του να ξενιτευτεί. Οι δυο μαθητές του, Ιωάννης και Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, αδέλφια της γυναίκας του Ανδρέα Οικονόμου, συμμαθητή του στο Ελληνομουσείο των Βοδενών, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ο πρώτος θα γίνει υπαρχηγός του Εμμανουήλ Παπά και θα συμμετάσχει στην επανάσταση της Χαλκιδικής. Στην αγκαλιά του θα ξεψυχήσει ο Σερραίος ήρωας στο καΐκι που τους μετέφερε από τη Χαλκιδική στην Ύδρα. Ο δεύτερος θα σχηματίσει το δικό του σώμα από τετρακόσια παλικάρια, θα συμμετάσχει στην έξοδο του Μεσολογγίου και θα τελειώσει τη ζωή του με τον βαθμό του στρατηγού. Ο ενθουσιασμός του Μηνωίδη για την εξέγερση θα φέρει όμως και τα πρώτα σύννεφα στη φιλική του σχέση με τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος ήταν πιο συγκρατημένος πιστεύοντας ότι δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για την έναρξη της επανάστασης.

Την εποχή εκείνη το ζήτημα που κυριαρχούσε στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες ήταν η κατάπνιξη των φιλελεύθερων και εθνεγερτικών κινημάτων. Λίγα μόλις χρόνια μετά το Βατερλό, η Ευρώπη γνώριζε τοπικές εξεγέρσεις που ήταν αγκάθια στα μοναρχικά καθεστώτα, μικρές βόμβες στα θεμέλια των υπεραιωνόβιων αυτοκρατοριών. Η πενταμερής Ιερά Συμμαχία, με πυρήνα τη καθολική Αυστρία, την προτεσταντική Πρωσία και την ορθόδοξη Ρωσία, είχε σαν κύριο δόγμα τη διατήρηση της μονολιθικής απολυταρχικής τάξης η οποία είχε πληγωθεί από τη Γαλλική Επανάσταση και τις νέες ιδέες που διέδωσε. Οι τρεις αυτοί εκφραστές των χριστιανικών δογμάτων μαζί με τα δυο άλλα μέλη, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, κρατούσαν τις ισορροπίες στην ευρωπαϊκή σκηνή με ιθύνοντα νου τον αυστριακό υπουργό των εξωτερικών Μέτερνιχ. Τον Ιανουάριο του 1821 και τα πέντε μέλη είχαν συναντηθεί στο Λάιμπαχ (Laibach) της Αυστρίας, τη σημερινή Λουμπλιάνα της Σλοβενίας, για να συζητήσουν το θέμα των εξεγέρσεων στη Νάπολη και στο Πεδεμόντιο της Ιταλίας. Το συνέδριο εκείνο διήρκεσε από τις 26 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαΐου. Εκεί πληροφορήθηκαν την εξέγερση του Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας στις 22 Φεβρουαρίου, κάτι που αναστάτωσε τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο, όπως και τη κήρυξη της επανάστασης στις 25 Μαρτίου στην Ελλάδα. Τα νέα πήγαιναν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη γραμμή που είχαν χαράξει. Οι καγκελαρίες ήταν φυσικά όλες αντίθετες.

Ήταν η στιγμή που ο Μινωίδης αποφάσισε να απλώσει στο χαρτί το πάθος του για την ελληνική ανεξαρτησία, γράφοντας ένα φλογερό κείμενο προς τους Ευρωπαίους βασιλείς και τις καγκελαρίες τους. Οι Νεοέλληνες που πήραν τα όπλα για την ανεξαρτησία τους ήταν τέκνα μιας μεγάλης πολιτισμικής κληρονομιάς που θαύμαζε η Δύση. Το κείμενο, γραμμένο στην αρχαία ελληνική που γνώριζαν όχι μόνο οι ελληνιστές αλλά και πολλοί διπλωμάτες στις διάφορες ευρωπαϊκές καγκελαρίες, είχε το στόχο αυτό. Να συνδέσει τον αγώνα που μόλις άρχιζε με μια μεγάλη ιστορική παράδοση που ξεκινούσε από την αρχαιότητα και έφτανε στις μέρες εκείνες με τη γλώσσα του ευαγγελίου και των κειμένων της χριστιανικής θρησκείας. Για τη μεγαλύτερη διάχυση του στο ευρωπαϊκό κοινό μεταφράστηκε μετά και στη γαλλική που ήταν τότε η πλέον διαδεδομένη γλώσσα στη Γηραιά Ήπειρο. Τι επίπτωση θα είχε όμως το κείμενο ενός νιόφερτου στο Παρίσι ; ενός αγνώστου μεταξύ αγνώστων ; Το κείμενο έπρεπε να φέρει τη σφραγίδα των αγωνιζομένων στην Ελλάδα, αυτών που έχυναν το αίμα τους για την ανεξαρτησία, των ανθρώπων που η σπαρακτική φωνή είχε περισσότερες πιθανότητες να λυγίσει τη κυνική γλώσσα των ανθρώπων του Μέτερνιχ. Αντί υπογραφής τέλειωνε με τη φράση: Ἐν Ἑλλάδι ΑΩΚΑ’, Μαΐου ΚΗ’ (Ελλάδα 1821, Μαΐου 28).

Το κείμενο αυτό αναζωπύρωσε τον φιλελληνισμό στην Ευρώπη με αρκετά άλλα υποστηρικτικά άρθρα να βλέπουν το φως τα επόμενα χρόνια του αγώνα. Αρκετά σημεία του κρατούν μια εκπληκτική διαχρονικότητα. Θα μπορούσαν να μας διδάξουν ακόμη και σήμερα αφού βιώνουμε παρόμοιες καταστάσεις με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Με την ανάρτηση αυτή ας αποτίσουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον Μηνά Μινωίδη!

Σημείωση: Δεν γνωρίζω το κείμενο αυτό να έχει ξαναδημοσιευτεί στην Ελλάδα. Η έρευνα μου δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισα λοιπόν να το ψηφιοποιήσω κρατώντας κατά δύναμη την ορθογραφία και το πολυτονικό σύστημα του πρωτότυπου – πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο για κάποιον που γράφει σε λατινικό πληκτρολόγιο (AZERTY). Ελπίζω να τύχω της επιείκειας των αναγνωστών για τα λάθη που ίσως έχουν παρεισφρήσει. Η απόδοση στα νεοελληνικά θα γίνει εν καιρώ!

ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΤΟΤΑΤΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

1. Οἷα μέν οἱ παντλήμονες Ἕλληνες δεινά πεπόνθαμεν ὑπό τῶν ἀδικωτάτων καί τυραννικωτάτων Ὀθωμανῶν, οὔθ’ ὑμᾶς λέληθεν, οὔτε τῶν πάντων τήν εὔδαιμον’ Εὐρώπην oικoύντων οὐδένα. Πολλοί γάρ τῶν Εὐρωπαίων εἶδον τε, καί ὡς οἷον τ’ αὑτοῖς ἦν ἐξετραγῴδησαν, Ξυγγραφῇ δηλώσαντες ἕκαστοι, ἡλίκα τά πρός ἡμᾶς τῶν τυράννων τούτων ἐκ πολλοῦ τοῦ χρόνου ἀδικήματα. Οἷα δέ τά ὑπ’ αὑτῶν ἤδη καθ’ ἡμῶν τολμώμενα, λόγῳ μέν ἐξαγγεῖλαι ἀδύνατον, ἀκούσαντι δ’ ἄν ἄπιστα εἷναι δόξειε. Προσήκει οὖν Ὑμῖν τῆς ἐν Εὐρώπη εἰρήνης κηδομένοις , οὐχ ᾖττον δέ καί ὑπέρ τῆς Ἱερωτάτης αὑτῆς Θρησκείας, τῆς οὕτως ἀσεβῶς ὑπό τῶν ἐξωλεστάτων τούτων καταφρονουμένης, καί τῆς ὑμετέρας αὑτῆς εὐδοξίας, ἦς παρά πᾶσι τετυχήκατε τοῖς τήν ὑφήλιον oικoύσι, μή παριδεῖν τούς ταλαιπώρους ἡμᾶς Ἕλληνας ἀδίκως ἀπολλυμένους ὑπό τῶν βαρβάρων τούτων. Σχέτλιον γάρ ἐφ’ Ὑμῶν κραταιῶς βασιλευόντων, Ἕλληνας ὄντας ἀπολωλέναι ἄρδην, ὧν ἐχρῆν φείσασθαι , τό, τε τοῖς Ἑλλάδος ὄνομα σεβομένους, καί τῶν ἐκ τῆς σοφίας τῶν προγόνων ἡμῶν ἀγαθῶν ὑμῖν αὑτοῖς έγγινομένων μνημονεύοντας. Οὐ δε γάρ ἀδίκων, ὡς ἄν τις φαίη ὀρεγόμενοι, εἰς τοῦτ’ ἀνάγκης κατέστημεν, ὥστε θανεῖν μᾶλλον ἔν ὅπλοις προαιρεῖσθαι, ἤ ζῆν βίον ἀβίωτον, ἀλλά τά αἴσχιστα πάσχοντες ὑπ’ αὑτῶν· οἵπερ εἰς τοσοῦτον τυραννίας προκεχωρήκασιν, ὥστ’ ἀπογνωσθέντας ἠνάγκασαν καθάπαξ ἀποθανεῖν μᾶλλον ἑλέσθαι, ἤ καθ’ ἡμέραν ὑπ’ αὑτῶν θανατουμένους ἡμᾷς αὑτούς ὁρᾶν.

2. Εἰ μέν οὖν περί ὧν πάσχομεν, καί τῆς βοηθείας, ἦς παρ’ Ὑμῶν δεόμεθα τυχεῖν, προύκειθ’ ἡμῖν ἁπλῶς εἰπεῖν, Ὑμῖν τ’ ἄν ἦν πρεπωδέστατον, καί ἡμῖν ἐν τῷ παρόντι ἀναγκαιότατον, ἁπλήν τήν ἡμῶν δέησιν ἐκθεῖσιν, οὐδέ ἄλλων προσδεῖσθαι λόγων, τῶν θ’ ὅσων οἰκτρῶς πάσχομεν ἱκανῶν ἄν εἰς τό ὑμᾶς πεῖσαι πρός βοήθειαν ἡμῶν ὄντων. Ἐπεί δέ τισιν, ὑφ’ ὧν οὐδέ προσεδόκησεν ἄν τις τοιαῦτα πάσχων ἀντιλέγεσθαι, ὁμοθρήσκων ἡμῖν ὄντων, τό ἐγχείρημα ἡμῶν ἄλλην τινά γνώμην ἐνέβαλεν, ὡς ἐν δίκη κινδυνεύοιμεν, ἐξοπλιζόμενοι κατά τῶν ἡμῶν κρατούντων, πειρατέον διά βραχέων αὑτούς θ’ ὑπομνῆσαι τῶν ὅσα πάσχομεν, καί πρός ὑμᾶς φανερώτερα τά καθ’ ἡμῶν τῶν τυράννων τούτων ἀδικήματα καταστῆσαι. Ἐντεῦθεν γάρ οἰόμεθα τό, θ’ ἡμῶν ἄν ἔργον δειχθῆναι εὐσεβέστατον, καί τήν παρ’ Ὑμῶν βοήθειαν ἡμῖν ἀναγκαιοτάτην, καί λόγῳ δικαιοτάτῳ γεννησομένην· τάχα δε καί οἱ ἡμῖν ἀντιλέγοντες ἐν ἐπιγνώσει τῆς σφῶν αὑτῶν εὐδαιμονίας γενόμενοι, ἄδικα ἡμᾶς πάσχειν φήσουσι, καί ἑαυτούς νομιοῦσιν εὐδαίμονας, ὡς τό εἱκός, ὑφ’ Ὑμῶν νομιμώτατα βασιλευόμενοι. Καί πρός Θεοῦ, ἀνάσχεσθε ἡμῶν ελεεινολογούντων, καί διηγουμένων ἀληθέστατα!

3. Συμπάντων γάρ τῶν τυραννίδα τινά ὁπωσδήποτε κτησαμένων, ἐπισκοπῶν, ὅσα ἕξ ἀρχῆς ἕς γ’ ἐφ’ ἡμᾶς διεσώθη σοφοῖς ἀνδράσιν ἱστορημένα, οὐδένα τις ἄν εὕροι, οὔτ’ άδικώτερα , οὔτε βιαιότερα τῶν τυράννων τούτων διαπραξάμενον. Τῶν μέν γάρ ἄλλων ἤρκεσεν ἀντῶ ἐν τυραννίας εἶδος καταστήσαντα, πρός καί ὅ ἅν ἕκαστος ἐπιρρεπής ὤν, τό εὔδαιμον ἑαυτῷ ὁρίσαιτο, κατ’ ἐκεῖνο καί τούς ὑπό χεῖρα βιάζεσθαι. Οὗτοι δε ἅπαν εἶδος τυραννίας συμπαραλαβόντες, καί ὅ, τι περ ἄδικον, ἀνόσιον, στυγητόν παρ’ ἑκάστῳ τῶν ἐθνῶν ἐνομίζετο εἰς ἔν ἑνώσαντες, τοιαύτην ἑαυτοῖς τήν τυραννίδα κατέστησαν, οἵαν οὑκ ἄν τις έχoι οὔτε λόγῳ ὁρίσασθαι, οὔτε νῷ φαντασθῆναι. Ἶνα γοῦν τ’ ἄλλα παρῶμεν, ὅσ’ ἀπανθρώπως οὗτοι καθ’ ἡμῶν, τετολμήκασιν, ἐξ ἀνατολῆς εἰς Εὐρώπην ὁρμώμενοι, ὑφ’ οὐδενός μέν ἀδικηθέντες, τύραννοι δε βουλόμενοι τῆς οἰκουμένης ἀπᾴσῃς γενέσθαι, φθάσαντες εἰς Κωνςαντινούπολιν, καί ταύτης φεῦ, Κύριοι γενόμενοι, συνθήκας πρός τόν τότε πατριαρχεύοντα ἐπεποίηντο, πρός ἅς ἐχρῆν ἡμᾶς τε τούς ὑπό χεῖρα ἤδη γεγονότας βιοτεύειν, καί αὑτούς πολιτεύεσθαι· καί τοι καί ταύτας ὡς αὑτοῖς ἐδόκει ἀρίστας εἷναι πρός τό τυραννεῖν γεγεννημένας, ἡμῖν δ’ ἀδικωτάτας καί αφορητοτάτας, ἀλλ’ οὖν γεγεννημένας ἤδη, ἡμῶν τοῖς πᾶσιν ἀμηχανόντων. Ἅς δή συνθήκας φαμέν, αὐτίκ’ ἔπειτα ἀθετήσαντες, πρός ἅπαν εἶδος κακουργίας ἐτράπησαν, κυρίους σφᾶς αὑτούς καταστήσαντες τῶν τε κτημάτων ἡμῶν, καί τῶν φιλτάτων, καί αὐτῆς ἡμῶν τῆς ζωῆς· καί ἡμᾶς τούς ἀπίστους (οὕτω γάρ τούς Χριστιανούς καλοῦσιν) ἐπ’ αὑτῷ τούτῳ ἐν κόσμῳ φῦναι ἐκήρυττον, ἐφ’ ὦ ταῖς ἐκείνων δουλεύειν θελήσεσι, καί ταῖς ἐπιθυμίαις ὑπηρετεῖν. Ἡμεῖς δε ἁπάντων, ὅσα τε θεῖοι νόμοι καί αὐτοί οἱ τῶν ἀνθρώπων, ἑκάστῳ πρός τό ζῆν δεδώκασι, περιῃρημένοι, γυναῖκας τε ὁρῶντες ὑβριζομένας, καί παῖδας τούς ἡμῶν ἁρπαζομένους ὑπό τῶν τυράννων, καί ἡμᾶς αὑτούς ὁσημέραι ἀκρίτως ἀπολλυμένους, οὐδ’ ἀπαλλαγήν τινα τῶν δεινῶν πόθεν ἐννοοῦντες, τούς ἀποιχομένους ἐμακαρίζομεν, ὡς ἀπαλλαττομένους ἤδη τῶν δεινῶν, ἑαυτούς ἀθλίως ζῶντας ταλανίζοντες. Tηλικούτων δ’ ὄντων τῶν καθ’ ἡμῶν ἀδικημάτων, διετελοῦμεν βιοτεύοντες βίον παραδοξολογώτατον, καί τῶν ἀλόγων αὑτῶν ζῴων τάχ ἀθλιώτερον. Ταύτᾳ μέν γάρ καίπερ λόγου αμοιρήσαντα, ἀλλά γε τῆ φύσει αὑτῇ ἀγόμενα, περί συντηρήσεως ἑαυτῶν τε καί τῶν γεννημάτων φροντίζει​· καί εἰ τις τῶν νεοττών πτηνοῦ τινος ἐφάψαιτο, κατίδοι ἄν τήν τέξασαν ἐξαγριουμένην, καί ἐπεγειρομένην κατά τοῦ τολμήσαντος, ἵνα τοῖς αὑτῆς τέκνοις ἐπαμύνῃ. Καί εἴπερ αὑτά καταδιώκεται, τῆ φυγή σῴζεσθαι ἀναγκαζόμενα, τῆς καθ’ αὑτά δυνάμεως μή ἐξικνουμένης τῆς τῶν διωκόντων πρός ἀνθίστασιν· ἡμῖν δ’ οὐδέ τοῦτ’ ἐξῆν ποιεῖν, εἰ καί νόμῳ φύσεως ὑπαγορευόμενον. Τό γάρ μή παραδοῦναι αὑτοῖς τά φίλτατα ὅ,τι ἀν εἵη βουλομένοις χρήσασθαι, ἀνταρσίας ἐκρίνετο, καί τό τῇ φυγῇ ἐκ πόλεως εἰς πόλιν σωθῆναι βούλεσθαι, ἔργον ἐπαναστάσεως. Πολλοῦ γε καί δεῖ παισί, καί φίλοις, καί γείτοσιν ἐπαμῦναι, δεινά πάσχουσι. Τηνικαῦτα γάρ ἁπάντων αἰκισμῶν, καί ἁπασῶν βασάνων, καί μυρίων ἄν θανάτων ἦμεν ἄξιοι, ὡς τά ἐκείνων δῆθεν δικαιώματ’ ἀφαιρεῖσθαι βουλόμενοι. Εἶτα, ὧ πρός Θεοῦ, ἔστι τις ἀνθρώπων τοιαῦτα πάσχων, ὅς οὑκ ἄν έλoιτο καθάπαξ μαχόμενος ἀποθανεῖν, ἀντί τοῦ καθ’ ἡμέραν θανάτου; ἤ φήσειεν ἄν τίς ἡμᾶς δικαίως κινδυνεύειν, τοσαῦτα δεινά ὑπ’ αὐτῶν πάσχοντας, καί μή τῆς παρ’ Ὑμῶν βοηθείας δικαίως τυχεῖν; εἰ μέν οὖν τό ὑπέρ τηλικούτων ἀδικημάτων ἐξοπλίζεσθαι ἄδικον, οὐχ ὁρῶμεν, ὁποῖον ἀν εἵη τό δικαίως τοῖς ἀδικοῦσιν ἐπεξιέναι. Φέρε γάρ εἴτις σε παΐδα, ἤ γυναίκ’ αφέλουτ’, ἄρ’ ἀν ἀνάσχοιο ταῦθ’ὑπ’ ἐκείνου πάσχων; τι φαμέν, γυναῖκα, ἤ παῖδα; μικρόν τε ἀργυρίου, εἴ τις βουληθείη σε ἀδίκως ἀφελέσθαι, αὐτίκα δή μάλα ἀγανακτήσας, καί δίκας ἀπῄτεις παρά τοῦ τολμήσαντος, εἰς δικαστήρια ἰών, εἰς βουλάς, πρός αὑτόν ἄν τόν βασιλέα τά σά δεινά ἐβούλου ποιῆσαι δῆλα, πανταχόθεν ζητῶν τόν σε ἠδικηκότα τιμωρήσασθαι. Μή οὖν ἐπί σμικροτάτοις ἀδικήμασιν αὑτός ἀγανακτῶν, ἐπί τοῖς μεγίστοις ἡμᾶς μή ἀγανακτεῖν θέλε. Ἀναισθησίας τοῦτο γε, καί πόρρω που ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀναλγήτους ἡμᾶς εἶναι καί απαροργίστους. Μή δε τό ἔργον ἡμῶν ὡς ἄδικον διάβαλε. Τῶν αὐτῶν γάρ τοῖς ἄλλους ἀνθρώποις ἐκ φύσεως τετυχήκαμεν, καί ἡμεῖς. Μηδέ βούλου, ὅσα μέν παρ’ ὑμῖν τοῖς Εὐρωπαίοις, μικρά γε καθ’ αὑτά ἀδικήματ’ ὄντα, τιμωρίας τῆς μεγίστης κρίνεσθαι ἄξια, ἅ δ’ ἡμεῖς ἀδικούμεθα, τηλικαῦτα ὄντα, λέγειν δικαίως ἀδικεῖσθαι· ἀλλ’ εἴτις σοι λόγων πειθώ, ταύτῃ χρῷ σύν ἡμῖν ἱκετεύων, καί δεόμενος, καί πείθων τούς εὐσεβάτους βασιλεῖς, ἵνα ἡμῖν τήν ταχίστην βοηθήσωσι.

4. Τοιαύταις μέν οὖν, αἷς εἴπομεν ταῖς συμφοραῖς χρώμενοι, οὐδέν ἐτολμῶμεν ἐπιχειρεῖν κατά τῶν ἀπίστων τούτων τυράννων, ἀλλ’ ἐξ ὕψους περιεμένομεν βοήθειαν τινα, εἴπως τό θεῖον ἐπινεύσειε ταῖς ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ καρδίαις, οἴκτῳ καμφθέντων ἐπί τῇ ἡμῶν συμφορᾷ, ἵνα ἐκ τῆς δεινῆς ταύτης αἰχμαλωσίας ῥύσωνται· ὀψέ δ’ ἡμῖν ποθ’ ὑποφανῆναι τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐλπίς τις ἔδοξε, τῆς Ἱεράς καί Σεμνοτάτης τῶν τῆς Εὐρώπης ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΤΑΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ συνελεύσεως ἐν τῇ φιλανθρωποτάτῃ Γερμανίᾳ γενομένης. ᾨήθημεν γάρ τοῖς ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΟΙΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣΙ μελήσειν τι τῶν ἡμετέρων συμφορῶν· εἰς ὅ οἱ μέν πρός ναούς, οἱ δε πρός θείους βωμούς ἔτρεχον, καί ηὔχοντο, ἵν’ ἀποβαίη ἀληθῆ, ὅσα ἕκαστοι διελογίζοντο. Οἱ δε καί ταῖς ἱεραῖς καί προφητικαῖς βίβλοις ἐνέκυπτον, ἐκεῖθεν κατιδεῖν τι ἀγωνιζόμενοι, εἴπερ ὁ καιρός οὗτος εἵη, καθ’ ὅν ἔδει τῶν συμφορῶν ἡμᾶς ἀπαλλαγῆναι. Ἀλλ’ οὐ ταῦθ’ ὥσπερ ᾠήθημεν ἀπέβη· καί πάλιν ἐν αἰχμαλωσίᾳ ήμεϊς, καί πάλιν ἐν δεινοῖς· καί εἴπερ τά δεινά ἔστη ἐνταῦθα, φορητά τις ἅν ἔφη εἷναι καίπερ ὄντ’ ἀφόρητα. Ὁρᾶτε, πρός Θεοῦ, ήλίκα τά παρόντα, ἐφ’ οἷς, οὑκ ἔστιν ὅστις σαρκίνην ἔχων καρδίαν, ούκ ἄν ἐθρήνησεν!

5. Ὁ γάρ ἐν Ἰωαννίνοις ἡγεμών, καταδιωκόμενος ὑπό τοῦ πρωτίστου τυράννου, τούς ὑπ’ αὑτοῦ Ἕλληνας ἐπί τά ὅπλα παρεκάλει, αὑτόν εἷναι λέγων τόν καιρόν τοῦ αὑτούς τῶν δεινῶν ἀπαλλαγῆναι, εἰ μόνον ἐκείνῳ κινδυνεύοντι ἐθελήσειεν βοηθῆσαι. Ταύτης δε τῆς ἐν Ἠπείρῳ ταραχῆς ἀκούσας ὁ Πρίγκιψ Ὑψηλάντης, ἀνήρ τε φιλόπατρις, καί εἰδώς ἄλλως τούς ὁμογενεῖς αὑτῷ ἐλεεινά πάσχοντας, μικρά τοῦ ἐν Ῥωσία ἀξιώματος, οὗ ἠξίωτο φροντίσας τότε, ἔρχεται τοῖς ὁμογενέσιν ἐθελοντής συγκινδυνεύσων, εἴπερ οὗτοι ἐθελήσουσιν αὑτῷ ἀκολουθῆσαι. Οὕτω δή εἰς Δακίαν εἰσβάλλει σύν Ἕλλησι τισιν, οὕς ἐν Ῥωσία περιπολουμένους εὗρεν· ὀλίγων μέν τινων αὑτῷ τῶν ἐκ τῆς Ἑλλάδος συμφρονησάντων, τῶν δέ πλείστων ἡσυχαζόντων φεῦ· ἀπώλετο γάρ ἄν ὁ κάκιστος τῶν τυράννων, εἴπερ σύμπαντες τότε συνεξανίσταντο, ἀπαρασκεύαστος ληφθείς. Τούτων δ’ ὁ τύραννος ἀκούσας, καί συκοφάνταις ὑπαχθείς, κοινήν εἶναι τοῖς Ἕλλησι τήν κίνησιν ἐκ συνωμοσίας, λέγουσιν, ἐπιτίθεται τοῖς Πελοποννησίοις, πόλεις ἐμπιπρῶν, ἀνθρώπους φονεύων, καί πᾶν δεινόν αὑτούς ἐργαζόμενος, Οἱ δε τοιαῦτα πάσχοντες, ούκ εἶχον ὅπως σωθῶσιν, ἤ λαβόντες τά ὅπλα ἀποθανεῖν. Τούτων δε ταῦτα πασχόντων, ἀγριώτερος ἑαυτοῦ ὁ τύραννος γενόμενος, τόν τε παναγιώτατον ἡμῶν Πατριάρχην, καί τήν περί αὑτόν ἱεράν Σύνοδον καταδικάζει θανάτῳ ασχημονεστάτω· ἐφ’ οἷς καταδικαζομένοις κἄν τά ἀναίσθητα αὑτά ὄντα ἤλγησαν, καί φωνήν ἀφιέντα διέρρηξεν, ἐπιμαρτυρόμενα, οἷα οἱ παντλήμονες οὗτοι καί ἱεροί ἄνδρες δεινά πάθοιεν, μήτοι γε δή ἄνθρωπος αἰσθήσεως καί λόγου τυχών, ὁρῶν αὑτούς ἐξ αὑτοῦ τοῦ θείου ναοῦ ἑλκομένους, καί τήν ἐπί θανάτῳ ἀγομένους οἰκτρότατα. Ἡμέρα δ’ ἦν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, ὅτ’ ἐκεῖνοι ταῦτ’ ἔπασχον. Ἡνίκα ὑμεῖς ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, καί ὁ ὑφ’ ὑμῶν σύμπας χριστώνυμος λαός τῆς Εὐρώπης ἐπανηγυρίζετ’ εὐφραινόμενοι, τότ’ ἐκείνοις ἐν τῷ θείῳ ναῷ πανηγυρίζουσιν, ἐξαίφνης ἐπιτίθενται οἱ βάρβαροι σύν κραυγῇ, καί θορύβῳ· τούς μέν τῶν χριστιανῶν φονεύσαντες, τούς πλείστους δε τρώσαντες, τούτους συλλαμβάνουσι, καί απάγχoυσι. Καί οὐ ταῦτα μέν ἐν Κωνσταντινουπόλει μόνον τά δεῖν’ ἐπράττετο, αἱ δ’ ἄλλαι πόλεις τῆς Ἑλλάδος ἐν ἡσυχίᾳ ἦσαν, ἀλλά πανταχοῦ τά δεινά, φόνος ἱερέων, καί Ἀρχιερέων καί τῶν προκρίτων ἑκάστης πόλεως, ἐμπρησμοί τῶν θείων ἁπάντων ναῶν, πυρπολήσεις οἰκιῶν, καί ἄλλα μυρία, ὅσα ἰδών μέν ἄν τις ἐξεπλάγη, καί ἔφριξε, λόγῳ δε παραστῆσαι ἀδύνατον. Οἱ οὖν οὕτω δεινῶς θανατούμενοι, καί ἐξ ἀπογνώσεως λαβόντες τά ὅπλα, φήσειεν ἄν τις ὀρθῶς, ὅτι δικαίως πάσχoιεν, ἤ ἀδίκως σωθῆναι βούλoιντο; Ἐχρῆν οὖν φέρειν; ἀλλ’ ἀφόρητα παντί ἁνθρώπῳ τά δεινά. Ἐχρῆν νη δία γε ἐᾶν αὑτούς θανατοῦσθαι οἰκτρῶς; ἀλλ’ ἀδύνατον ἦν ἐκτός τῆς ζῳώδους φύσεως γενέσθαι, καί ἀναισθήτους ἡμᾶς εἷναι. Μή οὖν πρός θεοῖ, ΘΕΙΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, μή τούς καθ’ ἡμῶν ταῦτα λέγοντας, ἀληθῶς λέγειν οἴεσθαι, μηδέ τῆς παρ’ ὑμῶν βοηθείας ἡμᾶς ἀπαξιοῦτε.

6. Καί μήν οὐδέ πρός ἐκεῖνον τόν ἄφυκτον αὑτῶν λόγον δυσχερές ἀπαντῆσαι, ὡς νομίμῳ βασιλεῖ ἐπεξήλθομεν, ὑπήκοοι αὑτοῦ ὄντες. Οὐ γάρ καί ταῦτα πράττων τούς αὑτοῦ ὑπηκόους βασιλεύς, ἀλλά τυράννων τυραννικώτατος. Ὁ γάρ βασιλεύς, βάσις καί θέμεθλος ἔθνους τινός καί ὤν, καί λεγόμενος , ἀεί τό συμφέρον, καί εὔδαιμον τοῖς ὑπηκόοις διώκει, ὡς τῶν αξυμφόρων ἐκείνοις καί ἐπιβλαβῶν, καί αὑτοῦ τούτου καθαπτομένων. Ἐς ὅ καί φύλαξ τῶν κειμένων νόμων καθέστηκε, καί πρός πᾶν οἱονδήποτε νεωτερισμόν ἐπαγρυπνεῖ, ὅπως οἱ βασιλευόμενοι μηδέν ἄδικον ὑπό κακούργων τινῶν πάσχωσι. Καί μάρτυρες σαφέστατοι, Ὑμεῖς αὐτοί οἱ θειότατοι τῆς Εὐρώπης βασιλεῖς· οἵ πρόνοιαν τῆς εὐδαιμονίας τῶν ὑφ’ ἡμᾶς λαῶν ποιούμενοι, ἅπαντας τούς κακουργοῦντας τι πρός τά καλῶς καθεστῶτα πειδεύετε, ὡς φθοράν τοῦ λαοῦ τά τοιάδε τῶν ἐπιχειρημάτων ὑπάρχοντα· καί τῆς οἰκοδομῆς οὕτω κινδυνευούσης, ἀνάγκη καί τά τῆς βάσεως αὑτῇ συγκινδυνεύειν. Οὗτος δέ οὐ τήν αὑτήν οὔθ’ ὑμῖν, οὔτε τοῖς ὑμετέροις προγόνοις ὁμοίαν ἔσχε γνώμην, ἀλλά τοσοῦτον διαφέρουσαν, ὅσον οὐρανός ἄπεστι γέης. Εἶτα πῶς, εύφημ’ ἄν τίς λέγοι περί τῶν ἀληθῶς βασιλέων, προσειπών βασιλέα, τόν τῆ φθορᾷ τῶν ἰδίων ὑπηκόων τό εὔδαιμον αὑτῷ ὁριζόμενον; τόν μηδένα νόμον ἔχοντα, μηδέ δυνάμενον ἔχειν; αὐτίκα καί γάρ καταστήσας τήν αὑτοῦ ἀρχήν, έχρήσαθ’ ἡμῖν ὅ,τι περ αὑτῷ εἵη βουλομένῳ, συνθήκας ἀθετῶν, ἁρπάζων, καί περιαιρῶν τάς οὐσίας, ὑβρίζων περί τά φίλτατα , φονεύων ἀπανθρώπως, καί πάντα ποιῶν ἡμᾶς, ὅσα ἡ βάρβαρος αὑτοῦ γνώμη, καί ἄπληστος ἐπιθυμία, αὑτῷ μέν ὡς ήδέα ὑπετίθετο, ἡμῖν δ’ όλεθριώτατα ὄντα; Ὅτι τῶν ἀδυνάτων ἦν τούς αὑτούς ἡμῖν τε κακείνω συμφέρειν νόμους, ἀντικειμένης τῆς αὐτοῦ θρησκείας πρός τήν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν. Τῶν γάρ θρησκευτικῶν αὑτοῦ νόμων, τῶν αὑτῶν καί πολιτικῶν ὄντων, οὑκ έβούλετ’ ἄλλως τούς ὑπό χεῖρα πολιτεύεσθαι, ἤ πρός ἐκείνους. Τί φαμέν πρός ἐκείνους; εἵη γάρ ἄν ἴσως οὐ τοσαῦτα καί τηλικαῦτα τά δεινά. Τῶν δε θρησκειῶν τοσούτῳ διισταμένων ἀλλήλων, οὐχ ὡς ἀνθρώπους ἡμᾶς, ἀλλ’ ὡς κύνας ἐθεώρουν. Διό καί ἑκάστη ἐπιθυμία, νόμος ἦν ἤδη κεκυρωμένος, ὅσατε καθ’ ἡμῶν ἐβούλοντο πρᾶξαι, τοσοῦτοι νόμοι ταῦτα ἦσαν· ὥστ’ ἀνάγκη ἦν, ἤτοι τά αἴσχιστα πάσχειν, ἤ ομοθρησκείν ἐκείνῳ· ὅπερ δή πλεῖστοι τῶν τήν Ἀσίαν oικoύντων χριστιανῶν πεπόνθασι, παντοίως αἰκισθέντες. Τελευταῖον δέ, καί πρός ὅν τάς συνθήκας περί τοῦ γένους ἡμῶν ἐπεποίηντο, καί πρώτιστον τῆς ἡμῶν θρησκείας ἐθεώρουν, καί κεφαλήν τοῦ γένους αὐτοί ἐκεῖνοι ἐκάλουν οἱ τύραννοι, τοῦτον ἀπανθρώπως ἀπέκτειναν αἰσχίστῳ θανάτῳ. Εἰ τοίνυν ὁ τοιοῦτος δίκαιος κληθῆναι βασιλεύς, ἡμεῖς μέν οὐχ ὁρῶμεν, ἕτερος δέ τις τυραννικώτατον καί ἐξωλέστατον εἰπών, οὑκ ἄν ἁμάρτοι· καί γε εἰκότως. Τό γάρ τυραννεῖν παντί νόμῳ ἀντιβέβηκεν· ἕς ὅ οὐδέ τύραννον νόμιμον ἄν τις εἰπών, ὀρθῶς προσείπoι· οὐ δε γάρ φονεύς, οὐδέ κλέπτης, οὐδέ ὁ ἀδίκως τι τόν ἄλλον ἀφαιρούμενος, νόμιμος ἀν κληθείη· καί ταῦτα τῶν ὑπ’ αὑτῶν ἀδικημάτων μικρῶν καί ἁπλῶν ὄντων, καί ἐν μέρει θεωρουμένων. Τυράννου δ’ ἀδικήματα, καί μεγάλα, καί πολύπλοκα, καί πρός ὅλον ἔθνος ἐν γένει. Ἐντεῦθεν δέ ῥᾴστ’ ἄν τις κατίδοι, ἡλίκης ἀτοπίας ἔχεται, ὅπερ τινές ἡμῶν κατηγοροῦσιν, ὅτι τό ἡμέτερον ἔργον οὐδέν διενήνoχε τῶν , ὅσα τινές ἐπιχειρῆσαν ποιεῖν, στασιάζοντες πρός νομιμωτάτους, καί εὐσεβάστους βασιλεῖς.

7. Οἱ πλεῖστοι γάρ τῶν ἐν ταῖς εὐνομουμέναις πολιτείαις διατίθενται τόν εἰρημένον τρόπον, ἤτοι περί τινος ὁιουδήποτε κέρδους, καί ὑπολαμβανομένης τιμῆς, ἤ καί περί ἄλλων τινῶν, ὅσα πέφυκεν, οὐ λόγῳ δικαίῳ παροξύνειν τό ἑκάστου φιλότιμον. Τό μέντοι ἔργον τό ἡμέτερον, οὑκ ἄν τις νοῦν ἔχων εἴποι τοιοῦτον εἷναι, ἐκ πολλοῦ μέν τοῦ χρόνου τυραννουμένων, καί τά δεινά ὁσημέραι καθορώντων ἐπαύξοντα, καί οὐ κτήματα, οὐδέ φίλτατα μόνον ἀφαιρουμένων, ἀλλά καί περί τῇ ζωῇ ἡμῶν δεδιότων, μή ἐν αὑταῖς ταῖς τῶν πόλεων ἀγυιαῖς περιπατοῦντας ἐπεξελθών πόθεν τῶν τυράννων τις ἡμᾶς διαχρήσεται· οὐ γάρ ὁ καλούμενος αὑτός τύραννος, ἤ οἱ κατά πόλεις ὑπ’ αὑτοῦ ἕκαστοι πεμπόμενοι ἡγεμόνες, ἐτυράννουν μόνον. Εἵη γάρ ἀν εἴπερ οὐ τηλικοῦτον τό δεινόν, καίπερ ὅν δεινόν, ἀλλά καί αὑτά τά τούτων ἀνδράποδα τυραννικώτατοι δεσπόται ἐγίνοντο, καί κύριοι τῆς ζωῆς ἡμῶν. Ἐπεί οὐδέ τό κτεῖναί τινας τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν ἐν ἐγκλήματι παρ’ αὑτούς καθέστηκεν, εἰ καί μηδέν ἀδικήσαντας. Τό γάρ ἄπιστον τινα φονεῦσαι, ὡς ἀν αὐτοί φαῖεν οἱ τύραννοι, ἴσα τῷ κύνα τινά κτεῖναι παρ’ αὐτοῖς νομίζεται· ἀλλά τό ἀνθίστασθαι τῷ φονεύoντι, τό, εἰ δυνατόν, ὑπεκφυγεῖν τόν φονέα, καί σωθῆναι, ταῦτ’ ἦν παράνομα, ταῦτα τοσαῦται κλοπαί, ταῦτ’ ἀδικήματα τῆς ἐσχάτης τιμωρίας ἄξια. Tούς τοίνυν οὕτω δεινῶς τυραννουμένους, καί διά τῶν ὅπλων βουλομένοις σωθῆναι, παρεικάσειεν ἄντις ὀρθῶς τοῖς ἐν ταῖς εὐνομουμέναις πολιτείαις στασιάζουσι; καί μήν οὐδέ νομίμῳ βασιλεῖ ὄντι ἐπεξήλθομεν. Τοῖς μέν γάρ Ὀθωμανοῖς εἵη ἄν νόμιμος βασιλεύς, ὡς τοῖς αὑτοῖς νόμοις τούτῳ κἀκεῖνοις πρός τό τυραννεῖν ἡμᾶς χρωμένοις, ἡμῖν δ’ ἐστί τύραννος αφορητότατος, καί ἐξωλέστατος. Σκέψασθε δή ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, ἡλίκα πάσχοντες κατ’ αὐτῶν ἐξοπλιζόμεθα, καί λογίσασθε, εἴπερ ἀληθῆ, ὅσα καθ’ ἡμῶν πρός ὑμᾶς διαβάλλουσιν, οἱ τοῖς μηδέν μέν δεινόν πάσχoυσι, μηδέ ἤθη, μηδέ γλῶτταν, μηδέ θρησκείαν, μηδέ νόμους τοῦ πολιτεύεσθαι ἔχουσι διαφέροντας, ὅμως δ’ ἐπιτιθεμένοις τοῖς νομιμωτάτοις αὑτῶν βασιλεῦσι, τό πρός τούς καθεστῶτας νόμους ζῆν, δουλείαν εἷναι κακῶς οἰομένοις, δέον τοὐναντίον φρονεῖν, καί νομίζειν ἀσφάλειαν καί σωτηρίαν τῶν πολιτῶν, τό πρός τήν πολιτείαν ζῆν· λογίσασθε, φαμέν, εἴπερ ἀληθῆ λέγουσιν , οἱ τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς παραβάλλοντες, καί εἴπερ οὑκ ἐνδίκῃ βουλόμεθα τηλικαύτης τυραννίδος ἑαυτούς ἐξελέσθαι, καί σύν ὑμῖν βοηθήσασι τούς ἀσεβεῖς τιμωρήσασθαι· εἰ γάρ δυνάμει καί οὐ δικαιοτάτῳ λόγῳ ἡμῶν κεκρατήκασι, δίκαιον τούτους καθαιρεθῆναι τούς τυράννους. Διόπερ καί τό ἡμέτερον ἔργον εἰς ταὐτό τετύχηκε τῷ ὑμετέρῳ θείῳ φρονήματι, οἵπερ οὐ βούλεσθε τόν ἄρχοντα ἄδικον εἶναι καί ἄνομον. Οἱ δε τά τοιαῦθ’ ἡμῶν κατηγοροῦντες, οὑκ ὀρθῶς λογίζονται. Ἐοίκασι δε τοῖς τά αἴσχιστα ἡμᾶς πάσχειν βουλομένοις, καί ταῦτα μηδέν δεινόν ὑφ’ ἡμῶν παθόντες, δέον ἡμῖν συνηγορεῖν. ᾨόμεθα γάρ ἡμεῖς μηδένα εἷναι τόν, οἷς αἰτοῦμεν, ἀντιλέγοντα. Μᾶλλον δ’ ἕξ ἀνάγκης κινηθεῖσι κατά τῶν ἀνόμων τυράννων, ἅπαντας ἄν τούς χριστιανούς τῆς Εὐρώπης, συγκινηθῆναι ἡμῖν βοηθήσοντας, οὐχί δ’ ὡς ἄδικα πραττόντων κατηγορήσαντας. Ὅπερ οὔτε δίκαιον μά δι’, οὔτ’ εὐσεβές, τό θέλειν ἡμᾶς Ἕλληνας καί χριστιανούς ὄντας ἀπολέσαι, τῶν δέ βαρβάρων καί ἀνομωτάτων ἐθνῶν προΐστασθαι. Οὐδέ γάρ μικρά τά δεινά αἱ τοιαῦται κατηγορίαι ἡμῖν ἐνεποίησαν· ἅπερ δή σαφῶς ἐκ τῶν δε ἀν γνοίητε.

8. Ὁ Πρίγκιψ Ὑψηλάντης βουλόμενος καταστρατηγῆσαι τούς ὁμογενεῖς Ἕλληνας, καί προθυμοτέρους πρός ἐπίθεσιν καταστῆσαι, ἐν τῇ αὑτοῦ προκηρύξει προσέθηκε καί τό «ἄλλη τις δύναμις ὑπερτέρα τῶν δικαιωμάτων ἡμῶν υπερασπίσεται​” σοφῶς καί στρατηγικῶς ταῦτα προσθείς. Οὔτε γάρ ὁ τύραννος ἡμῶν μικρός, καί ἡμᾶς αὐτούς ἐγίνωσκεν ἐκ πολλοῦ τοῦ χρόνου ἐπτοημένους, καί ὡς οὑκ ἦν ἄλλως ἐν ἑαυτοῖς γενέσθαι, καί γενναῖόν τι φρόνημα λαβεῖν κατά τῶν ἡμᾶς ἰσχυρῶς τυραννούντων. Ἔνθα δή καί προθύμως οἱ πλεῖστοι πρός ἐπίθεσιν παρεσκευάζοντο. Ὡς δέ τό βασιλικόν ἐκεῖνο θέσπισμα διεκηρύχθη, τό μηδεμίαν τόν Πρίγκιπα Ὑψηλάντην βοήθειαν προσδοκᾶν, καί τό τόλμημ’ αὐτοῦ εὐηθείας καί αὐθαδείας εἶναι, ἅπαντες οἱ Ἕλληνες ἀθυμίᾳ συσχεθέντες, ὤκνουν τῇ ἐπιχειρήσει. Τότε δή ὁ τύραννος αὐτίκ’ ἐξαγριωθείς, φόνου τάς Ἑλληνίδας τῶν πόλεων ἐνέπλησεν. Εἰ δέ τό ψήφισμα τοῦτο οὑκ ἄν τότ’ ἐγένετο, δίκην ἄν ὁ τύραννος ἤδη ἐδεδώκει, οὐδέ τοσοῦτος λαός ἀπώλετ’ ἀν ἴσως, ἁπανταχόθεν τῆς Ἑλλάδος τῆς ἐπιχειρήσεως γενομένης, ἀλλά καί ὁ Ὑψηλάντης αὐτός μετά πλειόνων ἐπολέμει τοῖς τυράννους, καί ἐν εὐρυχώρῳ τῷ πεδίῳ , οὐχί δ’ ἐξ ὀρέων. Ἀλλά ταῦτα μέν οὕτω γεγεννημένα, ούκ ἔνι ἄλλως γε νῦν γενέσθαι. Ἔστι δ’ οὖν τήν τῶν τυράννων καθ’ ἡμῶν ὁρμήν ἀναχαιτίσαι, κηδομένοις ὑμῖν τῶν ἔτι περιόντων, καί μήπω ὑπ’ αὐτῶν ἀπολωλότων, διά τῆς πρός ἡμᾶς βοηθείας, ἧσπερ ἡμεῖς τε δίκαιοι ἐσμέν τυχεῖν, καί ὑμεῖς ἡμῖν πέμψαι.

9. Ἐβουλόμεθα δ’ ἡμεῖς, εἰ καί μηδέν δεινόν ἕτερον ἐπάσχομεν ὑπό τῶν τυράννων τούτων, καί μή προῄρουν θ’ οὗτοι σύμπαντας ἡμᾶς ἀπολέσαι, μέγιστον δεινόν ὑμᾶς ὑπολαμβάνειν, τό δουλεύειν ἡμᾶς τυραννικωτάτοις καί ἀνομωτάτοις δεσπόταις. Ἴστε γάρ δήπου, ὅτι διά τούς ἡμετέρους προγόνους ἡ Εὐρώπη εὐνομουμένη, καί εὐδαίμων απεκατέστη. Ἐξ ἐκείνων καί γάρ σοφία, ἐπιστῆμαι τε καί τέχναι προελθοῦσαι, τό εὐδαιμόνως ζῆν τοῖς ἐν Εὐρώπῃ παρεσκεύασαν. Μή τοίνυν δι’ οὕς τῆς εὐδαιμονίας τετυχήκατε, τούτων τούς ἀπογόνους ἀνέχεσθε ὑπό βαρβάρων ἀπόλλυσθαι, καί μηδέ μικρᾶς βοηθείας αὐτούς αξιoύν. ‘Eώμεν λέγειν, ὅσον οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι συνεισήνεγκαν ταύτῃ τῆ Ἱερωτάτῃ θρησκείᾳ, δι’ ἦς καί τά δίκαια παρά πᾶσι τοῖς ταύτῃ συστοιχοῦσιν ἀσφαλέστερα καθίσταται, καί τά ἑκάστῳ ἐμπεδοῦται καθήκοντα, καί ὁ ἀνθρώπινος βίος εἰς τό εἰρηνικώτερον μεταρρυθμίζεται.

10. Ἀλλ’ εἰ καί μηδέν ἄντις ἔχοι τοιοῦτον τι εἰπεῖν προσγεγενῆσθαι ὑμῖν ἐκ τῶν ἡμετέρων προγόνων, διά δέ γε τό ὁμοθρήσκους ἡμᾶς ὑμῖν εἶναι, ἐχρῆν σῶσαι. Τό γάρ τῶν οἰκείων καί τῶν ἰδίων προνοεῖσθαι, νόμῳ τῷ θείῳ ὑμῖν ἐντέλλεται, διαρρήδην τοῦ Παύλου βοῶντος « δεῖ τούς πιστούς τῶν οἰκείων, καί τῶν ἰδίων προνοεῖσθαι». Τί γάρ μᾶλλον οἰκειότητος, καί ταὐτότητος παραστατικόν, ἤ τό τῶν αὐτῶν θείων χαρίτων ἐξίσου μετέχειν; τι δ’ ἄλλο πέφυκε τοσοῦτον συνδέειν τούς ἀνθρώπους, ὅσον τό ὁμόπιστον; δεῖ οὖν τοῖς θείοις νόμοις πειθομένους, πρός βοήθειαν ἡμῶν σπεῦσαι, μηδέ τῶν ὑμετέρων προγόνων χείρους φανῆναι, οἵπερ πολλάκις ἡμᾶς ἠβουλήθησαν σῶσαι, καίτοι οὐδέ τηλικαύτην δύναμιν ὁμοῦ ἔχοντες σύμπαντες, ἡλίκην ἕκαστος ὑμῶν χωρίς ἤδη ἔχετε, καί τοῦ τυράννου πολλῷ προέχοντος , ἀλλ’ ὅμως, οὑκ ὤκνησαν τῆς τοῦ τυράννου δυνάμεως πεῖραν λαβεῖν, καί εἵπου δυνηθεῖεν τῆς δεινῆς αἰχμαλωσίας ἡμᾶς ἐξελεῖν. ᾬοντο γάρ δεῖ ὑπέρ τῶν οἰκείων κινδυνεύειν μᾶλλον, τοῖς θείοις νόμοις πειθόμενοι, ἤ τούτους προέσθαι ἀπολωλέναι, τῶν θείων ὀλιγωροῦντες. Τοιαύτην γνώμην ἔσχον, ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΕ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ, ἅπαντες οἱ σοί πρόγονοι· ὁμοίαν καί παραπλησίαν τούτοις εἶχε καί ὁ Ἥρως ἐκεῖνος Ιωσήφ, οὗ σύ διάδοχος εἷ, ὦ ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΕ ΦΡΑΝΓΚΙΣΚΕ. Ταὐτά τούτοις ἐφρόνει καί ὁ μέγας Λουδοβίκος ὁ ιδ’, οὖ τόν θρόνον σύ διεδέξω, ὦ ΠΡΑΟΤΑΤΕ ΛΟΥΔΟΒΙΚΕ ΙΗ’. Καίτοι Γ’ ἐκεῖνοι οὐχ ἱεράν τινα πρός ἀλλήλους εἶχον συμμαχίαν, πρός τήν τῆς Εὐρώπης ἀφορῶσαν εὐδαιμονίαν, οὔθ’ ὁ τύραννος ἤν ἡμῖν τοσοῦτον βαρύς καί ἀφόρητος, ὅσον ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις, ἀλλ’ οὐ δίκαιον ἔκρινον ἡμᾶς τυραννεῖσθαι, τῶν λοιπῶν χριστιανῶν ἐν εὐνομίᾳ πολιτευομένων. Ἡμεῖς δέ συνδεδεμένοι ἀλλήλοις ὅντες, καί τηλικαύτην δύναμιν ἔχοντες, ἡλίκην οὐδείς πρό ἡμῶν, καί τάαἴσχισταὁρῶντες ἡμᾶς πάσχοντας, οὐ σώσετε; ὁρᾶτε δή, ὦ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΙ καί ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ , ὡς εἴπερ ἡμᾶς κινδυνεύοντας ἐάσετε, τοῖς τυράννοις ἔσεσθε καθ’ ἡμῶν βεβoηθηκότες, κἄν αὐτοῖς ἔργῳ μή βοηθήσητε.”Ιστε γάρ τό πλῆθος ὅσον τοῦ ἀσεβάστου τούτου ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἔθνους· ἐκεῖθεν δέ συλλέξας ἄπειρον τινα στρατόν, ἐπ’ ἀδείας ἐφ’ ἡμᾶς βαδιεῖται ὁ τύραννος, καί σύμπαντας ἀπολέσαι βουλήσεται. Καί οὑκ αὐτός ἔσται ὁ ἀπολέσων, ἀλλά καί ὁ δυνάμενος μέν αὐτόν κωλῦσαι, μή κωλύσας δέ. Εἶτα τοῦτ’ ἀναμενεῖτε, ὦ ΧΡΙΣΤΙΑNIKΩΤΑΤΟΙ. ΒΑΣΙΛΕΙΣ, βουλήσεσθε ἡμᾶς ἀπολωλέναι; ἀλλ’ ἐῶμεν λέγειν, ὁποία πότ’ ἄν ἔσοιτ’ ἐντεῦθεν ἡ ὑμετέρα παρά τοῖς ἐπιγινομένοις δόξα, σκέψασθε δέ, οἶα τά ἐντεῦθεν ἐκβησόμενα. Εἰ μέν γάρ ἐάσετε τούς τυράννους ἐξαφανίσαι (ὅ μή γένοιτο), ἡμᾶς τῆς Ἑλλάδος, αὐτίκα τούς ἐκ τῆς Ἀσίας ὀθωμανούς μετοικήσουσιν εἰς τήν Ἑλλάδα πλείστους ὅσους οἱ τύραννοι, καί ἕξετεὁμόρους ὀλέθρους ἐν τῇ Εὐρώπῃ. Οὐ γάρ παμπληθεῖς ἐσόμενοι βουλήσονται εἰρήνην σχήσειν πρός Θ’ ὑμᾶς, καί πρός τούς ὑμετέρους ἀπογόνους, ὅπου γε καί πρότερον ἠγωνίσθησαν πολλάκις καί τά λοιπά τῆς Εὐρώπης ἐπιδραμεῖν. Καί εἰ μή ὁ θεός αὑτούς τότ’ ἐκώλυσεν, ἐδεδούλωτ’ ἄν πάλαι ὑπ’ αὐτῶν ἅπασα ἡ Εὐρώπη. Οὐδ’ ἄδηλον δ’ ὑμῖν, ὡς πολύν χρόνον ἔσχον κατακρατήσαντες τήν Ἱσπανίαν, ὡς καί εἰς τό κέντρον τῆς Γαλλίας προυχώρησαν, καί αὑτήν τήν Γερμανίαν ἐδῄωσαν, ἀφικόμενοι δις μέχρι καί αὐτῆς τῆς Βιέννης. Φύσει γάρ τό βάρβαρον ἀδικίᾳ καί πλεονεξίᾳ χαίρει. Εἰ δε καί ἐξουσίαν προσπεριβάλλεται, οὐδένα όρoν τίθεται τῶν ἀδικημάτων. Ἐάν δ’ ἡμᾶς σώσητε, καί βοηθήσητε συγκαθαιροῦντες ἡμῖν τόν τύραννον, οὐδέν τοιοῦτον δεινόν δέος ἔσται παθεῖν τούς ὑμετέρους ἀπογόνους, ἡμῶν τῶν αὐτοῖς ὁμόρων ὁμοθρήσκων ὄντων, καί τά μέγιστα ὑφ’ ὑμῶν εὐεργετηθέντων. Μάλιστα δέ καί πρόβλημα τούς Ἕλληνας ἡμᾶς ἕξουσι πρός τούς ἐκ τῆς Ἀσίας βαρβάρους, οἵπερ ἐκ τοσούτων αἰώνων οὐδέποτ’ ἐπαύσαντο καταδoυλoύμενοι τήν Εὐρώπην. Δεῖ οὖν τά μέλλοντα προορᾶν, καί τούς ὑμετέρους ἀπογόνους μή ἐᾶν διακινδυνεύειν, εἰδότας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τό ἄστατον, καί εὐμετάβολον.

11. Εἰ δέ τις οἴεται ταῖς πρός αὐτούς συνθήκαις τά τῶν ὑμετέρων ἀπογόνων ἀσφαλῶς ἕξειν, οὐ σώφρονι λογισμῷ ὁ τοιοῦτος χρῆται. Καί γάρ οὐδέποτε τό βάρβαρον οἶδε συνθήκας φυλάττειν ὅθ’ ἑαυτόν οἴεται τῶν ὁμόρων προέχειν. Μυρίας γάρ ὅσας συνθήκας ἐπεποίητο πρός τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἡμῶν βασιλεῖς, ἀλλ’ ἐπ’ οὐδεμιᾷ ἔμενε μή παραβεβασμένῃ, ὅθ’ἐώρα τούτους ἔχοντας ἀδυνάτως, καί ἐπί ταῖς τυχούσαις αἰτίαις, ἄχρις οὗ καί τήν βασιλείαν αὑτῶν, καί ἡμᾶς, καί σφᾶς αὐτούς ἀπώλεσαν οἱ ἡμέτεροι χρηστοί βασιλεῖς , οἰόμενοι τά πρός τούς βαρβάρους πιστῶς ἔχειν. Καί οὐδέν θαυμαστόν, εἰ βάρβαροι καί ἀσεβεῖς ὄντες τάς συνθήκας ἠθέτουν, θαυμαστόν δ’ ὅτι οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλεῖς οὐδόλως ἐννοῆσαν, ὡς τά τῶν ἀσεβῶν καί βαρβάρων ἀείποτ’ ἄπιστα εἶναι συμβαίνει. Ὅ γάρ παρ’ ἡμῖν εὐσεβές καί ὅσιον, τοῦτο παρ’ αὐτοῖς ἄδικον καί ἀσεβές. Τοιούτων δ’ ὄντων τῶν παρ’ ἑκατέροις ἐναντίων φρονημάτων, πῶς ἄντις συνθήκην, ἤ εἰρήνην, ἤ ὁποίανδήποτε συμμαχίαν τήν πρός αὐτούς καλῶς ἕξειν φήσειεν; ἤ οὐ τά τοιαῦτα πιστά οἱ ἡμέτεροι βασιλεῖς οἰηθέντες ἀπώλοντο; εἰ δέ ταῦτ’ ἄπιστα ἐκεῖνοι ἡγοῦντο, τάχα ἀν αὐτοίτ’ ἐσῴζοντο, καί ἡμεῖς τοσοῦτον χρόνον οὐ διακινδυνεύομεν. Καί εἴπερ τότ’ αὑτούς ἀπώλεσε τοῦτο, ἀτοπώτατον ἀν εἵη νομίζειν τῶν εἰσέπειτα πραγμάτων σωτήριον. Τά γάρ προϋπάρξαντα, ὁποία πότ’ ἄν ᾖ ταύτᾳ, τήν τῶν μελλόντων διάγνωσιν τoιάνδε ἤ τoίανδε, τοῖς ὀρθῶς βουλευομένοις παρέχεται. Διό δεῖ τό πόρρω ἐγγύς ποιεῖν, ἀσφαλῶς περί τῶν ὑμετέρων βουλευομένους πραγμάτων καί ἡμῖν τήν ταχίστην βοηθεῖν.

12. Ἀλλά νη δία γε φήσειεν ἀντίς ἴσως, ὡς εἰρήνην πρός ὑμᾶς ἄγουσιν ἤδη, καί οὐ δεῖ ταύτην λύειν ἐπ’ οὐδεμιᾷ αἰτίᾳ. Θαυμάζομεν δ’ ἡμεῖς, ὦ ΠΡΑΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, εἰ πλεονέκτης φύσει, καί βάρβαρος ἀνήρ ἕλοιτ’ εἰρήνην πρός ὑμᾶς ἄγειν, δυνάμενος ἀδικεῖν καί πλεονεκτεῖν, Οὐ γάρ αὐτός πρός Ὑμᾶς εἰρήνειν ἄγει, ἀλλ’ Ὑμεῖς πρός αὐτόν. Εἰ γάρ οὗτος, ἤν περ πρότερον, καί νῦν εἶχε δύναμιν, οὑκ ἄν ἡσυχίαν ἦγε, κατεδῄου δ’ ἐπιτρέχων ἅπασαν τήν Εὐρώπην; ὀρῶν μέν τοι τήν αὑτοῦ ἀσθένειαν, ἐπάναγκες ἡσυχάζει. “Ἔπειτα δε, οὐχ ἡμεῖς αἴτιοι τοῦ τήν πρός αὑτόν λυθῆναι εἰρήνην, ἀλλ’ αὑτός ἐκεῖνος, περί τε τά θεία ἀσεβῶν, καί περί ἡμᾶς αὑτούς ὑβρίζων , τῆς ἱεράς καί θείας θρησκείας περιφωνῶν. Οὐχ ἥκιστα δ’ ἀντίς ἐκεῖνον είπoι λύειν τήν εἰρήνην, καί διά τόν τοσοῦτον φόνον τῶν ὁμοπίστων χριστιανῶν. Ἤ τίν’ ἄλλην ταύτης μείζω αἰτίαν ζητήσειεν ἀντίς καί δικαιοτέραν, καί εὐσεβεστέραν, ὀρῶν τούς θείους ναούς, τούς μέν καιομένους, τούς δε χριστιανῶν αἵματι περιρρεομένους, γυναῖκας δέ καί παρθένους, καί βρέφη σφαζομένας, αἵ περ μήτ’ ἠδίκησάν ποτε τόν τύραννον, μήθ’ ὅπλα λαβεῖν δύνανται; εἰ οὖν ἡμᾶς τούς ἐνόπλους ἐφόνευε, δίκαιον ἄν ἦν καί τόθ’ ὑμᾶς ἀγανακτῆσαι, καί δίκην παρ’ αὐτοῦ αἰτεῖν, διά τό ὑπέρ τῆς ζωῆς ἡμῶν τῶν ὅπλων ἔχεσθαι, μήτοιγε δή διά τόν τῶν ἀθῳοτάτων θάνατον, καί διά τήν πρός τά θεία ὀλιγωρίαν. Ἤ πηνίκα, ὦ πρός θεοῦ, πηνίκα δόξειεν ἄν τις μᾶλλον εὐσεβεῖν, μᾶλλον τῶν θείων φροντίζειν, οὐχί δ’ ὅτε τούς περί τά θεία τιμωρεῖται ἀσεβοῦντας; πηνίκα καί ἄν τις ὀφθείη φιλάνθρωπος ὤν, οὐχί δ’ ὅτε τοῖς τούς ἀθῴους φονεύουσιν ἐπεξέρχεται; καί μήν ὁ Μωυσῆς ἐκεῖνος ἰδών Αἰγύπτιόν τινα τῶν ὁμοθρήσκων Ἑβραῖον τύπτοντα, τόν ὑβριστήν πατάξας, δίκαια καί εὐσεβῆ ποιῶν νενόμισται. Δικαιότερα δ’ ἄν καί εὐσεβέστερα ποιεῖν Ὑμεῖς δόξετε, εἴπερ βουλήσεσθε σύν ἡμῖν πατάξαι, οὐ τύπτοντας, ἀλλά τούς ὁμοθρήσκους Ὑμῖν φονεύοντας, τούς πυρπολοῦντας τούς θείους ναούς, καί τά ἅγια τοῖς ποσί καταπατοῦντας. Ὁρᾶτε γάρ δή, μή βουλόμενοι τήν πρός τούς ἀσεβεῖς λῦσαι εἰρήνην (φεῦ ἡλίκα τά δεινά, καί ἄλλως οὑκ ἀκίνδυνα λέγειν ἡμᾶς ἀναγκάζει, ἐκτός εἴπερ ἦμεν κινδύνων) μή λάθητε λύοντες τήν πρός τό θεῖον εἰρήνην. Δεῖ γάρ τούς εὐσεβεῖς τούς περί τά θεῖα ὀνειδισμούς οἰκείους λογιζομένους , ἐπεξιέναι τοῖς ὀνειδίζουσιν.

13. Ἄριστα δ’ ἄν ἐποιεῖτε, εἰ καί μηδέν ἀσεβές, μηδέ τοσοῦτον φόνον ποιοῦντα, Ὑμεῖς αὐτοί τήν πρός τόν τύραννον εἰρήνην ἑλύετε. Τέρας γάρ τυραννίας καί ἀνομίας ἔστιν, οὐχί δε βασιλεύς. Τί δέ κοινόν βασιλεῦσι νομιμωτάτοις καί εὐσεβεστάτοις πρός τύραννον ἀνομώτατον καί ἀσεβέστατον; ἡμεῖς μέν μά δίαγ’ οὐδέν οἰόμεθα· δοκεῖ δ’ ἡμῖν τό θεῖον τουτί ὄνομα βασιλεῦσι πρέπον, οἷοι περ Ὑμεῖς ἔστε , βλασφημεῖσθαι τά μέγιστα, ἀνόμῳ τινί παρ’ ἀξίαν ἐπιλεγόμενον. Μή οὖν ἀνέχεσθε ὁμόθρονον ἐν Εὐρώπῃ ἔχειν τοῦτον τόν ὀλεσίμβροτον· δι’ ὄν ἡ οἰκουμένη μιασμάτων πεπλήρωται, δι’ ὅν τοσοῦτοι φόνοι ἄθεσμοι, καί ὅλον τό τῶν Ἑλλήνων γένος κινδυνεύει ἀπόλλυσθαι, ἀλλ’ ἡμῖν βοηθεῖτε αὑτόν συγκαθαιρησόμενοι. Τούτου δε καθαιρεθέντος, ἔσται ἡμῖν βασιλεύς, ὅς ἀν δόξῃ εὐσεβέστατος ὤν, καί ἐννομώτατος· οἵτε νόμοι καθ’ οὕς δεήσει ἡμᾶς πολιτεύεσθαι, οὕτω τεθήσονται, ὥστε ταὐτά συνοίσοντα καί βλάψοντα ἡμῖν τε καί ὑμῖν εἶναι. Οὐδέ γάρ ἀληθές ἔστιν, ὅπερ τινές λέγουσιν, οὑκ ὀρθῶς λογιζόμενοι, ὅτι τούτου τυραννεύοντος, τά τῆς Εὐρώπης ἐν ἰσορροπίᾳ καθέστηκεν, ἄλλως δ’ ἀντίρροπα ταῦτ’ ἔσται. Ὅτῳ μέν δή ταῦτα τεκμαίρονται, ἡμῖν γε ἄδηλον. Δῆλον δ’ ὅτι εὐνομουμένου βασιλέως ὄντος, τά τῆς ἰσορροπίας μᾶλλον ἔσται βάσιμα, ἤ τούτου τυραννεύοντος. Τόν μέν γάρ μηδένα νόμον ἔχοντα, τοῖς πᾶσι συνέβαινε δυσμενῆ εἶναι, καί τήν πρός αὐτόν πᾶσαν κοινωνίαν τῆς βελτίστης ἐξίστασθαι τάξεως. Ἡμῶν δ’ ἐννόμων ἐσομένων, καί ταὐτά συμφέροντα ὑμῖν τό καί ἡμῖν ὑπαγορευόντων, ἅπαν τοὐναντίον ἔσται, καί ταῦθ’ ὑπό πάντων ὑμῶν εὐεργετηθέντων. Ἀλλά περί μέν τούτων πόλλ’ ἔχοντες εἰπεῖν, ὅμως παραλείπομεν, μηδόλως ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες τά περί τῆς ἰσορροπίας καί ἀντιρροπίας ὑπ’ ἐνίων λεγόμενα, ἐξαιτούμεθα δέ τήν παρ’ ὑμῶν βοήθειαν, καί δικαιότατα, καί εὐσεβέστατα, ἐξ ὧν εἰρήκαμεν, γεννησομένην.

14. Λογίσασθε δή, ὦ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ , ὡς οὔτε μεγάλην ταύτην αἰτοῦμεν, καί ῥᾴστην ἐκ τοῦ παραχρῆμ’ ἄν ἡμῖν πεμφθῆναι. Οὐδέ γάρ μεγάλης ταύτης δεόμεθα ἐν τῷ παρόντι, καί ἡ τοῦ τυράννου δύναμις τοσοῦτον παρ’ ἑαυτῆς ἀσθενής ἔστιν, ὅσον δέει συσχεθέντος, ὑφ’ ἡμῶν μόνον ἐν κινδύνῳ καθέστηκεν. Οὐδέ γάρ ἄλλο ὁ τῶν ἀθῳοτάτων πολύς οὗτος φόνος, ἤ ἀσθένεια ἄντικρυς, καί τελεία ἀπόγνωσις τοῦ μή δύνασθαι τούς ἐν ὅπλοις ἡμᾶς βλάψαι. Ὁ μέν γάρ τόν δῆθεν αἴτιον δυνάμενος τιμωρήσασθαι, οὐδέποτε κατεδέξαιτ’ ἄν τούς ἀναιτίους φονεύειν· ὁ δ’ ἀπογνούς ἑαυτόν, ἅπαν τό προστυχόν διαφθείρων, oίεται δίκας λαμβάνειν. Εἰ τοίνυν μικράν τινα πέμψετε βοήθειαν, ἅλις ἔσται ἡμῶν πρός τε τήν τῶν τυράννων καθαίρεσιν, καί πρός τήν τῶν φιλτάτων ἡμῶν σωτηρίαν. Τάχα δ’ ὁ τύραννος ἀκούσας Ὑμῶν ἑτοίμων πρός βοήθειαν ὄντων, αὐτίκ’ εἰς Ἀσίαν oιχήσεται, τήν Θ’ Ἑλλάδα καταλιπών ἀμαχητί, καί τά φίλταθ’ ἡμῶν ζῶντα, δέει τῆς τῶν βοηθησόντων ἡμῖν παρουσίας, καί τοῦ μή αὑτόν , μηδ’ ἐν τῆ Ἀσία ἐάσετε μένειν. Εἰ δε γε μή βουλήσεται, ἀλλά κάκις’ ἔσται ἀπολούμενος τήν ταχίστην, τῶν Ἑλλήνων, τότε εὐθυμοτέρως πολεμησόντων, καί οὐχ ὑπέρ τοῦ σωθῆναι, καί σῶσαι τά φίλτατ’ ἐσομένου τοῦ πολέμου, ἀλλά καί περί τοῦ τιμωρήσασθαι τούς τυράννους, δι’ ὅσα δεινά ἡμᾶς πεποιήκασι. Μηδ’ ὑπολαμβάνετε, ὦ ΚΡΑΤΑΙΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, τῶν πραγμάτων εἰς ταύτην ἀφιγμένων τήν ἀκμήν, ἐνέσται τοῦ λοιποῦ τούς τε κακίστους τυράννους, καί ἡμᾶς τούς Ἕλληνας ἐν τῆ Ἑλλάδι κατοικεῖν. Ἀνάγκη γάρ πᾶσα, ἤτοι ἡμᾶς ἀπολωλέναι (ὅπερ ἀπεύχεσθαι δίκαιον), ἤ τούς τυράννους ἀποδράντας ἐκ τῆς Ἑλλάδος σωθῆναι. Εiδέ γε μή βουλήσονται ὑφ’ ὑμῶν καί ἡμῶν παθεῖν αὑτούς τά κάκιστα. Δεῖ δέ τήν ταχίστην ἡμῖν βοηθεῖν τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καί ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καί μικρᾶς Ἀσίας ἀναμεμιγμένων τοῖς τυράννοις χριστιανῶν, ἔτι ζώντων. Μή προλαβόντες οἱ ἐξωλέστατοι καί τούτους οἰκτρῶς ἀπολέσωσι.

15. Σκέψασθε δή, ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ τῆς Εὐρώπης ΒΑΣΙΛΕΙΣ, καί σύγε, ὦ ΕΥΔΑΙΜΟΝ καί ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΓΓΛΙΑ, δι’ ὀλίγης τῆς πρός ἡμᾶς βοηθείας, ἡλίκην παρά πᾶσιν ἀνθρώποις δόξαν κτήσεσθε· περί ἦς σπουδαστέον μᾶλλον ἕς δύναμιν, ἤ περί οίουδήποθ’ ἑτέρου τῶν καλουμένων ἀγαθῶν. Τί γάρ ἄλλο δόξῃ ἀγαθῇ ἐφάμιλλον; ποία δε μείζων ἑτέρα δόξα τοῦ τῶν θείων πραγμάτων φροντίζειν, καί τοῦ σωτῆρας καί εὐεργέτας κινδυνευόντων γενέσθαι; τό μέν γάρ τόν οὐρανόν πρός εὐλογίαν ὑμῶν ἐπινεύσει, τό δε τῶν θείων προσωνυμιῶν ὑμᾶς ἀξιώσει. Ὅπερ οἱ ὑμέτεροι ἐγνωκότες πρόγονοι, καί τοι τῆς ἐπιχειρήσεως μειζόνων δαπανημάτων ἀπαιτούσης, οὐδ’ ἐκτός, οὔσης κινδύνων, καί ἐπ’ ἀδήλοις τοῖς ἐκ ταύτης έσομένοις, ᾤοντο δεῖν ὅμως πάντα φέρειν καί πόνον, καί κίνδυνον, ὑπέρ τῆς ἀγαθῆς ταύτης καί θείας δόξης· μή οὖν ὑμεῖς γε τούτων ἀπόγονοι ὄντες, καί πλεῖστα καί κάλλιστα ἐκείνων εἰργασμένοι ἔργα, ἐλλείπειν εἰς τοῦθ’ ὅπερ ἐκεῖνοι περί πλείστων ἐποιοῦντο βούλεσθε! Μηδέ ἀκινδύνως τε καί δι’ ὀλίγης τῆς πρός ἡμᾶς βοηθείας ἕς τό τέλειον τῆς μεγίστης εὐκλείας, καί δόξης μή τυγχάνειν. Ἐν δεῖ γάρ αὐτῇ τοῦ καί τήν Ἑλλάδα εὐδαίμονα καταστῆσαι, καί τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐῷμεν λέγειν τούς ἐν Ἀφρικῇ, καί ἐν ἀπᾶσα τῆ Ἀσίᾳ ἀπανθρώπως κτεινομένους ὑπό τῶν τυράννων τούτων, σῶσαι ἤ πότε πρός Θεοῦ, τούτους βοηθήσετε, ὦ ΘΕΙΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ; ὅτε νη δία σύμπαντες φονευθήσονται, τότε βούλεσθε τούς ἀπανθρώπους φονεῖς τιμωρήσασθαι; ἀλλά τίς Ὑμῖν τόθ’ ὁμολογήσει χάριτας; οὐ τοσοῦτον δι’ ἡμᾶς τούς ἐν ὅπλοις ἀναγκαία ἡ παρ’ Ὑμῶν βοήθεια· ἡμεῖς γάρ μαχόμενοι ἀνδρείως ἀποθανούμεθα, εὗ εἰδότες, ὡς οὐδείς οὕτως ἔνδοξος θάνατος, οὐδέ μνημεῖον λαμπρότερον τοῦ ὑπέρ πίστεως, καί πατρίδος, καί φιλτάτων, καί ἐλευθερίας ἀποθνῄσκειν ἀλλ’ ὑπέρ τῶν τάς αὑτάς τοῖς ὀλέθροις τυράννοις οἰκούντων πόλεις· οἵπερ τά ὅπλα περιῃρημένοι, καί μηδεμίαν καταφυγήν ἔχοντες, ἐλεεινῶς θανατωθήσονται. Ἴστε γάρ ἀκούσαντες τήν τῶν τυράννων ἀγριότητα, καί θηριωδίαν, ἐξ’ ὧν οἱ σεβάσμιοι ἐκεῖνοι ἄνδρες, ὁ Πατριάρχης, φαμέν, καί οἱ λοιποί Ἀρχιερεῖς, καί τοσοῦτος λαός ἔπαθον ἐλεεινότατα. Νομίσατε πρός θεοῦ, αὑταῖς γε ταῖς διανοίαις, ἐπεί παρόντες οὑκ ἦτε, ὁρᾶν τούς θείους τούτους ἄνδρας, τούς μηδέν τι ἀδικήσαντας, ἀπό τοῦ θείου ναοῦ ἀποσπωμένους, καί ἐλεεινῶς σύν αὑταῖς ταῖς ἱεραῖς ἐσθῆσιν ἑλκομένους, παιομένους, ὑβριζομένους, καί μόλις πρός οὐρανόν τά ὄμματα αἴροντας, μάρτυρ’ αὑτόν ἐπικαλουμένους, οἷα πάσχουσιν ἀδίκως, καί οὕτως ἐλεεινῶς ἀπαγχομένους! Νομίσατε βλέπειν τόν θεῖον ναόν αἵματι χριστιανῶν περιρρεόμενον, τούς μέν ἐκεῖσε ἀσπαίροντας, τούς δ’ ὧδ ‘ ἐκπνέοντας, αἵματι ἀποπνιγομένους, ἄλλους δ’ ἀλλαχοῦ σφαττομένους, ὡς ἀρνία ἄκακα, μήθ’ ἑαυτοῖς έπαμύναι, μήτ’ ἐκ φυγεῖν τούς ὠμούς τυράννους ἔχοντας. Τούτων τῶν ἀπανθρώπων πράξεων τῶν ὑπό τῶν τυράννων ἐνθυμηθέντες, βοηθήσατε ἡμῖν τήν ταχίστην, ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ. Τούτους τιμωρήσασθε ὑπέρ τῶν ἀθῳοτάτων, ὑπέρ τῶν ἀδυνάτων, καί ἐλεεινῶς κτεινομένων, ὑπέρ τῆς ἱερωτάτης αὑτῆς θρησκείας, καί ὑπέρ τῆς Ὑμετέρας ἀγαθῆς δόξης!

Ἐν Ἑλλάδι ΑΩΚΑ’, Μαΐου ΚΗ’

Τα Νοσοκομεία Σκωτσέζων Γυναικών (ΝΣΓ) σε Θεσσαλονίκη και Έδεσσα (1915 – 1918)

Ι. Το ξεκίνημα

Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το καλοκαίρι του ‘14 , ένας μεγάλος αριθμός “συλλόγων υπέρ της ψήφου των γυναικών” της Μεγάλης Βρετανίας (γνωστές ως Σουφραζέτες) θέλησαν να προσφέρουν τις διοικητικές και επαγγελματικές τους δεξιότητες στη πολεμική προσπάθεια. Η Σκωτσέζικη Ομοσπονδία της Εθνικής Ένωσης Συλλόγων για την Ψήφο των Γυναικών (Scottish Federation of the National Union of Women’s Suffrage Societies), μετά από πρόταση της γιατρού Έλσι Ίνγκλις (Elsie Inglis), πρότεινε τη δημιουργία αμιγώς γυναικείων ιατρικών μονάδων στη πρώτη γραμμή του μετώπου. Το βρετανικό Υπουργείο Πολέμου (Υπουργείο Αμύνης) απέρριψε αμέσως την ιδέα συμβουλεύοντας την Ίνγκλις να επιστρέψει σπίτι της και να “κάτσει στα αυγά της”. Κάτι τέτοιο δεν ήταν βέβαια στον χαρακτήρα της. Είχε πρωτοστατήσει άλλωστε στη κίνηση υπέρ του δικαιώματος των γυναικών στην ιατρική εκπαίδευση ιδρύοντας με τον πατέρα της το Κολέγιο Ιατρικής για Γυναίκες στο Εδιμβούργου (Edinburgh College of Medicine for Women). Είχε επίσης αποκτήσει διπλώματα από το Κολέγιο Ιατρικής Εδιμβούργου, το Κολέγιο Χειρουργικής Εδιμβούργου και τη Σχολή Ιατρικής και Χειρουργικής Γλασκόβης.

Με δική της πρωτοβουλία άρχισε η συγκέντρωση κεφαλαίων από τις τοπικές κοινωνίες και ιδιωτικούς φορείς για τη χρηματοδότηση ιατρικών μονάδων που θα αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από γυναίκες: γιατροί, νοσοκόμες, τραυματιοφορείς, οδηγοί νοσοκομειακών αυτοκινήτων και λοιπό προσωπικό. Τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού βρίσκονταν στο Εδιμβούργο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, με επιτροπές επίσης στη Γλασκόβη και το Λονδίνο, σε στενή συνεργασία με το λονδρέζικο γραφείο του Γαλλικού Ερυθρού Σταυρού. Έτσι, λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου η δημιουργία Νοσοκομείων Σκωτσέζων Γυναικών (ΝΣΓ) άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με την ενθάρρυνση της γαλλικής κυβέρνησης. Η πρώτη μονάδα ήταν ένα βοηθητικό νοσοκομείο 200 κλινών το οποίο εγκαταστάθηκε στο Αβαείο του Ρουαγιωμόν (Abbaye de Royaumont) της Γαλλίας τον Δεκέμβριο του 1914. Τον Απρίλιο του 1915 μια άλλη μονάδα με επικεφαλής την Ίνγκλις εγκαταστάθηκε στη Σερβία που μάχονταν τότε εναντίον της Αυστροουγγαρίας. Η αυστρογερμανική επίθεση εκείνου του φθινοπώρου για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια, οδήγησε στην καταστροφή των στρατοπέδων τους και σε αιχμαλωσία αρκετών εργαζομένων συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Ίνγκλις. Απελευθερώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1916 μετά από διαπραγματεύσεις και η Ίνγκλις αμέσως πήγε να διευθύνει ένα άλλο σκωτσέζικο νοσοκομείο στο ανατολικό μέτωπο. Η νέα μονάδα της εντάχθηκε στη μεραρχία Γιουγκοσλάβων (κυρίως Σλοβένων και Κροατών εθελοντών) που πολεμούσαν μαζί με τον τσαρικό στρατό στη Δοβρουτσά, στα ρωσορουμανικά σύνορα. Μετά την άνοδο στην εξουσία των Μπολσεβίκων και τη σύναψη ειρήνης με τον Κάιζερ στο Μπρεστ – Λιτόφσκ, η μονάδα της Ίνγκλις οπισθοχώρησε στον Αρχάγγελο και από εκεί με πλοίο στο Νιουκάστλ στις 25 Νοεμβρίου 1917. Μια μέρα αργότερα άφησε εκεί τη τελευταία της πνοή από καρκίνο. Παράλληλα, η γιουγκοσλαβική μεραρχία μεταφέρθηκε μέσω Βλαδιβοστόκ, Ειρηνικού, Ινδικού και της διώρυγας του Σουέζ στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στο χωριό Όρμα της Αλμωπίας.

Η Έλσι Ίνγκλις

Μέχρι το τέλος του πολέμου ιδρύθηκαν δεκατέσσερα νοσοκομεία Σκωτσέζων γυναικών σε Γαλλία, Βέλγιο, Σερβία, Ρουμανία, Ρωσία, και Ελλάδα. Υπηρέτησαν πάνω από 1000 γυναίκες εθελόντριες από Σκωτία, Αγγλία και Κοινοπολιτεία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία). Τρία νοσοκομεία εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία: ένα στη Θεσσαλονίκη και δύο στη περιοχή Εδέσσης. Προς τιμήν της αρχηγού Ίνγκλις, το τελευταίο νοσοκομείο που εγκαταστάθηκε κοντά στην Έδεσσα την άνοιξη του 1918 πήρε το όνομα της.

ΙΙ. Η στρατιωτική κατάσταση και η εγκατάσταση της Αντάντ (Entente) στη Θεσσαλονίκη

Στις 5 Οκτωβρίου 1915 άρχισαν να καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη από τη Λήμνο οι πρώτες στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ μετά από ένα πολιτικοστρατιωτικό ιμπρόγλιο σε Αθήνα, Βερολίνο, Παρίσι και Λονδίνο το οποίο ίσως εξιστορηθεί μελλοντικά. Στόχος των δυνάμεων αυτών ήταν η ένωση τους μέσω της κοιλάδας του Αξιού με τον σερβικό στρατό στη περιοχή της Ναϊσσού (Νις) για να τον βοηθήσουν στην αναμενόμενη επίθεση των Κεντρικών Δυνάμεων υπό τον Γερμανό στρατηγό Μάκενσεν (von Mackensen) στα βόρεια σερβικά σύνορα. Ο τελευταίος με τη συντριπτική δύναμη πυρός Γερμανών και Αυστριακών που διέθετε ξεκίνησε την επίθεση από βορρά στις 7 Οκτωβρίου, δυο μέρες μετά την άφιξη των πρώτων μονάδων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη. Οι Σέρβοι ανθίστανται γενναία αλλά είναι αδύνατον να τα βάλουν με δυο αυτοκρατορίες. Αρχίζουν να υποχωρούν σταδιακά προς νότο, αναμένοντας τη βοήθεια των Γάλλων. Στις 9 Οκτωβρίου καταφθάνει στη Θεσσαλονίκη ο Γάλλος στρατηγός Σαράιγ (Maurice Sarrail) και στις αρχές Νοεμβρίου, έχοντας μια κρίσιμη μάζα στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, κηρύσσει την έναρξη των επιχειρήσεων. Πριν όμως αρχίσει η ανάπτυξη των Γάλλων βόρεια της Γευγελής, η Βουλγαρία εκδηλώνει την επίθεση εναντίον της Σερβίας στα ανατολικά της σύνορα όπως είχε συμφωνηθεί με τους Γερμανούς. Οι Γάλλοι μέσα σε έντονη κακοκαιρία ακινητοποιούνται από τους Βουλγάρους στους αρχαίους Στόβους, στο σημείο που χύνεται ο Εριγώνας στον Αξιό, και έτσι αδυνατούν να ενωθούν με τους Σέρβους. Υπό την πίεση των Βουλγάρων αρχίζουν να υποχωρούν τέλη Νοεμβρίου προς την Θεσσαλονίκη προτάσσοντας σθεναρή αντίσταση.

Ο αρχηγός της 2ης βουλγαρικής στρατιάς Γκιόργκι Τοντόρωφ προσπαθεί να πείσει τη γερμανική διοίκηση να του επιτρέψει τη καταδίωξη των γαλλικών στρατευμάτων μέχρι τη Θεσσαλονίκη την οποία πιστεύει ότι την έχει επί τέλους στο χέρι. Ως επικεφαλής της 7ης βουλγαρικής μεραρχίας Ρίλα στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, είχε κατορθώσει στα τέλη Οκτωβρίου του 1912 να τρυπώσει στη Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο μέρος της και γνώριζε καλά τα μέρη. Είχε μείνει άλλωστε αρκετό καιρό στο βουλγαρικό προξενείο της Θεσσαλονίκης και είχε μελετήσει καλά το γεωφυσικό ανάγλυφο της περιοχής. Ο Μάκενσεν όμως του απαγορεύει να περάσει τα ελληνικά σύνορα, προφανώς μετά από εντολή του Κάιζερ ο οποίος είχε ήδη συνάψει μυστική συμφωνία με τον Κωνσταντίνο. Ο σερβικός στρατός πιάνεται έτσι σε μια τανάλια με τους Γερμανούς και Αυστριακούς από βορρά και τους Βουλγάρους από νότο και ανατολικά. Ο γηραιός Σέρβος βασιλιάς Πέτρος με τον διάδοχο και αντιβασιλέα Αλέξανδρο και τη κυβέρνηση αποφασίζουν να στραφούν δυτικά, τη μόνη δυνατή διέξοδο, κάνοντας την ιστορική Μεγάλη Υποχώρηση. Περίπου 400.000 στρατιώτες και οικογένειες με γυναίκες και παιδιά θα επιχειρήσουν να περάσουν Νοέμβριο και Δεκέμβριο μέσα από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου μέχρι την Αδριατική και από εκεί στη Κέρκυρα όπου εγκαθίσταται η σερβική κυβέρνηση. Θα επιζήσουν περίπου 120.000 στρατιώτες και 60.000 πολίτες.

Πρώτος με το μπαστούνι, ο εβδομηντάρης Σέρβος βασιλιάς Πέτρος κατά τη Μεγάλη Υποχώρηση τον Δεκέμβριο του 1915

Έτσι Γάλλοι και Άγγλοι βρέθηκαν μπλοκαρισμένοι στη Θεσσαλονίκη. Είναι η αρχή της έμμεσης εμπλοκής της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο. Στα βόρεια σύνορα της επισήμως ουδέτερης χώρας πολεμούν πλέον οι στρατοί των δυο μεγάλων συνασπισμών. Πρώτη προτεραιότητα της Αντάντ είναι η δημιουργία του περιχαρακωμένου στρατοπέδου (camp retranché) γύρω από τη Θεσσαλονίκη για τη προστασία της πόλης από ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση. Το προσωρινό πέρασμα από την Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε μόνιμη εγκατάσταση που θα διαρκέσει τρία και πλέον χρόνια. Οργανώνεται μια εφοδιαστική αλυσίδα μεταφέροντας με πλοία από Γαλλία και Αγγλία πολεμοφόδια, τρόφιμα, νοσοκομεία εκστρατείας και υγειονομικό υλικό. Ο στρατηγός Σαράιγ θα γίνει βαθμιαία κυρίαρχος σε όλη τη Μακεδονία προσπαθώντας να φυλάξει, όπως συνήθιζε να λέει, τα νώτα του από την εχθρικά διακείμενη ελληνική κυβέρνηση.

Το Μακεδονικό Μέτωπο παραμένει υποτιμημένο στην ιστοριογραφία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη Δύση έγινε γνωστό ως “οι Κηπουροί της Θεσσαλονίκης”. Η βαθμιαία εγκατάσταση 600.000 στρατιωτών θα υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό στη Μακεδονία. Ήταν πρακτικά αδύνατο η μακεδονική γη να θρέψει τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων την εποχή εκείνη. Η έλλειψη τροφίμων οδήγησε πράγματι τις στρατιωτικές αρχές στην ενθάρρυνση καλλιέργειας λαχανικών στους ελεύθερους χώρους των στρατοπέδων, εξού και η ειρωνική φράση του Κλεμανσώ που έγινε διάσημη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η ήττα του Κάιζερ και των Κεντρικών Δυνάμεων άρχισε στα βουνά της Αλμωπίας, στην οροσειρά του Βόρα, τον Σεπτέμβριο του 1918. Πρώτα με τη διάσπαση των βουλγαρικών γραμμών σε υψόμετρο 1800 μέτρων που οδήγησε στην άνευ όρων παράδοση της Βουλγαρίας στα τέλη Σεπτεμβρίου, στη συνέχεια την παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος την απελευθέρωση της Σερβίας και της Ρουμανίας. Στόχος του στρατηγού Ντεσπερέ, ο οποίος είχε αναλάβει την διοίκηση των δυνάμεων της Αντάντ τον Ιούνιο του 1918, ήταν η κατάληψη του Βερολίνου μέσω Βουδαπέστης και Βιέννης. Ο Κλεμανσώ όμως έβαλε φρένο στα σχέδια του ειδοποιώντας ότι μετά τον Δούναβη τέλειωνε η δικαιοδοσία της Στρατιάς της Ανατολής και άρχιζε το Δυτικό Μέτωπο. Ήταν πια αρμοδιότητα του Γενικού Αρχηγείου του Παρισιού και τον διέταξε να επιστρέψει αμέσως στη βάση του στη Θεσσαλονίκη.

ΙΙΙ. Η υγειονομική κατάσταση στη Μακεδονία το 1915-16

Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι δεν είχαν ακριβή γνώση της υγειονομικής κατάστασης της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Είχαν έλθει άλλωστε σαν περαστικοί, να εισχωρήσουν στη Σερβία και να βοηθήσουν τον στρατό της. Από τις πρώτες ενέργειες τους ήταν να μελετήσουν την υγειονομική κατάσταση της περιοχής στην οποία εγκαταστάθηκαν. Γνώριζαν βέβαια ότι υπήρχαν ενδημικές ασθένειες όπως τύφος, δυσεντερία και ελονοσία. Άλλωστε το γεωφυσικό περιβάλλον με τις πολλές λίμνες και τα έλη ευνοούσαν αυτές τις ασθένειες.

Υγειονομικός χάρτης της Μακεδονίας της περιόδου 1916 – 1918. Με κόκκινη γραμμή το μέτωπο την περίοδο 1917 – 1918, με καφέ γραμμή το περιχαρακωμένο στρατόπεδο γύρω από τη Θεσσαλονίκη και σε κύκλους οι ζώνες ελονοσίας και άλλων παρασιτικών ασθενειών (Migliani).

Οι καλύτεροι εμπειρογνώμονες της ελονοσίας εκφράζουν τις έντονες ανησυχίες τους. O Βρετανός Ρόναλντ Ρος (Ronald Ross) ο οποίος ανακάλυψε τη μετάδοση της ελονοσίας από τον ανωφελή κώνωπα, βραβείο Νόμπελ ιατρικής 1901, επισκέπτεται τη περιοχή τον Νοέμβριο του 1915. Προβλέπει μεγάλη επιδημία το καλοκαίρι του 1916 και χωρίς λήψη μέτρων ακόμη μεγαλύτερη το καλοκαίρι του 1917. Ο Γάλλος Αλφόνς Λαβεράν (Alphonse Laveran) ο οποίος ανακάλυψε το παράσιτο πλασμώδιο της ελονοσίας, βραβείο Νόμπελ ιατρικής 1907, σε άρθρο του τον Ιανουάριο του 1916 ζητά τη λήψη μέτρων πριν εκδηλωθεί η ασθένεια την άνοιξη οπότε θα είναι αργά λόγω της “τρομακτικής ταχύτητας εξάπλωσης σε ευνοϊκές συνθήκες”. Τέλος οι αδελφοί Σερζάν (Edmond και Étienne Sergent) οι οποίοι είχαν οργανώσει την ανθελονοσιακή πολιτική στην Αλγερία, θα τονίσουν ότι αν δεν ληφθούν επείγοντα μέτρα “οι σφαίρες των Βουλγάρων και Γερμανών θα είναι λιγότερο θανατηφόρες από την ελονοσία”.

Πράγματι, μετά από έναν πολύ υγρό χειμώνα, τα γύρω έλη σφύζουν από κουνούπια και τα νοσοκομεία εκστρατείας που είχαν στηθεί για να περιθάλψουν τραυματίες πολέμου γεμίζουν από κρούσματα ελονοσίας. “Ο στρατός μου είναι ακινητοποιημένος στα νοσοκομεία” (Mon armée est immobilisée dans les hôpitaux) τηλεγραφεί απεγνωσμένα το φθινόπωρο του ‘16 ο αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων Μωρίς Σαράιγ στο γενικό αρχηγείο στο Παρίσι. Από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο της χρονιάς εκείνης υπάρχουν 60.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα ενώ εκτιμάται ότι ο μισός στρατός έχει εκτεθεί στην ασθένεια. Περίπου 20.000 Γάλλοι βαριά ασθενείς στέλνονται στη Γαλλία για περίθαλψη. Ένα μεγάλο ανθελονοσιακό πρόγραμμα καταστρώνεται το οποίο περιλαμβάνει αποστραγγίσεις ελών, υποχρεωτική λήψη κινίνης και ευρεία χρήση κουνουπιέρας.

Κρούσματα ελονοσίας: με κόκκινο τα κρούσματα στους Γάλλους και με μπλε στους Βρετανούς οι οποίοι επλήγησαν και περισσότερο (AFO = Γαλλικός Στρατός Ανατολής, BSF = Βρετανικές Δυνάμεις Θεσσαλονίκης (Migliani, Le paludisme sur le front «oublié» de Salonique).

Χρειάζονται επειγόντως νοσοκομεία, πολλά νοσοκομεία. Γαλλικά, αγγλικά, σκωτσέζικα ακόμη και καναδικά νοσοκομεία θα φτάσουν με πλοία και θα εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιφέρεια το καλοκαίρι του 1916. Εκτιμάται ότι στη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο έχασαν τη ζωή τους συνολικά 70.000 άνδρες (μάχες και ασθένειες), 44.500 τραυματίστηκαν ενώ 283.500 μολύνθηκαν από τις τοπικές επιδημίες (Alain Larcan, Jean-Jacques Ferrandis, Le service de santé aux armées pendant la première guerre mondiale, 2008). Σε ένα τέτοιο γενικό πλαίσιο εγκαθίστανται τα τρία Νοσοκομεία Σκωτσέζων Γυναικών στο Μακεδονικό Μέτωπο.

ΙΙΙ. Τα τρία Νοσοκομεία Σκωτσέζων Γυναικών

Έχοντας παλιές φωτογραφίες των νοσοκομείων εκστρατείας που είχαν εγκατασταθεί έξω από την Έδεσσα, άρχισε η έρευνα για την ταυτοποίηση της ακριβούς θέσης τους. Για το πρώτο νοσοκομείο που είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1915 η τοποθεσία ήταν γνωστή, στη περιοχή της Μαρτίου δίπλα στο 4ο προσωρινό Γαλλικό Νοσοκομείο. Ονομαζόταν Μονάδα Γκίρτον και Νιούνχαμ (Girton and Newnham (G&N) Unit)) γιατί χρηματοδοτήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος από τις αποφοίτους των δυο ομώνυμων γυναικείων Κολεγίων του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Για το δεύτερο νοσοκομείο στη περιοχή Εδέσσης ένα μόνο στοιχείο ήταν γνωστό. Ότι βρισκόταν δυτικά της πόλης στην Άρνισσα. Χειμώνα του 2015, με ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο και φωτογραφίες ανά χείρας, έγιναν οι αναγνωριστικές εκδρομές στα περίχωρα της λίμνης, καθώς ήταν γνωστό ότι το νοσοκομείο βρισκόταν δίπλα σε μια πλαγιά λόφου, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και σε κοντινή απόσταση από τη λίμνη όπου οι νοσοκόμες συνήθιζαν το καλοκαίρι να κάνουν το μπάνιο τους. Ονομαζόταν Αμερικανική Μονάδα γιατί είχε χρηματοδοτηθεί κυρίως με εράνους στις ΗΠΑ. Για το τρίτο νοσοκομείο δεν υπήρχε κανένα στοιχείο. Έως ότου βρέθηκε το ημερολόγιο μιας νοσοκόμας που επέτρεψε τη ταυτοποίηση της θέσης του. Ήταν στο πλάτωμα μπροστά στον περίφημο Τρύπιο Βράχο, λίγο έξω από το χωριό Νέα Ζωή, σχετικά κοντά στη στενή γραμμή του τρένου Ντεκωβίλ που συνέδεε τη Σκύδρα με Αριδαία και Όρμα. Ήταν το νοσοκομείο “Έλσι Ίνγκλις” που εγκαταστάθηκε την άνοιξη του 1918, στα πλαίσια της προετοιμαζόμενης επίθεσης του Σεπτεμβρίου 1918.

1. Η Μονάδα Girton & Newnham (The Girton & Newnham Unit – G&N)

Ενώ το αγγλικό Υπουργείο Πολέμου δεν αποδέχτηκε την προσφορά της γιατρού Ίνγκλις, άλλες συμμαχικές κυβερνήσεις την αποδέχθηκαν με ευχαρίστηση. Η Γαλλία ήταν μια από αυτές – και στη συνέχεια η Σερβία και η Ρωσία – μέσω του γραφείου του γαλλικού Ερυθρού Σταυρού στο Λονδίνο. Μετά τη θετική εμπειρία με το πρώτο νοσοκομείο στη Γαλλία (Abbaye de Royaumont), η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε ένα πρόσθετο νοσοκομείο το οποίο εγκαταστάθηκε τον Μάιο του 1915 στην πόλη Τρουά (Troyes) της Καμπανίας (Champagne), με τη Δρ Λουίζ ΜακΙλρόι (Louise McIlroy) ως επικεφαλής γιατρό (Chief Medical Officer). H ΜακΙλρόι είχε αποφοιτήσει το 1898 από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης και δούλευε στο νοσοκομείο Βικτόρια της πόλης. Με το ξέσπασμα του πολέμου ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει στη πρωτοβουλία της Ίνγκλις και μαζί με άλλες αποφοίτους του ιδίου Πανεπιστημίου όπως οι γιατροί Ονόρια Κήρ (Honoria Keer), Μαίρη Αλεξάντερ (Mary Alexander) και η λέκτορας φυσικής του κολεγίου Νιούνχαμ Έντιθ Στόνεϊ (Edith Stoney) ως ακτινολόγος, αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας μονάδας.

Όταν τον Οκτώβριο του 1915 αποφασίστηκε η αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, η μονάδα G&N αποδέχθηκε να τα συνοδεύσει: πρώτα στη Γευγελή, τον Νοέμβριο του 1915, όταν οι Γάλλοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τον σερβικό στρατό στην κοιλάδα του Αξιού και από τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους στη Θεσσαλονίκη. «Δεν συνειδητοποίησα ποτέ τη φρίκη του πολέμου μέχρι να φτάσω στο μέτωπο. Χωριά εκκενώνονταν καθημερινά καθώς ο εχθρός πλησίαζε, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από καταφύγια προσφύγων και γαϊδουράκια φορτωμένα με τα οικιακά τους είδη …. Οι πόρτες των εκκλησιών ήταν ορθάνοιχτες και όμορφα σκαλιστά εικονοστάσια και άμφια είχαν αφεθεί στους Βουλγάρους. Δεν έχω δει ποτέ κάτι τόσο δραματικό και δεν θα το ξεχάσω ποτέ» αναφέρει η ΜακΙλρόι σε άρθρο της το 1917. Στη Γευγελή ασχολήθηκαν κυρίως με κρυοπαγήματα και γάγγραινες. Αρχές Δεκεμβρίου του 1915, φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη βρήκαν μια πόλη γεμάτη από στρατεύματα. Ο τόπος εγκατάστασης βρισκόταν ανατολικά, σε μια υγρή περιοχή λίγο πριν τη σημερινή Μαρτίου, κοντά στη θάλασσα, δίπλα στο 4ο Προσωρινό Γαλλικό Νοσοκομείο. Η μονάδα παρέμεινε κάτω από τη διεύθυνση των ιατρικών αρχών του γαλλικού στρατού καθ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στη Θεσσαλονίκη.

Δυο φωτογραφίες με διαφορά ενός αιώνα. Με πράσινη γραμμή η περιοχή του 4ου Προσωρινού Γαλλικού Νοσοκομείου, με κόκκινη η θέση του G&N. (Α) ο ναός Αναλήψεως, (Κ) η βίλα Μεχμέτ Καπαντζή, (Χ1) η βίλα του Περικλή Χατζηλαζάρου, (Χ2) η βίλα του γιου του Κλέωνα Χατζηλαζάρου – παλάτι της χώρας 11/1912 – 03//1913, (Η) η βίλα Χιρς, (Σ) η βίλα Σεϋμπουλάχ (μετά Μορντώχ). Η βίλα Καπαντζή ήταν η έδρα της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου από τον Οκτώβριο 1916 μέχρι τον Ιούνιο 1917.

Η είσοδος στο νοσοκομείο. Αριστερά διακρίνεται στο έδαφος ο μεγάλος ερυθρός σταυρός.

Γιατροί και νοσοκόμες της μονάδας Girton και Newnham στη Θεσαλονίκη

Από το καλοκαίρι του 1916 η ελονοσία κάνει θραύση και γίνονται υπεράνθρωπες προσπάθειες να ελεγθεί η επιδημία. Η ΜακΙλρόι θα γράψει σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1917: “Μεγάλη αναγνώριση οφείλεται στις γαλλικές και βρετανικές στρατιωτικές ιατρικές υπηρεσίες στη Θεσσαλονίκη για τον αποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την απροσδόκητη επιδημία που εξαπλώθηκε στα στρατεύματα στη Μακεδονία. Αυτοί που ήταν στη πατρίδα ήταν αδύνατον να κατανοήσουν πόσο μεγάλη ήταν η πίεση, πόσο κολοσσιαίες οι δυσκολίες σε μια χώρα με λιγοστή παροχή νερού και ένα υγειονομικό σύστημα πολύ κάτω από τα δυτικά μας πρότυπα”.

Ηλιοθεραπεία ασθενών (φωτογραφία του Joseph Pigassou. Δεξιά εικονίζεται ο Paul Albarel και οι δυο γιατροί του γειτονικού γαλλικού προσωρινού νοσοκομείου Νο 4)

Το αντίσκηνο Airdrie με τη γιατρό Ονόρια Κήρ (αριστερά), τη νοσοκόμα Ντάμπαρ (κέντρο) και τη βοηθητική Μπονάρ (δεξιά).

Η κουζίνα του νοσοκομείου

Το φθινόπωρο του 1916 μετά την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων στο μέτωπο άρχισαν να γίνονται εισαγωγές τραυματιών στο νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης του επόμενου έτους το νοσοκομείο ήταν υπερπλήρες και οι χειρουργικές επεμβάσεις εκατοντάδες. Η ΜακΙλρόι έγραψε με μετριοπάθεια ότι “η κύρια επιτυχία του νοσοκομείου οφείλεται στο έργο των βοηθών χειρουργών, των γιατρών Honoria Keer, Barbara Macgregor, Mary Alexander, Mary McNeil, της βακτηριολόγου Isobel Emslie και της ακτινολόγου Edith Stoney. Πολλά οφείλονται στο νοσηλευτικό προσωπικό για την ικανότητά τους στη φροντίδα των ασθενών και των τραυματιών που μας εμπιστεύτηκαν ολόψυχα από το Γαλλικό Πολεμικό Γραφείο”. Σύμφωνα με έκθεση των πεπραγμένων της μονάδας στη Θεσσαλονίκη έγιναν 2.733 χειρουργικές επεμβάσεις ενώ 1.714 ήταν οι ασθενείς που εισήχθησαν για ελονοσία.

Η Λουίζ ΜακΙλρόι

Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στη Θεσσαλονίκη η ΜακΙλρόι ίδρυσε σχολή εκπαίδευσης νοσοκόμων και επέβλεψε την ίδρυση του μοναδικού ορθοπεδικού κέντρου στη Στρατιά της Ανατολής. Τελείωσε την πολεμική της υπηρεσία ως χειρουργός στο Βασιλικό Νοσοκομείο του Ιατρικού Σώματος στη Κωνσταντινούπολη. Μετά τον πόλεμο διορίστηκε καθηγήτρια Μαιευτικής και Γυναικολογίας στη Γυναικεία Σχολή Ιατρικής του Λονδίνου, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια ιατρικής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συνταξιοδοτήθηκε το 1934 αλλά ανέλαβε και πάλι υπηρεσία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το πόλεμο εγκαταστάθηκε στη Γλασκόβη όπου και έκλεισε τα μάτια τον Φεβρουάριο του 1968.

2. Η Αμερικανική Μονάδα (The American Unit)

Αρχές Φεβρουαρίου του 2015 με φωτογραφίες υπό μάλης ξεκίνησα την αναζήτηση της τοποθεσίας της Αμερικανικής Μονάδας στη περιοχή της λίμνης Βεγορίτιδας. Η φωτογραφία που ‘πρόδωσε’ τη θέση προερχόταν από to βιβλίο του δασολόγου – εντομολόγου Έντουαρντ Στέμπινγκ (E. P. Stebbing, At the Serbian Front in Macedonia, 1918). Στο βιβλίο αυτό ο Στέμπινγκ περιγράφει την εμπειρία του από την εθελοντική στράτευση του για τις ανάγκες του πολέμου. “Αξιωματικός μεταφορών σε μονάδα ΝΣΓ στη Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν η δουλειά που μου έταξε η θεά Τύχη μετά από δυο χρόνια προσπάθειας να πείσω στρατηγούς, συνταγματάρχες και ταγματάρχες να μου δώσουν μια προσωρινή δουλειά στη διάρκεια των λίγων μηνών ετήσιας άδειας από τα καθήκοντα μου στο Πανεπιστήμιο”. Έτσι αρχίζει το βιβλίο του ο καθηγητής Δασικής Εντομολογίας και Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί το ακριβές σημείο σε ένα γυμνό τοπίο με πολλούς λόφους χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μια φωτογραφία του βιβλίου όμως έδειχνε μια συστάδα γυμνών βράχων σε ένα λόφο. Και αν τα δένδρα ή η ακτογραμμή της λίμνης αλλάζουν με τα χρόνια, τα βράχια παραμένουν στο ίδιο σημείο.

Στην αριστερή πλευρά της φωτογραφίας διακρίνεται η συστάδα των βράχων πάνω στο λόφο. Η φωτογραφία δείχνει την είσοδο του νοσοκομείου. Στο κέντρο η υπεύθυνη του νοσοκομείου Νεοζηλανδέζα γιατρός Άγκνες Μπένετ (Dr Agnes Bennett) συζητά με την επικεφαλής των μεταφορών, την Αυστραλέζα Μαίρη Μπέτφορντ (Bedford).

Οι επόμενες φωτογραφίες απλά επιβεβαίωσαν τη τοποθεσία. Ο τόπος είχε μείνει απαράλλαχτος μετά από έναν αιώνα! Μια από τις παγκοσμίως πιο γνωστές φωτογραφίες των ΝΣΓ ήταν τραβηγμένη στην Άρνισσα. Συγκρίνοντας την ίδια τοποθεσία σήμερα παρατηρούμε ότι ακόμη και τα μικρά βραχάκια είναι στη θέση τους!

Περιτριγυρισμένη από λόφους, η τοποθεσία ήταν καλά προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους. Σε κόκκινη γραμμή η τοποθεσία του νοσοκομείου. Η κατεύθυνση των φωτογραφιών εδώ είναι ανατολική.

Με κατεύθυνση προς νότο. Πριν από έναν αιώνα, η λίμνη ήταν μεγαλύτερη και ορατή από το στρατόπεδο. Σημείωσα με μπλε γραμμή το κατά προσέγγιση παλιό περίγραμμα της λίμνης στη σύγχρονη φωτογραφία.

Το νοσοκομείο βρισκόταν στον μικρό κόκκινο κύκλο, δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή, περίπου τρία χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Άρνισσας (40°46’27.7″N – 21°51’32.8″E).

Το ταξίδι από την Αγγλία και η ζωή στο νοσοκομείο εξιστορούνται στο ενδιαφέρον ημερολόγιο της βοηθού μαγείρισσας Ίσομπελ Ρος (Ishobel Ross) από το νησάκι Σκάι (Skye) της Σκωτίας (Little Grey Partridge, Aberdeen University Press, 1988). Συμπληρωματικά στοιχεία αντλούνται και από το βιβλίο του Στέμπινγκ ο οποίος βοήθησε στην εγκατάσταση του νοσοκομείου στην Άρνισσα. Το προσωπικό ξεκίνησε από το Σαουθάμπτον στις 3 Αυγούστου με το νοσοκομειακό πλοίο Dunluce Castle. Πριν φύγουν έβγαλαν μιαν αναμνηστική φωτογραφία όλες μαζί.

Το προσωπικό του νοσοκομείου στις τυπικές γκρι στολές τους. Στη πρώτη γραμμή τρίτη από αριστερά κάθεται η επί κεφαλής Άγκνες Μπένετ ελαφρά στραμένη προς τα πίσω όπου κάθεται η Κάθριν Χάρλεϋ (Katherine Harley), αδελφή του αρχιστράτηγου Τζον Φρεντς, η οποία στα 61 της αποφάσισε να βοηθήσει στην οργάνωση των μεταφορικών μέσων των αγγλικών νοσοκομείων. Δεξιά στην άκρη της πρώτης σειράς βρίσκεται η Αυστραλέζα χειρούργος Κούπερ ενώ ψηλά στη προτελευταία σειρά, τέταρτη από αριστερά, είναι η Ίσομπελ Ρος.

Το νοσοκομειακό πλοίο Dunluce Castle

Στη διάρκεια του ταξιδιού εκτός από ασκήσεις γυμναστικής το προσωπικό μάθαινε γαλλικά και σέρβικα για την επικοινωνία στο μέτωπο. Η μονάδα θα ήταν στην υπηρεσία του σερβικού στρατού. Στις 13 Αυγούστου το πλοίο έμπαινε στον Θερμαϊκό κόλπο. “Η Θεσσαλονίκη φαίνεται όμορφη περιτριγυρισμένη από λόφους, με ολόασπρα σπίτια και κόκκινες σκεπές. Είναι ζωσμένη από τείχη με μια ακρόπολη στη κορυφή με πύργους” θα γράψει στο ημερολόγιο η Ρος. Αποβιβάστηκαν τέσσερις μέρες αργότερα, στις 17 Αυγούστου, λόγω της επιδημίας ελονοσίας όπως γράφει. Προσωρινός καταυλισμός στη Μίκρα. Στις 22 του μήνα θα κάνει την πρώτη βόλτα στη πόλη, στη Βενιζέλου και στη πλατεία Ελευθερίας όπου θα γευτεί παγωτό στου Φλόκα. Έκπληκτη παρατηρεί κόσμο από τόσο πολλές εθνικότητες! Την εντυπωσιάζουν το ηλεκτρικό τραμ αλλά και οι πολλές μύγες που κυκλοφορούν παντού. Στις 30 Αυγούστου μαθαίνουν ότι η Ρουμανία μπήκε στον πόλεμο συμμαχώντας με την Αντάντ ενώ την επομένη γράφει για μια μεγάλη διαδήλωση από Έλληνες που επιθυμούσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των συμμάχων “κάτι που ο στρατηγός Σαράιγ φυσικά αποδέχτηκε”. Σε άλλη ανάρτηση μάθαμε ότι πρωταγωνιστής στη διαδήλωση ήταν ο γνωστός μας Φιλώτας Χατζηλαζάρου με καταγωγή από το Κάτω Γραμματικό. Όπως είχε γράψει η παρισινή εφημερίδα “Le Petit Parisien” μετά τη διαδήλωση μια επιτροπή σχηματίστηκε από έφεδρους αξιωματικούς με στόχο την οργάνωση της άμυνας εναντίον των εισβολέων. “Στην επιτροπή αυτή συμμετέχουν οι Φιλώτας Χατζηλαζάρου, έφεδρος ανθυπολοχαγός ιππικού, Γιώργος Χατζηνικολάου, έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού, Επαμεινώνδας Βαλσαμάκης, πρώην λοχαγός, Πέτρος Λούβαρης, πρόεδρος της επιτροπής προσφύγων Μικράς Ασίας, Ιωάννης Πετσόπουλος, διευθυντής της βενιζελικής εφημερίδας Ριζοσπάστης κλπ”.

Άγκνες Μπένετ (δεξιά) και Μαίρη Μπέντφορντ στη πλατεία Ελευθερίας στην Έδεσσα

Ο Στέμπινγκ έφτασε στη Θεσσαλονίκη με άλλο πλοίο λίγες μέρες αργότερα. Σε συνάντηση του με την Χάρλεϋ και την Μπένετ έμαθε ότι ο προορισμός του σκωτσέζικου νοσοκομείου ήταν κοντά σε ένα χωριό που ονομαζόταν Όστροβο ( Άρνισσα) στον τομέα ευθύνης του σερβικού στρατού. Το μέρος είχε επιλεγεί από τον υπεύθυνο των σερβικών ιατρικών υπηρεσιών, τον συνταγματάρχη Σόντερμαγιερ (Sondermeyer). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι επιζήσαντες Σέρβοι μετά τη Μεγάλη Υποχώρηση, μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα με πλοία στη Μίκρα την περίοδο Μαΐου – Ιουλίου 1916. Εκεί εξοπλίστηκαν με γαλλικά όπλα και έκαναν τις απαραίτητες ασκήσεις. Ο στρατηγός Σαράιγ είχε ορίσει σαν τομέα ευθύνης τους τη γραμμή από το Πάϊκο μέχρι τις Πρέσπες, με κύριο ορεινό όγκο την οροσειρά του Βόρα και την κορυφή Καϊμακτσαλάν. Αυτή ήταν άλλωστε και η μεθοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ήλπιζε έτσι ότι θα είχαν έντονο συναισθηματικό λόγο να υπερβάλουν εαυτούς για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Δυτικότερα θα αναλάμβαναν υπηρεσία οι Ιταλοί οι οποίοι κατέφτασαν τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου και επιθυμούσαν να υπηρετήσουν στην Αλβανία για την οποία, όπως φάνηκε αργότερα, είχαν μακρόπνοα σχέδια. Στο λιμάνι τις μέρες εκείνες γινόταν το αδιαχώρητο γιατί συγχρόνως έφτασαν και οι Ρώσοι οι οποίοι θα βοηθούσαν τους Γάλλους στη σχεδιαζόμενη επίθεση στη Δυτική Μακεδονία.

H Θεσσαλονίκη εκείνου του καλοκαιριού έκανε τρομερή εντύπωση στον Στέμπινγκ. Αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για να παρουσιάσει τη μοναδική και αρκετά σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στη πόλη. Γίνεται μάρτυρας της αντίδρασης μέρους των Ελλήνων αξιωματικών οι οποίοι ξεσηκώνονται εναντίον της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων στην ανατολική Μακεδονία με τη σιωπηρή αποδοχή της ελληνικής κυβέρνησης. Ο συνταγματάρχης Ζυμβρακάκης κηρύσσει στις 30 Αυγούστου το κίνημα Εθνικής Αμύνης στο οποίο εντάσσονται περί τους τριακόσιους αξιωματικούς και το σύνολο της χωροφυλακής. Την επομένη κηρύσσεται γενική επιστράτευση στη Μακεδονία. Ένα μήνα αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου 1916, θα αφιχθεί ο Βενιζέλος με το πλοίο Εσπερία και θα σχηματίσει τη Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης.

Δυτική κατεύθυνση. Αριστερά στο λόφο η συστάδα των βράχων.

Στη Θεσσαλονίκη ο Στέμπινγκ έκανε και τη πρώτη του γνωριμία με το νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου το οποίο θα συνόδευε στον τόπο εγκατάστασης του. Όπως γράφει “η μονάδα είχε περί τις εξήντα γυναίκες και ήταν ουσιαστικά μια αυτοκρατορική – πολυεθνική μονάδα αφού μέλη της προέρχονταν από Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία, Ιρλανδία και χώρες της Κοινοπολιτείας. Τρεις από τις γιατρούς ήταν από Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, Μπένετ, Κούπερ και Σκοτ. Η γιατρός Λιούις από την Αγγλία και η Μάνκαστερ από τη Σκωτία. Οι υπεύθυνες διοικητικών υποθέσεων και υγειονομικών κανόνων από τη Σκωτία. Η Μαίρη Μπέντφορντ, υπεύθυνη του όρχου αυτοκινήτων από την Αυστραλία κλπ.”. Αρκετές είχαν υπηρετήσει στη μονάδα της Σερβίας και είχαν αιχμαλωτιστεί μαζί με την Ίνγκλις από τους Γερμανούς (Λιούις, Σκοτ, Τζακ, Γκόρντον και Κερ). Η Μάνκαστερ κατόρθωσε να διαφύγει και να πάρει μέρος στην υποχώρηση μέσα από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας μέχρι το Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Οι περιπέτειας της ακούγονταν στα αυτιά του σαν ένα παραμύθι.

Αλλάζοντας λάστιχο. Αριστερά Ρώσος στρατιώτης και πίσω ο Στέμπινγκ

Η αναχώρηση για την Άρνισσα αποφασίστηκε να γίνει σε δυο αποστολές. Η πρώτη, με επικεφαλής την Χάρλεϋ και συμμετέχοντα τον Στέμπινγκ, αναχώρησε την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου. Η δεύτερη και μεγαλύτερη με τριάντα επτά φορτηγά Φορντ αναχώρησε την επόμενη Τρίτη, 5 Σεπτεμβρίου και την περιγράφει η Ίσομπελ Ρος. Τα υπερφορτωμένα φορτηγά με οδηγούς γυναίκες διέσχισαν τη Θεσσαλονίκη μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Θεσσαλονικέων, όπως γράφει ο Στέμπινγκ. Το δυσκολότερο μέρος της διαδρομής ήταν η ανηφόρα στην είσοδο της Έδεσσας. Χρειάστηκε να ξαλαφρώσουν μερικά φορτηγά με τη βοήθεια Γάλλων στρατιωτών αλλά παρόλα αυτά ένα “έμεινε” προς το τέλος της ανηφόρας στο ύψος των Γυμνασίων και Λυκείων. Εκεί βρισκόταν ο τούρκικος μαχαλάς και ο Στέμπιγκ αναγκάστηκε να ξενυχτίσει φυλάσσοντας το φορτηγό με έναν στρατιώτη φοβούμενος κλοπές από τη παιδική μαρίδα που είχε τριγυρίσει το φορτηγό.

Είσοδος στη πόλη και το ακινητοποιημένο φορτηγό του Στέμπινγκ, “όπου πέρασα όλη τη νύχτα για να το φυλάω”.

Τις ίδιες δυσκολίες στην ανηφόρα συνάντησε και η δεύτερη αποστολή. Όπως γράφει η Ρος “ο δρόμος ήταν πολύ απότομος με κλειστές στροφές και βαθύ γκρεμό από τη μια πλευρά. Οι περισσότεροι κατάφεραν να ανεβούνε αλλά τα φρένα του φορτηγού της κυρίας Σότον έσπασαν και άρχισε να κυλά προς τα πίσω με φόρα. Ευτυχώς σταμάτησε απότομα σε μια συστάδα δέντρων. Την μετέφεραν στο νοσοκομείο Νο 41”, ένα νοσοκομείο που είχε μεταφερθεί στο ίδιο πλοίο από το Σάουθαμπτον και είχε εγκατασταθεί στη περιοχή Σιαμλή κοντά στη δυτική όχθη του Γαλλικού ποταμού. Αλλά και το δικό της φορτηγό είχε προβλήματα να ανέβει. Μόνο όταν κατέβηκαν και άρχισαν να το σπρώχνουν ευδόκησε να συνεχίσει μέχρι την πόλη. “Η Έδεσσα (Βοδενά) είναι ένα γραφικό μέρος. Σε μια στροφή πήραμε λάθος δρόμο και αναγκαστήκαμε να κάνουμε όπισθεν”. Προφανώς στρίψανε λάθος στη σημερινή πλατεία Ελευθερίας στο σημείο όπου είχε ένα δέντρο με διπλή βρύση. “Πλήθη κόσμου μας περιεργάζονταν, ήταν Τούρκοι με αγριωπά πρόσωπα. Η Ντάνκαν και η Γούντυ που είχαν έρθει με την πρώτη αποστολή σταμάτησαν εκεί να πιουν λίγο νερό. Οι Τούρκοι θύμωσαν πολύ γι αυτό και δεν πλησίαζαν πια εκείνη τη βρύση. Όλες οι ελληνικές πόλεις είναι γεμάτες από Τούρκους”. Μετά το χωριό Άγρα “το τοπίο έγινε εξαιρετικά ωραίο με ψηλά βουνά και δέντρα ολόγυρα. Σταματήσαμε στο πλάι του δρόμου να πιούμε τσάι και μαζέψαμε μερικά σύκα τα οποία ήταν υπέροχα”.

Η Ίσομπελ Ρος και αριστερά η κουζίνα

Δεν είχαν τελειώσει το στήσιμο του νοσοκομείου στις 12 Σεπτεμβρίου όταν άρχισαν οι ομοβροντίες των κανονιών. Η επίθεση της Αντάντ άρχιζε για την ανακατάληψη των εδαφών που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι. Οι τελευταίοι είχαν επιτεθεί ξαφνικά στις 17 Αυγούστου από το Μοναστήρι κυριεύοντας Φλώρινα, Βεύη, Κέλλη, Αμύνταιο, Ξινό Νερό μέχρι την Κλεισούρα. Πότιζαν τα άλογα τους στη λίμνη των Πετρών ενώ ύψωσαν τη σημαία τους στη ψηλότερη κορυφή του Βόρα, στο Καϊμακτσαλάν. Οι Σέρβοι κατόρθωσαν να τους σταματήσουν πριν κατέβουν τους λόφους προς την Άρνισσα. “Την πρώτη μας βραδιά στο στρατόπεδο, φωτιστικά βλήματα στάλθηκαν πάνω από τις γραμμές του εχθρού και ήταν γνωστό ότι γίνονταν μεγάλες προετοιμασίες για μια μεγάλη επίθεση» γράφει ο Στέμπιγκ. Η μονάδα είχε φτάσει στην ώρα. Η μάχη του Γκορνίτσεβου (Κέλλη) και η έφοδος για την ανακατάληψη του Καίμακτσαλάν επρόκειτο να ξεκινήσει.

Η Άρνισσα και στο βάθος οι καπνοί από τους βομβαρδισμούς όπως τους φωτογράφισε ο Στέμπινγκ.

Στις 12 Σεπτεμβρίου ο βομβαρδισμός άρχισε. “Τα κανόνια ξεκίνησαν στις 5 το πρωί και συνέχισαν όλη τη μέρα χωρίς διακοπή. Ο θόρυβος είναι κυριολεκτικά εκκωφαντικός… Λένε ότι ο βομβαρδισμός θα συνεχιστεί για τέσσερις ή πέντε ημέρες. Τι θόρυβος! Μερικοί από εμάς πήγαμε στην κορυφή του λόφου απόψε και είδαμε τις λάμψεις από τα όπλα. Αλλά και τι υπέροχη νύχτα, με το φεγγάρι να λάμπει και τους λόφους να φαίνονται τόσο ωραίοι. Η σκέψη του σκοτωμού και του χάους τόσο κοντά σε όλη αυτή την ομορφιά με έκανε πολύ λυπημένη” γράφει η Ρος στο ημερολόγιό της.

Μαγειρεύοντας στην ύπαιθρο. Δεξιά η Ίσομπελ Ρος

Η αντεπίθεση της Αντάντ είχε ξεκινήσει και τα συνεργεία με τα ασθενοφόρα άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν τις πλαγιές κουβαλώντας τραυματίες. Τα τέσσερα χειρουργεία έκαναν εκατοντάδες επεμβάσεις εκ των οποίων πολλούς ακρωτηριασμούς δουλεύοντας νύχτα μέρα. Τα διακόσια κρεββάτια του νοσοκομείου δεν ήταν όμως αρκετά, έτσι οι πιο ελαφρά τραυματσμένοι αλλά κι αυτοί που ήταν σε στάδιο ανάρρωσης μεταφέρονταν με το τρένο στα νοσοκομεία Νο 36 και Νο 37 στο Μαυροβούνι. Στα κρεββάτια του ανάρρωσαν τραυματίες από όλες τις μαχόμενες εθνικότητες. Παλληκάρια που πολέμησαν σώμα με σώμα εφόπλου λόγχη στα 2,500 μέτρα του Καϊμακτσαλάν ξάπλωναν τώρα δίπλα ο ένας στον άλλον κάτω από την ζεστή φροντίδα των θαρραλέων εθελοντριών. Το νοσοκομείο λειτούργησε στην Αρνισσα μέχρι το σπάσιμο των εχθρικών γραμμών το Σεπτέμβριο του `18. Μετά προωθήθηκε στο εσωτερικό της τότε Σερβίας ακολουθώντας τη μετατόπιση του μετώπου.

Ανεβάζοντας κανόνια στο Καϊμακτσαλάν

Οι εθελόντριες που άφησαν μιαν άνετη ζωή πίσω για να έρθουν να προσφέρουν σε μιαν άγνωστη περιοχή, περνώντας τους παγερούς χειμώνες μέσα σε αντίσκηνα ψηλά στην Άρνισσα, προξενούν δικαιολογημένα τον θαυμασμό μας. Ιδιαίτερη μνεία όμως πρέπει να γίνει για τις γυναίκες που ήρθαν από πολύ πολύ μακριά, από την Αυστραλία και τη Ν. Ζηλανδία. Η πρώτη που είχε και τη διεύθυνση του νοσοκομείου ήταν η Άγκνες Μπένετ. Έμεινε στην Άρνισσα μέχρι το Σεπτέμβριο του 1917. Η ελονοσία την κτύπησε κι αυτήν χωρίς όμως να την νικήσει. Επέστρεψε στη Ν. Ζηλανδία όπου έγινε για ένα διάστημα πρόεδρος του ιατρικού σώματος ενώ αντιπροσώπευσε τη Ν. Ζηλανδία σε διεθνή συνέδρια. Πριν από τον μεγάλο πόλεμο είχε δώσει μάχες για το άνοιγμα της πανεπιστημιακής παιδείας στις γυναίκες, ιδέα ταμπού τότε στην Αυστραλία. Η έντονα ανδροκρατούμενη κοινωνία της Αυστραλίας την εποχή εκείνη, αντίθετη με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος από γυναίκες, θα την αναγκάσει να μεταναστεύσει στη Νέα Ζηλανδία όπου άνοιξε το πρώτο ιατρείο της. Από τη Νέα Ζηλανδία ξεκίνησε το ταξίδι της μεγάλης προσφοράς, πηγαίνοντας στη Μεγάλη Βρετανία για να ενταχθεί σε ΝΣΓ. Ήλθε ξανά στην Αγγλία στον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο για να προσφέρει πάλι σαν εθελόντρια γιατρός. Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της το πρόσφερε στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ, όπου είχε κάνει τις πρώτες της σπουδές, και το αρχείο της στην Εθνική βιβλιοθήκη της Ν. Ζηλανδίας. Μια ζωή προσφοράς στον συνάνθρωπό της, όχι μόνο στη ζωή αλλά και μετά θάνατο. Στην Άρνισσα την αντικατέστησε στη διεύθυνση του νοσοκομείου μια άλλη Αυστραλέζα γιατρός, η Μαίρη Κλεμεντίνη Ντε Γκάρις (Mary Clementina De Garis) από τη Μελβούρνη. Με το τέλος του πολέμου και την επιστροφή της στην Αυστραλία ασχολήθηκε με διατροφικά θέματα των βρεφών και έγινε πολύ γνωστή. Η γιατρός Λίλιαν Κούπερ (Lilian Cooper) ήταν χειρούργος από το Μπρίσμπαν (Brisbane). Δούλεψε σε διάσημες κλινικές όπως την Μάγιο της Μινεζότας και το νοσοκομείο Τζώνς Χόπκινς του Μέρυλαντ πριν καταταχθεί σαν εθελόντρια στο ΝΣΓ. Το όνομα της δόθηκε μετά θάνατον σε πτέρυγα του Νοσοκομείου του Μπρίσμπαν (The Lilian Cooper Nursing Home) το οποίο είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ σε ένα ταξίδι μου εκεί. Άλλη εθελόντρια από την Αυστραλία ήταν η λογοτέχνης Μάιλς Φράνκλιν (Miles Franklin). Είχε γίνει διάσημη από τα εικοσιδυό της με ένα παγκόσμιο μπεστ-σελερ (My Brillant Career). Δούλεψε σαν απλή μαγείρισσα στην Άρνισσα μετά από μεγάλη προσφορά σαν σουφραζέτα σε ΗΠΑ και Αγγλία. Είχε αρχίσει μάλιστα τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος στην Αρνισσα που δυστυχώς δεν το τελείωσε (By far Kaymakchalan – Από μακριά το Καϊμακτσαλάν). Προς τιμήν της απονέμεται κάθε χρόνο στην Αυστραλία το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας “The Miles Franklin Literary Award”. Πριν κλείσουμε ας αναφερθεί και το όνομα της Αγγλίδας Κάθριν Χάρλεϋ (Katherine Harley), γενικού αρχηγού της αποστολής, η οποία σκοτώθηκε από θραύσμα οβίδας στο Μοναστήρι και αναπαύεται στο συμμαχικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης.

3. Η Μονάδα Έλσι Ίνγλις (The Elsie Inglis Unit)

Η επιτυχία των ΝΣΓ άλλαξε και την συμπεριφορά των βρετανικών αρχών. Το τρίτο νοσοκομείο έγινε δεκτό από το βασιλικό ζεύγος πριν αναχωρήσει. Στις αρχές του 1918 μια νέα αποστολή ήταν υπό προετοιμασία. Η νέα μονάδα – που ονομάστηκε “Μονάδα Elsie Inglis” – προγραμματίστηκε να ενταχθεί στις σερβικές δυνάμεις στη Μακεδονία και ειδικά στη Γιουγκοσλαβική Μεραρχία που όπως είδαμε ήρθε από τη Δοβρουτσά περνώντας όλη τη Σιβηρία και διαπλέοντας Ειρηνικό, Ινδικό και Μεσόγειο. Η Έθελ Μόιρ (Ethel Moir), νοσοκόμα, γράφει στο πολύτιμο ημερολόγιό της: «Επιστροφή για άλλη μια φορά στο “σπεύδε και τρέχε” της ζωής, ως μέλος του ΝΣΓ! Πίσω στην αγαπημένη παλιά γκρι στολή, στα σακίδια, στις κουβέρτες εκστρατείας κλπ! ». Στις 18 Φεβρουαρίου, η μονάδα επιθεωρήθηκε από τον Βασιλιά και τη Βασίλισσα στο Ανάκτορο του Μπάκιγχαμ. Ο Τύπος έγραψε ότι «τα μέλη της μονάδας συγκεντρώθηκαν στους χώρους του ανακτόρου, και έξι γιατροί έγιναν δεκτές από τους Μεγαλειοτάτους. Επικεφαλής γιατρός είναι η Ανέτ Μπένσον (Annette Benson), διάδοχος της Ίνγκλις, και βοηθοί της οι γιατροί Λίλιαν Τσέσνεϋ (Lilian Chesney) και Γκλάντις Γουώρντ (Gladys Ward). Μετά την επιθεώρηση, ο Βασιλιάς απέτισε φόρο τιμής στο έργο που εκτελέστηκε από τα Νοσοκομεία Σκωτσέζων Γυναικών, και ευχήθηκε την επιτυχία της μονάδας στη μελλοντικά της υπηρεσία στο εξωτερικό».

Η επιθεώρηση της μονάδας στο Buckingham Palace.

Μετά από ένα ταξίδι μέσω Γαλλίας και Ιταλίας τριών εβδομάδων έφτασαν στη Θεσσαλονίκη στις 8 Μαρτίου. Η Μόιρ εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ από την ποικιλία ανθρώπων που είδε στην πόλη: «χθες το απόγευμα, περάσαμε ένα ευχάριστο απόγευμα στη Θεσσαλονίκη και κάναμε λίγη εξερεύνηση! Είναι μια τόσο συναρπαστική παλιά πόλη, απλά ξεχειλίζει από ενδιαφέρον, και σήμερα, φαντάζομαι ότι είναι το πιο κοσμοπολίτικο μέρος της γης. Οι ποικιλίες των στολών είναι θαυμάσιες – βρετανικές, γαλλικές, ιταλικές, ρωσικές, ινδικές, αμερικάνικες και φυσικά σερβικές και ελληνικές, όλες διαφορετικές, ενδιαφέρουσες και γραφικές… Τα φορέματα των γυναικών αποτελούνται από ένα μακρύ είδος κεντημένης φούστας που κρατιέται στη θέση της από μια δερμάτινη ζώνη, ένα κοντό, ανοιχτόχρωμο μεσοφόρι ενώ στα μαλλιά τους όπως και γύρω από το λαιμό τους φορούν κολιέδες με φλουριά και χάντρες. Το «πλήρες ένδυμα» των αντρών είναι πιο εντυπωσιακό! Αποτελείται από ένα κόκκινο φέσι με μακριά μπλε φούντα, ένα πλούσια κεντημένο μπλε ή κόκκινο μπουφάν, γιλέκο παρόμοιου κοψίματος, λευκό μακρυμάνικο πουκάμισο, λευκή φουστανέλα, λευκά κολλητά παντελόνια σαν γυναικείες κάλτσες και κόκκινα παπούτσια που ανασηκώνονται στις άκρες με μια μεγάλη φούντα στην άκρη! Σας διαβεβαιώνω ότι αυτοί οι άντρες αρέσουν πάρα πολύ! Υπάρχουν εκατοντάδες ποικιλίες ντόπιων ενδυμάτων, αλλά τα παραπάνω είναι από τα πιο αξιοσημείωτα».

Η μονάδα έφυγε από τη Θεσσαλονίκη στις 2 Απριλίου για ένα σημείο «περίπου 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, που βρίσκεται στους πρόποδες πανέμορφων χιονισμένων βουνών». Η Μόιρ σημειώνει ότι “βρίσκεται στο δρόμο προς τα χαρακώματα και περίπου 15 μίλια πιο κάτω είναι ένας σιδηροδρομικός σταθμός και ένα μεγάλο νοσοκομείο βάσης, στο οποίο μπορούμε να μεταφέρουμε τους ασθενείς μας. Υπάρχει ένα ρέμα που περνά μέσα από τον καταυλισμό μας (το ονομάσαμε ποτάμι Ποτάκ !!). Στη μία πλευρά του βρίσκονται οι σκηνές υπηρεσίας για την ομάδα μεταφορών και νοσκομείου, την κουζίνα, το γκαράζ και την αποθήκη. Από την άλλη βρίσκονται οι σκηνές του νοσοκομείου, δηλαδή έξι μεγάλες σκηνές αποθεραπείας τραυματιών, η χειρουργική σκηνή, η σκηνή λινών, η σκηνή ιατρείου, η σκηνή γραφείου και η σκηνή τεχνικών εργασιών όπως ξυλουργικές εργασίες. Στη συνέχεια, ψηλά στο λόφο – πάνω από το Νοσοκομείο – είναι τα δικά μας μικρά αντίσκηνα”. Από την περιγραφή καταλαβαίνουμε ότι ο καταυλισμός ήταν κοντά στον σταθμό της Σκύδρας και στα δυο συνεχόμενα βρετανικά νοσοκομεία, το 36 και το 37. Ήταν στον δρόμο προς τα χαρακώματα (δρόμος Σκύδρας – Αριδαίας), αλλά σε ποιο σημείο ακριβώς; Η πληροφορία βρισκόταν στο ημερολόγιο της Μόιρ: “πίσω από τις σκηνές μας βρίσκονται ψηλοί βράχοι, ένας πολύ περίεργος μάλιστα με μια τεράστια τρύπα που ονομάσαμε το Νέο Μάρμαρο”. Αυτός ο βράχος είναι γνωστός στην περιοχή, ο Τρύπιος Βράχος, κοντά στο χωριό Νέα Ζωή. Η παράδοση υποστηρίζει – ακόμη και σήμερα – ότι η διέλευση από την τρύπα αυξάνει τις πιθανότητες για παντρεμένες γυναίκες να έχουν υγιή και έξυπνα μωρά. Όπως λέει η παράδοση αυτό έκανε και η σύζυγος του βασιλιά Φιλίππου, η Ολυμπιάδα, από τη γειτονική Πέλλα, πριν γεννήσει τον Αλέξανδρο!

Τα αντίσκηνα διαμονής του προσωπικού κάτω από τον Τρύπιο Βράχο και το ίδιο μέρος σήμερα

Η υπεύθυνη μεταφορών Χέτζες (Hedges) μπροστά από τη σκηνή της. Ο Τρύπιος Βράχος φαίνεται στην επάνω δεξιά γωνία της φωτογραφίας

Σύμφωνα με την Μόιρ «κοντά στο ρέμα έχουμε τη σκηνή πλυντηρίου και αργότερα θα προστεθεί και ένας αποτεφρωτήρας! Προβλέπω μια πολυάσχολη εβδομάδα τακτοποιώντας τα πράγματα και στήνοντας όλες τις σκηνές. Τα πράγματα είναι ήσυχα προς στιγμήν, αλλά σύντομα αναμένεται φόρτος εργασίας, οπότε είναι “η ηρεμία πριν από την καταιγίδα”».

Η τοποθεσία σε ένα σύγχρονο χάρτη: Το Α είναι η τοποθεσία των 36 και 37 βρετανικών νοσοκομείων, το Β είναι το πεδίο του γαλλο-σερβικού αεροδρομίου στο Μαυροβούνι, το Γ είναι η μονάδα Elsie Inglis και στο D η θέση του μεγάλου σερβικού νοσοκομείου στην Άψαλο.

Η μονάδα Έλσι Ίνγκλις σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη

Στήνοντας σκηνές…

…και κατασκευάζοντας το γκαράζ

Η άνοιξη πέρασε σχετικά ήσυχα στο νοσοκομείο. Η Μόιρ είχε τη δυνατότητα να επισκεφθεί διάφορα μέρη τις μέρες που είχε άδεια. Στη πρώτη έξοδο της, την Κυριακή 13 Απριλίου πήγε γα πρώτη φορά στην Έδεσσα αφού πέρασε πρώτα από τα αγγλικά γενικά νοσοκομεία 37 και 38 στο Μαυροβούνι. “Η πόλη βρίσκεται ψηλά πάνω σε ένα λόφο και είναι ορατή από παντού, από πολλά μίλια μακριά. Ήταν η πρωτεύουσα της Μακεδονίας και είναι ένα υπέροχο μέρος, το πιο όμορφο και πιο γραφικό που έχω δει ποτέ. Από όλες τις πλευρές του λόφου τρέχουν μικρά ορμητικά ρέματα – κάτι σαν «συνεχόμενοι» καταρράκτες σε ένα παραμυθένιο τοπίο, με το καθαρό κρυστάλλινο νερό να πέφτει κάτω στο φρέσκο ​​πράσινο φύλλωμα και στα απαλά ροζ άνθη της ροδακινιάς και της βερικοκιάς. Είναι δύσκολο να το περιγράψεις, αλλά είναι τόσο όμορφο! Παρκάραμε και ρίξαμε μια ματιά στην πόλη, αλλά, καθώς ήταν Κυριακή, σχεδόν όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά”. Στη συνέχεια επισκέφθηκαν στην Άρνισσα την Αμερικανική Μονάδα, τις “Σκωτσέζες γυναίκες που έχουν ένα μικρότερο νοσοκομείο βάσης. Πήραμε το τσάι εκεί και περιηγηθήκαμε στον καταυλισμό τους, μετά ανεβήκαμε σε έναν λόφο από όπου είχαμε μια υπέροχη θέα στη λίμνη, μια από τις μεγαλύτερες σε αυτό το μέρος του κόσμου – μήκους περίπου 30 μιλίων. Επιστρέψαμε στον καταυλισμό μας το βράδυ και τα βραδινά φώτα ήταν όμορφα ».

Από τη μονάδα Elsie Inglis (X) στην Αμερικανική μονάδα (Y) μέσω Έδεσσας

Στις 28 Απριλίου έκανε το δεύτερο ταξίδι της στην Έδεσσα “για να φέρει μερικές Σερβίδες να δουλέψουν στο πλυντήριο”. Γράφει ότι στην Έδεσσα υπήρχαν κάτι λιγότερο από 6.000 Σέρβοι πρόσφυγες κάτι που επιβεβαιώνει την έκθεση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού που αναφέρει 5.000 Σέρβους πρόσφυγες. Επισκέφθηκε τις Αμερικάνες γιατρούς του Ερυθρού Σταυρού οι οποίες πρόσφατα ξεκίνησαν μια μονάδα μικρής κλίμακας. “Πήραμε το μεσημεριανό μαζί τους και μετά πήγαμε για το κυνήγι «γυναικών πλυντηρίου» και είδαμε αμέτρητες προσφυγοπούλες που όλες ήθελαν να έρθουν! Επιλέξαμε τρεις και τις πήραμε μαζί μας”. Στις 3 Μαΐου ήταν η ορθόδοξη Μεγάλη Παρασκευή και πήγαν στην εκκλησία της Όρμας, το αρχηγείο της Γιουγκοσλαβικής Μεραρχίας, όπου βρισκόταν και ο Σέρβος πρίγκηπας Αλέξανδρος με όλο το επιτελείο. Βρήκε τον διάδοχο του σερβικού θρόνου “μικρό και σκοτεινό, καθόλου εντυπωσιακό, αλλά είναι το πιο δημοφιλές άτομο όπως μας λένε”. Εκεί προσκλήθηκαν και την Κυριακή 5 Μαΐου, μέρα του ορθόδοξου Πάσχα όπως και την επόμενη Δευτέρα του Αγίου Γεωργίου.

Η δουλειά στο νοσοκομείο άρχισε να γίνεται έντονη προς τα τέλη Μαΐου με τους βουλγαρικούς βομβαρδισμούς στα χαρακώματα των Σέρβων. Τον Ιούνιο παρουσιάστηκε μια παράξενη γρίπη. «Τίποτα άλλο από δουλειά, δουλειά, δουλειά! Είμαστε πάρα πολύ απασχολημένες, όλα τα κρεβάτια είναι γεμάτα και αρκετοί από το προσωπικό όπως και βοηθητικοί Σέρβοι έχουν αρρωστήσει με μια νέα αρρώστια που μοιάζει κάπως με τον Μαύρο Πυρετό (πυρετός φλεβοτόμου sand-fly fever). Πρόκειται για μια άσχημη ασθένεια, ό, τι κι αν είναι, μικρής διάρκειας αλλά «σύντομη και γλυκιά» και εξαιρετικά ξαφνική! Έχει εξαπλωθεί μέσα στο νοσοκομείο με εκπληκτική ταχύτητα και αρκετοί από τους άντρες είναι πάρα πολύ άρρωστοι. Οι μέρες γίνονται αφόρητα ζεστές τώρα και ω! τι μύγες και κουνούπια!” (16 Ιουνίου). Ήταν μάλλον η πρώτη εκδήλωση της ισπανικής γρίπης στο Μακεδονικό Μέτωπο.

Σε περίπου τρεις μήνες οι συμμαχικές δυνάμεις θα σπάσουν τις εχθρικές γραμμές στην κορυφογραμμή του Βόρα και η μονάδα θα μεταφερθεί στο Άνω Λουτράκι. Πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία θα παραδοθεί. Θα είναι η αρχή του τέλους του Μεγάλου Πολέμου.

IV. Επίλογος

Πριν από έναν αιώνα, δεκάδες γυναίκες από τα Βρετανικά Νησιά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία έφτασαν στα μέρη μας για να βοηθήουν στη πολεμική προσπάθεια. Όχι για να σπείρουν τον θάνατο αλλά για να σώσουν ζωές. Διαβάζοντας τα ίχνη που άφησαν πίσω τους, μέσα από ημερολόγια, βιβλία και άρθρα δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το θάρρος, την αποφασιστικότητα, την αφοσίωση και την ευγένεια τους. Δεν μάχονταν εναντίον των Γερμανών, των Αυστριακών ή των Βουλγάρων. Μάχονταν για τη θέση της γυναίκας στις τότε κοινωνίες, μάχονταν εναντίον των διακρίσεων που μάστιζαν τον τότε κόσμο. Αν σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, ίσως όχι ακόμη όπως και όσο θα θέλαμε, οφείλεται σε ένα βαθμό και στις γυναίκες αυτές. Ελπίζω κάποια αρχή (δήμος; περιφέρεια; σύλλογος;) να τοποθετήσει μια αναμνηστική πινακίδα στα μέρη που έδρασαν για να μας θυμίζουν τον δικό τους ηρωισμό και αυτοθυσία.