Γενέθλια μέρα

IMG-20171008-WA0001

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα μαζευόμασταν η οικογένεια για να γιορτάσουμε τα γενέθλια του αείμνηστου πατέρα μας, Τρύφωνα Σιβένα. Είχε γεννηθεί στις 20 Σεπτεμβρίου του 1906. Μετά την κοπή της τούρτας, που την στόλιζε ένα συμβολικό κεράκι – από τον φόβο φωτιάς αν βάζαμε τα εκατόν τόσα κεριά – άρχιζε η διήγηση μιας από τις πάμπολλες ιστορίες από την περιπετειώδη και ενδιαφέρουσα ζωή του. Εδώ και τρία χρόνια όμως μας λείπει τόσο ο ίδιος όσο και οι ιστορίες τις οποίες διηγούταν με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Έτσι σήμερα, την γενέθλια του μέρα, ο αείμνηστος φίλος του Λάμπης Γερεμτζές θα μας εξιστορήσει μιαν επίκαιρη – λόγω ημερών – ιστορία η οποία είχε σημαδέψει την νεανική ζωή του πατέρα.

Σε χρονογράφημα του πριν από επτά χρόνια στην Εδεσσαϊκή ο Λάμπης έγραψε για τον “άνθρωπο που ξέχασε ο Θεός στη ζωή και συνεχίζει να περπατάει στη γη επί 104 ολόκληρα χρόνια μέχρι σήμερα τον Τρύφωνα Σιβένα που δεν περνάει τον καιρό του στο κρεβάτι και στο ντιβάνι παροπλισμένος αλλά σαν ενεργός πολίτης κυκλοφορώντας στη πόλη, συνοδευόμενος βέβαια αλλά όχι υποβασταζόμενος. Ζει φυσιολογικά με σώας τας φρένας, σωματική υγεία, διατηρεί το χιούμορ του και κουβαλάει στην πλάτη του ολόκληρο το ιστορικό αρχείο της Έδεσσας και όχι μόνο…..Εμείς χαιρόμαστε όταν τον βλέπουμε να κυκλοφορεί άνετα και να τον συναντάμε στις κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις που φροντίζει πάντοτε να δίνει το παρόν….”.

Και ο Γερεμτζές συνεχίζει:

Θυμάμαι τον Τρύφωνα Σιβένα στην σύντομη ομιλία του κατά τα εγκαίνια του μνημείου των Προσφύγων στην Πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου που υποστήριξε ότι οφείλει κατά την γνώμη του την μακροζωία του στις ευχές μιας πονεμένης και χαροκαμένης μάνας, μιας προσφυγοπούλας. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την μεταφορά των προσφύγων και στην Έδεσσα το 1922-23. ο Τρύφων με τους φίλους του, παιδιά των 16 τότε ετών, δημιούργησαν μία εθελοντική ομάδα και πήγαιναν στον σιδηροδρομικό σταθμό, παραλάμβαναν από μία οικογένεια ο καθένας και μέσα από τον παλιό τότε λασπόδρομο τους οδηγούσαν στο κεντρικό τζαμί (σήμερα Κινηματογράφος Μέγας Αλέξανδρος). Εκεί στεγάζονταν η Επιτροπή περίθαλψης των προσφύγων που τους προσέφερε βοήθεια σε τρόφιμα, μια σουπίτσα, λίγα ρουχαλάκια και τους τακτοποιούσε σε σπίτια. Τα παιδιά που βοηθούσαν ήταν ο Αλέκος Δερβίσης, ο Χριστάκης Στεφανίδης (Στεφάνου) γιος του καθηγητή Παντελή, ο Ευάγγελος Τρυψιάνης και ο Τρύφων Σιβένας. Συνήθως οι πρόσφυγες δεν είχαν τίποτε άλλο από ένα μπογαλάκι και τα παιδιά τους. Κατά το πλείστον ήταν χήρες σε άθλια κατάσταση. Μου έλεγε μια μέρα ο μακαρίτης Θωμάς Μιτιλινιός ότι ο ίδιος γεννήθηκε μόλις έφεραν την μάνα του στο τζαμί. Στο κέντρο υποδοχής.

Έτσι λοιπόν τα καλά αυτά παιδιά, η παρέα του Τρύφωνα, έκαμναν πολλές φορές την ημέρα το δρομολόγιο Σ. Σταθμός – Τζαμί. Μια μέρα όπως είπε, συνόδεψε μια πολύ ταλαιπωρημένη μάνα με δυο παιδιά, το ένα βυζιανάρικο και το άλλο δύο ετών. Η γυναίκα πήρε στην αγκαλιά της το μωρό, στο άλλο χέρι το μπογαλάκι και ο Τρύφων πήρε στον ώμο του το μικρό και τους έφερε στο τζαμί. Μεγάλη απόσταση κι ανυπόφορος ο λασπόδρομος με τις λακκούβες. Στην διαδρομή έπαιζε με τον πονεμένο, αγέλαστο μικρό μέχρι που τον έκανε να χαμογελάσει, σφύχθηκε στον λαιμό του , τον αγκάλιασε και έγιναν φίλοι. Ποιός ξέρει τι αισθανόταν στη ψυχούλα του το καημένο το αγοράκι εκείνη τη στιγμή και δεν ήθελε να τον αποχωριστεί! Ίσως στο πρόσωπο του έβλεπε τον αδικοχαμένο πατέρα του και σφιγγόταν στον λαιμό του και τον φιλούσε. Έβλεπε την σκηνή η μάνα και προσπαθούσε να κλάψει αλλά τα δάκρυα της είχαν στερέψει στα μάτια της. Το πρόσωπο από τον πόνο άλλαζε μορφές. Αυτό δεν το ξεχνάει ο Τρύφων. Του έδινε χιλιάδες ευχές και καταλάβαινε ότι έβγαιναν μέσα από την ψυχή της, από την καρδιά της. Από την ψυχή μιας πολύ πονεμένης μάνας που την έβλεπε σαν Παναγία. “Όσο ο Θεός μου προσθέτει χρόνια” λέει “ο νους μου, η σκέψη μου, τρέχουν στις ευχές εκείνης της γυναίκας”.

Πραγματικά ήταν σοβαρό το έργο που προσέφεραν εθελοντικά αυτά τα παιδιά στις οικογένειες των προσφύγων που ήρθαν στην Έδεσσα. Πολύ ευγενική η χειρονομία τους γι΄αυτό κι εμείς που τους εκπροσωπούμε ως απόγονοι του προσφυγικού πληθυσμού για να τους τιμήσουμε παρακαλέσαμε τον καλλιτέχνη γιατρό Ηλία Λαζαρίδη να χαράξει σε μία σελίδα του μαρμάρινου μνημείου των προσφύγων μερικά τετράστιχα που γράψαμε, στα ποία αναφέρονται τα ονόματα τους εσαεί. Γράφει λοιπόν για όσους δεν έτυχε να επισκεφθούν το μνημείο:

Οι πρόσφυγες του 1922-24

Διωγμένοι από τον Πόντο, την Ασία και την Θράκη 

σκόρπισαν σαν τους ανέμους δεν θα ξαναδούν Ιθάκη

Εγκατέλειψαν πατρίδες, τάφους, βιός τα όνειρα τους

κι έφυγαν ξεριζωμένοι από τα πατρογονικά τους.

Όλα σ΄ένα μπογαλάκι να τα βάλουν δεν χωρούσαν

τι να πάρουν τι ν΄αφήσουν να διαλέξουν δεν μπορούσαν.

Κλείνουν μέσα στη ψυχή τους μια εικόνα, την ελπίδα,

κι αρμενίζουν για να βρούνε την καινούργια τους πατρίδα.

Στα λιμάνια, στα βαπόρια και στα τρένα στοιβαγμένοι

χήρες, γέροι και παιδάκια, νηστικοί, βασανισμένοι.

Όταν έφθασε το τρένο στης Εδέσσης τον σταθμό

μια παρήγορη ελπίδα έδιωξε τον στεναγμό.

Ήρθαν νέοι Εδεσσαίοι πρόθυμοι να τους βοηθήσουν

λίγα πράγματα να πάρουν, τα παιδιά να κουβαλήσουν

Μέσα από ένα λασποδρόμι στο τζαμί τους μεταφέρουν

μια κουβέρτα, λίγα ρούχα, μια σουπίτσα τους προσφέρουν

Τους θυμούνται με αγάπη και δεν ξέχασαν κανέναν

Τον Αλέξανδρο Δερβίση, τον Χρηστάκη Στεφανίδη,

τον Ευάγγελο Τρυψιάνη και τον Τρύφωνα Σιβένα.

Εδώ βρήκανε ανθρώπους μ΄ανοιχτή την αγκαλιά τους

και δεν άργησαν να σμίξουν να παντρέψουν τα παιδιά τους.

Ντόπιοι, Πόντιοι και Βλάχοι, Μικρασιάτες και Θρακιώτες

έγιναν ένα χαρμάνι Εδεσσαίοι πατριώτες

Τώρα κάτω από τον ήλιο της γλυκιάς Μακεδονίας

γράφουμε την ιστορία μιας καινούργιας κοινωνίας”.

 

Για την αντιγραφή

Νικηφόρος Σιβένας.