(Rise and Fall of John Nelson Abbott)
Οι μέχρι σήμερα πληροφορίες για την ζωή του Τζέκη Άμποτ ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Αντίθετα οι μύθοι γύρω από τον ιδιότροπο και σπάταλο τρόπο ζωής του άφθονες γιατί κέντριζαν τη φαντασία των ανθρώπων. Με αυτό το τελευταίο άρθρο θέλουμε να κλείσουμε το κεφάλαιο της μεγάλης αυτής οικογένειας, παρουσιάζοντας άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία από τη ζωή του πιο διάσημου μέλους της.
Η Άνοδος…
Όπως είδαμε στο 2ο Μέρος, ο Μπάμπης (Robert Abbott) και ο Τζέκης (John Nelson Abbott) δημιούργησαν τoν Σεπτέμβριο του 1833 μια κοινή εταιρεία. Την ονόμασαν Αφοί Άμποτ (Abbott Frères – Abott Brothers) ανεξαρτοποιούμενοι έτσι από τον πατέρα τους Τζόρτζη (George Frederick Abbott) και την εταιρεία του G. F. Abbott & Co. Ο τελευταίος είχε ήδη παντρευτεί την τρίτη του σύζυγο, Ανυσία Φούντρια, και έφερνε στον κόσμο τους νέους του απογόνους. Ο Τζέκης είχε πατρευτεί στις 26 Σεπτεμβρίου 1826 στο Λονδίνο την Λύδια Άσερ, κόρη της Ιουδήθ και του ωρολογοποιού Βενιαμήν Άσερ (Benjamin and Judith Asher), μέλη της εβραϊκής κοινότητας Λονδίνου. Το 1829 είχε αποκτήσει ένα γιο στον οποίο έδωσε το δικό του όνομα, John Nelson Abbott, γνωστός ως Junior για να ξεχωρίζει από τον πατέρα του. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Άγγλου προξένου – και άσπονδου εχθρού των δυο αδελφών – Τσαρλς Μπλαντ (Charles Blunt), ο Τζέκης είχε αποκτήσει και μια κόρη το 1833 της οποίας όμως αγνοούμε ακόμη το όνομα. Ήταν η χρονιά που αποφάσισε να μετακομίσει στον Βόλο όπως έγραψε ο Γάλλος πρόξενος Πιέρ – Φρανσουά Γκύ . Έγινε αντικείμενο καταγγελιών και απέκτησε την αποστροφή όλων. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει τη δουλειά του στον Βόλο. «Άφησε τον αδερφό του Ρόμπερτ Άμποτ στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστα καλύτερο από αυτόν, αλλά που μπόρεσε να αντέξει τη γενική περιφρόνηση». Ο τελευταίος θα παντρευτεί την κόρη του ταμία της κοινής τους εταιρείας, την Κατερίνα Ηρακλείδη. Η τύχη τους θα αλλάξει απρόσμενα μετά το 1835. Τότε περίπου τα δυο αδέλφια μαθαίνουν για τα εξαιρετικά κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από το εμπόριο των βδελλών. Οι θρυλούμενες ιστορίες λένε ότι το έμαθαν από ένα Γάλλο έμπορο ο οποίος αναζητούσε στη περιοχή τα χρυσοφόρα αυτά σκουλήκια. Η δυτική Ευρώπη έδινε υψηλή τιμή. Η ζήτηση ήταν μεγάλη για καθαρά ιατρικούς λόγους. Το είδαν σαν μιαν ανέλπιστη ευκαιρία, γιατί τα έλη γύρω από τη Θεσσαλονίκη έσφυζαν από βδέλλες. Γρήγορα παίρνουν από τη Κωνσταντινούπολη μονοπωλιακή άδεια για να εμπορευθούν το άγνωστο αυτό είδος, πληρώνοντας και το παραδοσιακό μπαχτσίσι, τον κραταιό αυτό θεσμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που τόσο αγαπήσαμε και εμείς. Η άδεια ανανεώνεται κάθε χρόνο με πλειοδοτικό διαγωνισμό τον οποίο έχουν τον τρόπο τους να κερδίζουν πάντα αυτοί. Τα λεφτά αρχίζουν να μπαίνουν στο ταμείο με τη σέσουλα. Τίποτα δεν τους σταματά. Ούτε η μεγάλη φωτιά που κατακαίει το πατρικό τους στη φραγκογειτονιά τον Σεπτέμβριο του 1939, προίκα του πάμπλουτου καπνέμπορα Καυταντζόγλου στη κόρη του Δόμνα, τη μητέρα τους. Ήταν το σπίτι που γεννήθηκαν, τόσο αυτός όσο και ο Μπάμπης. Ευκαιρία να χτίσουν ένα καινούργιο οίκημα στο ίδιο μέρος, ένα πραγματικό κόσμημα. Η παράδοση αναφέρει ότι το σπίτι ανήκε στον Τζέκη. Όπως θα δούμε όμως του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα. Είχε την πλειοψηφία.
Ας σημειώσουμε ότι η απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας από ξένους υπηκόους στην Οθωμανική αυτοκρατορία είχε ιδιαιτερότητες. Τα ακίνητα των ξένων υπηκόων έπρεπε επισήμως να εγγραφούν στο όνομα Οθωμανών γυναικών. Ο πραγματικός ιδιοκτήτης εμφανιζόταν σε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ αυτού και της Οθωμανής υπηκόου που δάνειζε το όνομα της με ένα αντίτιμο. Το 1856 με το Χάτι Χουμαγιούν (Hatt-i-Humayun), άνοιξε η δυνατότητα αγοράς ακινήτων στο δικό τους όνομα. Η άδεια όμως δεν παραχωρήθηκε παρά δέκα χρόνια αργότερα, με το νόμο της 10ης Ιουνίου 1867, ο οποίος προέβλεπε υπογραφή ειδικών πρωτοκόλλων μεταξύ Πύλης και ενδιαφερομένων δυτικών κρατών. Σ’ αυτή τη περίπτωση οι ξένοι υπήκοοι θα εξισώνονταν με τους Οθωμανούς υπηκόους σε ότι αφορά την απονομή δικαιοσύνης για θέματα ιδιοκτησίας, που σήμαινε απονομή από οθωμανικά δικαστήρια και όχι από τα προξενικά όπως προέβλεπαν οι διομολογήσεις. Η Αγγλία το έπραξε με το Πρωτόκολλο της 18ης Ιουνίου 1867. Αυτό όμως δεν φαίνεται να επηρέασε τα ακίνητα των δύο αδελφών τα οποία είχαν αποκτηθεί με τις προηγούμενες διατάξεις. Ως Άγγλοι υπήκοοι ήταν κάτω από το αγγλικό νομικό καθεστώς και η απονομή δικαιοσύνης γινόταν από τα βρετανικά προξενικά δικαστήρια.
Οι επόμενες δύο δεκαετίες θα είναι δυο χρυσές δεκαετίες. Ο Τζέκης, θεωρείται ο πλουσιώτερος κάτοικος της πόλης, με ιδιότροπη και ανάρμοστη συμπεριφορά για τα ήθη της εποχής. Όπως γράφει ο Μπλαντ το 1848, είχε διώξει από το σπίτι τη γυναίκα του και είχε αναλάβει ο ίδιος την ανατροφή της κόρης του, προς μεγάλη αγανάκτηση του Άγγλου προξένου. Σε επιστολή του το 1849, ο πρόξενος αναφέρει ότι είχε δημιουργήσει και άλλα τέσσερα νοικοκυριά με νέες γυναίκες που έφερε από την επαρχία. Τις συντηρούσε, τις φρόντιζε και τις στόλιζε με κοσμήματα. Τις χρησιμοποιούσε για να αγοράζει με το όνομα τους τσιφλίκια, ακίνητα, αποθήκες κλπ. Δημιουργεί επίσης το εξοχικό του στο Ρετζίκι, τον μικρό του παράδεισο. Δανείζει χρήματα σε πασάδες και μπέηδες που του πωλούν τις σοδειές τους. Τους έχει έτσι γερά δεμένους. Τον σέβονταν και τον φοβόντουσαν για τους ισχυρούς δεσμούς με το δοβλέτι. Ο Τζέκης σε όλο αυτό το διάστημα τραβάει από το κοινό ταμείο χρήματα χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Ο πεθερός του Μπάμπη κρατάει τεφτέρι και τα καταγράφει όλα. Να όμως που το 1856 τα γραφεία του εμπορικού πιάνουν φωτιά και καίγονται τα κιτάπια τους, οι λογαριασμοί χάνονται. Αλλά όσο τα λεφτά συνέχιζαν να μπαίνουν στο ταμείο με τους ίδιους φρενήρης ρυθμούς, δεν φαίνεται η κατάσταση αυτή να δημιουργεί κάποιο πρόβλημα.
Ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ με τον γιο του Αμπτντούλ Χαμιτ θα φιλοξενηθούν στο παλατάκι στη φραγκογειτονιά το 1858. Είναι ο μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο σουλτάνος του Τανζιμάτ, του Χάτι Σερίφ, και του Χάτι Χουμαγιούν που προστάτευε τις μειονότητες και εξασφάλιζε την ίση μεταχείρηση όλων των κατοίκων της τεράστιας αυτοκρατορίας. Ο Τζέκης βρίσκεται στο απόγειο του πλούτου και της δόξας. Τα πράγματα όμως αρχίζουν να αλλάζουν με το πέρασμα στη δεκαετία του 1860. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Αμντούλ Μετζίτ το 1861 από φυματίωση, αναλαμβάνει ο αδελφός του, ο Αμπντούλ Αζίζ. Οι μεγάλες δαπάνες του κράτους αυξάνουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού, οι ξένοι χρηματιστές σκέφτονται σοβαρά πια αν πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τη χώρα αν και οι Έλληνες τραπεζίτες του Πέρα κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας τουρκικό χρέος στη Δύση με διπλάσιο επιτόκιο μέσω των εκτεταμένων εμπορικών δικτύων τους. Για να μπει μια τάξη στα οικονομικά του κράτους ιδρύεται το 1863 η γαλλοβρετανική Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, η οποία αναλαμβάνει την πώληση των χρεογράφων του οθωμανικού δημοσίου. Τα επιτόκια ανεβαίνουν και το εμπόριο αρχίζει να δυσκολεύει. Στη Θεσσαλονίκη εμφανίζονται νέοι ανταγωνιστές όπως οι Μοδιάνο, Αλλατίνι, Χατζηλαζάρου και οι δουλειές μοιράζονται. Ο Τζέκης παρόλα αυτά συνεχίζει τον πανάκριβο τρόπο ζωής σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Πράγμα που αναγκάζει τον αδελφό του Μπάμπη να χτυπήσει το κώδωνα του κινδύνου.
..και η Πτώση
Ο Μπάμπης προσπαθεί να φρενάρει τις υπέρμετρες δαπάνες του αδελφού του που χρηματοδοτούνται από το κοινό ταμείο της εταιρείας. Ο Τζέκης αντιδρά. Αυτός δεν είναι η εικόνα της εταιρείας; Δεν μιλά όλος ο ντουνιάς για αυτόν, για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο; δεν κατεβάζουν όλοι με σεβασμό το κεφάλι όταν περνούν από μπροστά του; Έχει λοιπόν κάθε δικαίωμα να τραβά περισσότερα χρήματα από το κοινό ταμείο. Κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που θα διχάσει τα δυο αδέλφια και θα οδηγήσει τον Τζέκη στη καταστροφή. Χάρη στην ημερολογιακή κοστολόγηση των νομικών υπηρεσιών ενός νομικού συμβούλου του Τζέκη, μαθαίνουμε τα καθέκαστα. Ο Ιωακείμ Γκράσι (Gioachino Grassi) τα καταγράφει όλα, κοστολογημένα κάθε φορά με βάση τον χρόνο που διαρκούσαν οι υπηρεσίες του. Έτσι μαθαίνουμε ότι από τις 3 Νοεμβρίου 1867, τα δυο αδέλφια αρχίζουν μεγάλες συζητήσεις, δυο φορές την εβδομάδα.

Οι συζητήσεις πάνε πίσω μέχρι το 1833, χρονιά που άρχισε η κοινή τους εταιρεία, μιλάνε για τα μερίδια, για τις αναλήψεις, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ανακαλύπτουμε ότι ο Μπάμπης προτείνει συμβιβασμούς, χωρίς όμως να γίνονται αποδεκτοί. Πολλές φορές συμμετέχει και ο πρωτότοκος γιος του Μπάμπη, ο Αλφρέδος, αλλά ούτε αυτό φέρνει αποτέλεσμα.

Αρχίζει έτσι να προβάλει δειλά ως μόνη λύση η προοπτική χωρισμού των δυο αδελφών, που σημαίνει διάλυση της εταιρείας. Ο Μπάμπης προτείνει μια συναινετική ρευστοποίηση. Ο Τζέκης αντιστέκεται. Αναγνωρίζει ότι έκανε μεγαλύτερες αναλήψεις από το ταμείο της εταιρείας, της τάξης των τριών πέμπτων, αλλά αυτό ισχυρίζεται ότι ήταν απόρροια του μεγαλύτερου μεριδίου που κατείχε στην εταιρεία. Ένα επίσημο χαρτί του έδινε αυτό το ποσοστό. Θυμάται ότι είχε ένα αντίγραφο το οποίο πρέπει να καταστράφηκε στη πυρκαγιά του 1856. Ίσως όμως να έχει το δικό του αντίγραφο ο αδελφός του. Στέλνει τον Γκράσι να ζητήσει ένα αντίγραφο από τον Μπάμπη. Αυτός βέβαια αρνείται ότι υπήρξε τέτοιο χαρτί. Ο Τζέκης προσφεύγει στο Προξενείο ζητώντας να υποχρεώσει τον Μπάμπη να του δώσει το πολυπόθητο χαρτί. Στη προξενική ακρόαση ο Μπάμπης επαναλαμβάνει ότι δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο έγγραφο. Στις 29 Μαρτίου 1868 οξύνεται η κατάσταση. Ο Μπάμπης καταγγέλλει εγγράφως τον Τζέκη ότι έστειλε τηλεγραφήματα στους συνεργάτες της εταιρείας πληροφορώντας τους ότι η επιχείρηση πρόκειται να διαλυθεί. Υποδείκνυε μάλιστα τον τρόπο που θα έπρεπε στο εξής να εκτελούν τις παραγγελίες τους. Ήταν άραγε πρωτοβουλία με στόχο να πιέσει τον Μπάμπη στο θέμα των μεριδίων; Τον Απρίλιο ο Τζέκης αποφασίζει να ζητήσει τις υπηρεσίες ενός εγνωσμένου κύρους συμβούλου στη Κωνσταντινούπολη, κάποιου Κλίφτον. Στέλνει εκεί τον Γκράσι για 21 μέρες, από 26 Απριλίου μέχρι 17 Μαΐου. Αλλά και από εκεί δεν προκύπτει τίποτα σημαντικό, πλην μιας μεγάλης αύξησης των εξόδων.
Βλέποντας την παρελκυστική τακτική του αδελφού του, ο Μπάμπης αποφασίζει τον Ιούλιο να προσφύγει στο Ανώτατο Προξενικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης (Supreme Consular Court of Constantinople) με αίτημα τη ρευστοποίηση της εταιρείας. Με την έναρξη της δίκης η εταιρεία «Αφοί Άμποτ» διακόπτει τη λειτουργία της. Το ταμείο κλείνει. Είναι η αρχή μιας άλλης περιπέτειας που θα διαρκέσει έξι χρόνια από τον Ιούλιο του 1868 έως τον Ιούνιο του 1874. Κύριος μάρτυς εναντίον του, ο ταμίας της εταιρείας και πεθερός του Μπάμπη, ο Ηρακλείδης. Ο Τζέκης προσπαθεί να πείσει το δικαστήριο ότι είχε τα τρία πέμπτα της εταιρείας, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τα πάντα είχαν καεί. Στο διάστημα αυτό, θα αναγκαστεί να προσφύγει σε μεγάλο δανεισμό για να χρηματοδοτήσει τις διαρκείς ενστάσεις και εφέσεις που υποβάλλει.
Δια χειρός Τζέκη: Λίρας Τουρκίας 3431 6/00 – τρεις χιλιάδας τετρακοσίας τριάντα μία κ’ εξ εκατοστά χρεωστώ ο υποφαινόμενος να πληρώσω ες τον Κύριον Δαβίδ Σ, Φρανσές την 17/29 ερχομ. Μαϊου Ε,Ε ατόκως, κ άλλας τόσας έλαβον παρά του ιδίου εσ σήμερον εσ μετρητά. Θεσσαλονίκη 17/29 Μαρτ, 1871, και η υπογραφή του.

Ζητά μάλιστα από τις γυναίκες στις οποίες είχε χαρίσει πανάκριβα κοσμήματα να του τα δώσουν προσωρινά πίσω. Τα βάζει ενέχυρο στον Σαούλ Μοδιάνο για να αποκτήσει μια εφήμερη ρευστότητα. Βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Η αρχή του συμφωνητικού με το οποίο βάζει ενέχυρο τα κοσμήματα μιας γυναίκας στον ενεχυροδανειστή Σαούλ Μοδιάνο από τον οποίο δανείζεται 1060 τουρκικές λίρες.

Από τη μεριά του ο Μπάμπης εγκαθίσταται στο Βόλο ίσως γιατί έχει κουραστεί από όλη αυτή την ιστορία. Σύμφωνα με τον Εδεσσαίο ιστορικό Ευστ. Στουγιαννάκη μια Ελισάβετ Άμποτ είχε παντρευτεί τον εγκατεστημένο στο Βόλο Λάζαρο Χατζηλαζάρου, πρώτο ξάδελφο του Περικλή. Κατά τον αυστριακό πρόξενο ήταν κόρη του Μπάμπη.
Από αναφορά του αυστριακού προξένου Chiari προς τον υπουργό εξωτερικών Andrassy το 1876 με την ευκαιρία της σφαγής των προξένων «ο κ. Περικλής Χατζηλαζάρου δεν έχει σχέση ούτε με τον κ. Μουλέν ούτε με τον κ. Άμποτ. Αλλά ο ξάδερφος του Περικλή Χατζηλαζάρου που ζει στο Βόλο (ήταν στο Βόλο κατά τη διάρκεια των γεγονότων), είναι παντρεμένος με την αδερφή του κ. Ερρίκου Άμποτ, η οποία είναι επίσης αδερφή της κυρίας Μουλέν»

Στις 5 Φεβρουαρίου 1874 ο Μπάμπης θα αφήσει την τελευταία του πνοή, λίγους μήνες πριν την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης. Στις 23 Ιουνίου 1874, το Ανώτατο Εφετείο για θέματα εκτός Αγγλίας (Judicial Committee of the Privy Council) δικαιώνει τον Μπάμπη. Θα γίνει ρευστοποίηση της εταιρείας με πώληση της ακίνητης περιουσίας μέσω δημοπρασιών. Οι εισπράξεις θα κατανεμηθούν μεταξύ των δύο αδελφών σε ίσα μερίδια. Από το μερίδιο του Τζέκη όμως θα αφαιρεθούν 2 εκατομμύρια γρόσια για να προστεθούν στο μερίδιο του Μπάμπη, ως αποζημίωση των υπεραναλήψεων που είχε κάνει. Τα έξοδα της δίκης όπως και όλων των περαιτέρω διαδικασιών θα επιβαρύνουν τον ίδιο. Το δικαστήριο ορίζει υπεύθυνο για τη ρευστοποίηση της εταιρείας, τον έμπειρο διευθυντή της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Θεσσαλονίκης, Τσαρλς Ουίλιαμ Μπιουκάναν (Charles Willam Buchanan). Σημειώνουμε ότι η υπερανάληψη των δύο εκατομμυρίων αντιπροσώπευε την διαφορά μεταξύ 2,5 και 3 πέμπτα, δηλαδή 0,5/5. Το ένα πέμπτο λοιπόν αντιστοιχεί σε 4 εκατομμύρια γρόσια και τα 5/5 σε 20 εκατομμύρια γρόσια. Είναι μια πρόχειρη εκτίμηση των εσόδων της εταιρείας στα εικοσιπέντε χρόνια λειτουργίας της.
Ο Τζέκης δεν έχει ξαναδεχτεί τέτοιο χτύπημα. Αυτός ο μέγας και πολύς, είναι πια καταχρεωμένος. Μια ύστατη προσπάθεια στο Λονδίνο να κηρύξει χρεοκοπία απλά προσθέτει επί πλέον χρέη. Γίνεται ράκος. Ο Δεκέμβριος της χρονιάς εκείνης τον βρίσκει κατάκοιτο στο κρεββάτι από όπου τον σηκώνουν, νεκρό πλέον, στις 27 Φεβρουαρίου 1875.
Η ρευστοποίηση της Abbott Brothers και η εκτέλεση της Διαθήκης του Τζέκη
Ο υπεύθυνος ρευστοποίησης της κοινής εταιρείας των δύο αδελφών δεν προλαβαίνει να συλλέξει τα στοιχεία που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία ενόψει των δημοπρασιών, όταν γίνεται γνωστός ο θάνατος του Τζέκη. Στη ρευστοποίηση προστίθεται πλέον και η εκτέλεση της διαθήκης. Κληρονόμοι σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία φέρει ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 1829, είναι η σύζυγος του Λύδια Άμποτ και ο μόλις γεννηθείς γιος John Nelson Abbott. Ο τελευταίος, χρηματιστής στο Λονδίνο πια, έρχεται στην Ανατολή για τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις, οι οποίες όπως θα δούμε θα πάρουν χρόνο. Γνωρίζει άπταιστα ελληνικά, αφού έβγαλε το Βασιλικό Γυμνάσιο Αθηνών πριν πάει στο Καίμπριτζ για σπουδές.
Η μητέρα του, με πληρεξούσιο της 1ης Μαρτίου 1875, τον ορίζει νόμιμο εκπρόσωπο της για κάθε απόφαση που θα την αφορά σχετικά με την κληρονομιά ως χήρα του θανόντος την 27η Φεβρουαρίου John Nelson Abbott.

Η ημερομηνία της διαθήκης και οι νόμιμοι κληρονόμοι αναγράφονται σε έγγραφο με το οποίο η Λυδία Άμποτ και ο γιος John Nelson Abbott αποδέχονται τη διαχείριση όλης της περιουσίας του Τζέκη από τον Μπιουκάναν για την εκτέλεση της διαθήκης.

Η ρευστοποίηση της εταιρείας Αφοί Άμποτ και η εκτέλεση της διαθήκης του Τζέκη είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες. Έτσι αμφότερες τίθενται κάτω από το Ανώτατο Προξενικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης με πρόεδρο και δικαστή τον γενικό πρόξενο της Αγγλίας Φίλιπ Φράνσις (sir Philip Francis). Εκτελεστής της περίπλοκης διαθήκης ορίζεται στις 10 Απριλίου 1875, με τη σύμφωνη γνώμη των κληρονόμων του Τζέκη, ο έμπειρος διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Μπιουκάναν στον οποίο ανατίθεται η διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων του Τζέκη.
Απόσπασμα της απόφασης του δικαστηρίου με την οποία ορίζεται από τις 10 Απριλίου 1875 εκτελεστής της διαθήκης του Τζέκη ο διευθυντής της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Θεσσαλονίκης C. W. Buchanan.

Αντικαταστάτης του για τη ρευστοποίηση της εταιρείας «Αφοί Άμποτ» ορίζεται, με τη σύμφωνη γνώμη των κληρονόμων των δύο πλευρών, ο ετεροθαλής αδελφός Βαρθολομαίος Έντουαρντ Άμποτ, γιος του Τζόρτζη και της τρίτης γυναίκας του Ανυσίας, ο οποίος είχε σπουδάσει οικονομικά στην Αγγλία. Συγχρόνως ορίζονται δυο δικηγορικά γραφεία της Κωνσταντινούπολης, των Κέιβαν – Λάμποκ και Ρόμπερτ Μακ Άντριου (Cavan – Lubbock, Robert Mac Andrew) ως εκπρόσωποι όλων των πιστωτών του Τζέκη, δηλαδή των ανθρώπων στους οποίους χρωστούσε. Τα αιτήματα των πιστωτών θα απευθύνονται τόσο στα δύο δικηγορικά γραφεία όσο και στον διαχειριστή της περιουσίας του Τζέκη. Τελική απόφαση επί όλων των θεμάτων θα παίρνει αποκλειστικά το Δικαστήριο στη Κωνσταντινούπολη υπό τον γενικό πρόξενο και δικαστή Φίλιπ Φράνσις.

Αντιπρόσωποι του θανόντος Μπάμπη είναι η χήρα του Κατερίνα και οι γιοι Αλφρέδος και, μέχρι τον τραγικό του θάνατο, Ερρίκος. Το πιο κάτω έγγραφο είναι ιστορικό. Ο Ερρίκος είχε υπογράψει προσφυγή με τη μητέρα του Αικατερίνη και τον αδελφό του Αλφρέδο προς τον διαχειριστή της διαθήκης του Τζέκη για ένα θέμα σχετικό με τη ρευστοποίηση της Abbott Brothers. Η απόφαση επί της προσφυγής βγήκε στις 29 Μαΐου 1876, τρεις εβδομάδες μετά την άγρια δολοφονία του.
Λίγες μέρες μετά την ονομασία του, ο εκτελεστής της διαθήκης λαμβάνει από το Δικαστήριο τα άμεσα μέτρα που πρέπει να πάρει. Θα πρέπει να ετοιμάσει μέχρι την 31η Μαΐου οκτώ εκθέσεις εκ των οποίων μία θα αφορά τα χρέη και μία τη προσωπική περιουσία του Τζέκη. Ξεφυλλίζοντας τις εκθέσεις αυτές μαθαίνουμε ότι τα ποσά τα οποία διεκδικούσαν οι πιστωτές ανέρχονταν σε 4,5 εκατομμύρια γρόσια. Εκτός από το μεγάλο χρέος προς τους κληρονόμους του αδελφού του, ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους δίκης, στις λίστες βρίσκουμε τα ονόματα των μεγάλων χρηματιστών της Θεσσαλονίκης όπως Μοδιάνο, ντε Μποτόν, Νεχαμά, Μπενβενίστε, Ιωάννη Χατζηλάζαρο κλπ. Εκεί βρίσκουμε και ονόματα γυναικών. Πρόκειται για γυναίκες στο όνομα των οποίων είχε γράψει τα ακίνητα. Όπως την Retibe Hanum στην οποία είχε γράψει κτήματα με κατοικία στο Χορτιάτη αξίας 420.000 γροσίων. Σε ορισμένες όμως γυναίκες, εκτός από ακίνητα, είχε χαρίσει και πολλά κοσμήματα. Ανακαλύπτουμε μια Αννέττα Γεωργίου η οποία διεκδικεί 180.000 γρόσια από ενοίκια ακινήτων που ήταν γραμμένα στο όνομα της καθώς και 150.000 γρόσια, την αξία των κοσμημάτων που δάνεισε στον Τζέκη. Μια Ελένη Δημητρίου διεκδικεί μικρότερο ποσό που συμπεριλαμβάνει επίσης τιμαλφή. Το υπόμνημα όμως που υπογράφει η Αννέττα Γεωργίου έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Περιγράφει ένα προς ένα τα κοσμήματα που της είχε χαρίσει ο Τζέκης τα τελευταία 26 χρόνια. Άρα τον γνώριζε από το 1849, πράγμα που επιβεβαιώνει την αναφορά του τότε προξένου της Αγγλίας Τσαρλς Μπλαντ. Πρόκειται για κοσμήματα που είχε δωρίσει στην ίδια αλλά και λίρες που είχε χαρίσει στη γέννηση κάθε παιδιού τους: Μίλτον, Ελίζα, Κλοτίλδη και Ελπίδα. Άλλη επιβεβαίωση της πληροφορίας του Μπλαντ ότι ο Τζέκης είχε αποκτήσει παιδιά με άλλες γυναίκες. Μαθαίνουμε ότι στην Ελίζα Άμποτ χάρισε ένα χρυσό μπρασελέ με διαμάντια καθώς και κινέζικα κοσμήματα όταν επέστρεψε από τις σπουδές της στη Γερμανία. Ακόμη πιο σημαντικό, η έρευνα του εκτελεστή της διαθήκης έδειξε ότι ο Τζέκης είχε γράψει πράγματι στο όνομα της Αννέττας το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του, συμπεριλαμβανομένου του ακινήτου της Retibe Hanum!
Ένα από τα υπομνήματα της Αννέττας Γεωργίου υπογράφεται και από τη κόρη της Ελίζα Άμποτ.

Η τύχη της οικίας επί της σημερινής οδού Φράγκων
Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τις πωλήσεις της ακίνητης περιουσίας. Το μόνο στοιχείο αφορά στο τσιφλίκι Αρακλί το οποίο πουλήθηκε σχετικά νωρίς. Ο Μπιουκάναν αναφέρει σε έκθεση του της 14ης Ιουνίου 1875 ότι βρήκε οκτώ ακίνητα στα βιβλία του εκλιπόντος Τζέκη με την αξία τους σε τουρκικές λίρες. Μερικά του ανήκαν εξ ολοκλήρου, άλλα μερικώς. Το μόνο – και ακριβότερο – ακίνητο στη Θεσσαλονίκη, του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα. Η αξία του μεριδίου του υπολογίστηκε σε 2.500 τουρκικές λίρες (περίπου 250.000 γρόσια), ήτοι, 420.000 γρόσια το σύνολο της οικοδομής. Το 1875 με την χρεοκοπία του τουρκικού δημοσίου ίσως οι τιμές να είχαν πέσει λόγω της γενικής δυσπραγίας. Το ίδιο φαινόμενο γνωρίσαμε και εμείς τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται προφανώς για το ακίνητο που φιλοξένησε τον σουλτάνο Αμπντουλ Μετζίτ το 1858, δηλαδή την οικοδομή που υπήρχε στη σημερινή οδό Φράγκων. Τα υπόλοιπα δύο πέμπτα ανήκαν στον αδελφό του Μπάμπη από την εποχή που έχτισαν το κτίριο μετά τη πυρκαγιά του 1839. Ήταν το πατρικό τους, το σπίτι στο οποίο γεννήθηκαν, κληρονομιά της μάνας τους, της Δόμνας Καυταντζόγλου. Η σχέση τρία πέμπτα – δύο πέμπτα στην ιδιοκτησία του σπιτιού, εκπλήσσει. Ήταν η πάγια θέση του Τζέκη για τα μερίδια της κοινής εταιρείας ‘Αφοί Άμποτ’. Αυτό υποστήριζε, τόσο στις συζητήσεις με τον αδελφό του όσο και στη μεγάλη δίκη στη Κωνσταντινούπολη. Να είχε δίκιο ο Τζέκης; δεν αποκλείεται, γιατί η σχέση που εφαρμόστηκε στην ιδιοκτησία του σπιτιού της φραγκογειτονιάς ίσως αντικατόπτριζε τη μεταξύ τους σχέση στην εταιρεία, η οποία είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Όλα τα στοιχεία όμως είχαν γίνει στάχτη στη πυρκαγιά του 1856. Μετά τον θάνατο του Τζέκη, υποθέτουμε ότι το σπίτι περιήλθε στους κληρονόμους του Μπάμπη οι οποίοι ήταν και οι μεγαλύτεροι πιστωτές χάρη στη δίκη που κέρδισαν. Πρόκειται για τη χήρα Αικατερίνη, τον Αλφρέδο και τον Ερρίκο. Με την εκκαθάριση λοιπόν της κοινής εταιρείας και της διαθήκης του Τζέκη θα έγινε δυνατή η εγκατάσταση του Ερρίκου στο κτήριο της οδού Φράγκων. Εάν δώσουμε βάση στην ανταπόκριση της γαλλικής L’ Illustration, εκεί βρισκόταν και το προξενείο της Γερμανίας με πρόξενο τον Ερρίκο. Όπως αναφέρει η γαλλική επιθεώρηση είχε πάρει αυτή τη θέση χάρη στις υψηλές σχέσεις του ευκατάστατου πεθερού του, Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, γιατρού των δύο προηγούμενων σουλτάνων και ιδρυτή της Ιατρικής Σχολής στη Κωνσταντινούπολη. Τι απέγινε όμως το κτήριο μετά τον θάνατο του Ερρίκου στις 6 Μαΐου 1876; Εικάζουμε ότι τότε πωλήθηκε από τους εναπομείναντες κληρονόμους του Μπάμπη, δηλαδή τη χήρα Αικατερίνη και τον Αλφρέδο, στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα. Ίσως ήταν η τελευταία πράξη του εκτελεστή της διαθήκης Μπιουκάναν πριν μετατεθεί σε άλλη θέση ή η πρώτη πράξη του διαδόχου του, Ρόμπερτ Μένταρτ (Robert Medard), νέου εκτελεστή της διαθήκης από τον Φεβρουάριο του 1877 και μετά.
Η τύχη του Μικρού Παραδείσου στο Ρετζίκι
Το κτήμα στο Ρετζίκι ανήκε εξ ολοκλήρου στον Τζέκη και η τιμή του υπολογιζόταν σε 800 τουρκικές λίρες, περίπου 80.000 γρόσια. Ο Μπιουκάναν όμως υπογραμμίζει τον Ιούνιο του 1875 ότι «σήμερα είναι ένα ερείπιο. Οι στάβλοι έχουν γκρεμιστεί, τα θερμοκήπια πέφτουν και αυτά στο έδαφος, το κυρίως οίκημα έχει άμεση ανάγκη αποκατάστασης και οι κήποι, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν πανέμορφοι, είναι πια γεμάτοι από αγριόχορτα. Κρατώ ένα κηπουρό για ένα και μόνο λόγο, να αποτρέπει την κλοπή των φρουτοφόρων δέντρων». Η πώληση του κτήματος θα έγινε λοιπόν το δεύτερο μισό του 1875 ή το 1876. Αγοραστής, όπως έγραψε ο μοναχός (Φρερ) Ροντρίγκεζ, ήταν ο βαρώνος Φρεντερίκ ντε Σαρνώ (Baron Frédéric de Charneaud), ιδιοκτήτης ορυχείων και εκπρόσωπος της κρατικής Εταιρείας Καπνού “Regie de Tabacs”. Αυτός πήρε τα μάρμαρα και τα ωραία δέντρα για να ομορφύνει τα σπίτια του στη φραγκογειτονιά και στη συνοικία των εξοχών. Το 1895, ο γιος του, ο Εντουάρ ντε Σαρνώ (Edouard de Charneaud), πούλησε τα ερείπια για 200 ναπολεόνια στον Πασκάλ Ρουτζιέρο. Όπως έχουμε δει, ο σπάταλος Εντουάρ ξεπούλησε αργότερα και την ιδιοκτησία του πατέρα του στη περιοχή των εξοχών, την περίφημη έπαυλη “Villa Mon Plaisir” στον Κλεωνα Χατζηλαζάρου. Ο Ρουτζιέρο με τη σειρά του προσπάθησε να κάνει μερικές επιδιορθώσεις, έχτισε μια γεφυρούλα στον χείμαρρο που διέτρεχε το κτήμα και το πούλησε στους Φρερ το 1902 για 10.000 φράγκα. Ο Ροντρίγκεζ αναφέρει ότι στο μεταξύ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ένας ανιψιός του Τζέκη, ασχολήθηκε με το εμπόριο και αγόρασε ένα τεράστιο οικόπεδο δίπλα στη θάλασσα το οποίο είναι γνωστό και σήμερα ως κτήμα Άμποτ. Πρόκειται προφανώς για τον Αλφρέδο Άμποτ τον πρωτότοκο γιο του Μπάμπη. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο Αλφρέδος ήταν στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1876 όταν σφαγιάσθηκε ο αδελφός του και ο γαμπρός του. Ήταν αυτός που έτρεξε στη Χρυσάνθη Οικονόμου – Χατζηλαζάρου ζητώντας να του πει πού κρυβόταν η Στεφάνα, το κορίτσι που είχε αποφασίσει να ασπαστεί το κοράνι. Αν αληθεύει αυτό που γράφει ο Ροντρίγκεζ, τότε θα πρέπει ο Αλφρέδος να έφυγε για ένα διάστημα από τη Θεσσαλονίκη μετά τη δολοφονία του αδελφού του, πηγαίνοντας ίσως στο Βόλο. Θα πρέπει αυτό να έγινε μετά τη πώληση του κτηρίου στη Τράπεζα και του κτήματος στο Ρετζίκι στον Σαρνώ. Στη συνοικία των εξοχών αγόρασε επιστρέφοντας ένα μεγάλο παραθαλάσσιο οικόπεδο όπου έκτισε το σπίτι και προξενείο της Αγγλίας. Εκεί έγινε η απαγωγή του γιου του Ροβέρτου όπως είδαμε στο 2ο Μέρος.
Τι συνέβη με τους πιστωτές του Τζέκη; Μετά την πληρωμή των κληρονόμων του Μπάμπη όπως όριζε η δικαστική απόφαση, τα χρήματα που περίσσευαν δεν έφταναν για να καλύψουν τις απαιτήσεις των άλλων πιστωτών. Έτσι το Δικαστήριο επέβαλε μια γραμμική μείωση των απαιτήσεων κατά 40%. Υπήρχε όμως μια εξαίρεση. Οι απαιτήσεις της Γεωργίου ήταν τόσο μεγάλες που κινδύνευαν να ανατρέψουν την όλη διαδικασία. Το πρώτο μισό του 1876 αναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις του Μπιουκάναν και του Άγγλου προξένου στη Θεσσαλονίκη, J E Blunt, γιου του Τσαρλς Μπλαντ που ήταν πρόξενος την περίοδο 1835 – 1856, με την Αννέττα Γεωργίου. Ο διευθυντής της Τράπεζας ήταν πεπεισμένος ότι η σύντροφος του μακαρίτη Τζέκη θα δεχόταν μια πολύ μικρότερη αποζημίωση από ότι της αναλογούσε με βάση τα χαρτιά του θανόντος, λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης, μιας ουσιαστικά χήρας με τέσσερα παιδιά. Και αυτό τελικά έγινε. Αντί του ποσού των 6.509 τουρκικών λιρών που έδειχναν τα βιβλία του Τζέκη, θα συμφωνήσει σε μια αποζημίωση 600 λιρών προς μεγάλη ανακούφιση των Άγγλων δικαστών. Η μείωση γι αυτήν ήταν 90% !
————
Η διαδικασία ρευστοποίησης και η εκτέλεση της διαθήκης δεν σταμάτησαν όμως ούτε το 1876 ούτε το 1877. Το τουρκικό δημόσιο ανακάλυψε το 1878 ότι ο Τζέκης χρωστούσε φόρους καπνού από Στρώμνιτσα και Δεκάτης από Θεσσαλονίκη για τα έτη 1852 και 1853, τους οποίους είχε εισπράξει αλλά δεν είχε αποδώσει. Κυριολεκτούσε λοιπόν ο Τζέκης όταν κατά την επίσκεψη του σουλτάνου στο Ρετζίκι του είπε ότι το πανέμορφο κτήμα ανήκε στη μεγαλειότητα του (!). Το δημόσιο στράφηκε και αυτό εναντίον των κληρονόμων του Τζέκη απαιτώντας την αποπληρωμή των χρωστουμένων.

Δυστυχώς, όλα έπεσαν πάνω στον γιο του Τζέκη αν κρίνουμε από την αλληλογραφία με τον Άγγλο πρόξενο Θεσσαλονίκης τα πρώτα χρόνια του 1880 για κληρονομικά θέματα. Λέγεται ότι αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα! Καί όχι μόνο. Τα συντρίμμια μιας σπάταλης ζωής επέπλεαν για καιρό στον κόλπο του Θερμαϊκού. Πολλοί έζησαν από αυτόν, πολλοί πλούτισαν αλλά και πολλοί ζημιώθηκαν. Ποτέ όμως δεν θα μάθουμε αν είχε δίκιο ή άδικο στο θέμα της μοιρασιάς της κοινής εταιρείας. Ένα είναι σίγουρο: μια συναινετική διαδικασία, ένας συμβιβασμός, θα ήταν προτιμότερος από μια πανάκριβη και καταστροφική γι αυτόν δικαστική διαμάχη. Κάτι που αρχίζουμε να μαθαίνουμε και στις μέρες μας.