Abbotts of Salonica IV: η Άνοδος και η Πτώση του Τζέκη Άμποτ

(Rise and Fall of John Nelson Abbott)

Οι μέχρι σήμερα πληροφορίες για την ζωή του Τζέκη Άμποτ ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Αντίθετα οι μύθοι γύρω από τον ιδιότροπο και σπάταλο τρόπο ζωής του άφθονες γιατί κέντριζαν τη φαντασία των ανθρώπων. Με αυτό το τελευταίο άρθρο θέλουμε να κλείσουμε το κεφάλαιο της μεγάλης αυτής οικογένειας, παρουσιάζοντας άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία από τη ζωή του πιο διάσημου μέλους της.

Η Άνοδος…

Όπως είδαμε στο 2ο Μέρος, ο Μπάμπης (Robert Abbott) και ο Τζέκης (John Nelson Abbott) δημιούργησαν τoν Σεπτέμβριο του 1833 μια κοινή εταιρεία. Την ονόμασαν Αφοί Άμποτ (Abbott Frères – Abott Brothers) ανεξαρτοποιούμενοι έτσι από τον πατέρα τους Τζόρτζη (George Frederick Abbott) και την εταιρεία του G. F. Abbott & Co. Ο τελευταίος είχε ήδη παντρευτεί την τρίτη του σύζυγο, Ανυσία Φούντρια, και έφερνε στον κόσμο τους νέους του απογόνους. Ο Τζέκης είχε πατρευτεί στις 26 Σεπτεμβρίου 1826 στο Λονδίνο την Λύδια Άσερ, κόρη της Ιουδήθ και του ωρολογοποιού Βενιαμήν Άσερ (Benjamin and Judith Asher), μέλη της εβραϊκής κοινότητας Λονδίνου. Το 1829 είχε αποκτήσει ένα γιο στον οποίο έδωσε το δικό του όνομα, John Nelson Abbott, γνωστός ως Junior για να ξεχωρίζει από τον πατέρα του. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Άγγλου προξένου – και άσπονδου εχθρού των δυο αδελφών – Τσαρλς Μπλαντ (Charles Blunt), ο Τζέκης είχε αποκτήσει και μια κόρη το 1833 της οποίας όμως αγνοούμε ακόμη το όνομα. Ήταν η χρονιά που αποφάσισε να μετακομίσει στον Βόλο όπως έγραψε ο Γάλλος πρόξενος Πιέρ – Φρανσουά Γκύ . Έγινε αντικείμενο καταγγελιών και απέκτησε την αποστροφή όλων. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει τη δουλειά του στον Βόλο. «Άφησε τον αδερφό του Ρόμπερτ Άμποτ στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστα καλύτερο από αυτόν, αλλά που μπόρεσε να αντέξει τη γενική περιφρόνηση». Ο τελευταίος θα παντρευτεί την κόρη του ταμία της κοινής τους εταιρείας, την Κατερίνα Ηρακλείδη. Η τύχη τους θα αλλάξει απρόσμενα μετά το 1835. Τότε περίπου τα δυο αδέλφια μαθαίνουν για τα εξαιρετικά κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από το εμπόριο των βδελλών. Οι θρυλούμενες ιστορίες λένε ότι το έμαθαν από ένα Γάλλο έμπορο ο οποίος αναζητούσε στη περιοχή τα χρυσοφόρα αυτά σκουλήκια. Η δυτική Ευρώπη έδινε υψηλή τιμή. Η ζήτηση ήταν μεγάλη για καθαρά ιατρικούς λόγους. Το είδαν σαν μιαν ανέλπιστη ευκαιρία, γιατί τα έλη γύρω από τη Θεσσαλονίκη έσφυζαν από βδέλλες. Γρήγορα παίρνουν από τη Κωνσταντινούπολη μονοπωλιακή άδεια για να εμπορευθούν το άγνωστο αυτό είδος, πληρώνοντας και το παραδοσιακό μπαχτσίσι, τον κραταιό αυτό θεσμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που τόσο αγαπήσαμε και εμείς. Η άδεια ανανεώνεται κάθε χρόνο με πλειοδοτικό διαγωνισμό τον οποίο έχουν τον τρόπο τους να κερδίζουν πάντα αυτοί. Τα λεφτά αρχίζουν να μπαίνουν στο ταμείο με τη σέσουλα. Τίποτα δεν τους σταματά. Ούτε η μεγάλη φωτιά που κατακαίει το πατρικό τους στη φραγκογειτονιά τον Σεπτέμβριο του 1939, προίκα του πάμπλουτου καπνέμπορα Καυταντζόγλου στη κόρη του Δόμνα, τη μητέρα τους. Ήταν το σπίτι που γεννήθηκαν, τόσο αυτός όσο και ο Μπάμπης. Ευκαιρία να χτίσουν ένα καινούργιο οίκημα στο ίδιο μέρος, ένα πραγματικό κόσμημα. Η παράδοση αναφέρει ότι το σπίτι ανήκε στον Τζέκη. Όπως θα δούμε όμως του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα. Είχε την πλειοψηφία.

Ας σημειώσουμε ότι η απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας από ξένους υπηκόους στην Οθωμανική αυτοκρατορία είχε ιδιαιτερότητες. Τα ακίνητα των ξένων υπηκόων έπρεπε επισήμως να εγγραφούν στο όνομα Οθωμανών γυναικών. Ο πραγματικός ιδιοκτήτης εμφανιζόταν σε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ αυτού και της Οθωμανής υπηκόου που δάνειζε το όνομα της με ένα αντίτιμο. Το 1856 με το Χάτι Χουμαγιούν (Hatt-i-Humayun), άνοιξε η δυνατότητα αγοράς ακινήτων στο δικό τους όνομα. Η άδεια όμως δεν παραχωρήθηκε παρά δέκα χρόνια αργότερα, με το νόμο της 10ης Ιουνίου 1867, ο οποίος προέβλεπε υπογραφή ειδικών πρωτοκόλλων μεταξύ Πύλης και ενδιαφερομένων δυτικών κρατών. Σ’ αυτή τη περίπτωση οι ξένοι υπήκοοι θα εξισώνονταν με τους Οθωμανούς υπηκόους σε ότι αφορά την απονομή δικαιοσύνης για θέματα ιδιοκτησίας, που σήμαινε απονομή από οθωμανικά δικαστήρια και όχι από τα προξενικά όπως προέβλεπαν οι διομολογήσεις. Η Αγγλία το έπραξε με το Πρωτόκολλο της 18ης Ιουνίου 1867. Αυτό όμως δεν φαίνεται να επηρέασε τα ακίνητα των δύο αδελφών τα οποία είχαν αποκτηθεί με τις προηγούμενες διατάξεις. Ως Άγγλοι υπήκοοι ήταν κάτω από το αγγλικό νομικό καθεστώς και η απονομή δικαιοσύνης γινόταν από τα βρετανικά προξενικά δικαστήρια.

Οι επόμενες δύο δεκαετίες θα είναι δυο χρυσές δεκαετίες. Ο Τζέκης, θεωρείται ο πλουσιώτερος κάτοικος της πόλης, με ιδιότροπη και ανάρμοστη συμπεριφορά για τα ήθη της εποχής. Όπως γράφει ο Μπλαντ το 1848, είχε διώξει από το σπίτι τη γυναίκα του και είχε αναλάβει ο ίδιος την ανατροφή της κόρης του, προς μεγάλη αγανάκτηση του Άγγλου προξένου. Σε επιστολή του το 1849, ο πρόξενος αναφέρει ότι είχε δημιουργήσει και άλλα τέσσερα νοικοκυριά με νέες γυναίκες που έφερε από την επαρχία. Τις συντηρούσε, τις φρόντιζε και τις στόλιζε με κοσμήματα. Τις χρησιμοποιούσε για να αγοράζει με το όνομα τους τσιφλίκια, ακίνητα, αποθήκες κλπ. Δημιουργεί επίσης το εξοχικό του στο Ρετζίκι, τον μικρό του παράδεισο. Δανείζει χρήματα σε πασάδες και μπέηδες που του πωλούν τις σοδειές τους. Τους έχει έτσι γερά δεμένους. Τον σέβονταν και τον φοβόντουσαν για τους ισχυρούς δεσμούς με το δοβλέτι. Ο Τζέκης σε όλο αυτό το διάστημα τραβάει από το κοινό ταμείο χρήματα χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Ο πεθερός του Μπάμπη κρατάει τεφτέρι και τα καταγράφει όλα. Να όμως που το 1856 τα γραφεία του εμπορικού πιάνουν φωτιά και καίγονται τα κιτάπια τους, οι λογαριασμοί χάνονται. Αλλά όσο τα λεφτά συνέχιζαν να μπαίνουν στο ταμείο με τους ίδιους φρενήρης ρυθμούς, δεν φαίνεται η κατάσταση αυτή να δημιουργεί κάποιο πρόβλημα.

Ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ με τον γιο του Αμπτντούλ Χαμιτ θα φιλοξενηθούν στο παλατάκι στη φραγκογειτονιά το 1858. Είναι ο μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο σουλτάνος του Τανζιμάτ, του Χάτι Σερίφ, και του Χάτι Χουμαγιούν που προστάτευε τις μειονότητες και εξασφάλιζε την ίση μεταχείρηση όλων των κατοίκων της τεράστιας αυτοκρατορίας. Ο Τζέκης βρίσκεται στο απόγειο του πλούτου και της δόξας. Τα πράγματα όμως αρχίζουν να αλλάζουν με το πέρασμα στη δεκαετία του 1860. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Αμντούλ Μετζίτ το 1861 από φυματίωση, αναλαμβάνει ο αδελφός του, ο Αμπντούλ Αζίζ. Οι μεγάλες δαπάνες του κράτους αυξάνουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού, οι ξένοι χρηματιστές σκέφτονται σοβαρά πια αν πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τη χώρα αν και οι Έλληνες τραπεζίτες του Πέρα κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας τουρκικό χρέος στη Δύση με διπλάσιο επιτόκιο μέσω των εκτεταμένων εμπορικών δικτύων τους. Για να μπει μια τάξη στα οικονομικά του κράτους ιδρύεται το 1863 η γαλλοβρετανική Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, η οποία αναλαμβάνει την πώληση των χρεογράφων του οθωμανικού δημοσίου. Τα επιτόκια ανεβαίνουν και το εμπόριο αρχίζει να δυσκολεύει. Στη Θεσσαλονίκη εμφανίζονται νέοι ανταγωνιστές όπως οι Μοδιάνο, Αλλατίνι, Χατζηλαζάρου και οι δουλειές μοιράζονται. Ο Τζέκης παρόλα αυτά συνεχίζει τον πανάκριβο τρόπο ζωής σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Πράγμα που αναγκάζει τον αδελφό του Μπάμπη να χτυπήσει το κώδωνα του κινδύνου.

..και η Πτώση

Ο Μπάμπης προσπαθεί να φρενάρει τις υπέρμετρες δαπάνες του αδελφού του που χρηματοδοτούνται από το κοινό ταμείο της εταιρείας. Ο Τζέκης αντιδρά. Αυτός δεν είναι η εικόνα της εταιρείας; Δεν μιλά όλος ο ντουνιάς για αυτόν, για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο; δεν κατεβάζουν όλοι με σεβασμό το κεφάλι όταν περνούν από μπροστά του; Έχει λοιπόν κάθε δικαίωμα να τραβά περισσότερα χρήματα από το κοινό ταμείο. Κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που θα διχάσει τα δυο αδέλφια και θα οδηγήσει τον Τζέκη στη καταστροφή. Χάρη στην ημερολογιακή κοστολόγηση των νομικών υπηρεσιών ενός νομικού συμβούλου του Τζέκη, μαθαίνουμε τα καθέκαστα. Ο Ιωακείμ Γκράσι (Gioachino Grassi) τα καταγράφει όλα, κοστολογημένα κάθε φορά με βάση τον χρόνο που διαρκούσαν οι υπηρεσίες του. Έτσι μαθαίνουμε ότι από τις 3 Νοεμβρίου 1867, τα δυο αδέλφια αρχίζουν μεγάλες συζητήσεις, δυο φορές την εβδομάδα.

Οι συζητήσεις πάνε πίσω μέχρι το 1833, χρονιά που άρχισε η κοινή τους εταιρεία, μιλάνε για τα μερίδια, για τις αναλήψεις, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ανακαλύπτουμε ότι ο Μπάμπης προτείνει συμβιβασμούς, χωρίς όμως να γίνονται αποδεκτοί. Πολλές φορές συμμετέχει και ο πρωτότοκος γιος του Μπάμπη, ο Αλφρέδος, αλλά ούτε αυτό φέρνει αποτέλεσμα.

Αρχίζει έτσι να προβάλει δειλά ως μόνη λύση η προοπτική χωρισμού των δυο αδελφών, που σημαίνει διάλυση της εταιρείας. Ο Μπάμπης προτείνει μια συναινετική ρευστοποίηση. Ο Τζέκης αντιστέκεται. Αναγνωρίζει ότι έκανε μεγαλύτερες αναλήψεις από το ταμείο της εταιρείας, της τάξης των τριών πέμπτων, αλλά αυτό ισχυρίζεται ότι ήταν απόρροια του μεγαλύτερου μεριδίου που κατείχε στην εταιρεία. Ένα επίσημο χαρτί του έδινε αυτό το ποσοστό. Θυμάται ότι είχε ένα αντίγραφο το οποίο πρέπει να καταστράφηκε στη πυρκαγιά του 1856. Ίσως όμως να έχει το δικό του αντίγραφο ο αδελφός του. Στέλνει τον Γκράσι να ζητήσει ένα αντίγραφο από τον Μπάμπη. Αυτός βέβαια αρνείται ότι υπήρξε τέτοιο χαρτί. Ο Τζέκης προσφεύγει στο Προξενείο ζητώντας να υποχρεώσει τον Μπάμπη να του δώσει το πολυπόθητο χαρτί. Στη προξενική ακρόαση ο Μπάμπης επαναλαμβάνει ότι δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο έγγραφο. Στις 29 Μαρτίου 1868 οξύνεται η κατάσταση. Ο Μπάμπης καταγγέλλει εγγράφως τον Τζέκη ότι έστειλε τηλεγραφήματα στους συνεργάτες της εταιρείας πληροφορώντας τους ότι η επιχείρηση πρόκειται να διαλυθεί. Υποδείκνυε μάλιστα τον τρόπο που θα έπρεπε στο εξής να εκτελούν τις παραγγελίες τους. Ήταν άραγε πρωτοβουλία με στόχο να πιέσει τον Μπάμπη στο θέμα των μεριδίων; Τον Απρίλιο ο Τζέκης αποφασίζει να ζητήσει τις υπηρεσίες ενός εγνωσμένου κύρους συμβούλου στη Κωνσταντινούπολη, κάποιου Κλίφτον. Στέλνει εκεί τον Γκράσι για 21 μέρες, από 26 Απριλίου μέχρι 17 Μαΐου. Αλλά και από εκεί δεν προκύπτει τίποτα σημαντικό, πλην μιας μεγάλης αύξησης των εξόδων.

Βλέποντας την παρελκυστική τακτική του αδελφού του, ο Μπάμπης αποφασίζει τον Ιούλιο να προσφύγει στο Ανώτατο Προξενικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης (Supreme Consular Court of Constantinople) με αίτημα τη ρευστοποίηση της εταιρείας. Με την έναρξη της δίκης η εταιρεία «Αφοί Άμποτ» διακόπτει τη λειτουργία της. Το ταμείο κλείνει. Είναι η αρχή μιας άλλης περιπέτειας που θα διαρκέσει έξι χρόνια από τον Ιούλιο του 1868 έως τον Ιούνιο του 1874. Κύριος μάρτυς εναντίον του, ο ταμίας της εταιρείας και πεθερός του Μπάμπη, ο Ηρακλείδης. Ο Τζέκης προσπαθεί να πείσει το δικαστήριο ότι είχε τα τρία πέμπτα της εταιρείας, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τα πάντα είχαν καεί. Στο διάστημα αυτό, θα αναγκαστεί να προσφύγει σε μεγάλο δανεισμό για να χρηματοδοτήσει τις διαρκείς ενστάσεις και εφέσεις που υποβάλλει.

Δια χειρός Τζέκη: Λίρας Τουρκίας 3431 6/00 – τρεις χιλιάδας τετρακοσίας τριάντα μία κ’ εξ εκατοστά χρεωστώ ο υποφαινόμενος να πληρώσω ες τον Κύριον Δαβίδ Σ, Φρανσές την 17/29 ερχομ. Μαϊου Ε,Ε ατόκως, κ άλλας τόσας έλαβον παρά του ιδίου εσ σήμερον εσ μετρητά. Θεσσαλονίκη 17/29 Μαρτ, 1871, και η υπογραφή του.

Ζητά μάλιστα από τις γυναίκες στις οποίες είχε χαρίσει πανάκριβα κοσμήματα να του τα δώσουν προσωρινά πίσω. Τα βάζει ενέχυρο στον Σαούλ Μοδιάνο για να αποκτήσει μια εφήμερη ρευστότητα. Βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Η αρχή του συμφωνητικού με το οποίο βάζει ενέχυρο τα κοσμήματα μιας γυναίκας στον ενεχυροδανειστή Σαούλ Μοδιάνο από τον οποίο δανείζεται 1060 τουρκικές λίρες.

Από τη μεριά του ο Μπάμπης εγκαθίσταται στο Βόλο ίσως γιατί έχει κουραστεί από όλη αυτή την ιστορία. Σύμφωνα με τον Εδεσσαίο ιστορικό Ευστ. Στουγιαννάκη μια Ελισάβετ Άμποτ είχε παντρευτεί τον εγκατεστημένο στο Βόλο Λάζαρο Χατζηλαζάρου, πρώτο ξάδελφο του Περικλή. Κατά τον αυστριακό πρόξενο ήταν κόρη του Μπάμπη.

Από αναφορά του αυστριακού προξένου Chiari προς τον υπουργό εξωτερικών Andrassy το 1876 με την ευκαιρία της σφαγής των προξένων «ο κ. Περικλής Χατζηλαζάρου δεν έχει σχέση ούτε με τον κ. Μουλέν ούτε με τον κ. Άμποτ. Αλλά ο ξάδερφος του Περικλή Χατζηλαζάρου που ζει στο Βόλο (ήταν στο Βόλο κατά τη διάρκεια των γεγονότων), είναι παντρεμένος με την αδερφή του κ. Ερρίκου Άμποτ, η οποία είναι επίσης αδερφή της κυρίας Μουλέν»

Στις 5 Φεβρουαρίου 1874 ο Μπάμπης θα αφήσει την τελευταία του πνοή, λίγους μήνες πριν την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης. Στις 23 Ιουνίου 1874, το Ανώτατο Εφετείο για θέματα εκτός Αγγλίας (Judicial Committee of the Privy Council) δικαιώνει τον Μπάμπη. Θα γίνει ρευστοποίηση της εταιρείας με πώληση της ακίνητης περιουσίας μέσω δημοπρασιών. Οι εισπράξεις θα κατανεμηθούν μεταξύ των δύο αδελφών σε ίσα μερίδια. Από το μερίδιο του Τζέκη όμως θα αφαιρεθούν 2 εκατομμύρια γρόσια για να προστεθούν στο μερίδιο του Μπάμπη, ως αποζημίωση των υπεραναλήψεων που είχε κάνει. Τα έξοδα της δίκης όπως και όλων των περαιτέρω διαδικασιών θα επιβαρύνουν τον ίδιο. Το δικαστήριο ορίζει υπεύθυνο για τη ρευστοποίηση της εταιρείας, τον έμπειρο διευθυντή της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Θεσσαλονίκης, Τσαρλς Ουίλιαμ Μπιουκάναν (Charles Willam Buchanan). Σημειώνουμε ότι η υπερανάληψη των δύο εκατομμυρίων αντιπροσώπευε την διαφορά μεταξύ 2,5 και 3 πέμπτα, δηλαδή 0,5/5. Το ένα πέμπτο λοιπόν αντιστοιχεί σε 4 εκατομμύρια γρόσια και τα 5/5 σε 20 εκατομμύρια γρόσια. Είναι μια πρόχειρη εκτίμηση των εσόδων της εταιρείας στα εικοσιπέντε χρόνια λειτουργίας της.

Ο Τζέκης δεν έχει ξαναδεχτεί τέτοιο χτύπημα. Αυτός ο μέγας και πολύς, είναι πια καταχρεωμένος. Μια ύστατη προσπάθεια στο Λονδίνο να κηρύξει χρεοκοπία απλά προσθέτει επί πλέον χρέη. Γίνεται ράκος. Ο Δεκέμβριος της χρονιάς εκείνης τον βρίσκει κατάκοιτο στο κρεββάτι από όπου τον σηκώνουν, νεκρό πλέον, στις 27 Φεβρουαρίου 1875.

Η ρευστοποίηση της Abbott Brothers και η εκτέλεση της Διαθήκης του Τζέκη

Ο υπεύθυνος ρευστοποίησης της κοινής εταιρείας των δύο αδελφών δεν προλαβαίνει να συλλέξει τα στοιχεία που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία ενόψει των δημοπρασιών, όταν γίνεται γνωστός ο θάνατος του Τζέκη. Στη ρευστοποίηση προστίθεται πλέον και η εκτέλεση της διαθήκης. Κληρονόμοι σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία φέρει ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 1829, είναι η σύζυγος του Λύδια Άμποτ και ο μόλις γεννηθείς γιος John Nelson Abbott. Ο τελευταίος, χρηματιστής στο Λονδίνο πια, έρχεται στην Ανατολή για τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις, οι οποίες όπως θα δούμε θα πάρουν χρόνο. Γνωρίζει άπταιστα ελληνικά, αφού έβγαλε το Βασιλικό Γυμνάσιο Αθηνών πριν πάει στο Καίμπριτζ για σπουδές.

Η μητέρα του, με πληρεξούσιο της 1ης Μαρτίου 1875, τον ορίζει νόμιμο εκπρόσωπο της για κάθε απόφαση που θα την αφορά σχετικά με την κληρονομιά ως χήρα του θανόντος την 27η Φεβρουαρίου John Nelson Abbott.

Η ημερομηνία της διαθήκης και οι νόμιμοι κληρονόμοι αναγράφονται σε έγγραφο με το οποίο η Λυδία Άμποτ και ο γιος John Nelson Abbott αποδέχονται τη διαχείριση όλης της περιουσίας του Τζέκη από τον Μπιουκάναν για την εκτέλεση της διαθήκης.

Η ρευστοποίηση της εταιρείας Αφοί Άμποτ και η εκτέλεση της διαθήκης του Τζέκη είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες. Έτσι αμφότερες τίθενται κάτω από το Ανώτατο Προξενικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης με πρόεδρο και δικαστή τον γενικό πρόξενο της Αγγλίας Φίλιπ Φράνσις (sir Philip Francis). Εκτελεστής της περίπλοκης διαθήκης ορίζεται στις 10 Απριλίου 1875, με τη σύμφωνη γνώμη των κληρονόμων του Τζέκη, ο έμπειρος διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Μπιουκάναν στον οποίο ανατίθεται η διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων του Τζέκη.

Απόσπασμα της απόφασης του δικαστηρίου με την οποία ορίζεται από τις 10 Απριλίου 1875 εκτελεστής της διαθήκης του Τζέκη ο διευθυντής της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Θεσσαλονίκης C. W. Buchanan.

Αντικαταστάτης του για τη ρευστοποίηση της εταιρείας «Αφοί Άμποτ» ορίζεται, με τη σύμφωνη γνώμη των κληρονόμων των δύο πλευρών, ο ετεροθαλής αδελφός Βαρθολομαίος Έντουαρντ Άμποτ, γιος του Τζόρτζη και της τρίτης γυναίκας του Ανυσίας, ο οποίος είχε σπουδάσει οικονομικά στην Αγγλία. Συγχρόνως ορίζονται δυο δικηγορικά γραφεία της Κωνσταντινούπολης, των Κέιβαν – Λάμποκ και Ρόμπερτ Μακ Άντριου (Cavan – Lubbock, Robert Mac Andrew) ως εκπρόσωποι όλων των πιστωτών του Τζέκη, δηλαδή των ανθρώπων στους οποίους χρωστούσε. Τα αιτήματα των πιστωτών θα απευθύνονται τόσο στα δύο δικηγορικά γραφεία όσο και στον διαχειριστή της περιουσίας του Τζέκη. Τελική απόφαση επί όλων των θεμάτων θα παίρνει αποκλειστικά το Δικαστήριο στη Κωνσταντινούπολη υπό τον γενικό πρόξενο και δικαστή Φίλιπ Φράνσις.

Αντιπρόσωποι του θανόντος Μπάμπη είναι η χήρα του Κατερίνα και οι γιοι Αλφρέδος και, μέχρι τον τραγικό του θάνατο, Ερρίκος. Το πιο κάτω έγγραφο είναι ιστορικό. Ο Ερρίκος είχε υπογράψει προσφυγή με τη μητέρα του Αικατερίνη και τον αδελφό του Αλφρέδο προς τον διαχειριστή της διαθήκης του Τζέκη για ένα θέμα σχετικό με τη ρευστοποίηση της Abbott Brothers. Η απόφαση επί της προσφυγής βγήκε στις 29 Μαΐου 1876, τρεις εβδομάδες μετά την άγρια δολοφονία του.

This image has an empty alt attribute; its file name is last-document-henry-abbott-31-5-1876.png

Λίγες μέρες μετά την ονομασία του, ο εκτελεστής της διαθήκης λαμβάνει από το Δικαστήριο τα άμεσα μέτρα που πρέπει να πάρει. Θα πρέπει να ετοιμάσει μέχρι την 31η Μαΐου οκτώ εκθέσεις εκ των οποίων μία θα αφορά τα χρέη και μία τη προσωπική περιουσία του Τζέκη. Ξεφυλλίζοντας τις εκθέσεις αυτές μαθαίνουμε ότι τα ποσά τα οποία διεκδικούσαν οι πιστωτές ανέρχονταν σε 4,5 εκατομμύρια γρόσια. Εκτός από το μεγάλο χρέος προς τους κληρονόμους του αδελφού του, ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους δίκης, στις λίστες βρίσκουμε τα ονόματα των μεγάλων χρηματιστών της Θεσσαλονίκης όπως Μοδιάνο, ντε Μποτόν, Νεχαμά, Μπενβενίστε, Ιωάννη Χατζηλάζαρο κλπ. Εκεί βρίσκουμε και ονόματα γυναικών. Πρόκειται για γυναίκες στο όνομα των οποίων είχε γράψει τα ακίνητα. Όπως την Retibe Hanum στην οποία είχε γράψει κτήματα με κατοικία στο Χορτιάτη αξίας 420.000 γροσίων. Σε ορισμένες όμως γυναίκες, εκτός από ακίνητα, είχε χαρίσει και πολλά κοσμήματα. Ανακαλύπτουμε μια Αννέττα Γεωργίου η οποία διεκδικεί 180.000 γρόσια από ενοίκια ακινήτων που ήταν γραμμένα στο όνομα της καθώς και 150.000 γρόσια, την αξία των κοσμημάτων που δάνεισε στον Τζέκη. Μια Ελένη Δημητρίου διεκδικεί μικρότερο ποσό που συμπεριλαμβάνει επίσης τιμαλφή. Το υπόμνημα όμως που υπογράφει η Αννέττα Γεωργίου έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Περιγράφει ένα προς ένα τα κοσμήματα που της είχε χαρίσει ο Τζέκης τα τελευταία 26 χρόνια. Άρα τον γνώριζε από το 1849, πράγμα που επιβεβαιώνει την αναφορά του τότε προξένου της Αγγλίας Τσαρλς Μπλαντ. Πρόκειται για κοσμήματα που είχε δωρίσει στην ίδια αλλά και λίρες που είχε χαρίσει στη γέννηση κάθε παιδιού τους: Μίλτον, Ελίζα, Κλοτίλδη και Ελπίδα. Άλλη επιβεβαίωση της πληροφορίας του Μπλαντ ότι ο Τζέκης είχε αποκτήσει παιδιά με άλλες γυναίκες. Μαθαίνουμε ότι στην Ελίζα Άμποτ χάρισε ένα χρυσό μπρασελέ με διαμάντια καθώς και κινέζικα κοσμήματα όταν επέστρεψε από τις σπουδές της στη Γερμανία. Ακόμη πιο σημαντικό, η έρευνα του εκτελεστή της διαθήκης έδειξε ότι ο Τζέκης είχε γράψει πράγματι στο όνομα της Αννέττας το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του, συμπεριλαμβανομένου του ακινήτου της Retibe Hanum!

Ένα από τα υπομνήματα της Αννέττας Γεωργίου υπογράφεται και από τη κόρη της Ελίζα Άμποτ.

Η τύχη της οικίας επί της σημερινής οδού Φράγκων

Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τις πωλήσεις της ακίνητης περιουσίας. Το μόνο στοιχείο αφορά στο τσιφλίκι Αρακλί το οποίο πουλήθηκε σχετικά νωρίς. Ο Μπιουκάναν αναφέρει σε έκθεση του της 14ης Ιουνίου 1875 ότι βρήκε οκτώ ακίνητα στα βιβλία του εκλιπόντος Τζέκη με την αξία τους σε τουρκικές λίρες. Μερικά του ανήκαν εξ ολοκλήρου, άλλα μερικώς. Το μόνο – και ακριβότερο – ακίνητο στη Θεσσαλονίκη, του ανήκε κατά τα τρία πέμπτα. Η αξία του μεριδίου του υπολογίστηκε σε 2.500 τουρκικές λίρες (περίπου 250.000 γρόσια), ήτοι, 420.000 γρόσια το σύνολο της οικοδομής. Το 1875 με την χρεοκοπία του τουρκικού δημοσίου ίσως οι τιμές να είχαν πέσει λόγω της γενικής δυσπραγίας. Το ίδιο φαινόμενο γνωρίσαμε και εμείς τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται προφανώς για το ακίνητο που φιλοξένησε τον σουλτάνο Αμπντουλ Μετζίτ το 1858, δηλαδή την οικοδομή που υπήρχε στη σημερινή οδό Φράγκων. Τα υπόλοιπα δύο πέμπτα ανήκαν στον αδελφό του Μπάμπη από την εποχή που έχτισαν το κτίριο μετά τη πυρκαγιά του 1839. Ήταν το πατρικό τους, το σπίτι στο οποίο γεννήθηκαν, κληρονομιά της μάνας τους, της Δόμνας Καυταντζόγλου. Η σχέση τρία πέμπτα – δύο πέμπτα στην ιδιοκτησία του σπιτιού, εκπλήσσει. Ήταν η πάγια θέση του Τζέκη για τα μερίδια της κοινής εταιρείας ‘Αφοί Άμποτ’. Αυτό υποστήριζε, τόσο στις συζητήσεις με τον αδελφό του όσο και στη μεγάλη δίκη στη Κωνσταντινούπολη. Να είχε δίκιο ο Τζέκης; δεν αποκλείεται, γιατί η σχέση που εφαρμόστηκε στην ιδιοκτησία του σπιτιού της φραγκογειτονιάς ίσως αντικατόπτριζε τη μεταξύ τους σχέση στην εταιρεία, η οποία είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Όλα τα στοιχεία όμως είχαν γίνει στάχτη στη πυρκαγιά του 1856. Μετά τον θάνατο του Τζέκη, υποθέτουμε ότι το σπίτι περιήλθε στους κληρονόμους του Μπάμπη οι οποίοι ήταν και οι μεγαλύτεροι πιστωτές χάρη στη δίκη που κέρδισαν. Πρόκειται για τη χήρα Αικατερίνη, τον Αλφρέδο και τον Ερρίκο. Με την εκκαθάριση λοιπόν της κοινής εταιρείας και της διαθήκης του Τζέκη θα έγινε δυνατή η εγκατάσταση του Ερρίκου στο κτήριο της οδού Φράγκων. Εάν δώσουμε βάση στην ανταπόκριση της γαλλικής L’ Illustration, εκεί βρισκόταν και το προξενείο της Γερμανίας με πρόξενο τον Ερρίκο. Όπως αναφέρει η γαλλική επιθεώρηση είχε πάρει αυτή τη θέση χάρη στις υψηλές σχέσεις του ευκατάστατου πεθερού του, Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, γιατρού των δύο προηγούμενων σουλτάνων και ιδρυτή της Ιατρικής Σχολής στη Κωνσταντινούπολη. Τι απέγινε όμως το κτήριο μετά τον θάνατο του Ερρίκου στις 6 Μαΐου 1876; Εικάζουμε ότι τότε πωλήθηκε από τους εναπομείναντες κληρονόμους του Μπάμπη, δηλαδή τη χήρα Αικατερίνη και τον Αλφρέδο, στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα. Ίσως ήταν η τελευταία πράξη του εκτελεστή της διαθήκης Μπιουκάναν πριν μετατεθεί σε άλλη θέση ή η πρώτη πράξη του διαδόχου του, Ρόμπερτ Μένταρτ (Robert Medard), νέου εκτελεστή της διαθήκης από τον Φεβρουάριο του 1877 και μετά.

Η τύχη του Μικρού Παραδείσου στο Ρετζίκι

Το κτήμα στο Ρετζίκι ανήκε εξ ολοκλήρου στον Τζέκη και η τιμή του υπολογιζόταν σε 800 τουρκικές λίρες, περίπου 80.000 γρόσια. Ο Μπιουκάναν όμως υπογραμμίζει τον Ιούνιο του 1875 ότι «σήμερα είναι ένα ερείπιο. Οι στάβλοι έχουν γκρεμιστεί, τα θερμοκήπια πέφτουν και αυτά στο έδαφος, το κυρίως οίκημα έχει άμεση ανάγκη αποκατάστασης και οι κήποι, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν πανέμορφοι, είναι πια γεμάτοι από αγριόχορτα. Κρατώ ένα κηπουρό για ένα και μόνο λόγο, να αποτρέπει την κλοπή των φρουτοφόρων δέντρων». Η πώληση του κτήματος θα έγινε λοιπόν το δεύτερο μισό του 1875 ή το 1876. Αγοραστής, όπως έγραψε ο μοναχός (Φρερ) Ροντρίγκεζ, ήταν ο βαρώνος Φρεντερίκ ντε Σαρνώ (Baron Frédéric de Charneaud), ιδιοκτήτης ορυχείων και εκπρόσωπος της κρατικής Εταιρείας Καπνού “Regie de Tabacs”. Αυτός πήρε τα μάρμαρα και τα ωραία δέντρα για να ομορφύνει τα σπίτια του στη φραγκογειτονιά και στη συνοικία των εξοχών. Το 1895, ο γιος του, ο Εντουάρ ντε Σαρνώ (Edouard de Charneaud), πούλησε τα ερείπια για 200 ναπολεόνια στον Πασκάλ Ρουτζιέρο. Όπως έχουμε δει, ο σπάταλος Εντουάρ ξεπούλησε αργότερα και την ιδιοκτησία του πατέρα του στη περιοχή των εξοχών, την περίφημη έπαυλη “Villa Mon Plaisir” στον Κλεωνα Χατζηλαζάρου. Ο Ρουτζιέρο με τη σειρά του προσπάθησε να κάνει μερικές επιδιορθώσεις, έχτισε μια γεφυρούλα στον χείμαρρο που διέτρεχε το κτήμα και το πούλησε στους Φρερ το 1902 για 10.000 φράγκα. Ο Ροντρίγκεζ αναφέρει ότι στο μεταξύ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ένας ανιψιός του Τζέκη, ασχολήθηκε με το εμπόριο και αγόρασε ένα τεράστιο οικόπεδο δίπλα στη θάλασσα το οποίο είναι γνωστό και σήμερα ως κτήμα Άμποτ. Πρόκειται προφανώς για τον Αλφρέδο Άμποτ τον πρωτότοκο γιο του Μπάμπη. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο Αλφρέδος ήταν στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1876 όταν σφαγιάσθηκε ο αδελφός του και ο γαμπρός του. Ήταν αυτός που έτρεξε στη Χρυσάνθη Οικονόμου – Χατζηλαζάρου ζητώντας να του πει πού κρυβόταν η Στεφάνα, το κορίτσι που είχε αποφασίσει να ασπαστεί το κοράνι. Αν αληθεύει αυτό που γράφει ο Ροντρίγκεζ, τότε θα πρέπει ο Αλφρέδος να έφυγε για ένα διάστημα από τη Θεσσαλονίκη μετά τη δολοφονία του αδελφού του, πηγαίνοντας ίσως στο Βόλο. Θα πρέπει αυτό να έγινε μετά τη πώληση του κτηρίου στη Τράπεζα και του κτήματος στο Ρετζίκι στον Σαρνώ. Στη συνοικία των εξοχών αγόρασε επιστρέφοντας ένα μεγάλο παραθαλάσσιο οικόπεδο όπου έκτισε το σπίτι και προξενείο της Αγγλίας. Εκεί έγινε η απαγωγή του γιου του Ροβέρτου όπως είδαμε στο 2ο Μέρος.

Τι συνέβη με τους πιστωτές του Τζέκη; Μετά την πληρωμή των κληρονόμων του Μπάμπη όπως όριζε η δικαστική απόφαση, τα χρήματα που περίσσευαν δεν έφταναν για να καλύψουν τις απαιτήσεις των άλλων πιστωτών. Έτσι το Δικαστήριο επέβαλε μια γραμμική μείωση των απαιτήσεων κατά 40%. Υπήρχε όμως μια εξαίρεση. Οι απαιτήσεις της Γεωργίου ήταν τόσο μεγάλες που κινδύνευαν να ανατρέψουν την όλη διαδικασία. Το πρώτο μισό του 1876 αναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις του Μπιουκάναν και του Άγγλου προξένου στη Θεσσαλονίκη, J E Blunt, γιου του Τσαρλς Μπλαντ που ήταν πρόξενος την περίοδο 1835 – 1856, με την Αννέττα Γεωργίου. Ο διευθυντής της Τράπεζας ήταν πεπεισμένος ότι η σύντροφος του μακαρίτη Τζέκη θα δεχόταν μια πολύ μικρότερη αποζημίωση από ότι της αναλογούσε με βάση τα χαρτιά του θανόντος, λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης, μιας ουσιαστικά χήρας με τέσσερα παιδιά. Και αυτό τελικά έγινε. Αντί του ποσού των 6.509 τουρκικών λιρών που έδειχναν τα βιβλία του Τζέκη, θα συμφωνήσει σε μια αποζημίωση 600 λιρών προς μεγάλη ανακούφιση των Άγγλων δικαστών. Η μείωση γι αυτήν ήταν 90% !

————

Η διαδικασία ρευστοποίησης και η εκτέλεση της διαθήκης δεν σταμάτησαν όμως ούτε το 1876 ούτε το 1877. Το τουρκικό δημόσιο ανακάλυψε το 1878 ότι ο Τζέκης χρωστούσε φόρους καπνού από Στρώμνιτσα και Δεκάτης από Θεσσαλονίκη για τα έτη 1852 και 1853, τους οποίους είχε εισπράξει αλλά δεν είχε αποδώσει. Κυριολεκτούσε λοιπόν ο Τζέκης όταν κατά την επίσκεψη του σουλτάνου στο Ρετζίκι του είπε ότι το πανέμορφο κτήμα ανήκε στη μεγαλειότητα του (!). Το δημόσιο στράφηκε και αυτό εναντίον των κληρονόμων του Τζέκη απαιτώντας την αποπληρωμή των χρωστουμένων.

Δυστυχώς, όλα έπεσαν πάνω στον γιο του Τζέκη αν κρίνουμε από την αλληλογραφία με τον Άγγλο πρόξενο Θεσσαλονίκης τα πρώτα χρόνια του 1880 για κληρονομικά θέματα. Λέγεται ότι αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα! Καί όχι μόνο. Τα συντρίμμια μιας σπάταλης ζωής επέπλεαν για καιρό στον κόλπο του Θερμαϊκού. Πολλοί έζησαν από αυτόν, πολλοί πλούτισαν αλλά και πολλοί ζημιώθηκαν. Ποτέ όμως δεν θα μάθουμε αν είχε δίκιο ή άδικο στο θέμα της μοιρασιάς της κοινής εταιρείας. Ένα είναι σίγουρο: μια συναινετική διαδικασία, ένας συμβιβασμός, θα ήταν προτιμότερος από μια πανάκριβη και καταστροφική γι αυτόν δικαστική διαμάχη. Κάτι που αρχίζουμε να μαθαίνουμε και στις μέρες μας.

Advertisement

Abbotts of Salonica ΙΙΙ – Ο Μικρός Παράδεισος του Τζέκη Άμποτ

Ι. Από το Ρετζίκι των Προξένων…

Περιγραφή της θερινής διαμονής των ‘φράγκων’ προξένων και εμπόρων της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 18ου αιώνα μας δίνει ο πρόξενος της Γαλλίας Εσπρί Κουζινερύ. Μετά το πρώτο ταξίδι στην Έδεσσα το 1776, όπου αναζήτησε τις Αιγές και την Πέλλα, θα ταξιδέψει to 1779 στις Σέρρες για δουλειές του προξενείου. Βγαίνοντας από την Πύλη του Επταπυργίου, αφήνει στα δεξιά του την κρήνη του Σεΐχη με τα γάργαρο νερό (Σέιχ Σου) και ανεβαίνει τον λόφο που περιβάλλει τη πόλη. Από εκεί αγναντεύει την ωραία κοιλάδα του Ουρεντζίκ (Urendgik), το τότε θερινό θέρετρο της Θεσσαλονίκης, πράγμα που του δίνει την αφορμή να διηγηθεί το ιστορικό της περιοχής. Κατοικώντας και δουλεύοντας στην πιο χαμηλή και ανθυγιεινή γειτονιά της πόλης, δίπλα στο λιμάνι, οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες και έμποροι πήραν τη συνήθεια να διαμένουν τα καλοκαίρια εκτός των τειχών στην κοιλάδα Ουρεντζίκ (Ρετζίκι) όπου έχτισαν ωραία σπίτια.

«Κάθε κατοικία ή ομάδα κατοικιών περιβάλλεται από μεγάλα δέντρα, βελανιδιές, πλατάνια, και ιταλικές λεύκες. Άφθονες πηγές συντηρούσαν τη καταπράσινη χλωρίδα κάνοντας τη διαμονή ευχάριστη… Πριν την (γαλλική) επανάσταση, οι Ευρωπαίοι κάτοικοι των λιμανιών της Ανατολής προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να απαλύνουν τις στερήσεις και τους κινδύνους που καθημερινά διέτρεχαν…Η τακτική των Τούρκων να συμπεριφέρονται άσχημα σ’ αυτούς που ονόμαζαν ραγιάδες, τους οδηγούσε να ζουν μακριά από τη πόλη μεταφέροντας εκεί τον δυτικό τρόπο ζωής και τις συνήθειες τους, κάνοντας έτσι πιο ευχάριστη τη διαβίωση τους…Εδώ, πολύ περισσότερο απ’ότι στη πόλη, νιώθουν την κοινωνική αρμονία και την αίσθηση ότι αποτελούν μια οικογένεια παρότι μέλη διαφορετικών εθνών… Άγγλοι, Γερμανοί, Βενετοί, Γάλλοι ήταν ιδιοκτήτες των περιποιημένων κατοικιών…Κάθε πρωί οι έμποροι, συχνά καθ’ ομάδες, έπαιρναν τον δρόμο για τις δουλειές τους στη πόλη και επέστρεφαν το βράδυ. Οι οικογένειες τους έρχονταν να τους περιμένουν πάνω στα βραχάκια δεξιά και αριστερά του δρόμου. Εκεί άκουγαν τα νέα της ημέρας και έπαιρναν την αλληλογραφία..Κάθε βράδυ συναντιόντουσαν στο σπίτι κάποιου και χόρευαν ενώ άλλες φορές πήγαιναν πικνίκ αφήνοντας στη πόλη τις εμπορικές τους ζήλιες και διαφορές. Ήταν η χρυσή εποχή των Ευρωπαίων της Θεσσαλονίκης…Όλα όμως είχαν αλλάξει όταν ανέλαβα και πάλι τη θέση του προξένου μετά τη παλινόρθωση (σημ. το 1814). Οι παλιές βίλες είχαν γίνει ερείπια και οι μόνοι κάτοικοι ήταν οι κουκουβάγιες (Cousinèry, Voyage dans la Macèdoine, 1831»

…στο Ρετζίκι του Τζέκη Άμποτ

Όπως γράφει ο Κουζινερύ σττη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων η περιοχή εγκαταλείφτηκε από τους προξένους και οι όμορφες πολυεθνικές παρέες διαλύθηκαν. Πολλά χρόνια αργότερα, ένας εγγονός του, ο Τζέκης, θα επιστρέψει εκεί. Θα αγοράσει περισσότερα εδάφη και θα δημιουργήσει τον δικό του μικρό παράδεισο. Ας δούμε πώς περιγράφουν τη ζωή του τρεις άνθρωποι διαφορετικών αφετηριών.

Πρώτος είναι ο μοναχός (Φρερ) Ροντρίγκεζ, καθηγητής του Κολλεγίου Δελασάλ (Frère Rodriquez, professeur du Collège De la Salle). Ο Κ. Βακαλόπουλος ανακάλυψε το χειρόγραφο του μοναχού το οποίο και δημοσίευσε το 1972 (Contribution à l’histoire de la colonie européenne de Thessqlonique vers la fin du XVIIIe siècle). Ο Ροντρίγκεζ δίδαξε στο κολλέγιο για 44 χρόνια, από το 1888 μέχρι το 1932. Όπως αναφέρει στο χειρόγραφο του, αυτά που γράφει τα διάβασε ή τα άκουσε από αυτόπτες μάρτυρες «τα σαράντα χρόνια που βρίσκομαι εδώ». Συμπεραίνουμε έτσι ότι έγραψε το χειρόγραφο περί το 1928. Γράφει λοιπόν:

«Γύρω στο 1825, ο Τζέκης Άμποτ, Έλληνας στο θρήσκευμα, Άγγλος στην υπηκοότητα, είχε την ιδέα να εμπορεύεται βδέλλες, επειδή εκείνη την εποχή η ιατρική τις χρησιμοποιούσε συχνά. Οι βδέλλες του Χορτιάτη, ενός βουνού ύψους 1.200 μέτρων, 20 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, ήταν γνωστές σε όλη την Ανατολή. Μέσω διαφημίσεων, ο Άμποτ έκανε γνωστές αυτές τις βδέλλες στην Ευρώπη, μετά από λίγους μήνες οι παραγγελίες έτρεχαν, ο Τζέκης έστελνε χιλιάδες από αυτές κάθε μέρα: η τιμή αυξανόταν με τη φήμη. Μετά από ένα χρόνο ο Άμποτ πουλούσε βδέλλες ένα φράγκο το κομμάτι. Με ένα μπαχτσίσι, ο πονηρός Σαλονικιός μονοπώλησε αυτό το προσοδοφόρο εμπόριο».

Γνωρίζουμε βέβαια από τα προηγούμενα ότι οι αδελφοί Μπάμπης και Τζέκης Άμποτ ίδρυσαν τη κοινή τους εταιρεία Αφοί Άμποτ το 1833 έχοντας ο καθένας το 50% των μετοχών. Το εμπόριο της βδέλλας άρχισε μετά το 1835, με πολλά κέρδη προς το τέλος της δεκαετίας αυτής. Και ο Ροντρίγκεζ συνεχίζει:

 «Έβαζαν άλογα μέσα στις λιμνούλες που ήταν γεμάτες από αυτά τα υδρόβια σκουλήκια, και έβγαιναν έχοντας καλυμμένα τα πόδια τους από τις πολυπόθητες βδέλλες. Μετά από λίγα χρόνια ο πανούργος έμπορος είχε μια κολοσσιαία περιουσία… Αλλά όσα φέρνει ο άνεμος δεν τα φέρνει ο χρόνος. Ο Τζέκης αποσύρεται από τις επιχειρήσεις και γίνεται σπάταλος. Η κοιλάδα του Ασβεστοχωρίου εκτείνεται από το Χορτιάτη μέχρι τα Πλατανάκια. Ο Τζέκης είχε θαυμάσει τόσες πολλές φορές αυτό το υπέροχο πανόραμα, από την κορυφή του βουνού, που αποφάσισε να το απαθανατίσει… Το μέρος αυτό ονομαζόταν Eurumedjeck (αράχνες). Ο Τζέκης αγόρασε για μερικές τουρκικές λίρες αυτό το άντρο εντόμων γεμάτο με απότομους βράχους, που καλύπτει τουλάχιστον 20 εκτάρια (200 στρέμματα). Μετά από μια μαγική μεταμόρφωση αυτό το μέρος ονομάστηκε Urendjick δηλαδή Μικρός Παράδεισος… Ο νέος άσωτος έβαλε να δουλέψουν 600 εργάτες: ανατινάχτηκαν οι βράχοι με δυναμίτη… και οι πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί το κάστρο, τα γύρω τείχη, οι αναβαθμίδες των κήπων…Άλλοι εργάτες μετέφεραν τη γη από την πεδιάδα πάνω σε μουλάρια… Αρκετοί από τους καλύτερους κηπουρούς της πόλης οργάνωσαν τα παρτέρια. Οι πιο μορφωμένοι γεωπόνοι παρήγγειλαν σπάνια δέντρα από μακρινές χώρες: καλλωπιστικούς λωτούς Αμερικής και ψηλούς κέδρους και πεύκα από τον Λίβανο, συκιές και αμπέλια από τη Σμύρνη… Μετά από πέντε χρόνια δουλειάς και ένα εκατομμύριο τουρκικές λίρες ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση…Οι πρόξενοι προσκλήθηκαν να περάσουν τις διακοπές στο Urendjick. Ο κ. Cousinéry Πρόξενος της Γαλλίας, στενός φίλος του Djeck, έχει καταγράψει σε ένα θαυμάσιο έργο σε δύο τόμους, τη χαρούμενη ζωή που έζησαν αυτοί οι κύριοι εκεί, αυτή την εποχή όχι πολύ παλιά και η οποία ωστόσο φαίνεται μυθική. Η θρησκευτική λειτουργία γινόταν κανονικά. Κάθε Κυριακή ένας καθολικός ιερέας τελούσε Λειτουργία στο παρεκκλήσι, τα ερείπια του οποίου φαίνονται ακόμη και σήμερα. Η ψαλμωδία των πιστών ενωνόταν με τον ήχο των καταρρακτών και το τραγούδι των πουλιών. Στη συνέχεια ποτά σερβίρονταν στην πλατεία στη σκιά των κέδρων και των καστανιών. Στη μέση βρισκόταν ένας πίδακας νερού ύψους είκοσι μέτρων, που περιβάλλόταν από τα αγάλματα που κοσμούν τον κήπο της σημερινής Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας, γιατί εκεί ήταν που γεννήθηκε ο Τζέκης Άμποτ».

Ο μοναχός Ροντρίγκεζ μπερδεύει εδώ δύο εποχές : την εποχή της πρώτης θητείας του Κουζινερύ στη Θεσσαλονίκη (1773 – 1793), μια εξαιρετική περίοδο για τους Ευρωπαίους προξένους και εμπόρους στο Ρετζίκι, με την εποχή του Τζέκη (μετά το 1835) όταν ήταν μόνος εκεί. Ο Τζέκης λόγω της μικρής του ηλικίας δεν μπορεί να είχε σχέσεις με τον Κουζινερύ, ο οποίος αναχώρησε για πάντα από τη Θεσσαλονίκη το 1817, όταν ο Τζέκης έμπαινε στην εφηβεία. Αντίθετα, ο πατέρας του Τζόρτζης, υποπρόξενος της Ρωσίας (1804 – 1818) σίγουρα θα είχε σχέσεις με τον πρόξενο Κουζινερύ στη διάρκεια της δεύτερης του θητείας (1814 – 1817). Αντίθετα, σημαντική πληροφορία είναι ότι ο Τζέκης γεννήθηκε στο πατρικό του σπίτι, κληρονομιά του Καυταντζόγλου στη κόρη του Δόμνα, σύζυγο του Τζόρτζη Άμποτ.

Μια ανάλογη περιγραφή κάνει και ο δημοσιογράφος Σαμ Λεβύ, σε άρθρο του στην εφημερίδα του πατέρα του Journal de Salonique τον Ιούλιο του 1910.

«Κάποιοι αποκαλούν το μέρος urumdjek, από την τούρκικη λέξη “αράχνη”. Το ακίνητο περιβάλλεται από χαράδρες, από μονοπάτια που τυλίγονται και πλέκονται σαν ιστός αράχνης. Άλλοι το αποκαλούν Eureumdjik (από το τουρκικό “Μικρός Παράδεισος”) που είναι πιο κατάλληλη ονομασία. Όπως και να έχει, το Urumdjek ή το Eureumdjik αγοράστηκε πριν από περισσότερα από τρία τέταρτα του αιώνα από τον αείμνηστο Τζέκη Άμποτ. Αυτός ο σπάταλος άνθρωπος που είχε εξαιρετικές εκκεντρικότητες, είχε και ένα πολύ μεγάλο προσόν: λάτρευε τη φύση. Έτσι μπήκε στο μυαλό του να κάνει την περιουσία του μια πραγματική Εδέμ. Το κτήμα έχει έκταση περίπου είκοσι εκτάρια, τα επτά από τα οποία αποτελούν τον κήπο. Αυτός ο κήπος, χωρισμένος σε κλιμακωτές πλαγιές, σχεδιάστηκε από έναν ειδικό που συμφώνησε να έρθει από την Αγγλία παίρνοντας πολλά λεφτά. Έτσι μεταμορφώθηκε από τόπο των αραχνών (Urumdjek) σε αληθινό μικρό παράδεισο (Eureumdjik). Μόνο για σκιερά δέντρα έφερε σχεδόν 80 από τα πιο σπάνια είδη της αμερικανικής χλωρίδας. Πλατάνια, βελανιδιές, έλατα, πεύκα, λεύκες και τόσα άλλα δέντρα στην όμορφη σκιά των οποίων ο άνθρωπος αφοσιώνεται στους πιο υγιείς διαλογισμούς. Την ώρα που ο λόγιος φυσιοδίφης, με την ανεκτίμητη βοήθεια των άφθονων νερών που διαπερνούσαν κελαριστά το ακίνητο έφτιαχνε τους κήπους, ο Τζέκης είχε φέρει αρχιτέκτονες από το Λονδίνο που του έχτισαν ένα παλάτι για το οποίο ξόδεψε υπέρογκα ποσά».

ΙΙ, Η επίσκεψη του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ

Η επίσκεψη του χαλίφη και σουλτάνου Αμπντουλ Μετζιτ στη Θεσσαλονίκη το 1858 και η φιλοξενία του από τον Τζέκη στο πατρικό μέγαρο της σημερινής οδού Φράγκων σημάδεψε έντονα την κοινωνία της πόλης. Πιο κάτω τρεις περιγραφές της επίσκεψης στο εξοχικό του Τζέκη, στο Ρετζίκι.

κατά τον μοναχό Ροντρίγκεζ

«Το 1858, ο σουλτάνος ​​Abdoul-Medjid, επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Τζέκη, σήμερα Οθωμανική Τράπεζα. Ο Abdoul-Hamid, γιος του Σουλτάνου, συνόδευε τον πατέρα του. Ήταν 12 ετών. Δεν πίστευε τότε ότι μισό αιώνα αργότερα θα επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη αιχμάλωτος. Αυτοί οι δύο επιφανείς επισκέπτες προσκλήθηκαν από τον ιδιοκτήτη να επισκεφτούν το Urendjick…κάτι που έγινε δεκτό με μεγάλη χαρά. Έτσι ο Άμποτ διεύρυνε το μονοπάτι που οδηγούσε σε αυτή την υπέροχη βίλα, έχτισε γέφυρες, αγόρασε όλα τα τούρκικα χαλιά που υπήρχαν στα καταστήματα και κάλυψε το δρόμο με αυτά από το σπίτι του μέχρι το Urendjick, δηλαδή σε μήκος επτά χιλιομέτρων. Ένα χαμάμ χτίστηκε ειδικά για την Μεγαλειότατα του, κόστισε 25.000 φράγκα, και σήμερα λειτουργεί ως παρεκκλήσι. Στο τέλος φτάνει η μέρα που ορίστηκε για αυτήν την επίσκεψη. Όλη η Θεσσαλονίκη γιορτάζει, οι χορωδίες, οι μπάντες πνευστών, οι ορχήστρες, προηγούνται, συνοδεύουν, ακολουθούν την πομπή… οι πολυτελείς άμαξες κυλούν στα χαλιά… στη μέση της διαδρομής, η αδελφή του Μορέλ, ηγουμένη του Ορφανοτροφείου του Ζέϊτενλικ εμφανίζεται με ένα αίτημα στο χέρι… Ο Abdoul Medjid κάνει νόημα στις άμαξες να σταματήσουν, διαβάζει το γράμμα, γράφει με μολύβι: “Χορηγείται στο διηνεκές”. Βάζει την υπογραφή του. Ήταν δωρεάν απόληψη νερού για το Ίδρυμά της.

Μετά από λίγο, ο Σουλτάνος ​​βρίσκεται μπροστά στο υπέροχο μέρος του Τζέκη, στο Urendjick. Βάζει το δεξί του πόδι στο σκαλοπάτι για να κατέβει από την άμαξα… Αλλά ο ουρανός είχε συννεφιάσει, μια εκθαμβωτική λάμψη με μια τρομακτική βροντή, θεωρήθηκαν ως κακός οιωνός και η τρομαγμένη Μεγαλειότητά του έβαλε το δεξί πόδι πίσω κοντά στο αριστερό και αρνήθηκε να κατέβει …Τι απογοήτευση για τον Τζέκη! Ήταν στο απόγειο του πλούτου, της ασωτίας και της δόξας του. Αλλά ο Ταρπειανός βράχος ήταν κοντά στο Καπιτώλιο και για τον Άμποτ (σημ. βράχος δίπλα στο Καπιτώλιο της Ρώμης από όπου έριχναν και σκότωναν τους καταδικασμένους)… Παρακάλεσε τον Σουλτάνο να δεχτεί έναν καφέ. Φέρνουν το χρυσό μαγκάλι. Ο καφές ετοιμάζεται καίγοντας χαρτονομίσματα αξίας 60.000 φράγκων…Ο Σουλτάνος ​​ρωτά τον Στρατάρχη που τον συνόδευε αν ο καφές γίνεται πιο νόστιμος όταν βράζει με χαρτονομίσματα παρά με κάρβουνο…Αυτή τη στιγμή ο Τζέκης φέρνει τα κλειδιά της ιδιοκτησίας του σε μια ασημένια πιατέλα και τα προσφέρει στους επιφανείς Επισκέπτες. Ο Παντισάχ τα περιστρέφει, τα επεξεργάζεται και μετά τα δίνει πίσω στον Άμποτ, λέγοντάς του «Η ωραία περιουσία σου θα είναι αφορολόγητη όσο είσαι εσύ κάτοχος».

κατά τον Σαμ Λεβύ

«Προετοιμάζοντας την φιλοξενία του Χαλίφη, ο Τζέκης έβαλε περί τους χίλιους εργάτες να καλλωπίσουν τον κήπο ώστε να είναι αντάξιο στις προσδοκίες του υψηλού επισκέπτη. Για μία μόνο νύχτα που θα περνούσε ο σουλτάνος εκεί, κατασκεύασε ένα μπάνιο με πάχος τοίχων 1,90 μέτρων τους οποίους διακόσμησε εσωτερικά με ζωγραφιές. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κατέβει ο Αμπντουλ Μετζίτ από την άμαξα του στο χρυσοκεντημένο χαλί που ήταν στρωμένο μπροστά στην είσοδο των κήπων, ένας κεραυνός έπεσε εκεί κοντά. Ο σουλτάνος θεώρησε ότι ήταν κακό σημάδι και έκανε πίσω».

κατά τον Σταμ Σταμ

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, σκιτσογράφος και πολιτικός Σταμάτιος Σταματίου (γνωστός ως Σταμ Σταμ) από τη Ναύπακτο είχε διατελέσει νομάρχης στην Έδεσσα τα χρόνια της διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1918 – 1920) αλλά και (1922 – 1924) όπου και παντρεύτηκε. Τον Αύγουστο του 1936 δημοσίευσε στο περιοδικό Μπουκέτο την ιστορία του Τζέκη όπως του την διηγήθηκε ο ‘μπαρμπα Μάνθος’ ένας καφετζής της Αγίας Παρασκευής (παλιά Γενίκιοϊ) στη Θεσσαλονίκη.

«Έλληνας, Θεσσαλονικιός, μεγάλος και πολύς. Μεγαλοκτηματίας, πλούσιος πολύ! Όσο τόπο παίρνει τριγύρω η ματιά σας, όλα δικά του κτήματα ήσανε και τσιφλίκια. Χρήματα είχε άφθονα, λίρες με το σακί, που λένε. Αφού είχε δανείσει και το τουρκικό Δημόσιο ένα εκατομμύριο και διακόσιες χιλιάδες γρόσια!
Μια φορά που ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο καλός σουλτάνος της Τουρκίας, ο Μετζίτ –αυτός που έκανε και τα «μετζίτια»– ζήτησε να πάει να φιλοξενηθεί και στου Τζέκη, εδώ πέρα, τα παλάτια. Απ’ τον μπαμπά μου τ’ άκουσα αυτό!
Σαν το ’μαθε ο Τζέκης, έστρωσε όλο το δρόμο με χαλιά, από του Βαρδαριού την πόρτα ως εδώ. Γιατί τότε υπήρχανε τα φρούρια στη Σαλονίκη και στο Βαρδάρι είχε πόρτα, που κάθε βράδυ στις 12, αλά τούρκα, έκλεινε, τραβώντας αλυσίδα. Ούτε να μπει ούτε να βγει κανένας απ’ την πόλη πιά. Φρουρά έμενε πάντοτε εκεί. Κι απάνω από το θόλο, εκρεμότανε η κοκαλοραχιά ενός ανθρώπου, που θα ήταν γίγαντας, ως τρεις φορές πιο μεγάλη από τη δική μας. Τη θυμούνται όλοι οι παλιοί.
Όξω στα σύνορα του τσιφλικιού, ο Τζέκης, με ψηλό καπέλο, σαν κανένας λόρδος, περίμενε τον πολυχρονεμένο. Δίπλα του κορίτσια όμορφα, ντυμένα σαν αρχαία, με κόκκινα μεταξωτά, να περιποιηθούνε τον σουλτάνο και να του ρίξουν λουλούδια και μυρωδικά.
Ο σουλτάνος στάθηκε, είδε τα ωραία χτήματα και τα ωραία σπίτια, θαύμασε και ρώτησε τον Τζέκη:
— Τίνος είν’ αυτά;
Τι να πει ο Τζέκης; Πώς ήταν δικά του; Μπρος στον σουλτάνο τέτοιος λόγος τότε δεν λεγότανε.
Σαν πονηρός λοιπόν Ρωμιός που ήταν του απάντησε:
— Αφέντη και σουλτάνε μου, όλα δικά σας είναι, όπως κι εγώ.
Ευχαριστήθηκε ο σουλτάνος από την απάντηση και χαμογέλασε.
— Καλά, του είπε, αφού είναι δικά μου, εγώ σου τα χαρίζω.
Κι έπειτα από λίγο:
— Καλά, αφού είσαι κι εσύ δικός μου, τότε γιατί φορείς καπέλο φράγκικο και φέσι δεν φορείς;
Και του πρόσφερε αμέσως ένα φέσι και μέσα ένα παράσημο και μια διαταγή: «Κανένα δικαστήριο Μακεδονικό να μη δικάζει ποτέ τον Τζέκη για ό,τι κι αν κάμει, παρά μόνον ο σουλτάνος».
Έτσι ο Τζέκης έγινε εδώ πέρα μεγάλος και πολύς. Βαλήδες και κατήδες, αγάδες, ντερβισάδες, μαλμουδήρηδες, παρακαλούσαν για τη φιλία του και του κάναν επισκέψεις.
Όταν έβγαινε ο Τζέκης απ’ την πόλη για να ’ρθεί εδώ στα κτήματα κι αργούσε να γυρίσει, του Βαρδαριού η πόρτα έμεινε ανοιχτή και τον περίμενε.
— Τζέκης, μπατριγιάν, κισιτζέκ, έλεγαν οι καπουτζήδες Τούρκοι της φρουράς. (δηλαδή, ο Τζέκη εφέντης θα περάσει).
Και έμενε έτσι ανοιχτή η πύλη ως τις δέκα, έντεκα –μεσάνυχτα δικά μας– μέχρι να γυρίσει ο Τζέκης, ενώ έπρεπε να είναι κλειστή από τις έξι, δώδεκα αλά τούρκα δηλαδή.
— Τζέκης, μπατριγιάν, κισιτζέκ!
Αλλά και ο Τζέκης ποτέ δεν καταχράστηκε το μεγάλο προνόμιο που είχε, να μην τον πιάνει κανένα δικαστήριο.
Μόνον μια φορά, που πιάσαν κάποιον Έλληνα επαναστάτη και τον περνούσαν απ’ εδώ και το ’μαθε ο Τζέκης, ρίχτηκε και τον ελευθέρωσε μεσ’ απ’ των στρατιωτών τα χέρια.
— Πήγαινε, του είπε, και σε διορίζω στα χτήματά μου αγροφύλακα.
Πού να μιλήσουνε οι Τούρκοι!
Του έκαμαν έναν τεμενά βαθύ οι αξιωματικοί και τράβηξαν αδειανοί κατά την πόλη
.

Το εσωτερικό του χαμάμ που κατασκεύασε ο Τζέκης για τον σουλτάνο όπως είναι σήμερα, παρεκκλήσι του κολλεγίου Δελασάλ.

ΙΙΙ. Το άδοξο τέλος του Τζέκη

Η μυθική ζωή του Τζέκη δεν είναι παράδοξο που δημιούργησε μύθους γύρω και από το άδοξο τέλος του.

κατά τον μοναχό Ροντρίγκεζ

«Οι γιοι του άσωτου, βλέποντας την περιουσία τους να εξατμίζεται, ανέλαβαν τη διαχείριση των επιχειρήσεων… ο πατέρας τους, ντροπιασμένος, έμεινε σε ένα δωμάτιο και άφησε τον εαυτό του να λιμοκτονήσει από φόβο μήπως δηλητηριαστεί από τους γιους του. Οι δύο γιοι μήνυσαν ο ένας τον άλλον για το πατρικό σπίτι που ο καθένας διεκδικούσε. Ο μεγαλύτερος κάλεσε τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου του Παρισιού. Ο νεότερος κάλεσε τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου του Λονδίνου. Η δίκη κράτησε πολύ…Οι διάδικοι, αποδοκιμαζόμενοι στη Θεσσαλονίκη μετά τον θάνατο του πατέρα, πούλησαν τα ακίνητα που τους είχαν απομείνει και αποσύρθηκαν χωρίς φανφάρες στην Αγγλία. Αυτό έχω διαβάσει ή ακούσει να λένε αυτόπτες μάρτυρες, στο Urendjick, που ανήκει σήμερα στους Φρερ. Εγώ είμαι εδώ περίπου σαράντα χρόνια »

κατά τον Σαμ Λεβύ

«Το επεισόδιο με τον σουλτάνο σήμανε την αρχή της πτώσης του Τζέκη. Μέχρι τον θάνατο του η ζωή γινόταν όλο και πιο άθλια. Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από το μηδέν, κατόρθωσε να συσσωρεύσει μια κολοσσιαία περιουσία αλλά πέθανε στη ψάθα χωρίς να βρεθεί ένας ελεήμων να του προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Έτσι το ήθελε η ανθρώπινη μοίρα».

κατά τον Σταμ Σταμ

« Μα έχει η τύχη και τις ημέρες τις ανάποδες. Σκότωσαν τον Σουλτάν-Μετζίτ οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη. Ήρθεν άλλος, ήρθεν ο Αζίζ, κι ύστερα άλλος, που δεν θυμούμαι τ’ όνομά του, τον σκότωσαν κι αυτόν και ήρθεν ο Σουλτάν-Χαμίτ. Τότε ο Τζέκης, που θεωρήθηκε φίλος του Μετζίτ, άρχισε να χάνει. Δεν τον πείραξε κανείς, αλλά κατάλαβε ότι τα πράματα δεν ήσαν πια γι’ αυτόν σαν πρώτα. Ζητούσε τα λεπτά που είχε δανείσει στο τουρκικό Δημόσιο κι ούτε απάντηση του δίναν. Τότε, τι σκέφτηκε κι αυτός; Επήρε όλα τα δέκατα του καζά Θεσσαλονίκης, για να ισοφαρίσει με αυτά τα χρήματα που είχε να λάβει από το Δημόσιο. Αλλά ο Τούρκος μαλμουντήρης (οικονομικός έφορος) της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος βαλής του είπαν:

— Τζέκη εφέντη, ό,τι έχεις να πάρεις απ’ το κράτος, να το ζητήσεις από τη Σταμπούλ. Εμείς εδώ είμαστε υπάλληλοι του ντοβλετιού. Σ’ έχουμε γραμμένο στα χαρτιά μας, πρέπει να πληρώσεις, γιατί θα σου πάρουμε τα χτήματα και θα πας και φυλακή.

Πείσμωσε ο Τζέκης, αλλά πεισμώσαν κι αυτοί. Τον βρήκαν και κάνα δυο ανάποδες σοδιές, κι ένα πρωί το τουρκικό Δημόσιο του κατάσχεσε το σπίτι, που είναι τώρα η Οθωμανική η Τράπεζα, του κατάσχεσε απέναντι τους στάβλους, εκεί που είναι του Λοβέρδου χάνι, του κατάσχεσε τα κτήματα εδώ, τίποτα δεν τ’ άφησε, τον πέταξε στο δρόμο, του ’φαγε και τα χρήματα. Τουρκιά ήταν αυτή· ποιος θα της μιλούσε; Έτσι μια μέρα χάθηκε φτωχός και κακομοίρης».

Επόμενο 4ο Μέρος, Η άνοδος και η πτώση του Τζέκη Άμποτ

Abbotts of Salonica Ι – Από το Λονδίνο στη Κωνσταντινούπολη

Σπάνια γύρω από μια οικογένεια πλέκεται τέτοιος μύθος όπως για τους Αμποτ της Θεσσαλονίκης. Ο 19ος αιώνας ήταν η περίοδος που πρωταγωνίστησαν, άλλοτε με την εξωφρενική επίδειξη πλούτου, άλλοτε με τις σκοτεινές και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές τους, άλλοτε με τις μεταξύ τους διαφορές. Αγγλικής υπηκοότητας, ελληνικής γλώσσας και ορθόδοξου θρησκεύματος, τάραξαν τα νερά της διεθνούς διπλωματίας με την τραγική σφαγή ενός μέλους το 1876. Ήταν το επεισόδιο που έστρεψε το βλέμμα μου προς την οικογένεια αυτή, ιδιαίτερα στη σχέση τους με την οικογένεια Χατζηλαζάρου και έμμεσα με την οικογένεια Οικονόμου, των δυο μεγάλων οικογενειών από την περιοχή Εδέσσης.

Η αναζήτηση στοιχείων για τους Άμποτ διευκολύνεται από αρκετά διάσπαρτα κείμενα που γράφτηκαν ακόμη και από σημερινά μέλη της οικογένειας αναζητώντας τους προγόνους τους. Υπάρχουν επίσης γενεαλογικά δέντρα και ημερολόγια από μέλη της οικογένειας του 18ου αιώνα, που αφορούν όμως περιόδους πριν από τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να υπάρχουν και αντικρουόμενα στοιχεία. Πώς θα μπορούσε όμως να ήταν διαφορετικά όταν η ιστορία της πολυάριθμης οικογένειας εκτείνεται σε πολλούς αιώνες και σε πολλές περιοχές, από την Αγγλία μέχρι τις Ινδίες, περνώντας μέσα από τα κυριότερα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Σήμερα υπάρχουν πολλοί Άμποτ διασκορπισμένοι σε όλες τις ηπείρους, χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά σχέση μεταξύ τους. Το όνομα είναι αρκετά κοινό προερχόμενο από την μεσαιωνική λέξη abbod που παραπέμπει στο λατινικό abbas, στο ελληνικό αββάς και στο αραμαϊκό άμπα, δηλαδή πατήρ (Κατά Μάρκον 14:36 «καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι·»). Ανάλογη περίπτωση το δικό μας επώνυμο Παπάς. Ο κάθε κλάδος βέβαια ψάχνει τις δικές του ρίζες. Το κείμενο που ακολουθεί επικεντρώνεται λοιπόν στους Άμποτ που ήρθαν από την Αγγλία στην Ανατολή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και απλώθηκαν με τον καιρό σε όλα τα εμπορικά κέντρα της ανατολής. Ο κλάδος που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Είναι ο κλάδος με τα λιγότερα στοιχεία και τα μεγαλύτερα κενά.

Η αναζήτηση του γενάρχη της οικογένειας μας οδηγεί στην κωμόπολη Γκρέτον (Gretton) μιας περιοχής βορειοδυτικά του Λονδίνου, το Northampton. Εκεί τον 16ο αιώνα ο κτηματίας Τόμας Άμποτ (Thomas Abbott), συγχρόνως με την καλλιέργεια της γης εξασκούσε και το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Οι υπάρχουσες γενεαλογικές βάσεις συμφωνούν ότι με την σύζυγο του Κάθριν (Catherine Abbott) απέκτησαν έξι παιδιά: την Μαγδαληνή (Magdalen), τον Τόμας (Thomas), τον Ρόμπερτ (Robert, 1610 – 1658), την Αλίκη (Alice), την Ισαβέλα (Isabelle) και την Τζέιν (Jane). Ο πρωτότοκος Τόμας παρέμεινε στο Γκρέτον, μάλλον αναλαμβάνοντας τα κτήματα του πατέρα του όπως συνηθιζόταν, ενώ ο δεύτερος γιος Ρόμπερτ μετακόμισε σε μικρή ηλικία στο Λονδίνο. Εκεί άρχισε να δουλεύει ως γραμματέας σε δανειοδοτική εταιρεία πράγμα που του επέτρεψε το 1635 να γίνει δεκτός στην εμπορική εταιρεία Freedom of the Company of Scriveners και στη συνέχεια να ανοίξει δικό του γραφείο δανείων, την Flying Horse με έμβλημα τον Πήγασο. Η αλματώδης οικονομική και κοινωνική εξέλιξη τον οδήγησε σε γάμο με την Μπέθια Τσάπμαν (Bethia Chapman), κόρη ενός πλούσιου παντοπώλη. Με τον γάμο αυτό μπήκε στη Συντεχνία των Παντοπωλών (Worshipful Company of Grocers) και ανέπτυξε σχέσεις με την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ενώ προς το τέλος της ζωής του φέρεται ως εισαγγελέας πταισματοδικείου αποκτώντας και οικόσημο με τον Πήγασο! Οι τραπεζικές του εργασίες τον φέρνουν να κατέχει μερίδια σε έξι εμπορικά πλοία, δύο εκ των οποίων κάνουν εμπόριο με την Ανατολή.

Sir Robert Abbott

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην εταιρεία του προσέλαβε και τον Robert Clayton, γιο της αδελφής του Αλίκης – η οποία παντρεύτηκε ένα φτωχό αγρότη, τον John Clayton. Ο Clayton έμαθε την τέχνη στην Flying Horse την οποία διηύθυνε και επεξέτεινε μετά τον θάνατο του θειού του. Είχε εκπληκτική εξέλιξη και θεωρείται σήμερα, μαζί με τον θείο του Ρόμπερτ Άμποτ, πατέρας του βρετανικού τραπεζικού συστήματος. Χρήστηκε ιππότης, εξελέγη Δήμαρχος Λονδίνου (Lord Mayor of London) ενώ υπηρέτησε για σχεδόν τριάντα χρόνια ως βουλευτής στο Βρετανικό Κοινοβούλιο (Frank T. Melton, Clayton and the Origins of English Deposit Banking 1658-1685, 1986).

I. Τζάσπερ Άμποτ, ο γεννήτορας των Άμποτ της Ανατολής

Ο Ρόμπερτ και η Μπέθια απόκτησαν δέκα παιδιά, το προτελευταίο των οποίων ήταν ο Τζάσπερ Άμποτ (Jasper Abbott, 1655-1723). Ο Τζάσπερ μετακόμισε πολύ νέος στην Ανατολή, πρώτα στη Σμύρνη και μετά στη Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με τα γραφόμενα του μηχανικού Χάιντ Κλαρκ, μέλους της Εταιρείας της Ανατολής (Levant Company). Ο Κλαρκ έγραψε το άρθρο του το 1860, λίγους μήνες μετά την άφιξη του στη Σμύρνη για δουλειές, από συζητήσεις που έκανε με τους εκεί εμπόρους, οπότε οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν δυο αιώνες πιο μπροστά, ίσως όχι τόσο ακριβείς. Το σημαντικό όμως φαίνεται να είναι ότι ο Τζάσπερ έφτασε αρχικά στη Σμύρνη, το μεγαλύτερο τότε εμπορικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και μετά από είκοσι χρόνια εγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη. «Από το εμπορικό σώμα μπορώ να καταγράψω τον πρώτο Άμποτ, τον πατέρα αυτής της μεγάλης πλέον φυλής στο Λεβάντε, που ήταν έμπορος στη Σμύρνη (…) για είκοσι χρόνια και στη συνέχεια έμπορος στην Κωνσταντινούπολη (…) για άλλα είκοσι χρόνια. Εκεί πεθαίνει, – και βρίσκεται θαμμένος στο αγγλικό νεκροταφείο στο Feri-keui (…) και όπου ο τάφος του φαίνεται ακόμα σε καλή κατάσταση. Είναι διακοσμημένος με οικόσημο και καταγράφει την γενεαλογία του, με όση αξιοπρέπεια μπορεί να δώσουν τα Λατινικά» (Clarke, (Henry) Hyde, ‘The history of the British colony at Smyrna’, Levant Herald, 1860)).

Μετρώντας προς τα πίσω από τον θάνατο του, η πληροφορία του Χάιντ μας δείχνει ότι ο Τζάσπερ έφτασε στη Σμύρνη νεότατος περί το 1680. Παντρεύεται εκεί, μάλλον Ρωμιά, και αποκτά το 1696 τουλάχιστον ένα γιο, τον Πήτερ. Περί το 1700 η οικογένεια μετακομίζει στη Κωνσταντινούπολη όπου διαμένει μέχρι τον θάνατο του το 1723. Ο Τζάσπερ θα γίνει έτσι ο γεννήτορας των Άμποτ της Ανατολής.

Ο Πήτερ (1696 – 1768) θα γίνει εξέχον μέλος της Levant Company και θα ασκήσει τα καθήκοντα του ταμία τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκτός από τη Κωνσταντινούπολη, είχε από το 1735 factories επίσης στην Άγκυρα και στη Σμύρνη (Serdaroglu, British Merchant Families in the Levant Trade in the 18th Century, 2018). Θα αποκτήσει έντεκα παιδιά – τα τέσσερα θα πεθάνουν σε μικρή ηλικία, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Τα επιζήσαντα επτά, με βάση μαρτυρίες της ίδιας της οικογένειας και άλλα διάσπαρτα κείμενα, παρουσιάζονται ως εξής:

Το γενεαλογικό δέντρο των Άμποτ: από το Γκρέτον στη Κωνσταντινούπολη

1. Ο Τζάσπερ θα παντρευτεί την Κυριακή (1744 – 1822), κόρη του ιερέα Αθανασίου στη Κωνσταντινούπολη. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Χένρυ (Henry Alexius, 1764-1819) γράφει στο Ημερολόγιο του (το 1804) ότι γεννήθηκε στο Πέρα στις 16 Οκτωβρίου 1764 και ήταν τεσσάρων ετών όταν μετακόμισαν στην Άγκυρα με τα δυο μικρά του αδέλφια, τον Ουίλιαμ (William 1766-1852) και τον Πήτερ (Peter 1767-1834). Η μετακόμιση λοιπόν έγινε το 1768, έτος του θανάτου του παππού Πήτερ. Ίσως τη χρονιά εκείνη να έγινε η μοιρασιά των οικογενειακών εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ των πέντε αδελφών. Στην Άγκυρα γεννιούνται και δύο κορίτσια, η Ελίζαμπεθ (Elizabeth 1769 – 1825) και η Μαίρη (Mary 1771 – 1844) οι οποίες θα μας απασχολήσουν αργότερα όταν εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Τα καλοκαίρια η οικογένεια τα περνά σε ένα εξοχικό λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη πόλη, στο Efset, «το οποίο αποτελούνταν από ένα πολύ κομψό σπίτι, εκτεταμένους κήπους, περιβόλια και αμπελώνες, με τα πιο εκλεκτά φρούτα της Ευρώπης και της Ασίας, έναν παράδεισο». Ο πατέρας του ήταν ένας “πολύ ευθύς, ευσυνείδητος και θρησκευόμενος άνθρωπος, ένας καλός μελετητής της κλασικής γραμματείας”. Το καλοκαίρι του 1774 όμως πεθαίνει σε ηλικία μόλις 43 ετών από δυσεντερία. Ένα τέταρτο μικρό αγοράκι δυο μηνών θα πεθάνει λίγες μέρες αργότερα. «Ο θείος μου Τζορτζ Άμποτ της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν ένας πολύ εύπορος άνθρωπος αλλά πολύ φιλάργυρος, έστειλε τους πράκτορες του να παραλάβουν τα υπάρχοντα και την οικογένεια δηλώνοντας στους άλλους αδερφούς του ότι ο εκεί οίκος θα έκλεινε». Οι θείοι συμφώνησαν να πάρουν από ένα αγόρι για να το μεγαλώσουν και να το εκπαιδεύσουν, αφήνοντας τα δύο κορίτσια στη φροντίδα της μητέρας. Ο πρωτότοκος Χένρυ και ο δευτερότοκος Ουίλιαμ πήγαν έτσι στο Χαλέπι της Συρίας, ο πρώτος στον έμπορο Ρόμπερτ Άμποτ και ο δεύτερος στον πρόξενο Τζον Τόμας Άμποτ. Ο μικρότερος Πήτερ έμεινε με τον θείο Τζορτζ στη Κωνσταντινούπολη. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η χήρα Κυριακή με τα δυο μικρά κορίτσια θα έχουν την στήριξη του Βαρθολομαίου και θα τον συνοδέψουν στη Θεσσαλονίκη.

Με τον πρώιμο θάνατο του προξένου Τζον Τόμας το 1883, η χήρα με τα πέντε παιδιά της και τον ανιψιό της Ουίλιαμ θα μετακομίσουν από το Χαλέπι στο Λονδίνο. Περίπου την ίδια εποχή ο Χένρυ με την προτροπή του θείου του Ρόμπερτ λόγω μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα μεταναστεύσει στη Καλκούτα της Ινδίας όπου θα παντρευτεί την Μάργκαρετ Γουέλς και θα αποκτήσουν επτά παιδιά εκ των οποίων τέσσερις γιοι θα γίνουν στρατιωτικοί (Augustus, Frederick, Sir James και Saunders Alexius) και θα φτάσουν μέχρι τον βαθμό του στρατηγού. Προς τιμήν μάλιστα του Sir James Abbott, η πόλη που ίδρυσε και στην οποία υπηρέτησε ως διοικητής στο σημερινό Πακιστάν, θα ονομαστεί Abbottabad. Είναι η πόλη στην οποία θα εκτελεστεί το 2011 ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από την στρατιωτική ακαδημία. Ένας πέμπτος γιος (Keith Edward Abbott) θα γίνει διπλωμάτης και θα υπηρετήσει ως Πρόξενος της Αγγλίας στη Ταμπρίζ της Περσίας (1854 – 1857) και στην Οδησσό της Ρωσίας (1868 – 1873).

Ο τρίτος γιος του Τζάσπερ, ο Πήτερ (1767-1834), θα μεγαλώσει με τον “τσιγκούνη” θείο του Τζορτζ στη Κωνσταντινούπολη. Τον συναντάμε για πρώτη φορά το 1797 στο Λονδίνο, όταν έρχεται σε επαφή με τον πρέσβη των ΗΠΑ για να τον πείσει να αναπτύξουν το εμπόριο αποικιακών προϊόντων με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αποφασίζεται μάλιστα η αποστολή του στην Ουάσινγκτον ώστε να συζητήσει το θέμα με τον Υπουργό των Εξωτερικών πλην όμως στο ταξίδι αιχμαλωτίζεται από το γαλλικό ναυτικό, είναι η περίοδος των ναπολεόντειων πολέμων (Ruth Kark, American Consuls in the Holy Land, 1994). Μετά τους πολέμους διορίζεται υπεύθυνος της Levant Company και Πρόξενος στη Βηρυτό και μετά τη διάλυση της εταιρείας το 1825 συνεχίζει τη θητεία του ως στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office). Το 1831 στηρίζει ενεργά για πρόξενο των ΗΠΑ στη Βηρυτό τον ανιψιό του Τζάσπερ Σασώ (Jasper Chasseaud) από τη Θεσσαλονίκη (όπως θα δούμε αργότερα γιο της αδελφής του Μαίρης και του Πήτερ Σασώ), κάτι που επιτυγχάνει το 1833. Θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα και θα ενταφιαστεί στη Βηρυτό.

2. Ο Τζόν Τόμας (John Thomas 1733 – 1783). Θα παντρευτεί την Ελβετίδα Μαριάννα Γκόι (Marianne Goy, 1750 – 1816). Θα αναλάβει το εμπορικό κέντρο της Levant Company στο Χαλέπι της Συρίας όπου θα ονομαστεί Πρόξενος. Θα αποκτήσει τέσσερα αγόρια (Richard Robert, Peter, George Edward, John Thomas) και μια κόρη (Elizabeth Margaret) η οποία πέθανε μετά τη γέννα. Τα αγόρια θα μεγαλώσουν μαζί με τον ξάδελφο Ουίλιαμ. Μετά τον θάνατο του άντρα της, όπως είδαμε, η χήρα Μαριάννα με τα τέσσερα παιδιά της και τον ανιψιό Ουίλιαμ θα μετακομίσουν στο Λονδίνο. Τα παιδιά, όπως και ο ανιψιός, θα βρουν τις τύχες τους στην Ινδία (Καλκούτα οι γιοι, Μαντράς ο ανιψιός). Ο Ουίλιαμ θα πλουτίσει στην Ινδία ιδρύοντας δυο εταιρείες ενώ θα θητεύσει και ως δήμαρχος του Μαντράς (σημερινό Τσενάι).

3. Για τον Βαρθολομαίο Έντουαρτ (Bartholomew Edward, 1735 – 1817), τον ιδρυτή του κλάδου της Θεσσαλονίκης, θα αναφερθούμε εν εκτάσει στη συνέχεια.

4. Ο Τζορτζ (George Abbott 1736-1801), ο ‘εύπορος άνθρωπος αλλά πολύ φιλάργυρος’, θα παντρευτεί την Άννα Μαρτσελίνι (Anna Marcellini) από την Βενετία. Παντοδύναμος, δύστροπος και τσιγκούνης, θα αναλάβει ταμίας της Levant Company μετά τον θάνατο του πατέρα τους για μικρό χρονικό διάστημα. Όπως αναφέρει ο Άγγλος πρέσβης στη Κωνσταντινούπολη Τζον Μάρεϊ (John Murray), θα αποτελέσει με τον Βαρθολομαίο τον ένα πόλο σε ενδοοικογενειακή διένεξη λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του πατέρα τους εναντίον του πρωτότοκου Τζάσπερ χωρίς να είναι γνωστή η αιτία. Ο Άγγλος πρέσβης τους θεωρεί υπεύθυνους και για την “εκδίωξη” του Τζάσπερ στην Άγκυρα.

5. Ο Ρόμπερτ Πάτζετ (Robert Pageτ, 1738 – 1799) θα μεταβεί και αυτός στο Χαλέπι στον εκεί εμπορικό οίκο. Ανύπαντρος και αρκετά αδιάφορος με τη δουλειά, θα συμβουλέψει τον ανιψιό του Χένρυ που είχε υπό κηδεμονία να εγκαταλείψει το Χαλέπι, που μαστίζεται από αναδουλειές, και να στραφεί προς άλλες πιο δυναμικές περιοχές πράγμα που θα πράξει πηγαίνοντας στην Ινδία.

6. Η Μαρία Κανέλα (Maria Canella, ; – 1767) θα παντρευτεί τον Ρώσο ευγενή Αλεξέι Ομπρέσκοφ, πρέσβη (Resident) της Μεγάλης Αικατερίνης στη Κωνσταντινούπολη. Θα αποκτήσουν τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Ομπρέσκοφ θα φυλακιστεί στο Επταπύργιο της Κωνσταντινούπολης με την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου 1768 – 1774 με αφορμή την επέμβαση της Ρωσίας στη Πολωνία και στην οθωμανική Κριμαία των Τατάρων. Ο Άγγλος πρέσβης Τζον Μάρεϊ είχε αναγάγει την απελευθέρωση του Ρώσου πρέσβη σε θέμα γοήτρου για τη Γηραιά Αλβιώνα και τον ίδιο προσωπικά. Θα απελευθερωθεί τελικά από ενέργειες της ανταγωνίστριας Πρωσίας με την ενεργή ανάμιξη των δυο αδελφών Άμποτ της Κωνσταντινούπολης, Τζορτζ και Βαρθολομαίου. Ο Μάρεϊ θα το θεωρήσει προδοσία και θα άρει την αγγλική προστασία από τον Βαρθολομαίο, όχι όμως από τον Τζορτζ ο οποίος έχει κορυφαία θέση και στήριξη στην Ανατολική Εταιρεία ως ταμίας της (Basil C. Gounaris, The Alexei Obrescoff Case, 2015).

7. Η Ντόροθυ Κλάρα (Dorothy Clara, ? – 1819) θα παντρευτεί τον αριστοκράτη Jean Godefroy Froding από τη Πετρούπολη, γραμματέα (chancellor) της ρωσικής πρεσβείας στη Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν δυο παιδιά, την Ελένη και τον Κωνσταντίνο.

Οι γιοι του Πήτερ ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι με την Levant Company αποκτώντας ηγετικό ρόλο σε όλη την Ανατολή. Από τη σχέση τους με την εταιρεία αυτή αντλούν μεγάλη πολιτική επιρροή στην Υψηλή Πύλη και στο Λονδίνο, υπερισχύοντας ακόμη και του Άγγλου πρέσβη. Ας δούμε λοιπόν με δυο λόγια πως δημιουργήθηκε η εταιρεία αυτή πριν εξετάσουμε την μετακόμιση του Βαρθολομαίου στη Θεσσαλονίκη.

II. Η Ανατολική Εταιρεία – The Levant Company

Το ενδιαφέρον της Αγγλίας για εμπόριο με την ανατολική Μεσόγειο άρχισε πολύ αργά, τον 16ο αιώνα. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν εμπορικές σχέσεις ούτε με το Βυζάντιο ούτε με τους Οθωμανούς. Οι πρώτες λίγες επαφές γίνονται για αγορά γλυκού κρασιού στις αρχές του αιώνα χωρίς όμως διάρκεια. Τα πράγματα αλλάζουν όταν δυο Λονδρέζοι έμποροι, οι Όσμπορν και Στέιπερ, στέλνουν τον Ουίλιαμ Χάρνμπορν (William Harnborne) στη Κωνσταντινούπολη να εξετάσει τη δυνατότητα συμφωνίας για εμπορικές ανταλλαγές. Ο Χάρνμπορν καταφέρνει να πάρει τη σύμφωνη γνώμη του Σουλτάνου το 1581 παρά την αντίθεση τόσο των Γάλλων, που έχουν συμφωνία με τους Οθωμανούς από το 1535, όσο και των Βενετών. Η συμφωνία προβλέπει προνόμια και προστασία των Άγγλων εμπόρων όπως είχε συμφωνηθεί με τους Γάλλους, τις περίφημες διομολογήσεις (capitulations). Με τις διομολογήσεις συμπληρώθηκαν κατάλογοι τελωνειακών δασμών σε εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα ενώ δόθηκαν εγγυήσεις ότι δεν θα επιβληθούν άλλοι φόροι στους Άγγλους. Εξασφάλισαν επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία των Άγγλων και των εμπορευμάτων τους χωρίς παρενόχληση, επέτρεπαν την επίλυση των διαφορών μεταξύ τους από τους δικούς τους Προξένους και όχι από οθωμανικά δικαστήρια και προέβλεπαν ότι οι υποθέσεις που αφορούσαν Άγγλους που υπάγονταν στο οθωμανικό δίκαιο θα έπρεπε να διεκπεραιώνονται στην Κωνσταντινούπολη και όχι από επαρχιακούς αξιωματούχους. Η Levant Company επέτρεπε στα μέλη της (Freemen) να λειτουργούν ανταγωνιστικά ως ανεξάρτητοι έμποροι με δικά τους κεφάλαια, σεβόμενοι τους γενικούς κανόνες και αρχές που περιγράφονταν στο καταστατικό της.

Η βασίλισσα Ελισάβετ ενδιαφέρθηκε έντονα αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να ξοδέψει χρήματα από το δημόσιο ταμείο για τους Άγγλους εμπόρους. Υπογράφει έτσι τον Σεπτέμβριο του 1581 μια Χάρτα που εισάγει μονοπώλιο και κανόνες λειτουργίας προς όφελος δώδεκα εμπόρων έναντι εκπροσώπησης των συμφερόντων του Στέμματος στη Πύλη, με τα έσοδα του μονοπωλίου, Οι επικεφαλής των εμπορικών οίκων στην Ανατολή (consuls) θα εκπροσωπούν έτσι με δικά τους χρήματα την βρετανική κυβέρνηση. Ιστορικά ίσως είναι η πρώτη μορφή Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Η συμφωνία τίθεται ουσιαστικά σε ισχύ το 1583, όταν ο Χάρνμπορν εφοδιασμένος με επιστολές της βασίλισσας Ελισάβετ εγκαθίσταται επισήμως στη Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο της χρονιάς αυτής. Είναι ο πρώτος διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελισάβετ (πρέσβης) στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ο πρώτος επικεφαλής της ομάδας των εμπόρων με άμεση προτεραιότητα να υπερνικήσει τις συνεχιζόμενες πιέσεις Γάλλων και Βενετών στον Σουλτάνο. Την ίδια χρονιά αρχίζει να οργανώνει την αναδυόμενη εταιρεία, ορίζοντας ‘προξένους’ σε Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Χαλέπι, Δαμασκό, Αμάν και τα επόμενα χρόνια σε Χίο, Πάτρα, Ζάκυνθο κλπ. Τα ιδρυόμενα εμπορικά κέντρα ονομάζονται factories και εξελίσσονται σε ένα ιδιότυπο μονοπωλιακό δίκτυο για το εμπόριο μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα κέρδη ήταν μεγάλα, τα έξοδα επίσης. Εκτός από την πληρωμή του προσωπικού χρειαζόταν και ένα σημαντικό οικονομικό «φρεσκάρισμα» της εκτίμησης της εταιρείας προς τον Σουλτάνο, τον Βεζίρη, τους υψηλούς αξιωματούχους, δικαστές, τελωνειακούς κλπ.

Η οργάνωση θα πάρει την τελική μορφή εταιρείας με εσωτερικά όργανα την δεκαετία του 1590. Γίνονταν μέλη είτε γιατί ήταν παιδιά μέλους, είτε γιατί είχαν ολοκληρώσει εκπαίδευση σε ένα μέλος, είτε γιατί είχαν αγοράσει το δικαίωμα. Κάθε μέλος έδινε όρκο να μην στέλνει κανένα εμπόρευμα στην Ανατολή παρά μόνο για δικό του λογαριασμό και να μην το παραδίδει σε κανέναν άλλο εκτός από τους πράκτορες και τους παράγοντες της Εταιρείας. Η Εταιρεία είχε το δικαίωμα να φορολογεί το βρετανικό εμπόριο στην Ανατολή, επιβάλλοντας προξενικούς δασμούς, τέλη και πρόστιμα. Τα μέλη πλήρωναν στο Λονδίνο ποσοστό 2% επί της αξίας των συναλλαγών τους στην Ανατολή. Οι πράκτορες που στάλθηκαν στα οθωμανικά λιμάνια για να συνάψουν επιχειρηματικές δραστηριότητες, κατέβαλαν στους εκεί αντιπροσώπους της Εταιρείας άλλο ένα 2% επί της αξίας των εμπορευμάτων που πωλούνταν ή αγοράζονταν. Τα μέλη μπορούσαν να αποφύγουν τους κανόνες και να συνεργαστούν με μη μέλη και αλλοδαπούς, καταβάλλοντας πρόστιμο 20% επί της αξίας των συναλλαγών τους, πράγμα που ήταν πρακτικά απαγορευτικό. Οι πρόξενοι, αντιπρόξενοι, πράκτορες, ταμίες και οι γραμματείς, όλοι έμποροι καριέρας, αποτελούσαν τον διοικητικό μηχανισμό που ήλεγχε την τήρηση των διομολογήσεων και εκπροσωπούσε την Εταιρεία και τα μέλη της στις οθωμανικές αρχές. Οι πρόξενοι ενεργούσαν ως δικαστές, προστάτες και σύμβουλοι, που ασκούσαν έλεγχο σε όλες τις εσωτερικές υποθέσεις των εμπορικών κέντρων. Ήταν υπεύθυνοι για τη τήρηση της τάξης μεταξύ των συμπατριωτών τους, και ρύθμιζαν τις μεταξύ τους διαφορές. Η διοίκηση της Εταιρείας – ο Διοικητής, ο Υποδιοικητής και ένα 18-μελές σώμα βοηθών – μαζί με τους εμπόρους (Freemen) αποτελούσαν το Γενικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο είχε εκτεταμένες εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές εξουσίες και συνεδρίαζε τακτικά (Alfred Wood, A History of the Levant Company, 1935).

Το εμπόριο της Αγγλίας με την Οθωμανική αυτοκρατορία εκτοξεύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα ως αποτέλεσμα του λεγόμενου Κρητικού πολέμου μεταξύ Τούρκων και Βενετών. Τότε υπήρξε και η μεγαλύτερη ένταξη νέων μελών. Το Χαλέπι έφτασε να έχει 50 μέλη, η Σμύρνη 49. η Κωνσταντινούπολη 25. Ήταν η εποχή που το εμπόριο των Βενετών, και των συμμάχων τους Γάλλων, υποχώρησε ραγδαία λόγω του πολέμου με τους Οθωμανούς. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που ο Τζάσπερ Άμποτ μετανάστευσε στην Ανατολή εκείνη την εποχή. Από τα τέλη του 18ου αιώνα όμως θα αρχίσει η μεγάλη πτώση που θα οδηγήσει στο τέλος της Levant Company το 1825.

Ο τρόπος γέννησης και λειτουργίας της εταιρείας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της είχαν μεγάλη δύναμη, τόσο οικονομική όσο και πολιτική. Ο όρος «λεβαντίνος» άρχισε να εκφράζει αυτή την πραγματικότητα, έναν δυτικό έμπορο εγκατεστημένο στην Ανατολή που υιοθετεί τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και έχει ισχυρές οικονομικές και πολιτικές διασυνδέσεις. Οι Αμποτ της Κωνσταντινούπολης, ως εξέχοντα μέλη της Εταιρείας, είχαν λοιπόν ισχυρή πρόσβαση τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Υψηλή Πύλη.

Επόμενο: 2ο Μέρος, Από τη Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη

ΤΟΙΣ ΚΡΑΤΑΙΟΤΑΤΟΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣΙ

Δεκαοκτώ μήνες μετά την άφιξη του στο Παρίσι, ο Εδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μινωίδης μαθαίνει τα νέα για την εξέγερση στην Ελλάδα. Ο ενθουσιασμός του είναι μεγάλος. Στις Σέρρες, όταν διηύθυνε την Ελληνική Σχολή, είχε υποφέρει από την αγριότητα του Γιουσούφ πασά. Αυτός φαίνεται ότι ήταν η αιτία να χάσει ένα αγαπητό του πρόσωπο αλλά και ο λόγος της απόφασης του να ξενιτευτεί. Οι δυο μαθητές του, Ιωάννης και Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, αδέλφια της γυναίκας του Ανδρέα Οικονόμου, συμμαθητή του στο Ελληνομουσείο των Βοδενών, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ο πρώτος θα γίνει υπαρχηγός του Εμμανουήλ Παπά και θα συμμετάσχει στην επανάσταση της Χαλκιδικής. Στην αγκαλιά του θα ξεψυχήσει ο Σερραίος ήρωας στο καΐκι που τους μετέφερε από τη Χαλκιδική στην Ύδρα. Ο δεύτερος θα σχηματίσει το δικό του σώμα από τετρακόσια παλικάρια, θα συμμετάσχει στην έξοδο του Μεσολογγίου και θα τελειώσει τη ζωή του με τον βαθμό του στρατηγού. Ο ενθουσιασμός του Μηνωίδη για την εξέγερση θα φέρει όμως και τα πρώτα σύννεφα στη φιλική του σχέση με τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος ήταν πιο συγκρατημένος πιστεύοντας ότι δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για την έναρξη της επανάστασης.

Την εποχή εκείνη το ζήτημα που κυριαρχούσε στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες ήταν η κατάπνιξη των φιλελεύθερων και εθνεγερτικών κινημάτων. Λίγα μόλις χρόνια μετά το Βατερλό, η Ευρώπη γνώριζε τοπικές εξεγέρσεις που ήταν αγκάθια στα μοναρχικά καθεστώτα, μικρές βόμβες στα θεμέλια των υπεραιωνόβιων αυτοκρατοριών. Η πενταμερής Ιερά Συμμαχία, με πυρήνα τη καθολική Αυστρία, την προτεσταντική Πρωσία και την ορθόδοξη Ρωσία, είχε σαν κύριο δόγμα τη διατήρηση της μονολιθικής απολυταρχικής τάξης η οποία είχε πληγωθεί από τη Γαλλική Επανάσταση και τις νέες ιδέες που διέδωσε. Οι τρεις αυτοί εκφραστές των χριστιανικών δογμάτων μαζί με τα δυο άλλα μέλη, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, κρατούσαν τις ισορροπίες στην ευρωπαϊκή σκηνή με ιθύνοντα νου τον αυστριακό υπουργό των εξωτερικών Μέτερνιχ. Τον Ιανουάριο του 1821 και τα πέντε μέλη είχαν συναντηθεί στο Λάιμπαχ (Laibach) της Αυστρίας, τη σημερινή Λουμπλιάνα της Σλοβενίας, για να συζητήσουν το θέμα των εξεγέρσεων στη Νάπολη και στο Πεδεμόντιο της Ιταλίας. Το συνέδριο εκείνο διήρκεσε από τις 26 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαΐου. Εκεί πληροφορήθηκαν την εξέγερση του Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας στις 22 Φεβρουαρίου, κάτι που αναστάτωσε τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο, όπως και τη κήρυξη της επανάστασης στις 25 Μαρτίου στην Ελλάδα. Τα νέα πήγαιναν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη γραμμή που είχαν χαράξει. Οι καγκελαρίες ήταν φυσικά όλες αντίθετες.

Ήταν η στιγμή που ο Μινωίδης αποφάσισε να απλώσει στο χαρτί το πάθος του για την ελληνική ανεξαρτησία, γράφοντας ένα φλογερό κείμενο προς τους Ευρωπαίους βασιλείς και τις καγκελαρίες τους. Οι Νεοέλληνες που πήραν τα όπλα για την ανεξαρτησία τους ήταν τέκνα μιας μεγάλης πολιτισμικής κληρονομιάς που θαύμαζε η Δύση. Το κείμενο, γραμμένο στην αρχαία ελληνική που γνώριζαν όχι μόνο οι ελληνιστές αλλά και πολλοί διπλωμάτες στις διάφορες ευρωπαϊκές καγκελαρίες, είχε το στόχο αυτό. Να συνδέσει τον αγώνα που μόλις άρχιζε με μια μεγάλη ιστορική παράδοση που ξεκινούσε από την αρχαιότητα και έφτανε στις μέρες εκείνες με τη γλώσσα του ευαγγελίου και των κειμένων της χριστιανικής θρησκείας. Για τη μεγαλύτερη διάχυση του στο ευρωπαϊκό κοινό μεταφράστηκε μετά και στη γαλλική που ήταν τότε η πλέον διαδεδομένη γλώσσα στη Γηραιά Ήπειρο. Τι επίπτωση θα είχε όμως το κείμενο ενός νιόφερτου στο Παρίσι ; ενός αγνώστου μεταξύ αγνώστων ; Το κείμενο έπρεπε να φέρει τη σφραγίδα των αγωνιζομένων στην Ελλάδα, αυτών που έχυναν το αίμα τους για την ανεξαρτησία, των ανθρώπων που η σπαρακτική φωνή είχε περισσότερες πιθανότητες να λυγίσει τη κυνική γλώσσα των ανθρώπων του Μέτερνιχ. Αντί υπογραφής τέλειωνε με τη φράση: Ἐν Ἑλλάδι ΑΩΚΑ’, Μαΐου ΚΗ’ (Ελλάδα 1821, Μαΐου 28).

Το κείμενο αυτό αναζωπύρωσε τον φιλελληνισμό στην Ευρώπη με αρκετά άλλα υποστηρικτικά άρθρα να βλέπουν το φως τα επόμενα χρόνια του αγώνα. Αρκετά σημεία του κρατούν μια εκπληκτική διαχρονικότητα. Θα μπορούσαν να μας διδάξουν ακόμη και σήμερα αφού βιώνουμε παρόμοιες καταστάσεις με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Με την ανάρτηση αυτή ας αποτίσουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον Μηνά Μινωίδη!

Σημείωση: Δεν γνωρίζω το κείμενο αυτό να έχει ξαναδημοσιευτεί στην Ελλάδα. Η έρευνα μου δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισα λοιπόν να το ψηφιοποιήσω κρατώντας κατά δύναμη την ορθογραφία και το πολυτονικό σύστημα του πρωτότυπου – πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο για κάποιον που γράφει σε λατινικό πληκτρολόγιο (AZERTY). Ελπίζω να τύχω της επιείκειας των αναγνωστών για τα λάθη που ίσως έχουν παρεισφρήσει. Η απόδοση στα νεοελληνικά θα γίνει εν καιρώ!

ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΤΟΤΑΤΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

1. Οἷα μέν οἱ παντλήμονες Ἕλληνες δεινά πεπόνθαμεν ὑπό τῶν ἀδικωτάτων καί τυραννικωτάτων Ὀθωμανῶν, οὔθ’ ὑμᾶς λέληθεν, οὔτε τῶν πάντων τήν εὔδαιμον’ Εὐρώπην oικoύντων οὐδένα. Πολλοί γάρ τῶν Εὐρωπαίων εἶδον τε, καί ὡς οἷον τ’ αὑτοῖς ἦν ἐξετραγῴδησαν, Ξυγγραφῇ δηλώσαντες ἕκαστοι, ἡλίκα τά πρός ἡμᾶς τῶν τυράννων τούτων ἐκ πολλοῦ τοῦ χρόνου ἀδικήματα. Οἷα δέ τά ὑπ’ αὑτῶν ἤδη καθ’ ἡμῶν τολμώμενα, λόγῳ μέν ἐξαγγεῖλαι ἀδύνατον, ἀκούσαντι δ’ ἄν ἄπιστα εἷναι δόξειε. Προσήκει οὖν Ὑμῖν τῆς ἐν Εὐρώπη εἰρήνης κηδομένοις , οὐχ ᾖττον δέ καί ὑπέρ τῆς Ἱερωτάτης αὑτῆς Θρησκείας, τῆς οὕτως ἀσεβῶς ὑπό τῶν ἐξωλεστάτων τούτων καταφρονουμένης, καί τῆς ὑμετέρας αὑτῆς εὐδοξίας, ἦς παρά πᾶσι τετυχήκατε τοῖς τήν ὑφήλιον oικoύσι, μή παριδεῖν τούς ταλαιπώρους ἡμᾶς Ἕλληνας ἀδίκως ἀπολλυμένους ὑπό τῶν βαρβάρων τούτων. Σχέτλιον γάρ ἐφ’ Ὑμῶν κραταιῶς βασιλευόντων, Ἕλληνας ὄντας ἀπολωλέναι ἄρδην, ὧν ἐχρῆν φείσασθαι , τό, τε τοῖς Ἑλλάδος ὄνομα σεβομένους, καί τῶν ἐκ τῆς σοφίας τῶν προγόνων ἡμῶν ἀγαθῶν ὑμῖν αὑτοῖς έγγινομένων μνημονεύοντας. Οὐ δε γάρ ἀδίκων, ὡς ἄν τις φαίη ὀρεγόμενοι, εἰς τοῦτ’ ἀνάγκης κατέστημεν, ὥστε θανεῖν μᾶλλον ἔν ὅπλοις προαιρεῖσθαι, ἤ ζῆν βίον ἀβίωτον, ἀλλά τά αἴσχιστα πάσχοντες ὑπ’ αὑτῶν· οἵπερ εἰς τοσοῦτον τυραννίας προκεχωρήκασιν, ὥστ’ ἀπογνωσθέντας ἠνάγκασαν καθάπαξ ἀποθανεῖν μᾶλλον ἑλέσθαι, ἤ καθ’ ἡμέραν ὑπ’ αὑτῶν θανατουμένους ἡμᾷς αὑτούς ὁρᾶν.

2. Εἰ μέν οὖν περί ὧν πάσχομεν, καί τῆς βοηθείας, ἦς παρ’ Ὑμῶν δεόμεθα τυχεῖν, προύκειθ’ ἡμῖν ἁπλῶς εἰπεῖν, Ὑμῖν τ’ ἄν ἦν πρεπωδέστατον, καί ἡμῖν ἐν τῷ παρόντι ἀναγκαιότατον, ἁπλήν τήν ἡμῶν δέησιν ἐκθεῖσιν, οὐδέ ἄλλων προσδεῖσθαι λόγων, τῶν θ’ ὅσων οἰκτρῶς πάσχομεν ἱκανῶν ἄν εἰς τό ὑμᾶς πεῖσαι πρός βοήθειαν ἡμῶν ὄντων. Ἐπεί δέ τισιν, ὑφ’ ὧν οὐδέ προσεδόκησεν ἄν τις τοιαῦτα πάσχων ἀντιλέγεσθαι, ὁμοθρήσκων ἡμῖν ὄντων, τό ἐγχείρημα ἡμῶν ἄλλην τινά γνώμην ἐνέβαλεν, ὡς ἐν δίκη κινδυνεύοιμεν, ἐξοπλιζόμενοι κατά τῶν ἡμῶν κρατούντων, πειρατέον διά βραχέων αὑτούς θ’ ὑπομνῆσαι τῶν ὅσα πάσχομεν, καί πρός ὑμᾶς φανερώτερα τά καθ’ ἡμῶν τῶν τυράννων τούτων ἀδικήματα καταστῆσαι. Ἐντεῦθεν γάρ οἰόμεθα τό, θ’ ἡμῶν ἄν ἔργον δειχθῆναι εὐσεβέστατον, καί τήν παρ’ Ὑμῶν βοήθειαν ἡμῖν ἀναγκαιοτάτην, καί λόγῳ δικαιοτάτῳ γεννησομένην· τάχα δε καί οἱ ἡμῖν ἀντιλέγοντες ἐν ἐπιγνώσει τῆς σφῶν αὑτῶν εὐδαιμονίας γενόμενοι, ἄδικα ἡμᾶς πάσχειν φήσουσι, καί ἑαυτούς νομιοῦσιν εὐδαίμονας, ὡς τό εἱκός, ὑφ’ Ὑμῶν νομιμώτατα βασιλευόμενοι. Καί πρός Θεοῦ, ἀνάσχεσθε ἡμῶν ελεεινολογούντων, καί διηγουμένων ἀληθέστατα!

3. Συμπάντων γάρ τῶν τυραννίδα τινά ὁπωσδήποτε κτησαμένων, ἐπισκοπῶν, ὅσα ἕξ ἀρχῆς ἕς γ’ ἐφ’ ἡμᾶς διεσώθη σοφοῖς ἀνδράσιν ἱστορημένα, οὐδένα τις ἄν εὕροι, οὔτ’ άδικώτερα , οὔτε βιαιότερα τῶν τυράννων τούτων διαπραξάμενον. Τῶν μέν γάρ ἄλλων ἤρκεσεν ἀντῶ ἐν τυραννίας εἶδος καταστήσαντα, πρός καί ὅ ἅν ἕκαστος ἐπιρρεπής ὤν, τό εὔδαιμον ἑαυτῷ ὁρίσαιτο, κατ’ ἐκεῖνο καί τούς ὑπό χεῖρα βιάζεσθαι. Οὗτοι δε ἅπαν εἶδος τυραννίας συμπαραλαβόντες, καί ὅ, τι περ ἄδικον, ἀνόσιον, στυγητόν παρ’ ἑκάστῳ τῶν ἐθνῶν ἐνομίζετο εἰς ἔν ἑνώσαντες, τοιαύτην ἑαυτοῖς τήν τυραννίδα κατέστησαν, οἵαν οὑκ ἄν τις έχoι οὔτε λόγῳ ὁρίσασθαι, οὔτε νῷ φαντασθῆναι. Ἶνα γοῦν τ’ ἄλλα παρῶμεν, ὅσ’ ἀπανθρώπως οὗτοι καθ’ ἡμῶν, τετολμήκασιν, ἐξ ἀνατολῆς εἰς Εὐρώπην ὁρμώμενοι, ὑφ’ οὐδενός μέν ἀδικηθέντες, τύραννοι δε βουλόμενοι τῆς οἰκουμένης ἀπᾴσῃς γενέσθαι, φθάσαντες εἰς Κωνςαντινούπολιν, καί ταύτης φεῦ, Κύριοι γενόμενοι, συνθήκας πρός τόν τότε πατριαρχεύοντα ἐπεποίηντο, πρός ἅς ἐχρῆν ἡμᾶς τε τούς ὑπό χεῖρα ἤδη γεγονότας βιοτεύειν, καί αὑτούς πολιτεύεσθαι· καί τοι καί ταύτας ὡς αὑτοῖς ἐδόκει ἀρίστας εἷναι πρός τό τυραννεῖν γεγεννημένας, ἡμῖν δ’ ἀδικωτάτας καί αφορητοτάτας, ἀλλ’ οὖν γεγεννημένας ἤδη, ἡμῶν τοῖς πᾶσιν ἀμηχανόντων. Ἅς δή συνθήκας φαμέν, αὐτίκ’ ἔπειτα ἀθετήσαντες, πρός ἅπαν εἶδος κακουργίας ἐτράπησαν, κυρίους σφᾶς αὑτούς καταστήσαντες τῶν τε κτημάτων ἡμῶν, καί τῶν φιλτάτων, καί αὐτῆς ἡμῶν τῆς ζωῆς· καί ἡμᾶς τούς ἀπίστους (οὕτω γάρ τούς Χριστιανούς καλοῦσιν) ἐπ’ αὑτῷ τούτῳ ἐν κόσμῳ φῦναι ἐκήρυττον, ἐφ’ ὦ ταῖς ἐκείνων δουλεύειν θελήσεσι, καί ταῖς ἐπιθυμίαις ὑπηρετεῖν. Ἡμεῖς δε ἁπάντων, ὅσα τε θεῖοι νόμοι καί αὐτοί οἱ τῶν ἀνθρώπων, ἑκάστῳ πρός τό ζῆν δεδώκασι, περιῃρημένοι, γυναῖκας τε ὁρῶντες ὑβριζομένας, καί παῖδας τούς ἡμῶν ἁρπαζομένους ὑπό τῶν τυράννων, καί ἡμᾶς αὑτούς ὁσημέραι ἀκρίτως ἀπολλυμένους, οὐδ’ ἀπαλλαγήν τινα τῶν δεινῶν πόθεν ἐννοοῦντες, τούς ἀποιχομένους ἐμακαρίζομεν, ὡς ἀπαλλαττομένους ἤδη τῶν δεινῶν, ἑαυτούς ἀθλίως ζῶντας ταλανίζοντες. Tηλικούτων δ’ ὄντων τῶν καθ’ ἡμῶν ἀδικημάτων, διετελοῦμεν βιοτεύοντες βίον παραδοξολογώτατον, καί τῶν ἀλόγων αὑτῶν ζῴων τάχ ἀθλιώτερον. Ταύτᾳ μέν γάρ καίπερ λόγου αμοιρήσαντα, ἀλλά γε τῆ φύσει αὑτῇ ἀγόμενα, περί συντηρήσεως ἑαυτῶν τε καί τῶν γεννημάτων φροντίζει​· καί εἰ τις τῶν νεοττών πτηνοῦ τινος ἐφάψαιτο, κατίδοι ἄν τήν τέξασαν ἐξαγριουμένην, καί ἐπεγειρομένην κατά τοῦ τολμήσαντος, ἵνα τοῖς αὑτῆς τέκνοις ἐπαμύνῃ. Καί εἴπερ αὑτά καταδιώκεται, τῆ φυγή σῴζεσθαι ἀναγκαζόμενα, τῆς καθ’ αὑτά δυνάμεως μή ἐξικνουμένης τῆς τῶν διωκόντων πρός ἀνθίστασιν· ἡμῖν δ’ οὐδέ τοῦτ’ ἐξῆν ποιεῖν, εἰ καί νόμῳ φύσεως ὑπαγορευόμενον. Τό γάρ μή παραδοῦναι αὑτοῖς τά φίλτατα ὅ,τι ἀν εἵη βουλομένοις χρήσασθαι, ἀνταρσίας ἐκρίνετο, καί τό τῇ φυγῇ ἐκ πόλεως εἰς πόλιν σωθῆναι βούλεσθαι, ἔργον ἐπαναστάσεως. Πολλοῦ γε καί δεῖ παισί, καί φίλοις, καί γείτοσιν ἐπαμῦναι, δεινά πάσχουσι. Τηνικαῦτα γάρ ἁπάντων αἰκισμῶν, καί ἁπασῶν βασάνων, καί μυρίων ἄν θανάτων ἦμεν ἄξιοι, ὡς τά ἐκείνων δῆθεν δικαιώματ’ ἀφαιρεῖσθαι βουλόμενοι. Εἶτα, ὧ πρός Θεοῦ, ἔστι τις ἀνθρώπων τοιαῦτα πάσχων, ὅς οὑκ ἄν έλoιτο καθάπαξ μαχόμενος ἀποθανεῖν, ἀντί τοῦ καθ’ ἡμέραν θανάτου; ἤ φήσειεν ἄν τίς ἡμᾶς δικαίως κινδυνεύειν, τοσαῦτα δεινά ὑπ’ αὐτῶν πάσχοντας, καί μή τῆς παρ’ Ὑμῶν βοηθείας δικαίως τυχεῖν; εἰ μέν οὖν τό ὑπέρ τηλικούτων ἀδικημάτων ἐξοπλίζεσθαι ἄδικον, οὐχ ὁρῶμεν, ὁποῖον ἀν εἵη τό δικαίως τοῖς ἀδικοῦσιν ἐπεξιέναι. Φέρε γάρ εἴτις σε παΐδα, ἤ γυναίκ’ αφέλουτ’, ἄρ’ ἀν ἀνάσχοιο ταῦθ’ὑπ’ ἐκείνου πάσχων; τι φαμέν, γυναῖκα, ἤ παῖδα; μικρόν τε ἀργυρίου, εἴ τις βουληθείη σε ἀδίκως ἀφελέσθαι, αὐτίκα δή μάλα ἀγανακτήσας, καί δίκας ἀπῄτεις παρά τοῦ τολμήσαντος, εἰς δικαστήρια ἰών, εἰς βουλάς, πρός αὑτόν ἄν τόν βασιλέα τά σά δεινά ἐβούλου ποιῆσαι δῆλα, πανταχόθεν ζητῶν τόν σε ἠδικηκότα τιμωρήσασθαι. Μή οὖν ἐπί σμικροτάτοις ἀδικήμασιν αὑτός ἀγανακτῶν, ἐπί τοῖς μεγίστοις ἡμᾶς μή ἀγανακτεῖν θέλε. Ἀναισθησίας τοῦτο γε, καί πόρρω που ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀναλγήτους ἡμᾶς εἶναι καί απαροργίστους. Μή δε τό ἔργον ἡμῶν ὡς ἄδικον διάβαλε. Τῶν αὐτῶν γάρ τοῖς ἄλλους ἀνθρώποις ἐκ φύσεως τετυχήκαμεν, καί ἡμεῖς. Μηδέ βούλου, ὅσα μέν παρ’ ὑμῖν τοῖς Εὐρωπαίοις, μικρά γε καθ’ αὑτά ἀδικήματ’ ὄντα, τιμωρίας τῆς μεγίστης κρίνεσθαι ἄξια, ἅ δ’ ἡμεῖς ἀδικούμεθα, τηλικαῦτα ὄντα, λέγειν δικαίως ἀδικεῖσθαι· ἀλλ’ εἴτις σοι λόγων πειθώ, ταύτῃ χρῷ σύν ἡμῖν ἱκετεύων, καί δεόμενος, καί πείθων τούς εὐσεβάτους βασιλεῖς, ἵνα ἡμῖν τήν ταχίστην βοηθήσωσι.

4. Τοιαύταις μέν οὖν, αἷς εἴπομεν ταῖς συμφοραῖς χρώμενοι, οὐδέν ἐτολμῶμεν ἐπιχειρεῖν κατά τῶν ἀπίστων τούτων τυράννων, ἀλλ’ ἐξ ὕψους περιεμένομεν βοήθειαν τινα, εἴπως τό θεῖον ἐπινεύσειε ταῖς ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ καρδίαις, οἴκτῳ καμφθέντων ἐπί τῇ ἡμῶν συμφορᾷ, ἵνα ἐκ τῆς δεινῆς ταύτης αἰχμαλωσίας ῥύσωνται· ὀψέ δ’ ἡμῖν ποθ’ ὑποφανῆναι τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐλπίς τις ἔδοξε, τῆς Ἱεράς καί Σεμνοτάτης τῶν τῆς Εὐρώπης ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΤΑΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ συνελεύσεως ἐν τῇ φιλανθρωποτάτῃ Γερμανίᾳ γενομένης. ᾨήθημεν γάρ τοῖς ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΟΙΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣΙ μελήσειν τι τῶν ἡμετέρων συμφορῶν· εἰς ὅ οἱ μέν πρός ναούς, οἱ δε πρός θείους βωμούς ἔτρεχον, καί ηὔχοντο, ἵν’ ἀποβαίη ἀληθῆ, ὅσα ἕκαστοι διελογίζοντο. Οἱ δε καί ταῖς ἱεραῖς καί προφητικαῖς βίβλοις ἐνέκυπτον, ἐκεῖθεν κατιδεῖν τι ἀγωνιζόμενοι, εἴπερ ὁ καιρός οὗτος εἵη, καθ’ ὅν ἔδει τῶν συμφορῶν ἡμᾶς ἀπαλλαγῆναι. Ἀλλ’ οὐ ταῦθ’ ὥσπερ ᾠήθημεν ἀπέβη· καί πάλιν ἐν αἰχμαλωσίᾳ ήμεϊς, καί πάλιν ἐν δεινοῖς· καί εἴπερ τά δεινά ἔστη ἐνταῦθα, φορητά τις ἅν ἔφη εἷναι καίπερ ὄντ’ ἀφόρητα. Ὁρᾶτε, πρός Θεοῦ, ήλίκα τά παρόντα, ἐφ’ οἷς, οὑκ ἔστιν ὅστις σαρκίνην ἔχων καρδίαν, ούκ ἄν ἐθρήνησεν!

5. Ὁ γάρ ἐν Ἰωαννίνοις ἡγεμών, καταδιωκόμενος ὑπό τοῦ πρωτίστου τυράννου, τούς ὑπ’ αὑτοῦ Ἕλληνας ἐπί τά ὅπλα παρεκάλει, αὑτόν εἷναι λέγων τόν καιρόν τοῦ αὑτούς τῶν δεινῶν ἀπαλλαγῆναι, εἰ μόνον ἐκείνῳ κινδυνεύοντι ἐθελήσειεν βοηθῆσαι. Ταύτης δε τῆς ἐν Ἠπείρῳ ταραχῆς ἀκούσας ὁ Πρίγκιψ Ὑψηλάντης, ἀνήρ τε φιλόπατρις, καί εἰδώς ἄλλως τούς ὁμογενεῖς αὑτῷ ἐλεεινά πάσχοντας, μικρά τοῦ ἐν Ῥωσία ἀξιώματος, οὗ ἠξίωτο φροντίσας τότε, ἔρχεται τοῖς ὁμογενέσιν ἐθελοντής συγκινδυνεύσων, εἴπερ οὗτοι ἐθελήσουσιν αὑτῷ ἀκολουθῆσαι. Οὕτω δή εἰς Δακίαν εἰσβάλλει σύν Ἕλλησι τισιν, οὕς ἐν Ῥωσία περιπολουμένους εὗρεν· ὀλίγων μέν τινων αὑτῷ τῶν ἐκ τῆς Ἑλλάδος συμφρονησάντων, τῶν δέ πλείστων ἡσυχαζόντων φεῦ· ἀπώλετο γάρ ἄν ὁ κάκιστος τῶν τυράννων, εἴπερ σύμπαντες τότε συνεξανίσταντο, ἀπαρασκεύαστος ληφθείς. Τούτων δ’ ὁ τύραννος ἀκούσας, καί συκοφάνταις ὑπαχθείς, κοινήν εἶναι τοῖς Ἕλλησι τήν κίνησιν ἐκ συνωμοσίας, λέγουσιν, ἐπιτίθεται τοῖς Πελοποννησίοις, πόλεις ἐμπιπρῶν, ἀνθρώπους φονεύων, καί πᾶν δεινόν αὑτούς ἐργαζόμενος, Οἱ δε τοιαῦτα πάσχοντες, ούκ εἶχον ὅπως σωθῶσιν, ἤ λαβόντες τά ὅπλα ἀποθανεῖν. Τούτων δε ταῦτα πασχόντων, ἀγριώτερος ἑαυτοῦ ὁ τύραννος γενόμενος, τόν τε παναγιώτατον ἡμῶν Πατριάρχην, καί τήν περί αὑτόν ἱεράν Σύνοδον καταδικάζει θανάτῳ ασχημονεστάτω· ἐφ’ οἷς καταδικαζομένοις κἄν τά ἀναίσθητα αὑτά ὄντα ἤλγησαν, καί φωνήν ἀφιέντα διέρρηξεν, ἐπιμαρτυρόμενα, οἷα οἱ παντλήμονες οὗτοι καί ἱεροί ἄνδρες δεινά πάθοιεν, μήτοι γε δή ἄνθρωπος αἰσθήσεως καί λόγου τυχών, ὁρῶν αὑτούς ἐξ αὑτοῦ τοῦ θείου ναοῦ ἑλκομένους, καί τήν ἐπί θανάτῳ ἀγομένους οἰκτρότατα. Ἡμέρα δ’ ἦν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, ὅτ’ ἐκεῖνοι ταῦτ’ ἔπασχον. Ἡνίκα ὑμεῖς ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, καί ὁ ὑφ’ ὑμῶν σύμπας χριστώνυμος λαός τῆς Εὐρώπης ἐπανηγυρίζετ’ εὐφραινόμενοι, τότ’ ἐκείνοις ἐν τῷ θείῳ ναῷ πανηγυρίζουσιν, ἐξαίφνης ἐπιτίθενται οἱ βάρβαροι σύν κραυγῇ, καί θορύβῳ· τούς μέν τῶν χριστιανῶν φονεύσαντες, τούς πλείστους δε τρώσαντες, τούτους συλλαμβάνουσι, καί απάγχoυσι. Καί οὐ ταῦτα μέν ἐν Κωνσταντινουπόλει μόνον τά δεῖν’ ἐπράττετο, αἱ δ’ ἄλλαι πόλεις τῆς Ἑλλάδος ἐν ἡσυχίᾳ ἦσαν, ἀλλά πανταχοῦ τά δεινά, φόνος ἱερέων, καί Ἀρχιερέων καί τῶν προκρίτων ἑκάστης πόλεως, ἐμπρησμοί τῶν θείων ἁπάντων ναῶν, πυρπολήσεις οἰκιῶν, καί ἄλλα μυρία, ὅσα ἰδών μέν ἄν τις ἐξεπλάγη, καί ἔφριξε, λόγῳ δε παραστῆσαι ἀδύνατον. Οἱ οὖν οὕτω δεινῶς θανατούμενοι, καί ἐξ ἀπογνώσεως λαβόντες τά ὅπλα, φήσειεν ἄν τις ὀρθῶς, ὅτι δικαίως πάσχoιεν, ἤ ἀδίκως σωθῆναι βούλoιντο; Ἐχρῆν οὖν φέρειν; ἀλλ’ ἀφόρητα παντί ἁνθρώπῳ τά δεινά. Ἐχρῆν νη δία γε ἐᾶν αὑτούς θανατοῦσθαι οἰκτρῶς; ἀλλ’ ἀδύνατον ἦν ἐκτός τῆς ζῳώδους φύσεως γενέσθαι, καί ἀναισθήτους ἡμᾶς εἷναι. Μή οὖν πρός θεοῖ, ΘΕΙΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, μή τούς καθ’ ἡμῶν ταῦτα λέγοντας, ἀληθῶς λέγειν οἴεσθαι, μηδέ τῆς παρ’ ὑμῶν βοηθείας ἡμᾶς ἀπαξιοῦτε.

6. Καί μήν οὐδέ πρός ἐκεῖνον τόν ἄφυκτον αὑτῶν λόγον δυσχερές ἀπαντῆσαι, ὡς νομίμῳ βασιλεῖ ἐπεξήλθομεν, ὑπήκοοι αὑτοῦ ὄντες. Οὐ γάρ καί ταῦτα πράττων τούς αὑτοῦ ὑπηκόους βασιλεύς, ἀλλά τυράννων τυραννικώτατος. Ὁ γάρ βασιλεύς, βάσις καί θέμεθλος ἔθνους τινός καί ὤν, καί λεγόμενος , ἀεί τό συμφέρον, καί εὔδαιμον τοῖς ὑπηκόοις διώκει, ὡς τῶν αξυμφόρων ἐκείνοις καί ἐπιβλαβῶν, καί αὑτοῦ τούτου καθαπτομένων. Ἐς ὅ καί φύλαξ τῶν κειμένων νόμων καθέστηκε, καί πρός πᾶν οἱονδήποτε νεωτερισμόν ἐπαγρυπνεῖ, ὅπως οἱ βασιλευόμενοι μηδέν ἄδικον ὑπό κακούργων τινῶν πάσχωσι. Καί μάρτυρες σαφέστατοι, Ὑμεῖς αὐτοί οἱ θειότατοι τῆς Εὐρώπης βασιλεῖς· οἵ πρόνοιαν τῆς εὐδαιμονίας τῶν ὑφ’ ἡμᾶς λαῶν ποιούμενοι, ἅπαντας τούς κακουργοῦντας τι πρός τά καλῶς καθεστῶτα πειδεύετε, ὡς φθοράν τοῦ λαοῦ τά τοιάδε τῶν ἐπιχειρημάτων ὑπάρχοντα· καί τῆς οἰκοδομῆς οὕτω κινδυνευούσης, ἀνάγκη καί τά τῆς βάσεως αὑτῇ συγκινδυνεύειν. Οὗτος δέ οὐ τήν αὑτήν οὔθ’ ὑμῖν, οὔτε τοῖς ὑμετέροις προγόνοις ὁμοίαν ἔσχε γνώμην, ἀλλά τοσοῦτον διαφέρουσαν, ὅσον οὐρανός ἄπεστι γέης. Εἶτα πῶς, εύφημ’ ἄν τίς λέγοι περί τῶν ἀληθῶς βασιλέων, προσειπών βασιλέα, τόν τῆ φθορᾷ τῶν ἰδίων ὑπηκόων τό εὔδαιμον αὑτῷ ὁριζόμενον; τόν μηδένα νόμον ἔχοντα, μηδέ δυνάμενον ἔχειν; αὐτίκα καί γάρ καταστήσας τήν αὑτοῦ ἀρχήν, έχρήσαθ’ ἡμῖν ὅ,τι περ αὑτῷ εἵη βουλομένῳ, συνθήκας ἀθετῶν, ἁρπάζων, καί περιαιρῶν τάς οὐσίας, ὑβρίζων περί τά φίλτατα , φονεύων ἀπανθρώπως, καί πάντα ποιῶν ἡμᾶς, ὅσα ἡ βάρβαρος αὑτοῦ γνώμη, καί ἄπληστος ἐπιθυμία, αὑτῷ μέν ὡς ήδέα ὑπετίθετο, ἡμῖν δ’ όλεθριώτατα ὄντα; Ὅτι τῶν ἀδυνάτων ἦν τούς αὑτούς ἡμῖν τε κακείνω συμφέρειν νόμους, ἀντικειμένης τῆς αὐτοῦ θρησκείας πρός τήν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν. Τῶν γάρ θρησκευτικῶν αὑτοῦ νόμων, τῶν αὑτῶν καί πολιτικῶν ὄντων, οὑκ έβούλετ’ ἄλλως τούς ὑπό χεῖρα πολιτεύεσθαι, ἤ πρός ἐκείνους. Τί φαμέν πρός ἐκείνους; εἵη γάρ ἄν ἴσως οὐ τοσαῦτα καί τηλικαῦτα τά δεινά. Τῶν δε θρησκειῶν τοσούτῳ διισταμένων ἀλλήλων, οὐχ ὡς ἀνθρώπους ἡμᾶς, ἀλλ’ ὡς κύνας ἐθεώρουν. Διό καί ἑκάστη ἐπιθυμία, νόμος ἦν ἤδη κεκυρωμένος, ὅσατε καθ’ ἡμῶν ἐβούλοντο πρᾶξαι, τοσοῦτοι νόμοι ταῦτα ἦσαν· ὥστ’ ἀνάγκη ἦν, ἤτοι τά αἴσχιστα πάσχειν, ἤ ομοθρησκείν ἐκείνῳ· ὅπερ δή πλεῖστοι τῶν τήν Ἀσίαν oικoύντων χριστιανῶν πεπόνθασι, παντοίως αἰκισθέντες. Τελευταῖον δέ, καί πρός ὅν τάς συνθήκας περί τοῦ γένους ἡμῶν ἐπεποίηντο, καί πρώτιστον τῆς ἡμῶν θρησκείας ἐθεώρουν, καί κεφαλήν τοῦ γένους αὐτοί ἐκεῖνοι ἐκάλουν οἱ τύραννοι, τοῦτον ἀπανθρώπως ἀπέκτειναν αἰσχίστῳ θανάτῳ. Εἰ τοίνυν ὁ τοιοῦτος δίκαιος κληθῆναι βασιλεύς, ἡμεῖς μέν οὐχ ὁρῶμεν, ἕτερος δέ τις τυραννικώτατον καί ἐξωλέστατον εἰπών, οὑκ ἄν ἁμάρτοι· καί γε εἰκότως. Τό γάρ τυραννεῖν παντί νόμῳ ἀντιβέβηκεν· ἕς ὅ οὐδέ τύραννον νόμιμον ἄν τις εἰπών, ὀρθῶς προσείπoι· οὐ δε γάρ φονεύς, οὐδέ κλέπτης, οὐδέ ὁ ἀδίκως τι τόν ἄλλον ἀφαιρούμενος, νόμιμος ἀν κληθείη· καί ταῦτα τῶν ὑπ’ αὑτῶν ἀδικημάτων μικρῶν καί ἁπλῶν ὄντων, καί ἐν μέρει θεωρουμένων. Τυράννου δ’ ἀδικήματα, καί μεγάλα, καί πολύπλοκα, καί πρός ὅλον ἔθνος ἐν γένει. Ἐντεῦθεν δέ ῥᾴστ’ ἄν τις κατίδοι, ἡλίκης ἀτοπίας ἔχεται, ὅπερ τινές ἡμῶν κατηγοροῦσιν, ὅτι τό ἡμέτερον ἔργον οὐδέν διενήνoχε τῶν , ὅσα τινές ἐπιχειρῆσαν ποιεῖν, στασιάζοντες πρός νομιμωτάτους, καί εὐσεβάστους βασιλεῖς.

7. Οἱ πλεῖστοι γάρ τῶν ἐν ταῖς εὐνομουμέναις πολιτείαις διατίθενται τόν εἰρημένον τρόπον, ἤτοι περί τινος ὁιουδήποτε κέρδους, καί ὑπολαμβανομένης τιμῆς, ἤ καί περί ἄλλων τινῶν, ὅσα πέφυκεν, οὐ λόγῳ δικαίῳ παροξύνειν τό ἑκάστου φιλότιμον. Τό μέντοι ἔργον τό ἡμέτερον, οὑκ ἄν τις νοῦν ἔχων εἴποι τοιοῦτον εἷναι, ἐκ πολλοῦ μέν τοῦ χρόνου τυραννουμένων, καί τά δεινά ὁσημέραι καθορώντων ἐπαύξοντα, καί οὐ κτήματα, οὐδέ φίλτατα μόνον ἀφαιρουμένων, ἀλλά καί περί τῇ ζωῇ ἡμῶν δεδιότων, μή ἐν αὑταῖς ταῖς τῶν πόλεων ἀγυιαῖς περιπατοῦντας ἐπεξελθών πόθεν τῶν τυράννων τις ἡμᾶς διαχρήσεται· οὐ γάρ ὁ καλούμενος αὑτός τύραννος, ἤ οἱ κατά πόλεις ὑπ’ αὑτοῦ ἕκαστοι πεμπόμενοι ἡγεμόνες, ἐτυράννουν μόνον. Εἵη γάρ ἀν εἴπερ οὐ τηλικοῦτον τό δεινόν, καίπερ ὅν δεινόν, ἀλλά καί αὑτά τά τούτων ἀνδράποδα τυραννικώτατοι δεσπόται ἐγίνοντο, καί κύριοι τῆς ζωῆς ἡμῶν. Ἐπεί οὐδέ τό κτεῖναί τινας τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν ἐν ἐγκλήματι παρ’ αὑτούς καθέστηκεν, εἰ καί μηδέν ἀδικήσαντας. Τό γάρ ἄπιστον τινα φονεῦσαι, ὡς ἀν αὐτοί φαῖεν οἱ τύραννοι, ἴσα τῷ κύνα τινά κτεῖναι παρ’ αὐτοῖς νομίζεται· ἀλλά τό ἀνθίστασθαι τῷ φονεύoντι, τό, εἰ δυνατόν, ὑπεκφυγεῖν τόν φονέα, καί σωθῆναι, ταῦτ’ ἦν παράνομα, ταῦτα τοσαῦται κλοπαί, ταῦτ’ ἀδικήματα τῆς ἐσχάτης τιμωρίας ἄξια. Tούς τοίνυν οὕτω δεινῶς τυραννουμένους, καί διά τῶν ὅπλων βουλομένοις σωθῆναι, παρεικάσειεν ἄντις ὀρθῶς τοῖς ἐν ταῖς εὐνομουμέναις πολιτείαις στασιάζουσι; καί μήν οὐδέ νομίμῳ βασιλεῖ ὄντι ἐπεξήλθομεν. Τοῖς μέν γάρ Ὀθωμανοῖς εἵη ἄν νόμιμος βασιλεύς, ὡς τοῖς αὑτοῖς νόμοις τούτῳ κἀκεῖνοις πρός τό τυραννεῖν ἡμᾶς χρωμένοις, ἡμῖν δ’ ἐστί τύραννος αφορητότατος, καί ἐξωλέστατος. Σκέψασθε δή ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, ἡλίκα πάσχοντες κατ’ αὐτῶν ἐξοπλιζόμεθα, καί λογίσασθε, εἴπερ ἀληθῆ, ὅσα καθ’ ἡμῶν πρός ὑμᾶς διαβάλλουσιν, οἱ τοῖς μηδέν μέν δεινόν πάσχoυσι, μηδέ ἤθη, μηδέ γλῶτταν, μηδέ θρησκείαν, μηδέ νόμους τοῦ πολιτεύεσθαι ἔχουσι διαφέροντας, ὅμως δ’ ἐπιτιθεμένοις τοῖς νομιμωτάτοις αὑτῶν βασιλεῦσι, τό πρός τούς καθεστῶτας νόμους ζῆν, δουλείαν εἷναι κακῶς οἰομένοις, δέον τοὐναντίον φρονεῖν, καί νομίζειν ἀσφάλειαν καί σωτηρίαν τῶν πολιτῶν, τό πρός τήν πολιτείαν ζῆν· λογίσασθε, φαμέν, εἴπερ ἀληθῆ λέγουσιν , οἱ τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς παραβάλλοντες, καί εἴπερ οὑκ ἐνδίκῃ βουλόμεθα τηλικαύτης τυραννίδος ἑαυτούς ἐξελέσθαι, καί σύν ὑμῖν βοηθήσασι τούς ἀσεβεῖς τιμωρήσασθαι· εἰ γάρ δυνάμει καί οὐ δικαιοτάτῳ λόγῳ ἡμῶν κεκρατήκασι, δίκαιον τούτους καθαιρεθῆναι τούς τυράννους. Διόπερ καί τό ἡμέτερον ἔργον εἰς ταὐτό τετύχηκε τῷ ὑμετέρῳ θείῳ φρονήματι, οἵπερ οὐ βούλεσθε τόν ἄρχοντα ἄδικον εἶναι καί ἄνομον. Οἱ δε τά τοιαῦθ’ ἡμῶν κατηγοροῦντες, οὑκ ὀρθῶς λογίζονται. Ἐοίκασι δε τοῖς τά αἴσχιστα ἡμᾶς πάσχειν βουλομένοις, καί ταῦτα μηδέν δεινόν ὑφ’ ἡμῶν παθόντες, δέον ἡμῖν συνηγορεῖν. ᾨόμεθα γάρ ἡμεῖς μηδένα εἷναι τόν, οἷς αἰτοῦμεν, ἀντιλέγοντα. Μᾶλλον δ’ ἕξ ἀνάγκης κινηθεῖσι κατά τῶν ἀνόμων τυράννων, ἅπαντας ἄν τούς χριστιανούς τῆς Εὐρώπης, συγκινηθῆναι ἡμῖν βοηθήσοντας, οὐχί δ’ ὡς ἄδικα πραττόντων κατηγορήσαντας. Ὅπερ οὔτε δίκαιον μά δι’, οὔτ’ εὐσεβές, τό θέλειν ἡμᾶς Ἕλληνας καί χριστιανούς ὄντας ἀπολέσαι, τῶν δέ βαρβάρων καί ἀνομωτάτων ἐθνῶν προΐστασθαι. Οὐδέ γάρ μικρά τά δεινά αἱ τοιαῦται κατηγορίαι ἡμῖν ἐνεποίησαν· ἅπερ δή σαφῶς ἐκ τῶν δε ἀν γνοίητε.

8. Ὁ Πρίγκιψ Ὑψηλάντης βουλόμενος καταστρατηγῆσαι τούς ὁμογενεῖς Ἕλληνας, καί προθυμοτέρους πρός ἐπίθεσιν καταστῆσαι, ἐν τῇ αὑτοῦ προκηρύξει προσέθηκε καί τό «ἄλλη τις δύναμις ὑπερτέρα τῶν δικαιωμάτων ἡμῶν υπερασπίσεται​” σοφῶς καί στρατηγικῶς ταῦτα προσθείς. Οὔτε γάρ ὁ τύραννος ἡμῶν μικρός, καί ἡμᾶς αὐτούς ἐγίνωσκεν ἐκ πολλοῦ τοῦ χρόνου ἐπτοημένους, καί ὡς οὑκ ἦν ἄλλως ἐν ἑαυτοῖς γενέσθαι, καί γενναῖόν τι φρόνημα λαβεῖν κατά τῶν ἡμᾶς ἰσχυρῶς τυραννούντων. Ἔνθα δή καί προθύμως οἱ πλεῖστοι πρός ἐπίθεσιν παρεσκευάζοντο. Ὡς δέ τό βασιλικόν ἐκεῖνο θέσπισμα διεκηρύχθη, τό μηδεμίαν τόν Πρίγκιπα Ὑψηλάντην βοήθειαν προσδοκᾶν, καί τό τόλμημ’ αὐτοῦ εὐηθείας καί αὐθαδείας εἶναι, ἅπαντες οἱ Ἕλληνες ἀθυμίᾳ συσχεθέντες, ὤκνουν τῇ ἐπιχειρήσει. Τότε δή ὁ τύραννος αὐτίκ’ ἐξαγριωθείς, φόνου τάς Ἑλληνίδας τῶν πόλεων ἐνέπλησεν. Εἰ δέ τό ψήφισμα τοῦτο οὑκ ἄν τότ’ ἐγένετο, δίκην ἄν ὁ τύραννος ἤδη ἐδεδώκει, οὐδέ τοσοῦτος λαός ἀπώλετ’ ἀν ἴσως, ἁπανταχόθεν τῆς Ἑλλάδος τῆς ἐπιχειρήσεως γενομένης, ἀλλά καί ὁ Ὑψηλάντης αὐτός μετά πλειόνων ἐπολέμει τοῖς τυράννους, καί ἐν εὐρυχώρῳ τῷ πεδίῳ , οὐχί δ’ ἐξ ὀρέων. Ἀλλά ταῦτα μέν οὕτω γεγεννημένα, ούκ ἔνι ἄλλως γε νῦν γενέσθαι. Ἔστι δ’ οὖν τήν τῶν τυράννων καθ’ ἡμῶν ὁρμήν ἀναχαιτίσαι, κηδομένοις ὑμῖν τῶν ἔτι περιόντων, καί μήπω ὑπ’ αὐτῶν ἀπολωλότων, διά τῆς πρός ἡμᾶς βοηθείας, ἧσπερ ἡμεῖς τε δίκαιοι ἐσμέν τυχεῖν, καί ὑμεῖς ἡμῖν πέμψαι.

9. Ἐβουλόμεθα δ’ ἡμεῖς, εἰ καί μηδέν δεινόν ἕτερον ἐπάσχομεν ὑπό τῶν τυράννων τούτων, καί μή προῄρουν θ’ οὗτοι σύμπαντας ἡμᾶς ἀπολέσαι, μέγιστον δεινόν ὑμᾶς ὑπολαμβάνειν, τό δουλεύειν ἡμᾶς τυραννικωτάτοις καί ἀνομωτάτοις δεσπόταις. Ἴστε γάρ δήπου, ὅτι διά τούς ἡμετέρους προγόνους ἡ Εὐρώπη εὐνομουμένη, καί εὐδαίμων απεκατέστη. Ἐξ ἐκείνων καί γάρ σοφία, ἐπιστῆμαι τε καί τέχναι προελθοῦσαι, τό εὐδαιμόνως ζῆν τοῖς ἐν Εὐρώπῃ παρεσκεύασαν. Μή τοίνυν δι’ οὕς τῆς εὐδαιμονίας τετυχήκατε, τούτων τούς ἀπογόνους ἀνέχεσθε ὑπό βαρβάρων ἀπόλλυσθαι, καί μηδέ μικρᾶς βοηθείας αὐτούς αξιoύν. ‘Eώμεν λέγειν, ὅσον οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι συνεισήνεγκαν ταύτῃ τῆ Ἱερωτάτῃ θρησκείᾳ, δι’ ἦς καί τά δίκαια παρά πᾶσι τοῖς ταύτῃ συστοιχοῦσιν ἀσφαλέστερα καθίσταται, καί τά ἑκάστῳ ἐμπεδοῦται καθήκοντα, καί ὁ ἀνθρώπινος βίος εἰς τό εἰρηνικώτερον μεταρρυθμίζεται.

10. Ἀλλ’ εἰ καί μηδέν ἄντις ἔχοι τοιοῦτον τι εἰπεῖν προσγεγενῆσθαι ὑμῖν ἐκ τῶν ἡμετέρων προγόνων, διά δέ γε τό ὁμοθρήσκους ἡμᾶς ὑμῖν εἶναι, ἐχρῆν σῶσαι. Τό γάρ τῶν οἰκείων καί τῶν ἰδίων προνοεῖσθαι, νόμῳ τῷ θείῳ ὑμῖν ἐντέλλεται, διαρρήδην τοῦ Παύλου βοῶντος « δεῖ τούς πιστούς τῶν οἰκείων, καί τῶν ἰδίων προνοεῖσθαι». Τί γάρ μᾶλλον οἰκειότητος, καί ταὐτότητος παραστατικόν, ἤ τό τῶν αὐτῶν θείων χαρίτων ἐξίσου μετέχειν; τι δ’ ἄλλο πέφυκε τοσοῦτον συνδέειν τούς ἀνθρώπους, ὅσον τό ὁμόπιστον; δεῖ οὖν τοῖς θείοις νόμοις πειθομένους, πρός βοήθειαν ἡμῶν σπεῦσαι, μηδέ τῶν ὑμετέρων προγόνων χείρους φανῆναι, οἵπερ πολλάκις ἡμᾶς ἠβουλήθησαν σῶσαι, καίτοι οὐδέ τηλικαύτην δύναμιν ὁμοῦ ἔχοντες σύμπαντες, ἡλίκην ἕκαστος ὑμῶν χωρίς ἤδη ἔχετε, καί τοῦ τυράννου πολλῷ προέχοντος , ἀλλ’ ὅμως, οὑκ ὤκνησαν τῆς τοῦ τυράννου δυνάμεως πεῖραν λαβεῖν, καί εἵπου δυνηθεῖεν τῆς δεινῆς αἰχμαλωσίας ἡμᾶς ἐξελεῖν. ᾬοντο γάρ δεῖ ὑπέρ τῶν οἰκείων κινδυνεύειν μᾶλλον, τοῖς θείοις νόμοις πειθόμενοι, ἤ τούτους προέσθαι ἀπολωλέναι, τῶν θείων ὀλιγωροῦντες. Τοιαύτην γνώμην ἔσχον, ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΕ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ, ἅπαντες οἱ σοί πρόγονοι· ὁμοίαν καί παραπλησίαν τούτοις εἶχε καί ὁ Ἥρως ἐκεῖνος Ιωσήφ, οὗ σύ διάδοχος εἷ, ὦ ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΕ ΦΡΑΝΓΚΙΣΚΕ. Ταὐτά τούτοις ἐφρόνει καί ὁ μέγας Λουδοβίκος ὁ ιδ’, οὖ τόν θρόνον σύ διεδέξω, ὦ ΠΡΑΟΤΑΤΕ ΛΟΥΔΟΒΙΚΕ ΙΗ’. Καίτοι Γ’ ἐκεῖνοι οὐχ ἱεράν τινα πρός ἀλλήλους εἶχον συμμαχίαν, πρός τήν τῆς Εὐρώπης ἀφορῶσαν εὐδαιμονίαν, οὔθ’ ὁ τύραννος ἤν ἡμῖν τοσοῦτον βαρύς καί ἀφόρητος, ὅσον ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις, ἀλλ’ οὐ δίκαιον ἔκρινον ἡμᾶς τυραννεῖσθαι, τῶν λοιπῶν χριστιανῶν ἐν εὐνομίᾳ πολιτευομένων. Ἡμεῖς δέ συνδεδεμένοι ἀλλήλοις ὅντες, καί τηλικαύτην δύναμιν ἔχοντες, ἡλίκην οὐδείς πρό ἡμῶν, καί τάαἴσχισταὁρῶντες ἡμᾶς πάσχοντας, οὐ σώσετε; ὁρᾶτε δή, ὦ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΙ καί ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ , ὡς εἴπερ ἡμᾶς κινδυνεύοντας ἐάσετε, τοῖς τυράννοις ἔσεσθε καθ’ ἡμῶν βεβoηθηκότες, κἄν αὐτοῖς ἔργῳ μή βοηθήσητε.”Ιστε γάρ τό πλῆθος ὅσον τοῦ ἀσεβάστου τούτου ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἔθνους· ἐκεῖθεν δέ συλλέξας ἄπειρον τινα στρατόν, ἐπ’ ἀδείας ἐφ’ ἡμᾶς βαδιεῖται ὁ τύραννος, καί σύμπαντας ἀπολέσαι βουλήσεται. Καί οὑκ αὐτός ἔσται ὁ ἀπολέσων, ἀλλά καί ὁ δυνάμενος μέν αὐτόν κωλῦσαι, μή κωλύσας δέ. Εἶτα τοῦτ’ ἀναμενεῖτε, ὦ ΧΡΙΣΤΙΑNIKΩΤΑΤΟΙ. ΒΑΣΙΛΕΙΣ, βουλήσεσθε ἡμᾶς ἀπολωλέναι; ἀλλ’ ἐῶμεν λέγειν, ὁποία πότ’ ἄν ἔσοιτ’ ἐντεῦθεν ἡ ὑμετέρα παρά τοῖς ἐπιγινομένοις δόξα, σκέψασθε δέ, οἶα τά ἐντεῦθεν ἐκβησόμενα. Εἰ μέν γάρ ἐάσετε τούς τυράννους ἐξαφανίσαι (ὅ μή γένοιτο), ἡμᾶς τῆς Ἑλλάδος, αὐτίκα τούς ἐκ τῆς Ἀσίας ὀθωμανούς μετοικήσουσιν εἰς τήν Ἑλλάδα πλείστους ὅσους οἱ τύραννοι, καί ἕξετεὁμόρους ὀλέθρους ἐν τῇ Εὐρώπῃ. Οὐ γάρ παμπληθεῖς ἐσόμενοι βουλήσονται εἰρήνην σχήσειν πρός Θ’ ὑμᾶς, καί πρός τούς ὑμετέρους ἀπογόνους, ὅπου γε καί πρότερον ἠγωνίσθησαν πολλάκις καί τά λοιπά τῆς Εὐρώπης ἐπιδραμεῖν. Καί εἰ μή ὁ θεός αὑτούς τότ’ ἐκώλυσεν, ἐδεδούλωτ’ ἄν πάλαι ὑπ’ αὐτῶν ἅπασα ἡ Εὐρώπη. Οὐδ’ ἄδηλον δ’ ὑμῖν, ὡς πολύν χρόνον ἔσχον κατακρατήσαντες τήν Ἱσπανίαν, ὡς καί εἰς τό κέντρον τῆς Γαλλίας προυχώρησαν, καί αὑτήν τήν Γερμανίαν ἐδῄωσαν, ἀφικόμενοι δις μέχρι καί αὐτῆς τῆς Βιέννης. Φύσει γάρ τό βάρβαρον ἀδικίᾳ καί πλεονεξίᾳ χαίρει. Εἰ δε καί ἐξουσίαν προσπεριβάλλεται, οὐδένα όρoν τίθεται τῶν ἀδικημάτων. Ἐάν δ’ ἡμᾶς σώσητε, καί βοηθήσητε συγκαθαιροῦντες ἡμῖν τόν τύραννον, οὐδέν τοιοῦτον δεινόν δέος ἔσται παθεῖν τούς ὑμετέρους ἀπογόνους, ἡμῶν τῶν αὐτοῖς ὁμόρων ὁμοθρήσκων ὄντων, καί τά μέγιστα ὑφ’ ὑμῶν εὐεργετηθέντων. Μάλιστα δέ καί πρόβλημα τούς Ἕλληνας ἡμᾶς ἕξουσι πρός τούς ἐκ τῆς Ἀσίας βαρβάρους, οἵπερ ἐκ τοσούτων αἰώνων οὐδέποτ’ ἐπαύσαντο καταδoυλoύμενοι τήν Εὐρώπην. Δεῖ οὖν τά μέλλοντα προορᾶν, καί τούς ὑμετέρους ἀπογόνους μή ἐᾶν διακινδυνεύειν, εἰδότας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τό ἄστατον, καί εὐμετάβολον.

11. Εἰ δέ τις οἴεται ταῖς πρός αὐτούς συνθήκαις τά τῶν ὑμετέρων ἀπογόνων ἀσφαλῶς ἕξειν, οὐ σώφρονι λογισμῷ ὁ τοιοῦτος χρῆται. Καί γάρ οὐδέποτε τό βάρβαρον οἶδε συνθήκας φυλάττειν ὅθ’ ἑαυτόν οἴεται τῶν ὁμόρων προέχειν. Μυρίας γάρ ὅσας συνθήκας ἐπεποίητο πρός τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἡμῶν βασιλεῖς, ἀλλ’ ἐπ’ οὐδεμιᾷ ἔμενε μή παραβεβασμένῃ, ὅθ’ἐώρα τούτους ἔχοντας ἀδυνάτως, καί ἐπί ταῖς τυχούσαις αἰτίαις, ἄχρις οὗ καί τήν βασιλείαν αὑτῶν, καί ἡμᾶς, καί σφᾶς αὐτούς ἀπώλεσαν οἱ ἡμέτεροι χρηστοί βασιλεῖς , οἰόμενοι τά πρός τούς βαρβάρους πιστῶς ἔχειν. Καί οὐδέν θαυμαστόν, εἰ βάρβαροι καί ἀσεβεῖς ὄντες τάς συνθήκας ἠθέτουν, θαυμαστόν δ’ ὅτι οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλεῖς οὐδόλως ἐννοῆσαν, ὡς τά τῶν ἀσεβῶν καί βαρβάρων ἀείποτ’ ἄπιστα εἶναι συμβαίνει. Ὅ γάρ παρ’ ἡμῖν εὐσεβές καί ὅσιον, τοῦτο παρ’ αὐτοῖς ἄδικον καί ἀσεβές. Τοιούτων δ’ ὄντων τῶν παρ’ ἑκατέροις ἐναντίων φρονημάτων, πῶς ἄντις συνθήκην, ἤ εἰρήνην, ἤ ὁποίανδήποτε συμμαχίαν τήν πρός αὐτούς καλῶς ἕξειν φήσειεν; ἤ οὐ τά τοιαῦτα πιστά οἱ ἡμέτεροι βασιλεῖς οἰηθέντες ἀπώλοντο; εἰ δέ ταῦτ’ ἄπιστα ἐκεῖνοι ἡγοῦντο, τάχα ἀν αὐτοίτ’ ἐσῴζοντο, καί ἡμεῖς τοσοῦτον χρόνον οὐ διακινδυνεύομεν. Καί εἴπερ τότ’ αὑτούς ἀπώλεσε τοῦτο, ἀτοπώτατον ἀν εἵη νομίζειν τῶν εἰσέπειτα πραγμάτων σωτήριον. Τά γάρ προϋπάρξαντα, ὁποία πότ’ ἄν ᾖ ταύτᾳ, τήν τῶν μελλόντων διάγνωσιν τoιάνδε ἤ τoίανδε, τοῖς ὀρθῶς βουλευομένοις παρέχεται. Διό δεῖ τό πόρρω ἐγγύς ποιεῖν, ἀσφαλῶς περί τῶν ὑμετέρων βουλευομένους πραγμάτων καί ἡμῖν τήν ταχίστην βοηθεῖν.

12. Ἀλλά νη δία γε φήσειεν ἀντίς ἴσως, ὡς εἰρήνην πρός ὑμᾶς ἄγουσιν ἤδη, καί οὐ δεῖ ταύτην λύειν ἐπ’ οὐδεμιᾷ αἰτίᾳ. Θαυμάζομεν δ’ ἡμεῖς, ὦ ΠΡΑΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, εἰ πλεονέκτης φύσει, καί βάρβαρος ἀνήρ ἕλοιτ’ εἰρήνην πρός ὑμᾶς ἄγειν, δυνάμενος ἀδικεῖν καί πλεονεκτεῖν, Οὐ γάρ αὐτός πρός Ὑμᾶς εἰρήνειν ἄγει, ἀλλ’ Ὑμεῖς πρός αὐτόν. Εἰ γάρ οὗτος, ἤν περ πρότερον, καί νῦν εἶχε δύναμιν, οὑκ ἄν ἡσυχίαν ἦγε, κατεδῄου δ’ ἐπιτρέχων ἅπασαν τήν Εὐρώπην; ὀρῶν μέν τοι τήν αὑτοῦ ἀσθένειαν, ἐπάναγκες ἡσυχάζει. “Ἔπειτα δε, οὐχ ἡμεῖς αἴτιοι τοῦ τήν πρός αὑτόν λυθῆναι εἰρήνην, ἀλλ’ αὑτός ἐκεῖνος, περί τε τά θεία ἀσεβῶν, καί περί ἡμᾶς αὑτούς ὑβρίζων , τῆς ἱεράς καί θείας θρησκείας περιφωνῶν. Οὐχ ἥκιστα δ’ ἀντίς ἐκεῖνον είπoι λύειν τήν εἰρήνην, καί διά τόν τοσοῦτον φόνον τῶν ὁμοπίστων χριστιανῶν. Ἤ τίν’ ἄλλην ταύτης μείζω αἰτίαν ζητήσειεν ἀντίς καί δικαιοτέραν, καί εὐσεβεστέραν, ὀρῶν τούς θείους ναούς, τούς μέν καιομένους, τούς δε χριστιανῶν αἵματι περιρρεομένους, γυναῖκας δέ καί παρθένους, καί βρέφη σφαζομένας, αἵ περ μήτ’ ἠδίκησάν ποτε τόν τύραννον, μήθ’ ὅπλα λαβεῖν δύνανται; εἰ οὖν ἡμᾶς τούς ἐνόπλους ἐφόνευε, δίκαιον ἄν ἦν καί τόθ’ ὑμᾶς ἀγανακτῆσαι, καί δίκην παρ’ αὐτοῦ αἰτεῖν, διά τό ὑπέρ τῆς ζωῆς ἡμῶν τῶν ὅπλων ἔχεσθαι, μήτοιγε δή διά τόν τῶν ἀθῳοτάτων θάνατον, καί διά τήν πρός τά θεία ὀλιγωρίαν. Ἤ πηνίκα, ὦ πρός θεοῦ, πηνίκα δόξειεν ἄν τις μᾶλλον εὐσεβεῖν, μᾶλλον τῶν θείων φροντίζειν, οὐχί δ’ ὅτε τούς περί τά θεία τιμωρεῖται ἀσεβοῦντας; πηνίκα καί ἄν τις ὀφθείη φιλάνθρωπος ὤν, οὐχί δ’ ὅτε τοῖς τούς ἀθῴους φονεύουσιν ἐπεξέρχεται; καί μήν ὁ Μωυσῆς ἐκεῖνος ἰδών Αἰγύπτιόν τινα τῶν ὁμοθρήσκων Ἑβραῖον τύπτοντα, τόν ὑβριστήν πατάξας, δίκαια καί εὐσεβῆ ποιῶν νενόμισται. Δικαιότερα δ’ ἄν καί εὐσεβέστερα ποιεῖν Ὑμεῖς δόξετε, εἴπερ βουλήσεσθε σύν ἡμῖν πατάξαι, οὐ τύπτοντας, ἀλλά τούς ὁμοθρήσκους Ὑμῖν φονεύοντας, τούς πυρπολοῦντας τούς θείους ναούς, καί τά ἅγια τοῖς ποσί καταπατοῦντας. Ὁρᾶτε γάρ δή, μή βουλόμενοι τήν πρός τούς ἀσεβεῖς λῦσαι εἰρήνην (φεῦ ἡλίκα τά δεινά, καί ἄλλως οὑκ ἀκίνδυνα λέγειν ἡμᾶς ἀναγκάζει, ἐκτός εἴπερ ἦμεν κινδύνων) μή λάθητε λύοντες τήν πρός τό θεῖον εἰρήνην. Δεῖ γάρ τούς εὐσεβεῖς τούς περί τά θεῖα ὀνειδισμούς οἰκείους λογιζομένους , ἐπεξιέναι τοῖς ὀνειδίζουσιν.

13. Ἄριστα δ’ ἄν ἐποιεῖτε, εἰ καί μηδέν ἀσεβές, μηδέ τοσοῦτον φόνον ποιοῦντα, Ὑμεῖς αὐτοί τήν πρός τόν τύραννον εἰρήνην ἑλύετε. Τέρας γάρ τυραννίας καί ἀνομίας ἔστιν, οὐχί δε βασιλεύς. Τί δέ κοινόν βασιλεῦσι νομιμωτάτοις καί εὐσεβεστάτοις πρός τύραννον ἀνομώτατον καί ἀσεβέστατον; ἡμεῖς μέν μά δίαγ’ οὐδέν οἰόμεθα· δοκεῖ δ’ ἡμῖν τό θεῖον τουτί ὄνομα βασιλεῦσι πρέπον, οἷοι περ Ὑμεῖς ἔστε , βλασφημεῖσθαι τά μέγιστα, ἀνόμῳ τινί παρ’ ἀξίαν ἐπιλεγόμενον. Μή οὖν ἀνέχεσθε ὁμόθρονον ἐν Εὐρώπῃ ἔχειν τοῦτον τόν ὀλεσίμβροτον· δι’ ὄν ἡ οἰκουμένη μιασμάτων πεπλήρωται, δι’ ὅν τοσοῦτοι φόνοι ἄθεσμοι, καί ὅλον τό τῶν Ἑλλήνων γένος κινδυνεύει ἀπόλλυσθαι, ἀλλ’ ἡμῖν βοηθεῖτε αὑτόν συγκαθαιρησόμενοι. Τούτου δε καθαιρεθέντος, ἔσται ἡμῖν βασιλεύς, ὅς ἀν δόξῃ εὐσεβέστατος ὤν, καί ἐννομώτατος· οἵτε νόμοι καθ’ οὕς δεήσει ἡμᾶς πολιτεύεσθαι, οὕτω τεθήσονται, ὥστε ταὐτά συνοίσοντα καί βλάψοντα ἡμῖν τε καί ὑμῖν εἶναι. Οὐδέ γάρ ἀληθές ἔστιν, ὅπερ τινές λέγουσιν, οὑκ ὀρθῶς λογιζόμενοι, ὅτι τούτου τυραννεύοντος, τά τῆς Εὐρώπης ἐν ἰσορροπίᾳ καθέστηκεν, ἄλλως δ’ ἀντίρροπα ταῦτ’ ἔσται. Ὅτῳ μέν δή ταῦτα τεκμαίρονται, ἡμῖν γε ἄδηλον. Δῆλον δ’ ὅτι εὐνομουμένου βασιλέως ὄντος, τά τῆς ἰσορροπίας μᾶλλον ἔσται βάσιμα, ἤ τούτου τυραννεύοντος. Τόν μέν γάρ μηδένα νόμον ἔχοντα, τοῖς πᾶσι συνέβαινε δυσμενῆ εἶναι, καί τήν πρός αὐτόν πᾶσαν κοινωνίαν τῆς βελτίστης ἐξίστασθαι τάξεως. Ἡμῶν δ’ ἐννόμων ἐσομένων, καί ταὐτά συμφέροντα ὑμῖν τό καί ἡμῖν ὑπαγορευόντων, ἅπαν τοὐναντίον ἔσται, καί ταῦθ’ ὑπό πάντων ὑμῶν εὐεργετηθέντων. Ἀλλά περί μέν τούτων πόλλ’ ἔχοντες εἰπεῖν, ὅμως παραλείπομεν, μηδόλως ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες τά περί τῆς ἰσορροπίας καί ἀντιρροπίας ὑπ’ ἐνίων λεγόμενα, ἐξαιτούμεθα δέ τήν παρ’ ὑμῶν βοήθειαν, καί δικαιότατα, καί εὐσεβέστατα, ἐξ ὧν εἰρήκαμεν, γεννησομένην.

14. Λογίσασθε δή, ὦ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ , ὡς οὔτε μεγάλην ταύτην αἰτοῦμεν, καί ῥᾴστην ἐκ τοῦ παραχρῆμ’ ἄν ἡμῖν πεμφθῆναι. Οὐδέ γάρ μεγάλης ταύτης δεόμεθα ἐν τῷ παρόντι, καί ἡ τοῦ τυράννου δύναμις τοσοῦτον παρ’ ἑαυτῆς ἀσθενής ἔστιν, ὅσον δέει συσχεθέντος, ὑφ’ ἡμῶν μόνον ἐν κινδύνῳ καθέστηκεν. Οὐδέ γάρ ἄλλο ὁ τῶν ἀθῳοτάτων πολύς οὗτος φόνος, ἤ ἀσθένεια ἄντικρυς, καί τελεία ἀπόγνωσις τοῦ μή δύνασθαι τούς ἐν ὅπλοις ἡμᾶς βλάψαι. Ὁ μέν γάρ τόν δῆθεν αἴτιον δυνάμενος τιμωρήσασθαι, οὐδέποτε κατεδέξαιτ’ ἄν τούς ἀναιτίους φονεύειν· ὁ δ’ ἀπογνούς ἑαυτόν, ἅπαν τό προστυχόν διαφθείρων, oίεται δίκας λαμβάνειν. Εἰ τοίνυν μικράν τινα πέμψετε βοήθειαν, ἅλις ἔσται ἡμῶν πρός τε τήν τῶν τυράννων καθαίρεσιν, καί πρός τήν τῶν φιλτάτων ἡμῶν σωτηρίαν. Τάχα δ’ ὁ τύραννος ἀκούσας Ὑμῶν ἑτοίμων πρός βοήθειαν ὄντων, αὐτίκ’ εἰς Ἀσίαν oιχήσεται, τήν Θ’ Ἑλλάδα καταλιπών ἀμαχητί, καί τά φίλταθ’ ἡμῶν ζῶντα, δέει τῆς τῶν βοηθησόντων ἡμῖν παρουσίας, καί τοῦ μή αὑτόν , μηδ’ ἐν τῆ Ἀσία ἐάσετε μένειν. Εἰ δε γε μή βουλήσεται, ἀλλά κάκις’ ἔσται ἀπολούμενος τήν ταχίστην, τῶν Ἑλλήνων, τότε εὐθυμοτέρως πολεμησόντων, καί οὐχ ὑπέρ τοῦ σωθῆναι, καί σῶσαι τά φίλτατ’ ἐσομένου τοῦ πολέμου, ἀλλά καί περί τοῦ τιμωρήσασθαι τούς τυράννους, δι’ ὅσα δεινά ἡμᾶς πεποιήκασι. Μηδ’ ὑπολαμβάνετε, ὦ ΚΡΑΤΑΙΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, τῶν πραγμάτων εἰς ταύτην ἀφιγμένων τήν ἀκμήν, ἐνέσται τοῦ λοιποῦ τούς τε κακίστους τυράννους, καί ἡμᾶς τούς Ἕλληνας ἐν τῆ Ἑλλάδι κατοικεῖν. Ἀνάγκη γάρ πᾶσα, ἤτοι ἡμᾶς ἀπολωλέναι (ὅπερ ἀπεύχεσθαι δίκαιον), ἤ τούς τυράννους ἀποδράντας ἐκ τῆς Ἑλλάδος σωθῆναι. Εiδέ γε μή βουλήσονται ὑφ’ ὑμῶν καί ἡμῶν παθεῖν αὑτούς τά κάκιστα. Δεῖ δέ τήν ταχίστην ἡμῖν βοηθεῖν τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καί ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καί μικρᾶς Ἀσίας ἀναμεμιγμένων τοῖς τυράννοις χριστιανῶν, ἔτι ζώντων. Μή προλαβόντες οἱ ἐξωλέστατοι καί τούτους οἰκτρῶς ἀπολέσωσι.

15. Σκέψασθε δή, ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ τῆς Εὐρώπης ΒΑΣΙΛΕΙΣ, καί σύγε, ὦ ΕΥΔΑΙΜΟΝ καί ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΓΓΛΙΑ, δι’ ὀλίγης τῆς πρός ἡμᾶς βοηθείας, ἡλίκην παρά πᾶσιν ἀνθρώποις δόξαν κτήσεσθε· περί ἦς σπουδαστέον μᾶλλον ἕς δύναμιν, ἤ περί οίουδήποθ’ ἑτέρου τῶν καλουμένων ἀγαθῶν. Τί γάρ ἄλλο δόξῃ ἀγαθῇ ἐφάμιλλον; ποία δε μείζων ἑτέρα δόξα τοῦ τῶν θείων πραγμάτων φροντίζειν, καί τοῦ σωτῆρας καί εὐεργέτας κινδυνευόντων γενέσθαι; τό μέν γάρ τόν οὐρανόν πρός εὐλογίαν ὑμῶν ἐπινεύσει, τό δε τῶν θείων προσωνυμιῶν ὑμᾶς ἀξιώσει. Ὅπερ οἱ ὑμέτεροι ἐγνωκότες πρόγονοι, καί τοι τῆς ἐπιχειρήσεως μειζόνων δαπανημάτων ἀπαιτούσης, οὐδ’ ἐκτός, οὔσης κινδύνων, καί ἐπ’ ἀδήλοις τοῖς ἐκ ταύτης έσομένοις, ᾤοντο δεῖν ὅμως πάντα φέρειν καί πόνον, καί κίνδυνον, ὑπέρ τῆς ἀγαθῆς ταύτης καί θείας δόξης· μή οὖν ὑμεῖς γε τούτων ἀπόγονοι ὄντες, καί πλεῖστα καί κάλλιστα ἐκείνων εἰργασμένοι ἔργα, ἐλλείπειν εἰς τοῦθ’ ὅπερ ἐκεῖνοι περί πλείστων ἐποιοῦντο βούλεσθε! Μηδέ ἀκινδύνως τε καί δι’ ὀλίγης τῆς πρός ἡμᾶς βοηθείας ἕς τό τέλειον τῆς μεγίστης εὐκλείας, καί δόξης μή τυγχάνειν. Ἐν δεῖ γάρ αὐτῇ τοῦ καί τήν Ἑλλάδα εὐδαίμονα καταστῆσαι, καί τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐῷμεν λέγειν τούς ἐν Ἀφρικῇ, καί ἐν ἀπᾶσα τῆ Ἀσίᾳ ἀπανθρώπως κτεινομένους ὑπό τῶν τυράννων τούτων, σῶσαι ἤ πότε πρός Θεοῦ, τούτους βοηθήσετε, ὦ ΘΕΙΟΤΑΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ; ὅτε νη δία σύμπαντες φονευθήσονται, τότε βούλεσθε τούς ἀπανθρώπους φονεῖς τιμωρήσασθαι; ἀλλά τίς Ὑμῖν τόθ’ ὁμολογήσει χάριτας; οὐ τοσοῦτον δι’ ἡμᾶς τούς ἐν ὅπλοις ἀναγκαία ἡ παρ’ Ὑμῶν βοήθεια· ἡμεῖς γάρ μαχόμενοι ἀνδρείως ἀποθανούμεθα, εὗ εἰδότες, ὡς οὐδείς οὕτως ἔνδοξος θάνατος, οὐδέ μνημεῖον λαμπρότερον τοῦ ὑπέρ πίστεως, καί πατρίδος, καί φιλτάτων, καί ἐλευθερίας ἀποθνῄσκειν ἀλλ’ ὑπέρ τῶν τάς αὑτάς τοῖς ὀλέθροις τυράννοις οἰκούντων πόλεις· οἵπερ τά ὅπλα περιῃρημένοι, καί μηδεμίαν καταφυγήν ἔχοντες, ἐλεεινῶς θανατωθήσονται. Ἴστε γάρ ἀκούσαντες τήν τῶν τυράννων ἀγριότητα, καί θηριωδίαν, ἐξ’ ὧν οἱ σεβάσμιοι ἐκεῖνοι ἄνδρες, ὁ Πατριάρχης, φαμέν, καί οἱ λοιποί Ἀρχιερεῖς, καί τοσοῦτος λαός ἔπαθον ἐλεεινότατα. Νομίσατε πρός θεοῦ, αὑταῖς γε ταῖς διανοίαις, ἐπεί παρόντες οὑκ ἦτε, ὁρᾶν τούς θείους τούτους ἄνδρας, τούς μηδέν τι ἀδικήσαντας, ἀπό τοῦ θείου ναοῦ ἀποσπωμένους, καί ἐλεεινῶς σύν αὑταῖς ταῖς ἱεραῖς ἐσθῆσιν ἑλκομένους, παιομένους, ὑβριζομένους, καί μόλις πρός οὐρανόν τά ὄμματα αἴροντας, μάρτυρ’ αὑτόν ἐπικαλουμένους, οἷα πάσχουσιν ἀδίκως, καί οὕτως ἐλεεινῶς ἀπαγχομένους! Νομίσατε βλέπειν τόν θεῖον ναόν αἵματι χριστιανῶν περιρρεόμενον, τούς μέν ἐκεῖσε ἀσπαίροντας, τούς δ’ ὧδ ‘ ἐκπνέοντας, αἵματι ἀποπνιγομένους, ἄλλους δ’ ἀλλαχοῦ σφαττομένους, ὡς ἀρνία ἄκακα, μήθ’ ἑαυτοῖς έπαμύναι, μήτ’ ἐκ φυγεῖν τούς ὠμούς τυράννους ἔχοντας. Τούτων τῶν ἀπανθρώπων πράξεων τῶν ὑπό τῶν τυράννων ἐνθυμηθέντες, βοηθήσατε ἡμῖν τήν ταχίστην, ὦ ΚΡΑΤΙΣΤΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ. Τούτους τιμωρήσασθε ὑπέρ τῶν ἀθῳοτάτων, ὑπέρ τῶν ἀδυνάτων, καί ἐλεεινῶς κτεινομένων, ὑπέρ τῆς ἱερωτάτης αὑτῆς θρησκείας, καί ὑπέρ τῆς Ὑμετέρας ἀγαθῆς δόξης!

Ἐν Ἑλλάδι ΑΩΚΑ’, Μαΐου ΚΗ’

Τάφος του Αριστοτέλη: μια μαρτυρία ηλικίας 700 ετών

Πριν από δέκα περίπου μέρες πληροφορηθήκαμε από τον ημερήσιο τύπο την ανακάλυψη του τάφου του Σταγειρίτη φιλοσόφου. “Κινητά ευρήματα, κεραμική, περισσότερα από πενήντα νομίσματα χρονολογούν τάφο και βωμό στους χρόνους περίπου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ποιος όμως ήταν ο ένοικός του; Γραμματειακές πηγές δίνουν τη ζητούμενη απάντηση, με κυριότερες το χειρόγραφο αρ. 257 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης και μία αραβική βιογραφία του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με αυτές, μετά τον θάνατό του στη Χαλκίδα (322 π.Χ) οι Σταγειρίτες μετέφεραν την τέφρα του με χάλκινη υδρία, την έθαψαν σε μεγάλο υπέργειο τάφο μέσα στην πόλη τους, δίπλα στον οποίο έστησαν και βωμό, σε έναν τόπο που τον ονόμασαν «Αριστοτέλειον» και στον οποίο συνεδρίαζε στο εξής η Βουλή. Προς τιμήν του καθιέρωσαν μεγάλες ετήσιες γιορτές και αγώνες, τα «Αριστοτέλεια»”. Και ο αρχαιολόγος των Σταγείρων Κώστας Σισμανίδης επισημαίνει: “όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το σωζόμενο αψιδωτό κτίσμα ήταν ο τάφος-ηρώο του Αριστοτέλη» (Καθημερινή)”.

Το αψιδωτό ταφικό μνημείο όπως είναι σήμερα

Ταφος Αριστοτέλη

Στην πρόσφατη ανακάλυψη των γραμματειακών πηγών στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας ίσως θάπρεπε να προστεθεί και μια άλλη που χρονολογείται από το 1356 μ.Χ. Πρόκειτα για το βιβλίο των ταξιδιών του Ζαν ντε Μαντβίλ (Jean de Mandeville) ή πιο σωστά του Άγγλου ιππότη John de Mandeville που αν και Αγγλος αριστοκράτης είχε γαλλικό όνομα και έγραφε στα γαλλικά. Το βιβλίο του (Livre des voyages de Jean de Mandeville) είχε γίνει μπεστ-σέλλερ για σχεδόν τέσσερις αιώνες στην Ευρώπη. Είχε μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και το χρησιμοποιούσαν οι τότε θαλασσοπόροι μεταξύ των οποίων και ο Χριστόφορος Κολόμβος.

Η αρχή του βιβλίου του Ζαν ντε Μαντβίλ γραμμένο σε παλιά γαλλικά γοτθικής γραφής. Το βιβλίο σώζεται σε περίπου 250 χειρόγραφα δώδεκα διαφορετικών γλωσσών.

Jean de Mandeville.resized

Ο Ζαν ντε Μαντβίλ ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους τη δεκαετία του 1330. Στο τρίτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται “Περί της Κωνσταντινουπόλεως και της Πίστης των Ελλήνων” αφού εξηγεί ότι ο Έλληνας αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης εξουσιάζει πολλούς λαούς που μιλάν διαφορετικές γλώσσες υπογραμμίζει ότι ελέγχει επίσης την Θράκη και την Μακεδονία. Στη τελευταία αναφέρει ότι “γεννήθηκε ο Αριστοτέλης σε πόλη που ονομάζεται Στάγειρα κοντά στη πόλη (εννοεί περιοχή) της Θράκης. Στα Στάγειρα αναπαύεται σήμερα ο Αριστοτέλης. Υπάρχει και ένας βωμός πάνω στο τάφο του. Οι άνθρωποι εκεί κάνουν μεγάλες γιορτές προς τιμήν του κάθε χρόνο σαν να ήταν άγιος. Και στον βωμό γίνονται τα συμβούλια και οι συναθροίσεις των κατοίκων που ελπίζουν ότι με τη φώτιση του Θεού και του Αριστοτέλη θα παίρνουν καλύτερες αποφάσεις”. Είναι ίσως η παλαιότερη μαρτυρία για τις γιορτές που γίνονταν στο ταφικό μνημείο του Αριστοτέλη στα Στάγειρα την εποχή που τα επισκέφτηκε ο Αγγλος περιηγητής.

Ισως να εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι κάτοικοι των Σταγείρων γιόρταζαν τον 14ο αιώνα τον Αριστοτέλη σαν άγιο της χριστιανικής θρησκείας. Το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Στη μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος στο παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας με την περίφημη εικόνα της Θεοτόκου, υπάρχουν εικόνες με τους αρχαίους σοφούς όπως Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Σόλωνα κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην Έδεσσα στο εκκλησάκι της ΑγίαςΥπαπαντής δίπλα στον Ι.Ν. της Αγίας Σκέπης στη γειτονιά μου στο Βαρόσι.

Βόστρος, η έλλιμνος νήσος

Μια από τις πιο όμορφες λίμνες της χώρας μας, η Βεγορίτιδα, βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από την Έδεσσα. Εκτός από την ομορφιά η λίμνη έχει και μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα: την σημαντική διακύμανση της στάθμης του νερού. Από την δεκαετία του 1950 όμως με την μεγάλη επέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα η τάση της στάθμης έγινε δυστυχώς μονοσήμαντη, φθίνουσα. Το ευχάριστο γεγονός της σταδιακής αύξησης του όγκου της τα τελευταία χρόνια ας ελπίσουμε ότι θα σημάνει αντιστροφή της τάσης των τελευταίων δεκαετιών (η εξέλιξη της στάθμης στο τέλος του σημειώματος).

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι μετρήσεις της στάθμης είχαν ακρίβεια με την χρήση ειδικών οργάνων όμως παλαιότερα η μέθοδος μέτρησης ήταν εμπειρική, κοινώς με το μάτι. Σημείο αναφοράς αποτελούσε το νησί στη μέση της λίμνης, η Βόστρος, η κατά τον ιστορικό του 13ου αιώνα Γεώργιο Παχυμέρη – στο έργο του για τον Μιχαήλ Παλαιολόγο – έλλιμνος νήσος: ¨χειροῦται δὲ καὶ Καστορίαν καὶ Πελαγονίαν καὶ Δεύρας, Τζέρνικόν τε καὶ Διάβολιν καὶ τὴν Πρίλαπον, Βοδεεινά τε καὶ Βόστρον, ἔλλιμνον νῆσον, Πέτραν, Πρέσπαν τε καὶ Στερίδολα καὶ Ἀχρίδαν¨. Αυτά αναφέρει σαν εισαγωγή στη γνωστή μάχη της Πελαγονίας. Ο μετέπειτα λοιπόν αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος κατέλαβε μαζί με τα Βοδενά και την Βόστρο, το νησί μέσα στη λίμνη. Άρα υπήρχε κάστρο, φρούριο με οικισμό, στο νησάκι της λίμνης. Ήταν στρατηγικό σημείο που έλεγχε την διάβαση από την Κάτω στην Άνω Μακεδονία. Η Βόστρος, που έχει σήμερα ένα τζαμί με μιναρέ στη κορυφή του, άλλοτε γινόταν ύψωμα δίπλα στην ακτή και άλλοτε νησί που χρειαζόταν βάρκα για να το προσεγγίσει κανείς, ανάλογα με το ύψος του νερού. Η άνοδος της στάθμης μερικές φορές γινόταν απότομα και έπιανε απροετοίμαστους τους περιοίκους. Κάτι τέτοιο συνέβη και πριν από έναν αιώνα ακριβώς, το καλοκαίρι του 1916, σκεπάζοντας με νερό τις γραμμές του τρένου. Γάλλοι και Σέρβοι στρατιώτες άρχισαν να δουλεύουν νύχτα – μέρα για να μετατοπίσουν τη σιδηροδρομική γραμμή ψηλότερα. Ο σιδηρόδρομος, ο οποίος είχε κατασκευαστεί το 1894, ήταν απόλυτα αναγκαίος για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων που είχαν αρχίσει να έρχονται από την Θεσσαλονίκη για την προετοιμαζόμενη επίθεση της Αντάντ τον Αύγουστο. Λέγεται μάλιστα ότι η 4η ρωσική ταξιαρχία του στρατηγού Λεόντιεφ που είχε στρατοπεδεύσει κοντά στο ύψωμα με το τζαμί τα μάζεψε άρον άρον και στρατοπέδευσε ψηλότερα. Η σιδηροδρομική γραμμή που κατασκευάστηκε την περίοδο 1891 – 94 ήταν σίγουρα χαμηλά γιατί και η στάθμη της λίμνης ήταν τότε χαμηλότερα.

Τι γνωρίζουμε όμως για τα διαρκώς μεταβαλλόμενα ύψη του νερού της λίμνης; Πηγή είναι όπως πάντα η παρατηρητικότητα των περιηγητών των περασμένων αιώνων. Όπως έγραψε ο Παχυμέρης στα μέσα του 13ου αιώνα (1258-59), η στάθμη του νερού ήταν αρκετά υψηλή έτσι ώστε το ύψωμα με το τζαμί να είναι νησί, η έλλιμνος νήσος. Τρεισήμισυ αιώνες αργότερα έχουμε τον πρώτο δυτικό να περνά από την περιοχή. Προερχόμενος από Μοναστήρι με κατεύθυνση την Έδεσσα και τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη ήταν ο βάιλος (πρέσβης) της Βενετίας Λορέντσο Μπερνάρδο (Lorenzo Bernardo) την Κυριακή 26 Μαΐου του 1591 δηλ. πριν από 425 χρόνια ακριβώς. Κατεβαίνοντας από τα στενά της Κέλλης προς την Άρνισσα ο γραμματέας του Καβάτσα αναφέρει: “Από ψηλά είδαμε πρώτα τη λίμνη Σαριγκιόλ, λέξη τουρκική που σημαίνει κίτρινη λίμνη, και μετά τη λίμνη του Οστρόβου. Δίπλα στη λίμνη που έχει αρκετό μήκος βρίσκεται το ομώνυμο χωριό. Στο μέσο του χωριού υπάρχει ένα μικρό απότομο ύψωμα στη κορυφή του οποίου έχει κτισθεί ένα τζαμί που θα μπορούσε να μετασχηματισθεί σε ασφαλέστατο φρούριο γιατί ολόγυρα έχει και το νερό της λίμνης”. Ερμηνεύοντας το απόσπασμα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ύψωμα που είχε ήδη τζαμί βρισκόταν πάνω στην ακτή, ίσως σαν χερσόνησος, δίπλα στο χωριό. Για να βρίσκεται το χωριό τόσο κοντά στη λίμνη θα πρέπει οι τότε διακυμάνσεις της να ήτανε μικρότερες. Άρα σε τρεις και μισό αιώνες, η στάθμη του νερού είχε ελαττωθεί με αποτέλεσμα το νησί να είχε μετατραπεί σε μικρή χερσόνησο. Κάπως έτσι θα πρέπει να βρήκαν το τοπίο και οι Οθωμανοί στα τέλη του 14ου αιώνα όταν κυρίευσαν την περιοχή για να χτίσουν το τζαμί – και το κοιμητήριο τους – στο ύψωμα.

Επόμενος γνωστός περιηγητής ήταν ο Βρετανός γιατρός Εντουαρτ Μπράουν (Edward Browne) που πέρασε προερχόμενος από Μοναστήρι με κατεύθυνση τη Λάρισσα το καλοκαίρι του 1669. Κατεβαίνοντας τις πλαγιές του Καρά Ντουρού προς το Ξυνό Νερό παρατηρεί από ψηλά στα αριστερά του τη Βεγορίτιδα καθώς επίσης και τη λίμνη των Πετρών. Δεν αναφέρει τίποτα για νησί ή τζαμί με μιναρέ. Ίσως αυτό να οφείλεται στη μεγάλη απόσταση του από τη λίμνη. Αναφέρει απλά μια ιστορία που άκουσε για την δημιουργία της Βεγορίτιδας. Ο συνταγματάρχης Ουίλιαμ Ληκ (William Martin-Leake) διασχίζοντας την Εορδαία το 1806 θα αναφερθεί κι αυτός στη λίμνη χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στα χαρακτηριστικά της. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι αρχαίες επιγραφές και η ταυτοποίηση αρχαίων πόλεων και τοποθεσιών. Τον Σεπτέμβριο του 1848 όμως θα διανυκτερεύσει εκεί ο ζωγράφος Εντουαρτ Ληρ (Edward Lear) και θα απαθανατίσει το τοπίο. Στο σχέδιο του φαίνεται καθαρά το νησάκι σε αρκετά μεγάλη απόσταση από την ακτή. Με τους πρόχειρους υπολογισμούς που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, η στάθμη τότε θα πρέπει να έφτανε τα 538 μέτρα από την επιφάνεια της θαλάσσης.

Το νησί με τον μιναρέ στο μέσο της Βεγορίτιδας όπως το απαθανάτισε ο Ληρ στις 15 Σεπτεμβρίου του 1848

Ostrovo 15 Sept 1848.resized

Το 1848 το χωριό είχε ήδη μεταφερθεί κοντά στο λόφο. Ξεκινώντας από τα παράκτια πεδινά ανηφόριζε ψηλότερα στο λόφο όπου βρίσκεται και σήμερα.

Ostrovo 16 Sept 1848.resized

Αρκετοί είναι οι ταξιδιώτες που περνούν από την περιοχή το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Τους αναφέρει με μεγάλη λεπτομέρεια η Μάργκαρετ Χάσλακ (Margaret Hasluck) σε μια συγκριτική μελέτη που δημοσίευσε το 1936. Οι κάτοικοι της Άρνισσας διηγούνταν στους περιηγητές ότι πριν από χρόνια η λίμνη είχε πλημμυρίσει το χωριό. Ήταν δηλαδή ακόμη ψηλότερα από ότι στον πίνακα του Ληρ. Το μεγάλο ύψος είχε “εγγραφεί” στη συλλογική μνήμη μέσα από συγκεκριμένες ιστορίες. Έτσι για ένα γάμο εκείνης της περιόδου χρειάστηκε να μεταφέρουν τη νύφη με βάρκα γιατί ο δρόμος του σπιτιού της στην Άρνισσα είχε πλημμυρίσει και ήταν αδύνατο το πέρασμα ακόμη και πάνω σε άλογο. Το νερό είχε φτάσει σχεδόν στο σημερινό δρόμο προς Κέλλη. Επίσης στο απέναντι χωριό, στον Άγιο Παντελεήμονα, το νερό είχε κατακλύσει αποθήκες με βαρέλια κρασιού προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Τέτοια φαινόμενα δεν συνέβησαν μετέπειτα, ήταν μοναδικά. Η εποχή αυτή προσδιορίζεται στα χρόνια 1858-60. Ο Άγγλος περιηγητής Χένρυ Τόζερ (Henry Tozer) θα περάσει από εκεί τέλη Αυγούστου του 1861 προερχόμενος από Έδεσσα στο δρόμο προς Μοναστήρι. Ας ακούσουμε την μαρτυρία του: “Η λίμνη του Οστρόβου έχει περί τα δέκα μίλια μήκος και δυο πλάτος με κατεύθυνση βορρά-νότου ανάμεσα σε βουνά με ένα από αυτά να έχει στη κορυφή του χιόνια… Κοιτάζοντας από το χωριό που βρίσκεται στην βόρεια ακτή αυτό που τραβά αμέσως την προσοχή είναι ένα τζαμί που αναδύεται από τη λίμνη με τον μιναρέ σε απόσταση περίπου μισού μιλίου (800 μέτρων) από την ακτή. Ρωτήσαμε τους χωρικούς την ιστορία του κτίσματος αυτού και μας είπαν ότι είναι το απομεινάρι από μια πόλη που έφτανε παλιότερα μέχρι την ακτή”. Το καλοκαίρι του 1861 λοιπόν η “έλλιμνος νήσος”  είχε σκεπαστεί από το νερό με εξαίρεση το τζαμί με τον μιναρέ που είναι κτισμένο στο ψηλότερο σημείο. Επιβεβαιώνονται έτσι αφηγήσεις που λέγανε ότι το νερό λίγα χρόνια νωρίτερα είχε καλύψει και το τζαμί μέχρι τα ξύλινα δοκάρια της σκεπής. Και ο Τόζερ συνεχίζει: “το 1859 η λίμνη ανέβηκε αρκετά πόδια ψηλότερα αλλά ευτυχώς είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Τα σημάδια της μεγάλης πλημμύρας ήταν εμφανή στις βόρειες ακτές της λίμνης”. Το ύψος του νερού υπολογίζεται ότι έφτασε τότε τα 545 – 548 μέτρα. Ήταν το μέγιστο ύψος της λίμνης. Ακολούθησε μετά μια πτωτική διακύμανση της στάθμης. Ο Σπιρίδων Γκόπσεβιτς, Σερβο-Αυστριακός στη καταγωγή αλλά Σέρβος εθνικιστής στην υπηρεσία του υπουργείου εξωτερικών της Σερβίας εκείνη την εποχή, θα περάσει από την Άρνισσα το 1888 (Makedonien und Alt-Serbien, Wien 1889): “Κατεβήκαμε (με τα άλογα από την Κέλλη) στη πεδιάδα δίπλα στη βόρεια όχθη της λίμνης. Το ταξίδι ήταν πολύ ευχάριστο και η θέα θαυμάσια, βλέπαμε τις απότομες ανατολικές και δυτικές πλαγιές των λόφων που έπεφταν απότομα στη λίμνη. Κοντά στη βόρεια ακτή είδαμε ένα μικρό νησί με ένα τζαμί”. Παρά τη μείωση της στάθμης της λίμνης το νησί δεν είχε ενωθεί ακόμη με τη βόρεια ακτή. Τη λίμνη με το νησί θα τα αποτυπώσει σαν μια κόκκινη κουκκίδα σε ένα χάρτη που έφτιαξε με την ευκαιρία του ταξιδιού του.

Ostrovo Lake 1888

Η στάθμη της λίμνης θα συνεχίσει μειούμενη για να φτάσει το 1900 στο ελάχιστο ύψος των 520 μέτρων. Μετά ξανάρχισε μια αυξομειούμενη ανοδική πορεία μέχρι την επέμβαση της ΔΕΗ τη δεκαετία του 1950 οπότε παρατηρείται μια βίαιη ταπείνωση της στάθμης.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε από φωτογραφίες της εποχής την εξέλιξη του φυσικού φαινομένου στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Το 1916 η στάθμη της λίμνης θα ανέβει ξαφνικά κατά 6-7 μέτρα αναγκάζοντας τους Γάλλους να μετατοπίσουν βορειότερα την σιδηροδρομική γραμμή. Οι δυο επόμενες φωτογραφίες είναι από το τέλος εκείνης της χρονιάς.

Αρνισσα 16-17

Την περίοδο 1919-20 η άνοδος συνεχίστηκε με αποτέλεσμα και η δεύτερη σιδηροδρομική γραμμή να βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι επόμενες δυο φωτογραφίες δείχνουν την ίδια περιοχή της Άρνισσας. Αριστερά είναι μια φωτογραφία του 1919 τραβηγμένη από τον παραλιακό δρόμο και δεξιά του 1920 τραβηγμένη ψηλά από το λόφο. Οι λεύκες που βλέπουμε αριστερά στη πρώτη φωτογραφία προσδιορίζουν την δεύτερη γραμμή του τρένου, αυτή που κατασκεύασαν οι Γάλλοι το 1916. Στη δεξιά φωτογραφία ξαναβλέπουμε από ψηλά τις λεύκες της δεύτερης σιδηροδρομικής γραμμής καθώς επίσης αριστερότερα μέσα στη λίμνη τα ίχνη της πρώτης σιδηροδρομικής γραμμής του 1894. Η έλλιμνος νήσος με το τζαμί είναι βαθιά μέσα στη λίμνη. Το ύψος της λίμνης την χρονιά εκείνη υπολογίστηκε στα 538 μέτρα. Το τοπίο της δεξιάς φωτογραφίας είναι όμοιο με αυτό που είδε ο Ληρ εβδομήντα χρόνια νωρίτερα.

1919-1920.resized

Το 1926 αρχίζει δειλά η υποχώρηση των νερών από το υψηλό επίπεδο των 538 μέτρων προς τα 535 μέτρα. Η “έλλιμνος νήσος” ζει και βασιλεύει (αριστερή φωτογραφία) ενώ εμφανίζονται και οι κορμοί από τις λεύκες που είχαν κοπεί το 1916 με την πρώτη απότομη άνοδο του νερού (δεξιά φωτογραφία).

1926-27

Τι γίνεται όμως με τις σιδηροδρομικές γραμμές; Στην αριστερή φωτογραφία του 1923 ο παλιός σταθμός και η παλιά γραμμή βρίσκονται μέσα στο νερό. Η δεύτερη γραμμή που κατασκευάστηκε από τους Γάλλους φαίνεται στα αριστερά της φωτογραφίας. Στη δεξιά φωτογραφία του 1934 βλέπουμε τη τρίτη σιδηροδρομική γραμμή που κατασκευάστηκε ψηλότερα το 1923-26 από τους ελληνικούς σιδηροδρόμους. Η παλιά χάραξη της δεύτερης γραμμής φαίνεται χαμηλότερα.

1923-1934

Στα τέλη του 1934 η λίμνη υποχώρησε σημαντικά αλλά η έλλιμνος νήσος με το τζαμί υπερασπίζεται σθεναρά την νησιωτική της υπόσταση.

Ostrovo island 1934

Οι απότομες διακυμάνσεις του ύψους της λίμνης δεν ήταν δυνατόν να μη γεννήσουν μύθους στον τοπικό πληθυσμό. Ένας μύθος έλεγε ότι παλιά δεν υπήρχε λίμνη και ότι έξω από την Άρνισσα είχε μια μεγάλη κρήνη που τροφοδοτούσε με πολύ νερό όλη την περιοχή. Ένα βράδυ όμως η τελευταία γυναίκα που πήγε να πάρει νερό ξέχασε να κλείσει τη βρύση. Την άλλη μέρα όταν ξύπνησαν οι χωριανοί είδαν με έκπληξη να έχει σχηματιστεί μια λίμνη δίπλα στο χωριό τους. Ο Εντουαρτ Μπράουν το 1669 άκουσε μιαν άλλη ιστορία. Οι κάτοικοι κάνοντας κάτι δουλειές στη πλαγιά του λόφου μετακίνησαν κάτι μεγάλες πέτρες. Ξαφνικά τα υπόγεια νερά βρήκαν διέξοδο και αναπήδησαν από το βουνό σχηματίζοντας τη λίμνη. Ο Τόζερ παραλληλίζει το φαινόμενο των διακυμάνσεων με αυτό των λιμνών Φεναιού και Στυμφαλίας στη Πελοπόννησο που περικλείονται επίσης από βουνά.

Και η εξήγηση του φαινομένου; Σύμφωνα με μια θεωρία η λίμνη των Πετρών που βρίσκεται δίπλα αλλά ψηλότερα επικοινωνεί με τη Βεγορίτιδα με υπόγειες καταβόθρες που συνήθως είναι φραγμένες από πέτρες, χώμα και άμμο. Όταν η στάθμη στη λίμνη Πετρών αυξάνεται λόγω πολλών βροχών και κυρίως χιονοπτώσεων, η πίεση του νερού στις καταβόθρες μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργείται άνοιγμα που επιτρέπει τη ροή του νερού από αυτήν προς τη Βεγορίτιδα. Έτσι ίσως εξηγείται η απότομη αύξηση της στάθμης της τελευταίας το 1916. Κάτι ανάλογο εικάζεται ότι συμβαίνει και μεταξύ της Βεγορίτιδας και της λίμνης των Βρυττών – Νησίου – Άγρα που βρίσκεται ακόμη πιο χαμηλά. Οι πηγές των Βρυττών που χύνονται στην ομώνυμη λίμνη φαίνεται ότι προέρχονται από νερά της Βεγορίτιδας. Γενικότερα, οι λίμνες της υδρολογικής λεκάνης που σχηματίζεται ανάμεσα στα όρη Βέρνο, Βόρα, Άσκιο και Βέρμιο και που περιλαμβάνει τις πέντε λίμνες Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη, Πετρών, Βεγορίτιδα και Βρυττών – Νησίου – Άγρα, φαίνεται ότι επικοινωνούν υπογείως. Η αυξανόμενη πίεση από μεγάλο ύψος βροχών και χιονιού στις λίμνες που βρίσκονται ψηλότερα καθορίζει τον όγκο νερού που μεταφέρεται υπογείως προς τις λίμνες που είναι χαμηλότερα. Η Βεγορίτιδα, που βρίσκεται χαμηλότερα από τις τρεις πρώτες, παίζει τον ρόλο του ρυθμιστή ολόκληρης της λεκάνης με αποτέλεσμα να υφίσταται και τις πιο έντονες διακυμάνσεις. Μόνη διέξοδος είναι η μεταφορά προς την χαμηλότερη λίμνη Βρυττών – Νησίου – Άγρα και από εκεί στην Έδεσσα όπου σχηματίζονται οι ωραιότατοι καταρράκτες!

Τον ιστορικό Τίτο Λίβιο που έζησε στο μεταίχμιο της παλιάς με την νέα εποχή (59πΧ – 17μΧ) δεν τον απασχολούσε βέβαια η στάθμη της λίμνης. Απλά αναφέρει ότι ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Περσέας, όταν έμαθε ότι οι Ρωμαίοι προετοιμάζονται να εκστρατεύσουν εναντίον της Μακεδονίας, άρχισε να συγκεντρώνει το στρατό του στρατοπεδεύοντας στη λίμνη Βεγορίτιδα (lacus Begorrites). Από εκεί ξεκίνησε προς την Θεσσαλία για να συναντήσει τους Ρωμαίους του στρατηγού  Αιμίλιου Παύλου στη τελευταία και μοιραία του μάχη η οποία τελικά έλαβε χώρα στη Πύδνα. Είναι ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας που αναφέρει τη λίμνη με το όνομα της. Εδώ ίσως θα πρέπει να θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής το 1891 – 1894, μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν τον σταθμό της Βεύης, ανακαλύφτηκε ένας οδοδείκτης με την επιγραφή ¨Εγ Βοκερίας στάδιοι εκατόν¨. Επρόκειτο για μακεδονικό οδοδείκτη της βασιλικής οδού πριν την κατασκευή της Εγνατίας από τους Ρωμαίους. Πόλη με το όνομα Βοκερία δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμη. Αν όμως βρισκόταν προς νότο, τότε θα πρέπει να γειτνίαζε με τη λίμνη, ίσως στη περιοχή του σημερινού χωριού Φαράγγι. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η λέξη Βεγορίτις είναι λανθασμένη γραφή από τον Τίτο Λίβιο της λέξης Βοκερίτις. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για τις λέξεις Βόστρος και Όστροβο, το όνομα που είχε η λίμνη κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου.

Τελευταίο ερώτημα είναι πότε χτίστηκε το τζαμί πάνω στη νήσο. Οι παλιοί Τούρκοι κάτοικοι της Άρνισσας λέγανε ότι κτίστηκε την περίοδο 1512-20 κατά την βασιλεία του Σελίμ του Σκληρού, πρώτου Χαλίφη του Ισλάμ και πατέρα του Μωάμεθ του Μεγαλοπρεπούς. Η Χάσλακ απορρίπτει αυτή την εκδοχή και εκτιμά ότι κτίστηκε ενάμισυ αιώνα αργότερα. Η μαρτυρία του Καβάτσα, γραμματέα του βενετού μπαϊλου Μπερνάρδο όμως που το είδε το 1591 να δεσπόζει ψηλά στο απότομα ύψωμα συνηγορεί υπέρ της άποψης των ντόπιων μουσουλμάνων. Η Χάσλακ βέβαια δεν γνώριζε αυτή τη μαρτυρία.

Θα δούμε άραγε στο μέλλον ξανά την “έλλιμνον νήσον” σαν παραγματικό νησί; Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει το ύψος της λίμνης να ξεπεράσει τα 528 μέτρα δηλαδή τουλάχιστον 10 μέτρα ψηλότερα από ότι είναι σήμερα. Μοιάζει απίθανο έως αδύνατο. Για αυτό ας αρκεστούμε προς το παρόν να θαυμάζουμε τον πίνακα του Ληρ στέλνοντάς του νοερά ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Η “έλλιμνος νήσος” όπως είναι σήμερα στον κόκκινο κύκλο

Η Έλλιμνος Νήσος σήμερα

Μικρή προσθήκη (3/6/2016) που διευκολύνει την ανάγνωση του κειμένου: διακύμανση των τελευταίων 120 χρόνων από υδρολογική μελέτη του 2006 με απλή σημείωση της σημερινής στάθμης των 518 μέτρων.

Διακυμανση του τελευταιου αιωνα

Ο πρώτος πύργος ρολογιού στην Έδεσσα

Παλιότερα οι χτύποι του ρολογιού της πόλης μας ακολουθούσαν σε κάθε βήμα: πότε να ανοίξουν τα μαγαζιά οι μαγαζάτορες, πότε να πάνε σχολείο τα παιδιά, πότε να γυρίσουμε σπίτι γιατί ήτανε αργά. Συχνά μερικοί με το πρώτο άκουσμα του χτύπου σταματούσαν τις δουλειές τους ενώ άλλοι κοντοστέκονταν στο δρόμο για να ακούσουν και να μετρήσουν τους χτύπους του. Κι αυτό που περιμέναμε πως και πως πιτσιρικάδες, ήταν να σημάνει πέντε η ώρα για να τρέξουμε στην αλάνα της γειτονιάς για το απογευματινό παιχνίδι τα καλοκαίρια. Το ρολόι τότε ήταν ορατό από σχεδόν όλη τη πόλη. Αλλά και από τα μέρη που δεν το έβλεπαν, το άκουγαν. Ηταν μέρος της καθημερινότητάς μας. Ηταν μέρος της ζωής μας.

Ο πύργος του ρολογιού όπως δέσποζε στη πόλη την δεκαετία του ’60

edessa-clock tower

Η πόλη ζούσε στο ρυθμό των χτύπων του κι όλοι το καμαρώναμε. Με την συνεχή αύξηση του ύψους των κτιρίων όμως ο πύργος άρχισε να μη γίνεται ορατός από πολλά μέρη της πόλης και σήμερα έχει σχεδόν χαθεί πίσω από απρόσωπες πολυκατοικίες. Συγχρόνως ο πολλαπλασιασμός των ρολογιών χειρός και πιο πρόσφατα η έλευση των κινητών τηλεφώνων το έκαναν αχρείαστο. Κανείς πια δεν στρέφει τα μάτια του να δει την ώρα κι ούτε μπορεί να καμαρώσει την όμορφη εξαγωνική κορμοστασιά του. Ετσι σταμάτησαν και οι συντηρήσεις του και στέκεται σήμερα βουβός, αναπολώντας ίσως τα περασμένα μεγαλεία. Χτίστηκε το 1906-7 από καλό αρχιμάστορα που άφησε τ’όνομα του στην εντοιχισμένη πλάκα της βόρειας πλευράς (Κωνσταντίνος Ζήσης). Πως νάταν όμως παλιότερα η ζωή χωρίς ρολόι; Ισως τότε η ανατολή και η δύση του ηλίου καθώς και το ύψος του από τον ορίζοντα να αρκούσαν. Θα ήταν μια αποδεκτή απάντηση αν δεν γνωρίζαμε ότι γειτονικές πόλεις όπως τα Γιαννιτσά, η Βέροια και η Φλώρινα είχαν πύργους ρολογιών από πολύ παλιά. Δεν αναφερόμαστε στη Νάουσα που το ρολόϊ της είναι μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερο απ το δικό μας και καμωμένο από τα ίδια μαστόρια. Στα Γιαννιτσά π.χ. ο Σερίφ Αχμέτ, απόγονος του μεγάλου κατακτητή Γαζί Εβρενός, έχτισε τον πύργο του ρολογιού το 1753-4 ενώ στις Σέρρες και στη Δράμα είχαν πύργους ρολογιών πριν κι από το 1700. Αυτές οι σκέψεις με έκαναν να αναζητήσω αναφορά σε περιγραφές περιηγητών των περασμένων αιώνων για πύργο ρολογιού. Και η έρευνα αυτή έφερε γρήγορα καρπούς. Ο νεαρός Γάλλος αρχαιολόγος Ντελακουλόνς (Delacoulonche) που επισκέφτηκε την Eδεσσα το φθινόπωρο του 1855 γράφει στην έκθεσή του: “Βλέπουμε και σήμερα, δίπλα στο ρολόϊ, την κρήνη του καθρέφτη για την οποία μιλά ο Ληκ (Leake). Η σαρκοφάγος με την εγγραφή που χρησιμεύει σαν δεξαμενή είναι πάντα στην ίδια θέση, μόνο που το νερό δεν τρέχει πια”. Συνεπώς το 1855 υπήρχε στην Εδεσσα ρολόϊ. Επόμενη αναζήτηση φυσικά στο βιβλίο του Λήκ που επισκέφτηκε την Έδεσσα το Νοέμβριο του 1806. Εκεί διαβάζουμε ότι η πόλη “έχει 1500 τουρκικά και 500 ελληνικά σπίτια αλλά πολλά τουρκικά σπίτια ενοικιάζονται από Ελληνες. Η αγορά είναι μεγάλη και με αφθονία αγαθών. Υπάρχουν πέντε ή εξι τζαμιά και ένας ψηλός πύργος με ένα ρολόϊ, αλλά το ωραιότερο κτίριο, κυρίως από απόψεως θέσεως είναι το παλάτι του Μητροπολίτη δίπλα ακριβώς στη μητροπολιτική εκκλησία”. Αρα πύργος ρολογιού υπήρχε στην Έδεσσα και το 1806. Ο Κουζινερύ που επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη πόλη το 1776 δεν αναφέρει ούτε μιναρέδες ούτε ρολόγια. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν τα αρχαία νομίσματα. Αλλωστε και στην επίσκεψή του στα Γιαννιτσά, επιστρέφοντας από Εδεσσα για Θεσσαλονίκη, δεν αναφέρει την ύπαρξη ρολογιού παρόλο που αυτό στεκόταν πανύψηλο λιγότερο από εκατό μέτρα πιο πέρα από το μαυσωλείο του Εβρενός το οποίο και επισκέφτηκε. Ούτε και ο διάδοχος του Εσπρί Κουζινερύ (Cousinéry) στο γαλλικό προξενείο, ο Φελίξ Μπωζούρ (Beaujour), αναφέρει τίποτα σχετικό μια και κάτι τέτοια ήταν επίσης εκτός των ενδιαφερόντων του. Πότε λοιπόν θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί ο πρώτος πύργος ρολογιού στην Εδεσσα; Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα Γιαννιτσά απέκτησαν ρολόϊ το 1754 θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι και η Εδεσσα απέκτησε πύργο ρολογιού την ίδια πάνω-κάτω περίοδο. Από την Εδεσσα όπως και από τα Γιαννιτσά περνούσε η Εγνατία οδός και ένα ρολόϊ θα ήταν χρήσιμο, όχι μόνο για χριστιανούς και μουσουλμάνους κατοίκους, αλλά και για τους ταξιδιώτες. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι μορφή να είχε. Το πιο λογικό θα ήταν να μοιάζει με τους πύργους των διπλανών πόλεων όπως των Γιαννιτσών, της Βέροιας και της Φλώρινας. Το ρολόϊ των Γιαννιτσών ορθώνει και σήμερα την κορμοστασιά του και μάλιστα ανακαινισμένο. Οι πύργοι της Φλώρινας και της Βέροιας όμως κατεδαφίστηκαν από τις δημοτικές αρχές τους – χωρίς να γνωρίζει κανείς τους λόγους των κατεδαφίσεων – , ο πρώτος το 1927 και ο δεύτερος το 1930. Ευτυχώς όμως υπάρχουν παλιές φωτογραφίες τους.

Ο πύργος ρολογιού των Γιαννιτσών, αριστερά όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα και δεξιά όπως είναι σήμερα μετά την ανακαίνιση.

Πυργος Γιαννιτσών

Οι πύργοι της Βέροιας (αριστερά) και της Φλώρινας (δεξιά) όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα

Βεροια-Φλωρινα

Παρατηρούμε ότι και οι τρείς πύργοι έχουν μιαν αυστηρή τετράγωνη γραμμή και παρόμοιες οροφές με μεταλικό (μάλλον μολύβδινο) στέγαστρο στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν το καμπανάκι που σήμαινε τις ώρες. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο πύργος των Γιαννιτσών είναι εξ ολοκλήρου από πέτρα ενώ σ’αυτούς της Βέροιας και της Φλώρινας το επάνω μέρος του πύργου είναι ξύλινο. Και οι τρεις πύργοι είχαν ένα ύψος μικρότερο ή ίσο με 25 μέτρα γιατί δεν επιτρεπόταν να είναι ψηλότεροι από τους μιναρέδες των τζαμιών. Κάπως έτσι θάπρεπε να ήταν και ο πύργος του εδεσσαϊκού ρολογιού. Το ερώτημα αν ήταν όλος από πέτρα ή όχι δεν θα μπορούσε να απαντηθεί χωρίς κάποια φωτογραφία ή ένα σχέδιο. Αυτό σήμανε την αναζήτηση πιθανού σχεδίου. Και εδώ σταθήκαμε τυχεροί. Ο Βρετανός ζωγράφος Εντουαρτ Λήρ (Edward Lear) πέρασε από την Εδεσσα τον Σεπεμβριο του 1848 και για καλή μας τύχη απαθανάτισε και την κεντρική πλατεία στην οποία προβάλλει με μεγαλοπρέπεια ο τότε πύργος του ρολογιού.

Η κεντρική πλατεία της Έδεσσας τον Σεπτέμβριο 1848 κατά Εντουαρτ Ληρ. Δεσπόζει πανέμορφος ο πρώτος Πύργος Ρολογιού της πόλης και λίγο πιο πίσω ο μιναρές του τζαμιού Χουνκιάρ (σημερινή αίθουσα του συλλόγου ο Μέγας Αλέξανδρος)

Vogdena 15 Sept 1848-3.resized

Ο πύργος ήταν τετράγωνος με ελαφρά πιο φαρδιά τη βάση από την κορυφή. Ενα μεγάλο μέρος του ήταν ξύλινο, σαφώς μεγαλύτερο από ότι στις περιπτώσεις της Βέροιας και της Φλώρινας. Αυτό τον έκανε πιο γραφικό αλλά ταυτόχρονα και πιο ευάλωτο σε περίπτωση φωτιάς. Ηταν κτισμένος στην ίδια θέση με τον σημερινό ρολόι πλάϊ στο Χουνκιάρ τζαμί, τη σημερινή αίθουσα του Μ. Αλεξάνδρου. Το όμορφο σχέδιο του Λήρ μας δίνει και μερικά άλλα στοιχεία. Την πλατεία διέτρεχε ένα ρυάκι που ερχόταν από βόρεια ίσως από την κρήνη στην οποία αναφέρονται τόσο ο Ντελακουλόνς όσο και ο Ληκ. Μια πρόχειρη γεφυρούλα από σανίδες επιτρέπει στο κόσμο να περνά πάνω από το ρυάκι ενώ προς το κέντρο το νερό λίμναζε κάτι που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τα παπάκια. Η ύπαρξή των τελευταίων μας κάνει να σκεφτούμε ότι η λιμνούλα είχε ένα πιο μόνιμο χαρακτήρα. Στη πλατεία οι Εδεσσαίοι συζητούν όρθιοι αλλά και ψωνίζουν από τους εμπόρους και αγωγιάτες που έφεραν εμπορεύματα με τα ζώα τους. Στο βάθος βλέπουμε τα απαραίτητα καφενεία ενώ δεξιά ανηφορίζει ο δρόμος, η σημερινή οδός Μοναστηρίου. Ηταν 15 Σεπτεμβρίου του 1848. Είναι άγνωστο πότε και πως καταστράφηκε αυτός ο πύργος. Θα πρέπει πάντως να συνέβη μετά το 1855 ίσως απο φωτιά που ήταν συνηθισμένο φαινόμενο τα παλαιότερα χρόνια.

Προσθήκη 05-01-2017
Μια πιο προσεκτική παρατήρηση δύο παλιών φωτογραφιών μας επέτρεψε να διακρίνουμε τον παλιό πύργο όπως ήταν στην πραγματικότητα. Η πρώτη φωτογραφία ελήφθη από τον Αρμένιο φωτογράφο Πωλ Ζέπτζι (Paul Zepdji) που είχε το εργαστήριο του στη Θεσσαλονίκη. Ο Ζέπτζι τράβηξε πολλές φωτογραφίες το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Σ’αυτόν οφείλουμε την σειρά φωτογραφιών της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου και των διαφόρων σταθμών που κατασκευάστηκαν τότε. Αριστερά βλέπουμε λεπτομέρεια μιας φωτογραφίας του που ελήφθη από τον λόφο πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό (Καραμάν). Πρέπει να είναι του Ιουνίου 1894 όταν δηλ. πρωτοπέρασε το τρένο από την Εδεσσα. Στα δεξιά βλέπουμε λεπτομέρεια μιας φωτογραφίας του 1905/06 τραβηγμένη από τον Γάλλο φωτογράφο Βαν ντεν Μπρούλ (Alfred Van den Brule) λίγο πριν το κτίσιμο του νέου ρολογιού. Ο Γάλλος ελληνιστής και φωτογράφος περιηγήθηκε την Ελλάδα τα έτη 1905 – 1907 και στο τέλος του ταξιδιού του εξέδωσε το βιβλιο ‘Η Ελληνική Ανατολή’ (L’Orient Hellène) από όπου και η φωτογραφία. Και στις δυο φωτογραφίες φαίνεται καθαρά ο παλιός πργος του ρολογιού.

Λεπτομέρειες δυο φωτογραφιών, αριστερά του Ζέπτζι και δεξιά του Βαν ντεν Μπρουλ. Στη φωτογραφία του Ζέπτζι φαίνεται στο βάθος και ο μιναρές του τζαμιού Γαζί που βρισκόταν στα σημερινά δικαστήρια.

tzami-and-watch-tower3

Συμπαιρένουμε συνεπώς ότι το παλιό ρολόϊ δεν είχε καταστραφεί όπως υποθέσαμε αρχικά. Έστεκε εκεί και λειτουργούσε μέχρι το κτίσιμο του καινούργιου πύργου.Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι αρχές της πόλης αποφάσισαν να καινοτομίσουν κτίζοντας ένα νέο πύργο με ωροδείκτες αυτή τη φορά έτσι ώστε να είναι ορατή η ώρα κάθε στιγμή από όλη τη πόλη. Για την καλύτερη ορατότητα της ώρας επελέχθη το εξαγωνικό σχήμα με έξι καδράν που ήταν ορατά από παντού. Με σημερινές αναλογίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νέο ρολόϊ συνδύαζε τον ήχο και την εικόνα (κάτι σαν ήχος και φως).

Η πιο παλιά φωτογραφία με το καινούργιο ρολόϊ είναι του 1910 και δείχνει το νέο φρεσκοκτισμένο πύργο δίπλα στο Χουνκιάρ τζαμί. Παρατηρούμε ότι το τζαμί είχε δυο παρόμοιες εισόδους μια (αριστερά) προς τη σημερινή οδό Αγίου Δημητρίου και μιαν άλλη προς την οδό Πέλλης.

Το νέο κομψό ρολόϊ και το όμορφο κτίσμα του τζαμιού Χουνκιάρ.

hounkiar-tzami

(Τέλος προσθήκης)

Ας δούμε όμως τις διαδοχικές μεταμορφώσεις της κεντρικής (πάλαι ποτέ) πλατείας στο πέρασμα των αιώνων.

18ος και 19ος αιώνας: έτσι θα πρέπει να ήταν η μορφή της πλατείας από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα

Vogdena 15 Sept 1848-3.resized

Χειμώνας 1916-17: ποζάρουν στο μέσο της πλατείας δυο Αυστραλέζες: η γιατρός και επικεφαλής του νοσοκομείου εκστρατείας των εθελοντριών Σκωτσέζων στην Αρνισσα Αγκνες Μπένετ με την οδηγό της Μαίρη Μπέτφορντ (εδώ εδώ κι εδώ – και στα αγγλικά εδώ κι εδώ). Το ρυάκι διασχίζει ακόμη τη πλατεία αλλά είναι πολύ μικρότερο. Οι τρύπες στο έδαφος είναι μάλλον η προεργασία γα την τοποθέτηση των πασσάλων της ξύλινης κουπαστής.

Agnes Benett Kentriki Plateia

Τέλη 1917, το ρυάκι έχει εξαφανιστεί ενώ έχει τοποθετηθεί η κουπαστή για να ακουμπάνε και να ξεκουράζονται οι πεζοί

1Kentriki Plateia.resized

Δεκαετία του 1920: ο μιναρές βρίσκεται ακόμη στη θέση του και βλέπουμε αριστερά τις πρώτες κολόνες του ηλεκτρικού ρεύματος. Η ξύλινη κουπαστή έχει αφαιρεθεί.

Πλατεία Ελευθερίας 1918

Σήμερα, το ρολόι εχει χαθεί πίσω από τις πολυκατοικίες και η πλατεία έχει μεταμορφωθεί σε ένα απλό κι απρόσωπο σταυροδρόμι

Πλατεία Ελευθερίας σήμερα.resized