3 + 1 ιδρυτικοί μύθοι της μακεδονικής δυναστείας

(μέσα από τα αρχαία κείμενα)

Μιαν ιστορία θα σας πω, μπορεί κι αληθινή
Για ένα βασιλόπουλο, που ήρθε κυνηγημένο
σε τούτα δώ τα χώματα, σε χώρα θαλερή
απ’ τ’ Άργος λεν ξεκίνησε, τόπο μαρτυρημένο.

Χρησμό είχε στον κόρφο του, γενιά απ’ τον Ηρακλή
πόλη να χτίσει όριζε, σε πλουτοφόρα γη
βουνά ψηλά δρασκέλισε, ποτάμια μανιασμένα
γίδια λευκά συνάντησε, στη χλόη πλαγιασμένα.

Μέγα βασίλειο έστησε, χώρα τραγουδισμένη,
πόσοι σοφοί την παίνεψαν! νεράιδα δοξασμένη!
μα φυσικά δεν γνώριζε, τι νήμα ξεκινούσε
που όταν ξετυλίχτηκε, φώτα παντού σκορπούσε.

Α. Εισαγωγή – ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ μῦθος

Μύθος σύμφωνα με την ανθρωπολογική ερμηνεία του όρου είναι μια ιερή ή θρησκευτική αφήγηση σχετιζόμενη πρωτίστως με την προέλευση ή δημιουργία υπερφυσικών όντων και των ενεργειών τους, κατορθώματα, θαύματα κλπ. Έπος είναι το μέσον με το οποίο εξυμνούνται και εγκωμιάζονται οι ενέργειες, τα κατορθώματα, των υπερφυσικών όντων και των απογόνων τους: ημίθεων, ηρώων και ανθρώπων αλλά και προφητών, αγίων, κλπ. Λόγος είναι το μέσο που εξασφαλίζει συνοχή και αξιοπιστία στην αφήγηση. Στο πέρασμα από το φαντασιακό στο πραγματικό, διακρίνουμε μερικές φορές, άλλοτε πιο θολά κι άλλοτε πιο καθαρά, ένα ιστορικό γεγονός.

Οι μύθοι πήραν την γνώριμη μορφή στην Ελλάδα με τα ομηρικά έπη και κυρίως με την Θεογονία του Ησιόδου. Το ποιητικό έπος του Ησιόδου είναι το κατεξοχήν κείμενο της ελληνικής γραμματείας που αναφέρεται στις τοπικές λατρείες των θεών και στην απαρχή του κόσμου μέσα από εμβληματικές μορφές και γενεαλογικές σειρές. Οι έρωτες θεών και ανθρώπων αποτελούν τη γέφυρα που συνδέει το υπερφυσικό με το φυσικό, το φανταστικό με το πραγματικό. Από εκεί ξεκινούν οι μύθοι για την προέλευση δυναστειών, πόλεων, εθνών αλλά και θρησκειών· το σημείο αφετηρίας από το οποίο αρχίζουν όλα, το νήμα που διατρέχει τα επεισόδια της κοινωνικής ζωής. Είναι οι ιστορίες που λένε ποιοι είμαστε, από που ερχόμαστε και τι πιστεύουμε. Είναι τα αφηγήματα που ενώνουν μια ομάδα ανθρώπων και την κάνουν να ξεχωρίζει από μια άλλη. Είναι η μήτρα όπου ριζώνουν οι παραδόσεις, οι κανόνες που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό πώς ζούμε και πώς αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας. Είναι ο καμβάς που αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μας με τους “άλλους”, αυτούς που έχουν διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικές ταυτότητες ή αυτούς με τους οποίους έχουμε κοινές ή παραπλήσιες αναφορές.

Οι ιδρυτικοί μύθοι έχουν πολιτισμική, κοινωνική αλλά κυρίως πολιτική σημασία. Εκφράζονται σχεδόν πάντα μέσα από την σχέση του θείου με την κοινωνία. Οι γιορτές, οι θυσίες, τα πανηγύρια ή οι αγώνες είναι προσαρμοσμένα στο πλαίσιο αυτό, είναι η επικοινωνία του ανθρώπου με το υπερβατικό αποτελώντας έτσι στοιχεία κοινωνικής συνοχής. Οι δυναστικοί μύθοι βρίσκονται στον πυρήνα των ιδρυτικών μύθων. Αναδεικνύουν την σχέση της πολιτικής εξουσίας με την βαθιά ριζωμένη θεϊκή παντοδυναμία. Εξασφαλίζουν έτσι την ουράνια νομιμοποίηση της εξουσίας στα μάτια του λαού. Ο Κέκροψ, πρώτος βασιλιάς της Αθήνας, ήταν γιος της Μητέρας Γης και του Ουρανού· ο Λακεδαίμων ήταν γιος του Δία και της Πλειάδας Ταϋγέτης, γυναίκα του οποίου ήταν η Σπάρτη· ο Βοιωτός ήταν εγγονάκι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ο Μακεδόνας ήταν γιος του Δία και της Θυίας· ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης, ήταν παππούς του Ρωμύλου που ίδρυσε την Ρώμη· ο βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν απόγονος του Ηρακλή, γιου του Δία. Μια σχέση θεών και ανθρώπων που ξεκίνησε από πολύ παλιά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η σχέση μεταξύ εξουσίας και δυναστικού μύθου είναι πολύ ισχυρή στην περίπτωση της Μακεδονίας. Μια σχέση που συνόδευε τις πολιτικές ανάγκες της εποχής, ρυθμίζοντας την διαδοχή στον θρόνο. Η νομιμοποίηση της εξουσίας ήταν πάντα το ζητούμενο. “Κανένας διεκδικητής του Μακεδονικού Θρόνου δεν είχε ισχυρό δικαίωμα επί του θρόνου, εκτός αν καταγόταν από τη γενιά του Ηρακλή” γράφει ο Χάμοντ (N.G.L. Hammond – G.T. Griffith, “Ιστορία της Μακεδονίας”, Θεσσαλονίκη, 1995). Πέρα λοιπόν από μυστηριακές λατρείες και τελετουργίες χθόνιου χαρακτήρα, η βαθιά ριζωμένη στον λαό μακεδονική παράδοση ήθελε ο εκάστοτε βασιλιάς να προέρχεται από τον Ηρακλή και μέσω αυτού από τον πατέρα Δία. Επιβαλλόταν κατά κάποιο τρόπο στον εκάστοτε βασιλέα να αναδεικνύει την ισχυρή σχέση του με τον Ηρακλή. Έτσι εδραίωνε τον θρόνο έναντι άλλων διεκδικητών και ισχυροποιούσε την νομιμότητα του στα μάτια του στρατού και του λαού. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαδοχής, όταν οι μνηστήρες της εξουσίας ήταν πολλοί, οι έριδες και οι αμφισβητήσεις δεν έλειπαν φέρνοντας συχνά το βασίλειο σε χαοτικές καταστάσεις όπως μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου. Η πίστη όμως στην δυναστεία παρέμενε εντυπωσιακή. Κύριο παράδειγμα, η εμμονή του στρατού να διαδεχτεί τον θανόντα στην Βαβυλώνα Αλέξανδρο, ο ετεροθαλής αδελφός του Αριδαίος, παρά το γνωστό πρόβλημα υγείας που είχε από μικρός. Κι αυτό γιατί ήταν Τημενίδης, απόγονος του Ηρακλή!

Β. Το γενεαλογικό, γεωγραφικό και κοινωνικό πλαίσιο των ιδρυτικών μύθων

1. Η βάση του γενεαλογικού οικοδομήματος

Ο βασικός γενεαλογικός κορμός ξεκινά από την ένωση του Δία με την Αλκμήνη, γιος των οποίων είναι ο Ηρακλής (πατρώος Ηρακλής). Απόγονοι του Ηρακλή είναι οι Ηρακλείδες, ένας εκ των οποίων είναι και ο Τήμενος. Από τα παιδιά του τελευταίου αρχίζουν οι Τημενίδες. Κάποιος απόγονος τους θα αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα της μακεδονικής δυναστείας μέχρι τον θάνατο το 309 π.Χ. του τελευταίου μέλους, του Αλεξάνδρου Δ’, γιου του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης. Η βάση λοιπόν όλων των ιδρυτικών μύθων της μακεδονικής δυναστείας μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής;

Μετά τον θάνατο του Ηρακλή, σύμφωνα με την μυθολογία, ο βασιλιάς της Τίρυνθας και των Μυκηνών Ευρυσθέας έδιωξε τα παιδιά του από την Πελοπόννησο τα οποία βρήκαν καταφύγιο στην Αττική. Θα κάνουν τρεις απόπειρες να επιστρέψουν στην Πελοπόννησο με την βοήθεια δελφικού χρησμού: η πρώτη με τον γιο του Ηρακλή ‘Υλλο, η δεύτερη με τον εγγονό του Αριστόμαχο και η τρίτη με τον δισέγγονο Τήμενο. Τις δυο πρώτες φορές θα αποτύχουν. Όταν διαμαρτυρήθηκε ο Τήμενος στους Δελφούς για λάθος χρησμό, η απάντηση που πήρε ήταν ότι οι χρησμοί ήταν σωστοί αλλά η ερμηνεία τους λάθος. Την τρίτη φορά ο Τήμενος με τα αδέλφια του θα πετύχουν ερμηνεύοντας, όπως φαίνεται, ορθά τον χρησμό. Έτσι τρεις γενιές μετά τον Ύλλο οι Ηρακλείδες θα επανέλθουν στην Πελοπόννησο έχοντας επικεφαλής τα αδέλφια Τήμενο, Κρεσφόντη και τους δίδυμους γιους του νεκρού Αριστόδημου, Προκλή και Ευρυσθένη, Ο πρώτος θα πάρει το Άργος, ο δεύτερος την Μεσσήνη και οι δίδυμοι την Σπάρτη. Ήταν η επιστροφή των Δωριέων στην Πελοπόννησο μετά την καταδίωξη τους από τον Ευρυσθέα. Ο Τήμενος θα παντρέψει την κόρη του Υρνηθώ με έναν άλλον Ηρακλείδη, τον Δηιφόντη. Προς το τέλος της ζωής του θα ανακύψει κρίση διαδοχής. Ο Τήμενος, λόγω της μεγάλης αγάπης προς την κόρη του, θα αποφασίσει να δώσει τον θρόνο στον γαμπρό Δηιφόντη προς μεγάλη οργή των γιων του Κείσο, Φάλκη, Κερύνη και Αργαίο. Οι τρεις πρώτοι θα αποπειραθούν να δολοφονήσουν τον πατέρα τους παρά την αντίθετη γνώμη, όπως γράφει ο Παυσανίας, του Αργαίου (Ἀργαίῳ γὰρ τῷ νεωτάτῳ τὰ ποιούμενα οὐκ ἤρεσκεν, Παυσανίας 2.28). Ο Δηιφόντης με την στήριξη του στρατού θα πάρει προς στιγμήν τον θρόνο αλλά οι γιοί του Τημένου θα κατορθώσουν να υφαρπάξουν την εξουσία χρήζοντας βασιλιά τον πρωτότοκο Κείσο. Ο Δηιφόντης με την Υρνηθώ θα διαφύγουν στην Επίδαυρο αλλά τα αδέλφια Κερύνης και Φάλκης καταφέρνουν να απαγάγουν την αδελφή τους με το άρμα του Φάλκη. Ο Δηιφόντης τους κυνηγά να την πάρει πίσω, σκοτώνει με ακόντιο τον Κερίνη αλλά διστάζει να ρίξει στον Φάλκη φοβούμενος μη σκοτώσει κατά λάθος την έγκυο γυναίκα του που ήταν στο ίδιο άρμα. Πλησιάζει και την τραβά στην αγκαλιά του αλλά ο Φάλκης την τραβά πίσω βίαια σκοτώνοντας την (Φάλκης δὲ ἀντεχόμενος καὶ ἕλκων βιαιότερον ἀπέκτεινεν ἔχουσαν ἐν γαστρί). Αργότερα ο Φάλκης θα καταλάβει την Σικυώνα στην Κορινθία όπου γίνεται εκεί βασιλιάς. Αυτή είναι η βάση της γενεαλογικής γραμμής που ξεκινά από το Άργος και φτάνει στην ιστορική Μακεδονία.

Πριν όμως ασχοληθούμε με τους ιδρυτικούς μύθους, ας εξετάσουμε πρώτα τι λένε οι αρχαίοι συγγραφείς για την προέλευση των Μακεδόνων.

2. Η Άνω Μακεδονία: ανθρωπογεωγραφία της περιοχής σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς

Η προϊστορική εποχή στην ελληνική χερσόνησο ήταν σημαδεμένη από συχνές μετακινήσεις πληθυσμών. Ο πιο δυνατός λαός έδιωχνε τον άλλο για να αρπάξει τα πιο καλά εδάφη, τα πιο παραγωγικά βοσκοτόπια ή τις πιο εύφορες κοιλάδες και πεδιάδες. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Θουκυδίδη του τέλους του 5ου αιώνα: ‘Φαίνεται ότι η σήμερα ονομαζόμενη Ελλάδα δεν είχε παλαιότερα μόνιμους κατοίκους. Οι μεταναστεύσεις τότε ήταν συχνές και οι διάφοροι κάτοικοι, πιεζόμενοι από άλλα, νέα και πάντα πολυαριθμότερα φύλα, εγκατέλειπαν εύκολα την περιοχή που κατοικούσαν. Τότε δεν υπήρχε ούτε εμπόριο ούτε ασφάλεια στις χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες και οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τόση μόνο γη, όση τους ήταν αναγκαία για να ζουν. Δεν δημιουργούσαν απόθεμα από χρήματα ούτε φύτευαν δένδρα γιατί, μη έχοντας τείχη για προστασία, δεν ήξεραν ποτέ αν και πότε θα εμφανιζόταν κάποιος να τους τα αρπάξει. Ξέροντας ότι μπορούσαν οπωσδήποτε να εξασφαλίσουν τις καθημερινές ανάγκες τους, μετοικούσαν εύκολα και γι᾽ αυτό δεν ήσαν δυνατοί, μη έχοντας ούτε μεγάλες πολιτείες ούτε άλλου είδους δύναμη” (1.2.1 – 3). Κάτι ανάλογο συνέβη και στις βόρειες επαρχίες της χώρας, αυτές που ονομάστηκαν αργότερα Μακεδονία.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο εξελίσσονται οι ιδρυτικοί μύθοι τον 8ο και 7ο π. Χ. κατοικούνταν αρχικά από Παίονες, Παροροίους, Εορδούς, Άλμωπες, Πελαγόνες και Μύγδονες (Πλίνιος ο πρεβύτερος βιβλ 4.XVII.2) ενώ ο Στράβων αναφέρει τους “Παίονες, άποίκους Φρυγών, οι οποίοι όπως λέγεται είχαν εξαπλωθεί μέχρι την Πελαγονία και την Πιερία καλούμενοι μάλιστα και Πελαγόνες” (τοὺς δὲ Παίονας οἱ μὲν ἀποίκους Φρυγῶν ,,, καὶ τὴν Παιονίαν μέχρι Πελαγονίας καὶ Πιερίας ἐκτετάσθαι φασί…καὶ αὐτοὺς τοὺς Παίονας καλεῖσθαι Πελαγόνας, βιβλ 7 fragm 38). Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι προερχόμενοι από την κεντρική Πίνδο Μακεδνοί θα εξωθήσουν τα τοπικά φύλα βορειότερα και ανατολικότερα, καταλαμβάνοντας μια ορεινή περιοχή που ονομάστηκε Άνω Μακεδονία. Ο όρος Άνω Μακεδονία συναντάται για πρώτη φορά τον 5ο π,Χ. αιώνα στον Ηρόδοτο και μετά στον Θουκυδίδη. Ο γεωγράφος Στράβων θα δώσει αργότερα ένα περίγραμμα της Άνω Μακεδονίας γράφοντας ότι έτσι ονομάζονταν οι περιοχές της Λύγκου (περιοχή Φλώρινας), Πελαγονίας (περιοχή Μοναστηρίου), Ορεστίδας (περιοχή Καστοριάς) και Ελίμειας (περιοχή Κοζάνης) (καὶ δὴ καὶ τὰ περὶ Λύγκον καὶ Πελαγονίαν καὶ Ὀρεστιάδα καὶ Ἐλίμειαν τὴν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, Στράβων, 7.7.8). Πρόκειται ουσιαστικά για την σημερινή Δυτική Μακεδονία η οποία περικλείεται ολόγυρα από ψηλά βουνά: ανατολικά από το Βέρμιο, τα Πιέρια και τον Όλυμπο, νότια από τα Καμβούνια και δυτικά από την βόρεια Πίνδο. Ήταν μια αρκετά μεγάλη αλλά απομονωμένη περιοχή αφού δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση ούτε από την ανατολή, ούτε από τον νότο αλλά ούτε και από την δύση. Στο κέντρο βρισκόταν το εκτεταμένο οροπέδιο της Εορδαίας με έντονο το υγρό στοιχείο. Στο βόρειο τμήμα του υπήρχε σειρά λιμνών, απόγονοι των οποίων είναι οι σημερινές λίμνες Βεγορίτις, Πετρών, Χειμαδίτις και Ζάζαρη ενώ στο νότιο μέρος υπήρχε μια εκτεταμένη λίμνη, γνωστή στην οθωμανική περίοδο με το όνομα Σαριγκιόλ. Την περιοχή αυτή διέτρεχε όπως και σήμερα ο ποταμός Αλιάκμων που ξεκινούσε από τις ανατολικές πλαγιές του Γράμμου της βόρειας Πίνδου και κατέληγε, μετά από μια μεγάλη νότια αναστροφή, στον Θερμαϊκό κόλπο μέσα από το βαθύ φαράγγι μεταξύ Βερμίου και Πιερίων. Ο όρος λοιπόν Άνω Μακεδονία σήμαινε την ορεινή Μακεδονία.

Πότε αναφέρονται για πρώτη φορά Μακεδόνες στη περιοχή αυτή;

Η απάντηση θα αναζητηθεί και πάλι στις παλιές μαρτυρίες των ιστορικών. Και η πιο παλιά είναι αυτή του Ηροδότου ο οποίος μας δίνει την άκρη του νήματος. Διηγούμενος την εισβολή του Ξέρξη στον ελλαδικό χώρο το 480 π. Χ, αναφέρει ότι ο Πέρσης μονάρχης στον δρόμο του προς νότο δεν πέρασε από τα Τέμπη αλλά πήγε “από τον επάνω δρόμο, που περνά μέσα από τη χώρα των Μακεδόνων που κατοικούν ψηλότερα, για να φτάσει στους Περραιβούς, στην περιοχή της πόλης Γόννος (Ηρόδοτος 7.128.1)”. Για να περάσει δηλαδή ο Ξέρξης στη Θεσσαλία πέρασε από τα βουνά της Πιερίας, μάλλον από το γνωστό και σήμερα πέρασμα της Πέτρας, όπου κατοικούσαν οι Μακεδόνες. Ο Πέρσης βασιλιάς έβαλε μάλιστα το ένα τρίτο του στρατού να αποψιλώσει μέρος του δάσους του αποκαλούμενου ‘όρος το Μακεδονικόν για να περάσει ο τεράστιος στρατός του (τὸ γὰρ δὴ ὄρος τὸ Μακεδονικὸν ἔκειρε τῆς στρατιῆς τριτημορίς, ἵνα ταύτῃ διεξίῃ ἅπασα ἡ στρατιὴ ἐς Περραιβούς, 7.131.1). Η πρώτη λοιπόν γνωστή και αδιαμφισβήτητη ιστορική αναφορά για την Μακεδονία δείχνει στην ορεινή Πιερία όπου κατοικούσαν Μακεδόνες. Αλλά και ο Παυσανίας όταν γράφει για τις Πιερίδες Μούσες αναφέρει ότι εκεί παλιότερα κατοικούσε ο Πίερος ο Μακεδόνας από το όνομα του οποίου ονομάστηκε και το όρος (Πίερον Μακεδόνα, ἀφ’ οὗ καὶ Μακεδόσιν ὠνόμασται τὸ ὄρος, 9.29.3).

Ποιοι άλλοι κατοικούσαν στην Άνω Μακεδονία;

Την απάντηση θα δώσει ο Θουκυδίδης, ο οποίος γράφει τριάντα με σαράντα χρόνια αργότερα: “Μακεδόνες είναι και οι Λυγκηστές και οι Ελιμιώτες και άλλα έθνη εκεί πάνω τα οποία είναι σύμμαχα και υπήκοα αυτών αλλά έχουν κάθε ένα τον δικό του βασιλιά” ((τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα, βασιλείας δ᾽ ἔχει καθ᾽ αὑτά”, Θουκιδίδης, 2.99.1). Πρόσφατες ανασκαφές αρχαϊκού νεκροταφείου στην Αχλάδα Φλώρινας (2017-19), στην αρχαία Λύγκο, επιβεβαιώνουν τα γραφέντα από τον Θουκυδίδη. Ο όρος ‘έθνη’ που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχαίοι συγγραφείς δεν πρέπει να μας ξενίζει. Πρόκειται για τοπικές ομάδες του ίδιου ή συγγενικού φύλου κάτω από διαφορετικό ηγεμόνα. Για παράδειγμα ο γεωγράφος Σκύλακας της ίδιας εποχής αναφέρει “Ἀκαρνανία ἔθνος ἐστί”, “Αἰτωλία ἐστὶν ἔθνος”, “Βοιωτοί εἰσιν ἔθνος”, “Ἀρκαδία ἔθνος ἐστί”, “Λακεδαίμων ἔθνος”κλπ.

Ο Θουκυδίδης βέβαια στο πιο πάνω απόσπασμα αναφέρει ότι και άλλα έθνη είναι Μακεδόνες χωρίς όμως να τα προσδιορίζει. Υποψιαζόμαστε ότι εξαιρεί τους Εορδούς, γιατί γράφει πιο κάτω ότι οι περισσότεροι εξολοθρεύτηκαν από τους Μακεδόνες. Οι λίγοι που γλύτωσαν μετανάστευσαν μαζί με τους Άλμωπες στα περίχωρα της Φύσκας στην Μυγδονία, μάλλον στην περιοχή της Δοϊράνης “ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν Ἐορδίας καλουμένης Ἐορδούς, ὧν οἱ μὲν πολλοὶ ἐφθάρησαν, βραχὺ δέ τι αὐτῶν περὶ Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ Ἀλμωπίας Ἄλμωπας.” (Θουκιδίδης, 2.99.5). Προφανώς οι επιζήσαντες Εορδοί εγκατέλειψαν την Μακεδονία για την Μυγδονία, πέρα από την αριστερή όχθη του Αξιού, όπου κατοικούσαν τότε ομόφυλοι Παίονες. Συνεπώς η εξόντωση και ο διωγμός των Εορδών πρέπει να έγινε πριν η Μυγδονία προσαρτηθεί στους Μακεδόνες, τον 6ο δηλαδή ή 7ο αιώνα. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη Μακεδόνες κατοικούσαν τα πολύ παλιά χρόνια στα Πιέρια, στην Ελιμεία, στην Ορεστίδα, στη Λύγκο και Πελαγονία, και, μετά την εκδίωξη των Εορδών, στην Εορδαία.

Πως προέκυψαν οι Μακεδόνες στην Πιερία;

Ανατρέχοντας και πάλι στον Ηρόδοτο διαβάζουμε για τις μετακινήσεις των πολυπλάνητων Δωριέων, των περιπλανώμενων δηλαδή Δωριέων. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι, στα χρόνια του Δευκαλίωνα, αυτοί που θα ονομαστούν αργότερα Δωριείς κατοικούσαν στην Φθιώτιδα (“ἐπὶ μὲν γὰρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιῶτιν), την κοιτίδα των Ελλήνων. Γιατί όπως γράφει ο Θουκυδίδης “ο Έλληνας και οι γιοι του επικράτησαν στην Φθιώτιδα και οι άλλες πόλεις άρχισαν να τους ζητούν βοήθεια και, σιγά – σιγά να χρησιμοποιούν η καθεμιά τον όρο Έλληνες…Τούτο το μαρτυρεί ο Όμηρος, ο οποίος, αν και έζησε πολύ μετά τον Τρωικό πόλεμο, πουθενά δεν χρησιμοποιεί την γενική ονομασία Έλληνες, αλλά την μεταχειρίζεται μόνο για όσους είχαν ακολουθήσει τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες”(1.3.2). Συνδυάζοντας τα γραφόμενα από Ηρόδοτο και Θουκυδίδη καταλαβαίνουμε ότι μια ομάδα αυτών των Ελλήνων, που θα ονομαστούν πολύ αργότερα Δωριείς, ζούσαν στην Φθιώτιδα τα χρόνια του Δευκαλίωνα. Και ο Ηρόδοτος συνεχίζει: όταν βασίλευε ο Δώρος, ο γιος του Έλληνα, μετακόμισαν στην βορειοανατολική Θεσσαλία, στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στην περιοχή που ονομαζόταν Ιστιαιώτιδα (διωγμένοι μάλλον από τους Θηβαίους). Από εκεί οι Καδμείοι τους απώθησαν αργότερα ακόμη πιο μακριά, στην βόρεια Πίνδο, όπου και αποκλήθηκαν Μακεδνοί. Μετά από καιρό κατέβηκαν στην Δωρίδα μεταξύ Οίτης και Παρνασσού διώχνοντας τους Δρύοπες για να καταλήξουν τελικά στην Πελοπόννησο ως Δωριείς. “ἐπὶ μὲν γὰρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιῶτιν, ἐπὶ δὲ Δώρου τοῦ Ἕλληνος τὴν ὑπὸ τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸν Ὄλυμπον χώρην, καλεομένην δὲ Ἱστιαιῶτιν. ἐκ δὲ τῆς Ἱστιαιώτιδος ὡς ἐξανέστη ὑπὸ Καδμείων, οἴκεε ἐν Πίνδῳ, Μακεδνὸν καλεόμενον. ἐντεῦθεν δὲ αὖτις ἐς τὴν Δρυοπίδα μετέβη, καὶ ἐκ τῆς Δρυοπίδος οὕτως ἐς Πελοπόννησον ἐλθὸν Δωρικὸν ἐκλήθη” (Ηρόδοτος 1.56.3).

Μια ομάδα Ελλήνων λοιπόν, μετακόμισε στην Ιστιαιώτιδα και από εκεί στην βόρεια Πίνδο όπου αποκλήθηκαν Μακεδνοί. Είμαστε ήδη στην περίοδο της κραταιάς Θήβας, στο απόγειο του μυκηναϊκού ανακτορικού πολιτισμού, απόγειο που ξεκινά περί το 1450 π.Χ. και τελειώνει με την κατάρρευση του περί το 1200 π.Χ.. Στους τρεις αυτούς αιώνες οι εκδιωχθέντες Έλληνες από την Ιστιαιώτιδα διέμειναν και πολλαπλασιάστηκαν στην κεντρική Πίνδο, στην ευρύτερη περιοχή του Μετσόβου μεταξύ των πολύ ψηλών βουνών Λάκμου (2.295) νότια, Τύμφης (2.497) δυτικά, Σμόλικα (2.637) βόρεια και Λύγκου (2.249), ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Ήταν δηλαδή βοσκοί και ξυλοκόποι στις πλαγιές των ψηλών βουνών. Καθόλου παράξενο που η διαμονή τους εκεί τους προσέδωσε το χαρακτηριστικό όνομα ‘Μακεδνοί’, δηλαδή άνθρωποι των ψηλών βουνών, ορεσίβιοι (μακ = ψηλός). Τρεις περίπου αιώνες αργότερα, με το τέλος της θηβαϊκής κυριαρχίας, μια ομάδα Μακεδνών θα κατέβει κατά τον Ηρόδοτο στην Δρυοπίδα όπου θα πάρουν το όνομα Δωριείς και από εκεί αργότερα θα κυριαρχήσουν στη Πελοπόννησο ως Δωριείς Ηρακλείδες. Ο Θουκυδίδης μάλιστα διακινδυνεύει να εκτιμήσει στα ογδόντα χρόνια την χρονική περίοδο μεταξύ πτώσης της Τροίας (ίσως το 1180 π.Χ.) και κυριαρχίας της Πελοποννήσου από τον Τήμενο (Βοιωτοί τε γὰρ οἱ νῦν ἑξηκοστῷ ἔτει μετὰ Ἰλίου ἅλωσιν…τὴν νῦν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην ᾤκισαν, Δωριῆς τε ὀγδοηκοστῷ ἔτει ξὺν Ἡρακλείδαις Πελοπόννησον ἔσχον, 1.12.3).

Αυτά συνέβησαν στο Νότο. Τι μπορεί να συνέβη όμως στον Βορρά; Λογικά θα πρέπει να συνέβη κάτι ανάλογο, με βαθμιαίο όμως τρόπο σε μια περίοδο δυο ή τριών αιώνων. Γνωρίζουμε ότι η ειρηνική μετανάστευση γίνεται αναγκαία όταν οι δεδομένοι πόροι μιας περιοχής δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Το μαρτυρά και σήμερα η μεταναστευτική πίεση σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική που προέρχεται από την πληθυσμιακή έκρηξη της Αφρικής, Νότιας Ασίας και Λατινικής Αμερικής. Στους τρεις αιώνες, μεταξύ του 15ου και του 12ου αιώνα π.Χ., η πληθυσμιακή αύξηση θα πρέπει να οδήγησε σε μια επέκταση των Μακεδνών σε όμορα εδάφη. Προς νότον όμως το ισχυρότατο Βασίλειο της Θήβας αποτελούσε όπως είδαμε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Μόνη διέξοδος ήταν η επέκταση προς βορρά και προς ανατολάς. Είναι άραγε τυχαίο ότι το όνομα των Τυμφαίων παραπέμπει στο όρος Τύμφη; και το όνομα των Λυγκηστών στο όρος Λύγκος του Μετσόβου;

Με την αργή και συνεχή εξάπλωση των Μακεδνών μερικοί θα γίνουν γνωστοί ως Μακεδόνες, άλλοι ως Μάκετες ή Μακετοί. Ονόματα που παραπέμπουν πάντα στον “ορεσίβιο”. Το ίδιο και η περιοχή της Ορεστίδας, η σημερινή περιοχή της Καστοριάς, αφού Ορέστης βγαίνει από τη λέξη όρος και σημαίνει ορεσίβιος δηλαδή Μακεδνός. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο (στο Περί Θεμάτων, 950 μ. Χ.) ο μακεδόνας ιστορικός Μαρσύας (ο Φιλιππαίος) γράφει στον πρώτο τόμο των Μακεδονικών ότι η Ορεστίδα ονομαζόταν και Μάκετα: “λέγεται δὲ καὶ Μακεδονίας μοῖρα Μάκετα, ὡς Μαρσύας ἐν πρώτῳ Μακεδονικῶν· “καὶ τὴν Ὀρεστείαν δὲ Μάκεταν λέγουσιν ἀπὸ τοῦ Μακεδόνος”. Συνεχίζοντας ο Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι κατά τον Αθηναίο ιστορικό Κλείδημο παλιά όλη η Μακεδονία λεγόταν Μακετία “αλλὰ καὶ τὴν ὅλην Μακεδονίαν Μακετίαν οἶδεν ὀνομαζομένην Κλείδημος ἐν πρώτῳ Ἀτθίδος· “καὶ ἐξῳκίσθησαν ὑπὲρ τὸν Αἰγιαλὸν ἄνω τῆς καλουμένης Μακετίας”. Από τη φράση αυτή του Κλειδήμου μάλλον ο Χάμοντ συνάγει ότι η Άνω Μακεδονία λεγόταν παλιά και Μακετία. Τέλος, τιμητικό ψήφισμα Λαρισσαίων προς τον Χρυσόγονο του Πυρρίχου, έναν Εδεσσαίο φίλο του βασιλιά Φιλίππου Ε’ (221 – 179 π. Χ), αναφέρεται στην διάλεκτο τους ως “Μακετούν έξ Έδέσσας”, δηλαδή Μακεδόνας από την Έδεσσα.

Ξεκινώντας λοιπόν από την περιοχή του Μετσόβου οι Μακεδνοί ξαπλώθηκαν προς βορρά καταλαμβάνοντας σταδιακά τις περιοχές μέχρι την Πελαγονία, αναζητώντας νέα βοσκοτόπια και εξωθώντας βορειότερα τις προϋπάρχουσες τοπικές φυλές. Ακολούθησαν με άλλα λόγια τον άνω και μέσο ρου του Αλιάκμονα μια και η κάθοδος προς νότο ήταν απαγορευτική λόγω των Θηβαίων. Άλλοι μετανάστευσαν ανατολικότερα μέσω των Καμβουνίων στις πλαγιές του Ολύμπου και των Πιερίων. Οι μεταναστευτικές ροές προς εδάφη που αποκόπτονταν από οροσειρές ήταν φυσικό να δημιουργήσουν νέες ηγεμονίες, τα λεγόμενα “έθνη” που αναφέρει και ο Θουκυδίδης.

Αυτοί που εγκαταστάθηκαν στα Πιέρια όρη είναι οι κατεξοχήν Μακεδόνες του Ηροδότου ενώ αυτοί που κατέληξαν νοτιότερα στις πλαγιές του Ολύμπου θα είναι οι μετέπειτα Μάγνητες του Ομήρου. Ο Ησίοδος στο έργο Κατάλογος Γυναικών προσδιορίζει ότι ο Μακεδόνας βρισκόταν στα Πιέρια και ο Μάγνητας στον Όλυμπο (υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα ϑ᾽ ἱππιοχάρμην, οἱ περὶ Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δώματ᾽ ἔναιον). Όταν όμως οι Θράκες εισβάλουν από βορρά στις περιοχές του βορείου Αιγαίου, περί το 1200 π.Χ., θα καταλάβουν και την παράκτια Πιερία υποχρεώνοντας τους Μάγνητες να πάνε νοτιότερα, στις εκβολές του Πηνειού, στην Όσσα και στο Πήλιο. Την περίοδο των περιπλανήσεων του Οδυσσέα, οι Μάγνητες με αρχηγό τον Πρόθοο κατοικούσαν ήδη στον Πηνειό και στο Πήλιο με τις κυματιστές φυλλωσιές όπως τραγουδά ο Όμηρος (Μαγνήτων δ᾽ ἦρχε Πρόθοος Τενθρηδόνος υἱός, οἳ περὶ Πηνειὸν καὶ Πήλιον εἰνοσίφυλλον ναίεσκον). Μακεδόνες και Μάγνητες, ως μέλη της ίδιας αρχικής ομάδας που έζησαν για μεγάλο διάστημα μαζί, θα διατηρήσουν μερικές κοινές παραδόσεις. Πρόκειται για την Καρπαία, έναν ιδιότυπο μιμητικό χορό μεταξύ δύο ανδρών, και φυσικά την μεγάλη γιορτή των Εταιριδείων, προς τιμήν του Εταιρείου Δία, προστάτη της φιλίας, την οποία γιόρταζαν Μάγνητες και Μακεδόνες όπως αναφέρει ο Αθήναιος (῾Ηγήσανδρος ἐν ῾Υπομνήμασι γράφων ὧδε· « Τὴν τῶν ῾Εταιριδείων ἑορτὴν συντελοῦσι Μάγνητες. ῾Ιστοροῦσι δὲ πρῶτον ᾿Ιάσονα τὸν Αἴσονος συναγαγόντα τοὺς ᾿Αργοναύτας ῾Εταιρείῳ Διὶ θῦσαι καὶ τὴν ἑορτὴν ῾Εταιρίδεια προσαγονεῦσαι. Θύουσι δὲ καὶ οἱ Μακεδόνων βασιλεῖς τὰ ῾Εταιρίδεια”, Αθήναιου Δειπνοσοφιστές, βιβλίο 13, 31).

3. Το κοινωνικό πλαίσιο

Οι Μακεδόνες των Πιερίων, ορεσίβιος πληθυσμός, ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, την υλοτομία και το κυνήγι. Είναι ένας παραδοσιακός ποιμενικός και συντηρητικός λαός όπως και τα γύρω έθνη ζώντας σε μια σχετική απομόνωση από τον έξω κόσμο. Οι ποιμενικές ηγεμονίες της Άνω Μακεδονίας είχαν πατριαρχικές δομές, τις ‘πατριές’, που συνέχισαν μέχρι τα σύγχρονα τσελιγκάτα. Ζούσαν σε οικισμούς και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους από βοσκοτόπι σε βοσκοτόπι και κάθε χρόνο μεταξύ χειμαδιών και πιο ορεινών διαμονών για φρέσκο και πλούσιο χορτάρι, σεβόμενες όσο ήταν δυνατόν τις περιοχές των γειτόνων τους. Σαν γείτονες βέβαια είχαν τις μικροδιαφορές τους τις οποίες έλυναν άλλοτε με συμπλοκή και άλλοτε με παντρολογήματα των αρχοντικών οικογενειών τους.

Αυτή η ποιμενική οργάνωση συνεχίστηκε και αργότερα, την εποχή του Φιλίππου, όπως υπογράμμισε ο Αλέξανδρος στην πόλη Ώπη απευθυνόμενος στους στρατιώτες του που προέρχονταν από αυτές ακριβώς τις ηγεμονίες: “διότι ο Φίλιππος σας παρέλαβε περιπλανώμενους και φτωχούς να βόσκετε οι περισσότεροι από εσάς επάνω στα βουνά λίγα πρόβατα ντυμένοι με προβιές και να πολεμάτε για να τα εξασφαλίσετε με δυσκολία από τους Ιλλυριούς και τους Τριβαλλούς και τους γείτονές μας Θράκες” (Φίλιππος γὰρ παραλαβὼν ὑμᾶς πλανήτας καὶ ἀπόρους, ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας ἀνὰ τὰ ὄρη πρόβατα ὀλίγα καὶ ὑπὲρ τούτων κακῶς μαχομένους Ἰλλυριοῖς καὶ Τριβαλλοῖς καὶ τοῖς ὁμόροις Θρᾳξίν, χλαμύδας μὲν ὑμῖν ἀντὶ τῶν διφθερῶν φορεῖν ἔδωκεν, κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν ἐς τὰ πεδία Αρριανός, 7.9.2))

Η ίδια περίπου οργάνωση πέρασε στην βυζαντινή εποχή – φύλαρχους ονομάζει τους ηγεμόνες αυτούς ο Καντακουζηνός τον 14ο αιώνα – και έφτασε μέχρι τους νεώτερους χρόνους σε όλη την περιοχή της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας με τους Σαρακατσάνους και Βλάχους κτηνοτρόφους. Σε έναν τέτοιο τόπο καταφθάνουν οι Τημενίδες και ιδρύουν το νέο βασίλειο τους. Η άφιξη τους σηματοδοτεί κάτι σημαντικό: την κάθοδο των νομάδων σε πιο χαμηλές, πεδινές και παραθαλάσσιες τοποθεσίες όπου αρκετοί θα αρχίσουν να καλλιεργούν τις νέες εύφορες εκτάσεις ενώ θα αναπτυχθεί παράλληλα και το επικερδές εμπόριο .

4. Η μετάβαση στα πεδινά και η δημιουργία της Κάτω (πεδινής) Μακεδονίας

Περί τα τέλη του 8ου με αρχές του 7ου αιώνα, οι Μακεδόνες θα κατέβουν από το Μακεδονικό όρος στα πεδινά όπου θα χτίσουν την πρώτη τους πρωτεύουσα, τις Αιγές. Αμέσως μετά, θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε δύο φάσεις. Αρχικά, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, θα εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην παράκτια λωρίδα γης από τον Αλιάκμονα μέχρι τον Πηνειό νικώντας και εκδιώκοντας τους Θράκες. Στα παράλια της Πιερίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχαν εγκατασταθεί Θράκες οι οποίοι ανάγκασαν τους Μάγνητες να μεταφερθούν περί τον 1200 π.Χ. νοτιότερα, στην Όσσα και στο Πήλιο. Το ότι κατοικούσαν ακόμη Θράκες εκεί τον 8ο αιώνα το αναφέρει και ο Πλούταρχος όταν εξιστορεί τον ιδρυτικό μύθο της Μεθώνης από Ερετριείς περί το 730 π. Χ. (ἐπὶ Θρᾴκης ἔπλευσαν καὶ κατασχόντες χωρίον, ἐν ᾧ πρότερον οἰκῆσαι Μέθωνα τὸν Ὀρφέως πρόγονον ἱστοροῦσι, τὴν μὲν πόλιν ὠνόμασαν Μεθώνην, ὑπὸ δὲ τῶν προσοίκων ‘ἀποσφενδόνητοι προσωνομάσθησαν’, Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά (Quaestiones Graecae), 293β)), όπως και ο Στράβων “Θρᾳκῶν δὲ Πίερες μὲν ἐνέμοντο τὴν Πιερίαν καὶ τὰ περὶ τὸν Ὄλυμπον” ….. “Πιερία γὰρ καὶ Ὄλυμπος καὶ Πίμπλα καὶ Λείβηθρον τὸ παλαιὸν ἦν Θρᾴκια χωρία καὶ ὄρη, νῦν δὲ ἔχουσι Μακεδόνες (Στράβων 10.3.17)).

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου από τον Περδίκκα, χρονολογείται περίπου στα τέλη του 8ου με αρχές του 7ου αιώνα. Τότε θα πρέπει να έγινε και η εκδίωξη των Θρακών από την Πιερία. Η απόκτηση της πεδινής Πιερίας ήταν μια σπουδαία στρατηγική κίνηση. Στα παράλια του Θερμαϊκού αποικίες Ερετριέων, Χαλκιδέων και Αθηναίων ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τις πρώτες ύλες της περιοχής, κυρίως της πολύτιμης ξυλείας για ναυπήγηση πλοίων αλλά και ευγενών μετάλλων από τα λατομεία της περιοχής όπως χρυσάφι και ασήμι. Οι Μακεδόνες διώχνοντας τους Θράκες θα μπορούν ανενόχλητοι να έρχονται σε επαφή μαζί τους για επικερδείς εμπορικές συμφωνίες.

Στη συνέχεια, θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην εύφορη πεδιάδα βόρεια του Αλιάκμονα καταλαμβάνοντας την Βοττιαία και διώχνοντας τους κατοίκους οι οποίοι θα μετακινηθούν στην Χαλκιδική “οι Τημενίδες που η αρχαία τους καταγωγή ήταν από το Άργος, πρώτα πολέμησαν και έδιωξαν από την Πιερία τους Πίερες, που πήγαν και κατοίκησαν πέρα από τον Στρυμόνα, την Φάγρητα και άλλα μέρη στους πρόποδες του Παγγαίου. Και σήμερα ακόμα, η παραλιακή περιοχή στους πρόποδες του Παγγαίου ονομάζεται Πιερική κοιλάδα. Κατόπιν έδιωξαν από την Βοττία και τους Βοττιαίους που σήμερα συνορεύουν με τους Χαλκιδείς. (Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἳ ὕστερον ὑπὸ τὸ Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι καὶ νῦν Πιερικὸς κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ), ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Χαλκιδέων οἰκοῦσιν, Θουκιδίδης, 2.99.3-4).)

Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες επεκτάσεις έγιναν από τον ιδρυτή του βασιλείου. Η κατάκτηση και εκδίωξη των Θρακών από την Πιερία θα πρέπει έτσι να έγινε στα τέλη του 8ου με αρχές του 7ου αιώνα και της Βοττιαίας στο πρώτο τέταρτο του 7ου, αφού η ίδρυση της Ολύνθου από τους εκδιωχθέντες Βοττιαίους χρονολογείται σ’ εκείνη την περίοδο με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ως βορειότερη πόλη της Βοττιαίας, η Έδεσσα, ίσως ήταν από τις τελευταίες προς βορρά πόλεις που κατακτήθηκαν με εκκένωση του φρυγικού / παιονικού πληθυσμού της (τοὺς δὲ Παίονας οἱ μὲν ἀποίκους Φρυγῶν οἱ δ᾽ ἀρχηγέτας ἀποφαίνουσι, καὶ τὴν Παιονίαν μέχρι Πελαγονίας καὶ Πιερίας ἐκτετάσθαι φασί, Στράβων, 7.38). Βορειοανατολικά της Έδεσσας ζούσαν οι Άλμωπες οι οποίοι ακολούθησαν και αυτοί τον δρόμο της ξενιτιάς. Βορειοδυτικά της πόλης ήταν το πέρασμα προς την Εορδαία η οποία θα ήταν η επόμενη κτήση. Μια κτήση που έγινε με βίαιο και αιματηρό τρόπο αφού όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης ήταν η μόνη περιοχή της οποίας οι περισσότεροι κάτοικοι σφαγιάστηκαν για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους. Στις εκκενωθείσες περιοχές θα εγκατασταθούν σταδιακά Μακεδόνες. Έτσι προς τα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα, οι Μακεδόνες θα έχουν επεκτείνει την κυριαρχία τους τόσο στην πεδινή (Κάτω) όσο και στην ορεινή (Άνω) Μακεδονία. Ο Όλυμπος, τα Πιέρια και το Βέρμιο θα γίνουν η ραχοκοκαλιά του διευρυμένου βασιλείου, ενώ ο Βόρας και το Πάικο θα σχηματίζουν τα βόρεια και ανατολικά σύνορα. Η Μακεδονίς γη (Πιερία), η Βοττιαία, η Εορδαία και η Αλμωπία θα αποτελούν στο εξής την κατεξοχήν, και αδύνατον πλέον να συρρικνωθεί, ιστορική Μακεδονία, με πρωτεύουσα τις Αιγές. Στις επόμενες επεκτάσεις δεν θα διωχθούν οι τοπικοί πληθυσμοί αλλά θα ενσωματωθούν ειρηνικά στο βασίλειο μέσα από την στρατιωτική εκπαίδευση και τον σχηματισμό τμημάτων πεζικού και ιππικού.

Μεγάλη συζήτηση γίνεται για το εάν οι επεκτάσεις του μακεδονικού βασιλείου που αναφέρει ο Θουκυδίδης ακολουθούν γεωγραφική ή χρονολογική σειρά. Εάν δηλαδή η επέκταση προς ανατολάς (στην Αμφαξίτιδα που ορίζει τον ρου του Αξιού προς τον Θερμαϊκό και στην Μυγδονία που ορίζει την περιοχή μεταξύ Αξιού και Στρυμώνα) έγινε πριν ή μετά την επέκταση στην Εορδαία. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι πρώτα έγιναν οι επεκτάσεις προς ανατολάς και στη συνέχεια η επέκταση στην Εορδαία γιατί έτσι δίνει τη σειρά ο Θουκυδίδης. Η λογική του κειμένου όμως μας πείθει για το αντίθετο. Και αυτό γιατί οι διασωθέντες Εορδαίοι που γλύτωσαν την σφαγή, οι οποίοι μετακινήθηκαν στη Φύσκα της Μυγδονίας, δεν θα πήγαιναν όπως είναι φυσικό σε περιοχή που ελεγχόταν από τους Μακεδόνες αλλά σε περιοχή όπου κυβερνούσαν ομόφυλοι Παίονες. Συνεπώς, η επέκταση στην Εορδαία πρέπει αναγκαστικά να έλαβε χώρα πολύ πιο πριν από την επέκταση της Μακεδονίας στη Μυγδονία.

Οι αρχαίοι συγγραφείς θα συνεχίσουν βέβαια να ταυτίζουν την Πιερία με την πρωταρχική Μακεδονίδα γη, την κοιτίδα του μακεδονικού βασιλείου, ξεχωρίζοντας την από τις κτήσεις, όπως η Βοττιαία. Έτσι ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως στις αρχές του 5ου αιώνα (το 480 π. Χ.) “όταν ο Ξέρξης έφτασε στη Θέρμη, έστησε εκεί στρατόπεδο. Κι ο στρατός του κάλυψε την έκταση της παραθαλάσσιας περιοχής που άρχιζε από την πόλη Θέρμη και τη Μυγδονία κι έφτανε ως τον ποταμό Λουδία και τον Αλιάκμονα, που είναι τα σύνορα της Βοττιαίας και της Μακεδονίας, καθώς έρχονται και σμίγουν τα νερά τους στην ίδια κοίτη” (ἐπέσχε δὲ ὁ στρατὸς αὐτοῦ στρατοπεδευόμενος τὴν παρὰ θάλασσαν χώρην τοσήνδε, ἀρξάμενος ἀπὸ Θέρμης πόλιος καὶ τῆς Μυγδονίης μέχρι Λυδίεώ τε ποταμοῦ καὶ Ἁλιάκμονος, οἳ οὐρίζουσι γῆν τὴν Βοττιαιίδα τε καὶ Μακεδονίδα, ἐς τὠυτὸ ῥέεθρον τὸ ὕδωρ συμμίσγοντες,[7.127.1]). Στις αρχές λοιπόν του 5ου αιώνα η κοινή κοίτη του Αλιάκμονα και του Λουδία αποτελούσαν το όριο μεταξύ της πρωταρχικής Μακεδονίδος γης και της (προσαρτημένης) Βοττιαίας. Το ίδιο γράφει και ο Θουκυδίδης, αναφερόμενος στην πολιορκία της μακεδονικής πλέον Πύδνας το 432 π.Χ από τους Αθηναίους στην έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Μη μπορώντας να την καταλάβουν οι Αθηναίοι θα κάνουν συμφωνία με τον βασιλιά Περδίκκα και θα εγκαταλείψουν την Μακεδονία, πηγαίνοντας πρώτα στη Βέροια και μετά στη Στρέψα (σημερινά Βασιλικά), με προορισμό την Ποτίδαια όπου θα γίνει και η ομώνυμη μάχη (προσκαθεζόμενοι δὲ καὶ αὐτοὶ τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν μέν, ἔπειτα δὲ ξύμβασιν ποιησάμενοι καὶ ξυμμαχίαν ἀναγκαίαν πρὸς τὸν Περδίκκαν, ἀπανίστανται ἐκ τῆς Μακεδονίας καὶ ἀφικόμενοι ἐς Βέροιαν κἀκεῖθεν ἐπὶ Στρέψαν…ἐπορεύοντο κατὰ γῆν πρὸς τὴν Ποτείδαιαν, Θουκιδίδης 1.61.2 – 4).

Με μαύρο χρώμα, το περίγραμμα της Μακεδονίας του 6ου π.Χ. αιώνα που περιλαμβάνει με μπλε τη Μακεδονίδα γη, με πορτοκαλί τη Βοττιαία και την Αλμωπία, με κόκκινο την Εορδαία. Στα δυτικά τα άνωθεν έθνη: (1) Ελίμεια, (2) Τυμφαία, (3) Ορεστίδα, (4) Λυγκιστίδα, (5) Πελαγονία. Οι πέντε τελευταίες περιοχές αποτέλεσαν, μαζί με Εορδαία, ορεινή Πιερία και Όλυμπο, την Άνω (ορεινή) Μακεδονία. Δυτικότερα ήταν η Ιλλυρία ενώ βορειότερα κατοικούσαν οι Παίονες όπως και στις δύο όχθες του Αξιού, την στενή λωρίδα της Αμφαξίτιδας.

Από την παραδοσιακή απασχόληση, την κτηνοτροφία, θα κρατήσουν την αίγα, την γίδα, το πιο δραστήριο και έξυπνο τετράποδο, σαν σύμβολο της ίδρυσης του νέου βασιλείου, που θα στολίζει τα νομίσματα τους. Θα γίνει η εικόνα που διαπερνά όλες τις μυθικές διηγήσεις και χρησμούς, που παραπέμπουν στον αιγίοχο Δία, τον πατέρα των θεών που κρατά ασπίδα από δέρμα γίδας! Η λέξη ‘αιξ’ προέρχεται από το ρήμα αίσσω, που σημαίνει ορμώ, κινούμαι με σφοδρότητα. Η πόλη έτσι θα γίνει το ορμητήριο νέων κατακτήσεων. Κατά τον Ησύχιο, στον πληθυντικό η λέξη ‘αίγες’ σημαίνουν στους Δωριείς και τα μεγάλα και ορμητικά κύματα. Η λέξη ‘αιγές’ έχει λοιπόν και άμεση σχέση με το υδάτινο στοιχείο. Πολλές ελληνικές λέξεις έχουν την ίδια ρίζα όπως αιγ-ιαλός, κατ-αιγίδα, Αιγ – αίο, Αίγ – ινα, Αίγ – ιο κλπ. Τα ονόματα ‘Αιγαί´, ‘Αιγαία’ και ‘Αιγαιάτης’ έχουν λοιπόν σχέση τόσο με τα έξυπνα κατσίκια όσο και με το ορμητικό νερό! Ο τόπος όπου θα χτιστεί το άστυ των Αιγών θα συνδυάσει τα δυο αυτά στοιχεία.

Ας εξετάσουμε τώρα τους δυναστικούς μύθους με την χρονολογική σειρά εμφάνισης τους. Η πλοκή τους εξελίσσεται στην αποκαλούμενη από τον Ηρόδοτο Άνω Μακεδονία, μέρος της οποίας είναι και η κατ’ εξοχήν Μακεδονίς γη, η ορεινή δηλαδή Πιερία. Σηματοδοτούν την κάθοδο των Μακεδόνων σε έναν νέο χώρο ο οποίος θα αποκληθεί αργότερα Κάτω Μακεδονία (αλλά και Ημαθία από τον αμμώδη χαρακτήρα του) σε αντιδιαστολή με την ορεινή, την Άνω Μακεδονία. Πρόκειται για την ίδρυση της πρώτης τους μεγάλης πόλης, των Αιγών. Και όπως έγραψε η Φανούλα Παπάζογλου “η εμφάνιση πόλεων σε μια κοινωνία δηλώνει το πέρασμα σε ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης, είτε αυτό είναι το αυθόρμητο αποτέλεσμα της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης, είτε πρόκειται για ίδρυση πόλεων από έναν βασιλιά ή από μια άλλη πόλη” (Les villes de Macédoine à l’époque romaine, 1988). Πράγματι, η κάθοδος αυτή θα σημάνει την απαρχή οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, συμμαχιών αλλά και διενέξεων, με την νότια Ελλάδα. Θα καταστούν σημαντικοί παίκτες στο γεωστρατηγικό παίγνιο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, τους Λακεδαιμονίους, τους Αθηναίους και αργότερα τους Θηβαίους. Η ίδρυση της πρώτης πρωτεύουσας, των Αιγών, εκεί που αρχίζουν οι επίπεδες και εύφορες πεδιάδες δίπλα στον Αλιάκμονα και στην θάλασσα, απέναντι από τους κήπους του Μίδα, θα γίνει η αφετηρία μιας νέας εποχής. Είναι το πρώτο βήμα που θα τους οδηγήσει στην ηγεμονία πρώτα της Ελλάδος και στη συνέχεια όλου του τότε γνωστού κόσμου.

Γ. Οι τρεις ιδρυτικοί μύθοι

1. Ο πρώτος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Περδίκκα (Ηρόδοτος, γύρω στο 450 π.Χ.)

Πρόκειται για τον παλιότερο τοπικό δυναστικό μύθο τον οποίο άκουσε ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος όταν επισκέφτηκε τις Αιγές. Η ημερομηνία της επίσκεψης του δεν είναι γνωστή αν και εικάζεται ότι πήγε είτε προς το τέλος της βασιλείας του Αλεξάνδρου του Α’ (498 – 454 π.Χ) είτε στα πρώτα χρόνια του γιου του Περδίκκα (454 – 413 π.Χ), δηλαδή στα μέσα του 5ου αιώνα. Η περιγραφή γίνεται στο ένατο βιβλίο της ιστορίας του που είναι αφιερωμένο στη μούσα Ουρανία με τον εξής τρόπο. Πριν από την μάχη των Πλαταιών, ο ξάδελφος του Ξέρξη και αρχηγός του πεζικού Μαρδόνιος, ζητά από τον υποτελή του Αλέξανδρο Α’ της Μακεδονίας να πάει στο αντίπαλο στρατόπεδο να διαπραγματευτεί την παράδοση των Αθηναίων χωρίς μάχη. Βρισκόμαστε στο 479 π.Χ. Στη συζήτηση που έχει ο Αλέξανδρος με τους στρατηγούς των Αθηναίων αναφέρεται στην καταγωγή του από το αρχαίο Άργος:

Κι ο Μαρδόνιος, αφού διάβασε τους χρησμούς, ό,τι τέλος πάντων έλεγαν αυτοί, έστειλε κατόπιν αγγελιοφόρο στην Αθήνα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα…Τώρα, έβδομος πρόγονος αυτουνού του Αλεξάνδρου είναι ο Περδίκκας, που απόχτησε τη βασιλική εξουσία των Μακεδόνων, και νά πώς: Από τους απογόνους του Τημένου έφτασαν στη χώρα των Ιλλυριών, φυγάδες από το Άργος, τρία αδέρφια, ο Γαυάνης κι ο Αέροπος κι ο Περδίκκας· κι απ᾽ την Ιλλυρία, περνώντας πάνω απ᾽ τα βουνά, έφτασαν στην Άνω Μακεδονία, στην πόλη Λεβαία. Εκεί δούλευαν μεροκαματιάρηδες στο σπιτικό του βασιλιά· ο ένας τους έβοσκε τ᾽ άλογα, ο άλλος τα γελάδια κι ο μικρότερός τους, ο Περδίκκας, τα γιδοπρόβατα. Λοιπόν, τον παλιό καιρό κι οι βασιλιάδες κάθε τόπου ήταν φτωχοί από χρήματα κι όχι μόνο ο πολύς ο λαός. Κι η γυναίκα του βασιλιά με τα χέρια της ζύμωνε το ψωμί του σπιτιού. Και κάθε φορά που το έψηνε, το ψωμί του μικρού παραγιού έβγαινε διπλάσιο απ᾽ το ζυμάρι του. Κι επειδή πάντοτε γινόταν το ίδιο, το είπε στον άντρα της. Κι αυτός, με το που τ᾽ άκουσε, αμέσως έβαλε με το νου του πως ήταν σημαδιακό, προμήνυμα μεγάλης αναστάτωσης. Κάλεσε λοιπόν τους παραγιούς και τους παράγγελνε να σηκωθούν να φύγουν απ᾽ τη χώρα του. Κι εκείνοι αποκρίθηκαν πως το δίκιο είναι να πάρουν τα μεροκάματά τους και τότε να φύγουν. Τότε ο βασιλιάς, ακούοντας για μεροκάματα, έτσι που ο ήλιος γλιστρούσε απ᾽ την καμινάδα στο σπίτι, είπε — κάποιος θεός θα του χτύπησε τα φρένα: «Σας δίνω το μιστό που σας αξίζει, νά, αυτόν!» κι έδειξε τον ήλιο. Λοιπόν ο Γαυάνης κι ο Αέροπος, οι μεγαλύτεροι, έμειναν αποσβολωμένοι ακούοντας αυτά· όμως το παιδαρέλι, τύχαινε δα να κρατά μαχαίρι, αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Δεκτά αυτά που μας δίνεις, βασιλιά!» και πήρε να χαράζει με το μαχαίρι στο πάτωμα του σπιτιού το μέρος που φώτιζε ο ήλιος. Κι αφού χάραξε τον κύκλο, χουφτώνει σα να ᾽ταν νερό τρεις φορές φως του ήλιου, το αποθέτει στον κόρφο του κι ύστερα πήρε δρόμο κι ο ίδιος και η παρέα του. Λοιπόν αυτοί πήραν να φεύγουν, κι ένας απ᾽ τους παρακαθήμενους του βασιλιά τού λέει να προσέξει το κάμωμα του νεαρού και πως είχε το λόγο του ο μικρότερος από κείνους και πήρε αυτό που τους δόθηκε. Έξω φρενών ο βασιλιάς με τα όσα άκουσε, στέλνει στο κατόπι τους καβαλάρηδες να τους αφανίσουν. Λοιπόν, στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα ποτάμι, που στη χάρη του κάνουν θυσίες οι απόγονοι αυτών των αδερφών που κατάγονταν από το Άργος, ως σωτήρα. Αυτό το ποτάμι, μόλις το διάβηκαν οι απόγονοι του Τημένου, κατέβασε τέτοια νεροσυρμή, που στάθηκε αδύνατο στους καβαλάρηδες να το διαβούν. Κι εκείνοι, φτάνοντας σ᾽ άλλη περιοχή της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκαν κοντά στα περιβόλια που λένε πως ήταν του Μίδα, του γιου του Γορδίου, όπου φυτρώνουν άγρια ρόδα, που το καθένα τους έχει εξήντα φύλλα κι η ευωδιά τους είναι ανώτερη απ᾽ των άλλων. Σ᾽ αυτά τα περιβόλια, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, πιάστηκε σε παγίδα κι ο Σιληνός. Και πάνω απ᾽ αυτά τα περιβόλια υψώνεται βουνό, το Βέρμιο που λεν, αδιάβατο απ᾽ τ᾽ αγριοκαίρια. Και μόλις εξουσίασαν αυτή την περιοχή, έχοντάς την ορμητήριό τους υπέταξαν και την υπόλοιπη Μακεδονία. Λοιπόν, αυτού του Περδίκκα απόγονος ήταν ο Αλέξανδρος μ᾽ αυτή τη σειρά: γιος του Αμύντα ήταν ο Αλέξανδρος, κι ο Αμύντας του Αλκέτα· του Αλκέτα πατέρας ήταν ο Αέροπος, και αυτουνού ο Φίλιππος, και του Φιλίππου ο Αργαίος, κι αυτουνού ο Περδίκκας, που απόχτησε το βασιλικό αξίωμα. Αυτή λοιπόν ήταν η καταγωγή του Αλεξάνδρου, του γιου του Αμύντα” Μτφρ Η. Σπυρόπουλου).

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση που άκουσε ο Ηρόδοτος στις Αιγές, αρχηγέτης της μακεδονικής δυναστείας είναι κάποιος απόγονος του Τημένου, φυγάς από το Άργος με τα δυο αδέλφια του, που ονομάζεται Περδίκκας. Δεν γνωρίζουμε την γενεαλογική απόσταση από τον Τήμενο, δεν μιλά για γιο αλλά γενικά για απόγονο (τῶν Τημένου ἀπογόνων). Το όνομα του όμως, καθαρά μακεδονικό, παραπέμπει στην πέρδικα, ένα έξυπνο πουλί. Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Λεβαία της Άνω Μακεδονίας στην οποία έφτασαν μέσω Ιλλυρίας. Δεν γνωρίζουμε σε ποια περιοχή της Άνω Μακεδονίας βρίσκεται η πόλη αυτή. Ο Περδίκκας αφού έβαλε τον ήλιο στον κόρφο του – ο οποίος θα γίνει το έμβλημα του νέου βασιλείου – διάβηκε με τα αδέλφια του έναν παραπλήσιο ποταμό, λίγο πριν φουσκώσει από μπόρα που θα είχε ξεσπάσει πιο κοντά στις πηγές. Τα ορμητικά νερά που ακολούθησαν ανέκοψαν την πορεία των διωκτών τους. Έτσι έφτασαν κοντά (πέλας) στους κήπους του Μίδα.

Η ηροδότεια αφήγηση συμπληρώνεται από διασωθέν απόσπασμα του χαμένου 7ου βιβλίου του Διόδωρου του Σικελιώτη (1ος π. Χ αιώνας). Το έσωσε ο χρονογράφος του 8ου αιώνα Γεώργιος Σύγκελλος. Αναφέρει – ο Διόδωρος κατά τον Σύγκελλο – ότι ο Περδίκκας ζήτησε χρησμό από την Πυθία για να αυξήσει το βασίλειο του (Ὅτι Περδίκκας τὴν ἰδίαν βασιλείαν αὐξῆσαι βουλόμενος ἠρώτησεν εἰς Δελφούς). Ο δε χρησμός αυτός καθεαυτός έχει ως εξής:

στι κράτος βασίλειον ἀγαυοῖς Τημενίδαισι
γαίης πλουτοφόροιο· δίδωσι γὰρ αἰγίοχος Ζεύς.

Ἀλλ’ ἴθ’ ἐπειγόμενος Βοττηίδα πρὸς πολύμηλον·
ἔνθα δ’ ἂν ἀργικέρωτας ἴδῃς χιονώδεας αἶγας
εὐνηθέντας ὕπνῳ, κείνης χθονὸς ἐν δαπέδοισι
θῦε θεοῖς μακάρεσσι καὶ ἄστυ κτίζε πόληος
(Excerpt. Vatic, p. 4, Διόδωρος 7, 16)

Ας διαβάσουμε προσεκτικά τον χρησμό. Παρατηρούμε πρώτα από όλα ότι δεν αναφέρεται σε αύξηση του βασιλείου, όπως γράφει ο Διόδωρος ή ο Σύγκελλος, αλλά στον τόπο ίδρυσης της πρωτεύουσας του (ἄστυ κτίζε πόληος). Οι δυο πρώτοι στίχοι είναι γραμμένοι στον πληθυντικό και αναφέρονται γενικά σε υπάρχον κράτος (ἔστι κράτος) όπου βασιλεύουν ευγενείς Τημενίδες (βασίλειον ἀγαυοῖς Τημενίδαισι) σε πλουτοφόρα γη (γαίης πλουτοφόροιο), που τους δόθηκε από τον αιγίοχο Δία. Γνωρίζουμε ότι το πρώτο νόημα της λέξης άργος είναι η εύφορη γη που φέρνει πλούτο χωρίς μόχθο (εξού και αργία αλλά και αργόσχολος). Άργος λοιπόν σημαίνει μια γαίη πλουτοφόροιο. Οι δυο πρώτοι στίχοι συνεπώς δεν μπορεί παρά να αναφέρονται στο Άργος της εύφορης αργολικής πεδιάδας στο οποίο βασιλεύουν για γενιές οι ευγενείς Τημενίδες μετά από δελφικό χρησμό. Οι Τημενίδες άλλωστε ήταν γνωστοί από παλιά στους Δελφούς, είχε μάλιστα και μια ερμηνευτική διαφορά ο Τήμενος με τους μάντεις. Η επικρατούσα – από τον Διόδωρο; – άποψη θέλει ο χρησμός να αφορά στην επέκταση του πρώτου κράτους που έστησε ο Περδίκκας. Αλλά οι δυο πρώτες επεκτάσεις όπως είδαμε έγιναν μετά την ίδρυση του βασιλείου και συνεπώς μετά το κτίσιμο των Αιγών. Αφορούσαν στην κατάληψη της παράκτιας Πιερίας και της Βοττιαίας. Δεν γνωρίζουμε να κτίστηκε άλλη μεγάλη πόλη τον 7ο ή 6ο αιώνα πέρα των Αιγών!

Οι επόμενοι στίχοι είναι γραμμένοι στον ενικό και απευθύνονται προσωπικά στον Περδίκκα. Πάρε γρήγορα τον δρόμο προς την Βοττιαία με τα πολλά κοπάδια (Ἀλλ’ ἴθ’ ἐπειγόμενος Βοττηίδα πρὸς πολύμηλον) και όπου δεις (ἔνθα δ’ ἂν ἴδῃς) γίδες λευκές σαν χιόνι με λαμπερά κέρατα (ἀργικέρωτας χιονώδεας αἶγας) να κοιμούνται στο πεδινό χώμα, θυσίασε στους μακάριους θεούς και χτίσε την πόλη σου (ἄστυ κτίζε πόληος). Πρόκειται ασφαλώς για τον χρησμό που σηματοδοτεί την ίδρυση της πρώτης πρωτεύουσας, των Αιγών, που ονομάστηκε έτσι από τα λευκά αγριοκάτσικα που βρίσκονταν εκεί. Ο χρησμός δεν απευθύνεται στα τρία αδέλφια αλλά στον Περδίκκα προσωπικά γιατί και το ερώτημα στους Δελφούς προερχόταν από αυτόν.

Την γενεαλογική σειρά του Ηροδότου, από Περδίκκα μέχρι Αλέξανδρο Α’, επιβεβαιώνει και συμπληρώνει αργότερα ο Θουκυδίδης. Προσθέτει τους δυο επόμενους βασιλείς, τον Περδίκκα Β’ και τον Αρχέλαο, υπογραμμίζοντας ότι πριν από τον τελευταίο υπήρξαν οκτώ βασιλείς (τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, καὶ Περδίκκας Ἀλεξάνδρου βασιλεὺς αὐτῶν ἦν, 2.99.1 … ἦν δὲ οὐ πολλά, ἀλλὰ ὕστερον Ἀρχέλαος ὁ Περδίκκου υἱὸς βασιλεὺς γενόμενος τὰ νῦν ὄντα ἐν τῇ χώρᾳ ᾠκοδόμησε καὶ ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε καὶ τἆλλα διεκόσμησε, τά [τε] κατὰ τὸν πόλεμον ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ κρείσσονι ἢ ξύμπαντες οἱ ἄλλοι βασιλῆς ὀκτὼ οἱ πρὸ αὐτοῦ γενόμενοι 2.100.1 κ 2). Το κείμενο αυτό θα πρέπει να το έγραψε ο Θουκυδίδης κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρχελάου γιατί αναφέρει ότι στις μέρες του έγιναν τόσα έργα, όσα δεν έκαναν όλοι μαζί οι οκτώ προγενέστεροι βασιλείς. Η εκδοχή λοιπόν του Ηροδότου με το συμπλήρωμα του Θουκυδίδη μετρά εννέα βασιλείς από τον πρώτο Περδίκκα μέχρι τον Αρχέλαο:

Τήμενος -» … -» Περδίκκας -» Αργαίος -» Φίλιππος Α’ -» Αέροπος Α’ -» Αλκέτας -» Αμύντας -» Αλέξανδρος Α’ -» Περδίκκας Β’ -» Αρχέλαος.

Ο απολογητής του χριστιανισμού επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης Ευσέβιος (313 – 340 μ.Χ), ανάμεσα στα ιστορικά κείμενα που έγραψε, άφησε πολλά στοιχεία για την διάρκεια βασιλείας των Μακεδόνων βασιλέων. Δυστυχώς το πρωτότυπο αυτό έργο χάθηκε αλλά υπάρχουν διασωθέντα αποσπάσματα. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ευσέβιο από τον αρχηγέτη Περδίκκα μέχρι το τέλος της βασιλείας του Αρχελάου πέρασαν περίπου 330 χρόνια. Ο Περδίκκας δηλαδή ίδρυσε το μακεδονικό βασίλειο περί το 730 π. Χ. Φυσικά δεν γνωρίζουμε πόσοι απόγονοι χωρίζουν τον Τήμενο από τον Περδίκκα.

Σχολιασμός

Ας ταξιδέψουμε τώρα στην εποχή εκείνη και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τη ροή των γεγονότων έστω και αν πρόκειται για μύθο. Ο Περδίκκας με τα αδέλφια του φτάνει από το Άργος στην πόλη Λεβαία της Άνω Μακεδονίας (ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν). Η Λεβαία θα μπορούσε θεωρητικά να είναι σε οποιοδήποτε από τα επτά ‘έθνη’ της Άνω Μακεδονίας. Μετά την αναχώρηση του από την Λεβαία, ο Περδίκκας διαβαίνει έναν ποταμό ο οποίος βρίσκεται στη περιοχή της Λεβαίας (ποταμὸς δέ ἐστι ἐν τῇ χώρῃ ταύτῃ). Το ποτάμι δεν μπόρεσαν να διαβούν οι διώκτες του και έτσι σώζεται με τα αδέλφια του φτάνοντας σε μιαν άλλη περιοχή της Μακεδονίας (οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης). Δεν έφυγαν δηλαδή από την Άνω Μακεδονία η οποία τότε ταυτιζόταν με την Μακεδονία αφού δεν υπήρχε ακόμη Κάτω Μακεδονία. Το ποτάμι αποτελεί έτσι ένα σύνορο μεταξύ της επικράτειας του βασιλιά της Λεβαίας και μιας άλλης μακεδονικής περιοχής. Τέτοιο ποτάμι στην Άνω Μακεδονία ήταν και είναι ο Αλιάκμονας. Στον άνω ρου του όμως ο Αλιάκμονας δεν χωρίζει δύο περιοχές της Άνω Μακεδονίας αλλά διασχίζει την Ορεστίδα. Το ίδιο συμβαίνει και στον μέσο ρου όπου διατρέχει την Ελίμεια. Μόνη περιοχή όπου ο ποταμός χωρίζει ξεκάθαρα δυο περιοχές της Άνω Μακεδονίας είναι το βαθύ φαράγγι που κόβει το Βέρμιο από τα Πιέρια, και χωρίζει την νοτιοανατολική Εορδαία από την Πιερία, δυο περιοχές της Άνω Μακεδονίας. Εάν λοιπόν η Λεβαία ήταν στην Εορδαία θα πήγαν στα Πιέρια, ενώ αν ήταν στα Πιέρια, όπως υποστηρίζει ο Χάμοντ, θα πήγαν στην Εορδαία. Πλην όμως όταν πήγαν στην ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης δεν εγκαταστάθηκαν στους κήπους του Μίδα αλλά κοντά στους κήπους του Μίδα (ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω). Οι κήποι του Μίδα βέβαια βρίσκονταν εκτός της τότε Μακεδονίας, στην Βοττιαία, οπότε είναι αδύνατον να εγκαταστάθηκαν στους κήπους. Και ποια περιοχή της Άνω Μακεδονίας βρίσκεται κοντά στους κήπους του Μίδα; Μα φυσικά τα βόρεια Πιέρια που αγναντεύουν τις απέναντι πλαγιές του Βερμίου με τους κήπους του Μίδα στη Βοττιαία. Άρα η Λεβαία πρέπει να βρισκόταν στην Εορδαία. Διαβαίνοντας λοιπόν τον Αλιάκμονα τα αδέλφια από το Άργος βρέθηκαν στα Πιέρια, την ἄλλην γῆν τῆς (Άνω) Μακεδονίης, την κατεξοχήν γη της Μακεδονίας, την Μακεδονίδα γη.

Η επικρατούσα βέβαια άποψη των μεγαλύτερων ιστορικών και ειδημόνων εδώ και χρόνια θέλει τη Λεβαία να βρίσκεται κάπου στα νοτιοδυτικά Πιέρια και να είναι η πρωτεύουσα της τότε Μακεδονίας (Hammond – Griffith, Ιστορία της Μακεδονίας, Τόμος Α’, σελ. 473). Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Περδίκκας, ερχόμενος σε ρήξη με τον τότε βασιλιά της Μακεδονίας, διάβηκε με τους αδελφούς του τον Αλιάκμονα προς βορρά πηγαίνοντας ουσιαστικά στην Εορδαία. Φτάνοντας από δυτικά στα μέσον περίπου της οροσειράς του Βερμίου κατόρθωσε να δρασκελίσει την κορυφή του και να κατέβει στους ανατολικούς πρόποδες κοντά στη Νάουσα όπου θεωρείται ότι βρίσκονταν οι κήποι του Μίδα, δηλαδή στην Βοττιαία, εκτός της τότε Μακεδονίας. Τι κάνει τότε; Όταν φτάνει εκεί του έρχεται ξαφνικά η ιδέα να πάει ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης επιστρέφοντας στα Πιέρια όρη, εκεί δηλαδή από όπου ξεκίνησε!!! Εάν όμως βρισκόταν εκτός της τότε Μακεδονίας δεν θα πήγαινε ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης αλλά ἐς γῆν τῆς Μακεδονίης, πίσω δηλαδή στην Μακεδονία. Το παράδοξο της άποψης αυτής παρουσιάζεται στον πιο κάτω χάρτη.

Η πορεία του Περδίκκα κατά την επικρατούσα άποψη: από την Πιερία στην Πιερία μέσω Εορδαίας και Βοττιαίας (κήποι του Μίδα!)

Η νέα περιοχή λοιπόν στην οποία πηγαίνει ο νεαρός Περδίκκας είναι η Μακεδονίς γη του Ηροδότου, το Μακεδονικόν όρος, η Πιερία. Θα πρέπει να έγινε δεκτός φιλικά από τους ντόπιους ως Δωριέας, γόνος βασιλικής οικογένειας και βοσκός. Θα εντυπωσιάστηκαν τόσο από την ευφυΐα και την τόλμη του νεαρού όσο και από την βασιλική του καταγωγή. Εκεί θα συλλάβει το σχέδιο ίδρυσης δικού του βασιλείου στα πρότυπα του Άργους, κάτι με το οποίο θα συμφώνησαν οι Μακεδόνες ποιμένες. Ένα βασίλειο όμως χρειαζόταν ένα κέντρο, μια πόλη, ει δυνατόν δίπλα σε πεδιάδα για την παραγωγή προϊόντων, κοντά σε εμπορικές οδούς, όπως στο Άργος. Νότια προς την Θεσσαλία, κλείνανε τον δρόμο οι Περραιβοί, δυτικά οι Ελιμιώτες και οι Εορδοί, ανατολικά οι Πίερες στα παράλια. Προς τα βόρεια όμως ο δρόμος προς την Βοττιαία ήταν ελεύθερος. Από εκεί πήγαινε κανείς στην μεγάλη εύφορη πεδιάδα, στον κάτω ρου του Αλιάκμονα, κοντά στην θάλασσα. Πριν πάρει την τελική του απόφαση θα στείλει ερώτημα στους Δελφούς. Ο χρησμός των Δελφών ήρθε να παντρέψει την πραγματικότητα με την θεϊκή βούληση. Η συμβουλή είναι σαφής: πρέπει να χτίσεις την πόλη εκεί που θα δεις ολόλευκες γίδες να πλαγιάζουν σε πεδινές εκτάσεις στον δρόμο προς την πλούσια σε κοπάδια Βοττιαία. Η μόνη διέξοδος προς τις πεδινές εκτάσεις είναι η βόρεια Πιερία. Εκεί λοιπόν χτίζει την πόλη την οποία και ονομάζει Αιγές από τα αγριοκάτσικα. Δίπλα στα νερά του Αλιάκμονα, απέναντι από τους κήπους του Μίδα, κοντά στην θάλασσα.

(Ι) Μακεδονικό όρος – Πιέρια, (ΙΙ) Εορδαία, (III) Ορεστίδα, (ΙV) Ελίμεια. Με πορτοκαλί η πιθανή περιοχή της Λεβαίας – μεταξύ της λίμνης σαριγκιόλ και του Βερμίου – και η πορεία του Περδίκκα προς τις Αιγές, με ένα ενδιάμεσο σταθμό στα Πιέρια όπου πρέπει να πήρε τον χρησμό. Με ροζ οι κήποι του Μίδα.

Ας εξετάσουμε τώρα τον ιδρυτικό αυτό μύθο με τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα. Η Λεβαία στην οποία αναφέρεται ο Ηρόδοτος είδαμε ότι λογικά βρισκόταν στην αρχαία Εορδαία, δηλαδή δυτικά του Αλιάκμονα και βόρεια της Μακεδονίδος γης (Πιερίων). Η αρχαιολογική σκαπάνη βρήκε τελευταία δυο επιγραφές της περιόδου των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, που έχουν ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τη πρώτη επιγραφή ο Ρωμαίος Flavius Eutrapelus παραχωρεί τα υπάρχοντα του τα οποία βρίσκονται στην πόλη Αλαιβέα “όντα εν Αλ(α)ιβέοις”. Η δεύτερη επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο Aurelius Rufus διαμένει στη πόλη Αλεβία που βρίσκεται στην Ελίμεια “εν Αλεβία κώμη της Ελιμειας” (A. Kottaridi, the identification of ancient Lebaea (Λεβαίη), 2004). Το εκπληκτικό είναι ότι οι επιγραφές αυτές βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Λευκόπετρα Ημαθίας, δυτικά του Αλιάκμονα και βορείως της Μακεδονίδος γης. Δηλαδή στον χώρο που εικάζουμε, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Ηροδότου, ότι βρισκόταν η πόλη Λεβαία από όπου διέφυγε ο Περδίκκας με τα δυο του αδέλφια. Το γεγονός ότι η δεύτερη επιγραφή αναφέρει ότι η Αλεβία βρίσκεται στην Ελίμεια οφείλεται προφανώς στην διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους σε τέσσερις περιοχές (μερίδες) με την Λεβαία να βρίσκεται κοντά στα σύνορα της τρίτης και τέταρτης μερίδας από τη μεριά της Ελιμείας. Η Λεβαία του Ηροδότου πρέπει να βρισκόταν λοιπόν κοντά στη Λευκόπετρα της Ημαθίας. Από εκεί διέφυγε ο Περδίκκας με τα δυο του αδέλφια προς νότον περνώντας τον Αλιάκμονα και στάθμευσαν κάπου στα Πιέρια όρη, πιθανόν στο μικρό οροπέδιο της Σφηκιάς όπου έχει βρεθεί αρχαϊκό νεκροταφείο. Από εκεί ο Περδίκκας θα έστειλε να πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών πριν κινηθεί βορειοανατολικά στον δρόμο προς την πλούσια σε κοπάδια Βοττιαία όπου ίδρυσε στα πεδινά το άστυ των Αιγών κοντά στον Αλιάκμονα και δίπλα στους κήπους του Μίδα.

2. Ο δεύτερος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Αρχέλαο (Ευριπίδης, γύρω στο 408 π. Χ.)

Πρόκειται για τον δεύτερο χρονολογικά δυναστικό μύθο που προέρχεται από τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη. Ο ποιητής έζησε στην Μακεδονία τα τελευταία χρόνια της ζωής του καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου ο οποίος βασίλεψε από το 413 μέχρι το 399. Ο τελευταίος ήταν ένα είδος πεφωτισμένου μονάρχη του αρχαίου κόσμου. Μεγάλωσε την δύναμη και το κύρος του μακεδονικού βασιλείου και σίγουρα σχεδίασε, αν δεν υλοποίησε κιόλας, την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Πέλλα. Παράλληλα έκανε το Δίον πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο οικοδομώντας ναούς, θέατρο, στάδιο και κοσμώντας την με γλυπτά και αγάλματα. Εκεί καθιέρωσε κάθε Οκτώβριο μεγάλο πολιτιστικό φεστιβάλ με σκηνικούς αγώνες το οποίο ονόμασε Ολύμπια, προς τιμήν του Δία. Προσκάλεσε στην αυλή του πολλούς καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων όπως τον ποιητή και μουσικό Τιμόθεο, τον ποιητή Χοιρίλο της Σάμου και τον ζωγράφο Ζεύξι. Φιλοξένησε επίσης τους τραγικούς ποιητές Αγάθωνα και Ευριπίδη από την Αθήνα οι οποίοι ίσως να παρουσίασαν έργα τους στα Ολύμπια του Δίου. Εικάζεται ότι ο Ευριπίδης βρισκόταν εκεί μεταξύ του 408 και του 406 π. Χ. όταν και πέθανε στο κτήμα που του είχε παραχωρήσει ο Αρχέλαος στην Αρέθουσα κοντά στη σημερινή Ρεντίνα. Κατά την διαμονή του στην Μακεδονία λέγεται ότι έγραψε το χαμένο σήμερα έργο Αρχέλαος ίσως και τις Βάκχες. Ορισμένοι υποστηρίζουν βασίμως ότι το έργο ήταν μέρος τριλογίας γιατί έχουν σωθεί στίχοι από τα χαμένα επίσης έργα Τήμενος, και Τημενίδαι, της προγονικής οικογένειας των Μακεδόνων βασιλέων. Ευτυχώς έχουμε μια ιδέα για την πλοκή του έργου από διασωθέντες στίχους και μια περίληψη του Λατίνου συγγραφέα Γάιου Ιούλιου Υγίνου, ο οποίος έζησε τέσσερις αιώνες αργότερα, στα χρόνια του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου.

Ο πρόλογος που έχει διασωθεί αναφέρεται στην γενεαλογία κάποιου Αρχέλαου τον οποίο ο Ευριπίδης θεωρεί γιο του Τημένου. Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτόν ο ποιητής συνδέει τον οικοδεσπότη και χορηγό του με κάποιον ένδοξο συνώνυμο Τημενίδη της πρώτης γενιάς. Πατέρας λοιπόν του ήρωα της τραγωδίας ήταν ο Τήμενος, απόγονος του Ηρακλή, ένας από τους ένδοξους Δωριείς που επέστρεψαν στην Πελοπόννησο, νίκησαν τον γιο του Ορέστη, Τισαμένη, και εγκατέστησαν το βασίλειο τους στο Άργος (Τήμενος δ’ Ὕλλου πατρός, ὃς Ἄργος ὤκησ’ Ἡρακλέους γεγὼς ἄπο). Ο Αρχέλαος, τον οποίο ο Ευριπίδης θέλει πρωτότοκο γιο του Τημένου, κατά την διεκδίκηση του πατρικού θρόνου εκδιώχθηκε από τα αδέλφια του. Περιπλανώμενος έφτασε κάπου στην (Άνω) Μακεδονία (Archelaus Temeni filius exui a fratribus eiectus in Macedoniam ad regem Cisseum venit) όπου βασίλευε ο Κισσέας. Αυτός δεχόταν επιθέσεις από γείτονες του και ζήτησε βοήθεια από τον Αρχέλαο αφού, ως καταγόμενος από τον Ηρακλή, θεωρείτο πολύ δυνατός και τούδινε ελπίδες (πατέρων γὰρ ἐσθλῶν ἐλπίδας δίδως γεγώς). Η συμφωνία προέβλεπε ότι σε περίπτωση που ο Αρχέλαος νικούσε τους εχθρούς του Κισσέα, θα έπαιρνε ως σύζυγο την κόρη του και το βασίλειο του. Ο Αργείος ήρωας σε μια αποφασιστική μάχη νίκησε τους εχθρούς του Κισσέα και ετοιμαζόταν να πάει να του ζητήσει την εκπλήρωση των υποσχέσεων του, δηλαδή την κόρη του και το βασίλειο του. Ο τελευταίος όμως με την συμβουλή φίλων του αποφάσισε να σκοτώσει με δόλο τον Αρχέλαο στήνοντας μια παγίδα. Ζήτησε να σκάψουν έναν λάκκο, να τον γεμίσουν με αναμμένα κάρβουνα τα οποία θα έκρυβαν με μια ελαφριά σκεπή από ξερά χόρτα και φρύγανα, έτσι ώστε ερχόμενος ο Αρχέλαος να πατήσει σ’ αυτά, να πέσει μέσα και να πεθάνει. Ένας δούλος του Κισσέα όμως πρόδωσε την πλεκτάνη στον Αρχέλαο, ο οποίος κατάφερε να απομονώσει τον βασιλιά και να τον ρίξει στην ίδια του την παγίδα. Μετά δραπέτευσε και με χρησμό των Δελφών ακολούθησε μία αίγα στην Μακεδονία μέχρι το μέρος όπου έχτισε μια πόλη την οποία ονόμασε Αιγές από την αίγα που τον οδήγησε (inde profugit ex responso Apollinis in Macedoniam capra duce, oppidumque ex nomine caprae Aegeas constituit). Η χρήση δυο φορές του ονόματος της Μακεδονίας, μια όταν έφτασε στην αυλή του Κισσέα και την άλλη όταν έφυγε, σημαίνει ότι την πρώτη φορά εννοείται η ευρύτερη Άνω Μακεδονία και την δεύτερη η Μακεδονία, δηλαδή η Πιερία. Μια διαφορά που ήταν μάλλον λεπτομέρεια άνευ ουσίας για τον Υγίνο.

Ο Ευριπίδης βάζει έτσι στην θέση του Περδίκκα τον Αρχέλαο. Δεν υπάρχει πληροφορία για την γενεαλογική γραμμή μετά τον Αρχέλαο. Η κυριαρχούσα άποψη είναι ότι δεν αλλάζει η γενεαλογική σειρά του Ηροδότου.

Τήμενος -» Αρχέλαος -» Αργαίος -» Φίλιππος Α’ -» Αέροπος Α’ -» Αλκέτας -» Αμύντας -» Αλέξανδρος Α’ -» Περδίκκας Β’ -» Αρχέλαος.

Η διάρκεια βασιλείας από τον αρχηγέτη Αρχέλαο μέχρι το τέλος της βασιλείας του Αρχελάου παραμένει έτσι στα 330 χρόνια με βάση τις πληροφορίες του Ευσεβίου. Οπότε και ο Αρχέλαος, όπως ο Περδίκκας, έφτασε στην Μακεδονία περί το 730 π.Χ. Εάν όμως ο Αρχέλαος ήταν γιος του Τημένου, τότε ο τελευταίος εμφανίζεται να βασιλεύει τον 8ο αιώνα, πράγμα που συγκρούεται με άλλες ημερομηνίες.

Σχολιασμός

Στην ευριπίδεια εκδοχή έχουμε για δεύτερη φορά απολλώνιο χρησμό όπου αίγα οδηγεί τα πόδια του ήρωα στον τόπο ίδρυσης της πόλης των Αιγών. Δυστυχώς ο χρησμός αυτός χάθηκε με την τραγωδία. Το κείμενο του Υγίνου αναφέρει ρητά ότι ο Αρχέλαος πήγε στην Μακεδονία (in Macedoniam). Πήγε λοιπόν κάπου στα βουνά της Άνω Μακεδονίας όπως και ο Περδίκκας στον προηγούμενο μύθο για να καταλήξει μετά στην κατ’ εξοχήν Μακεδονία, την Πιερία.

Η καινοτομία του Ευριπίδη να δώσει το όνομα του βασιλιά Αρχέλαου στον φυγά του Άργους δεν πέρασε απαρατήρητη. Θεωρήθηκε ότι η τραγωδία ‘Αρχέλαος’ ήταν δώρο του Ευριπίδη στον οικοδεσπότη του, ότι δηλαδή η τιμητική πρόσκληση του βασιλιά ανταμείφθηκε με ένα έργο που τον εξύψωνε ως απόγονο του μακρινού εκείνου ήρωα. (ἐκεῖθεν δὲ εἰς Μακεδονίαν περὶ Ἀρχέλαον γενόμενος διέτριψε καὶ χαριζόμενος αὐτῷ δρᾶμα ὁμωνύμως ἔγραψε (Vita Euripidis)). Ο βασιλιάς Αρχέλαος, πρωτότοκος αλλά νόθος γιος του Περδίκκα Β’ με την δούλη του αδελφού του Αλκέτα, τη Σιμίχη, φονιάς του ανήλικου ετεροθαλούς αδελφού, δευτερότοκου μεν αλλά νόμιμου διαδόχου, είχε απόλυτη ανάγκη να σβήσει την βούλα του φονιά και παράνομου άρπαγα του θρόνου. Είχε κάθε συμφέρον να εμφανιστεί στα μάτια στρατού και λαού, και κυρίως των άλλων διεκδικητών που γυρόφερναν στο παλάτι, ότι έφερε το όνομα του πρωτότοκου γιου του Τημένου. Ήταν λοιπόν ο ήρωας και αρχηγέτης Αρχέλαος ένα εφεύρημα του Ευριπίδη για να ευχαριστήσει τον βασιλιά Αρχέλαο; Τα διάφορα διασωθέντα αποσπάσματα των έργων Τήμενος και Τημενίδαι δεν μας οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα. Ο Αρχέλαος ήταν πρωταγωνιστής και στην πρώτη τραγωδία που αφηγείται την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Εκεί πρωτοεμφανίζεται ως πρωτότοκος γιος του Τημένου με καθοριστική συμμετοχή στην κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Ηρακλείδες (τὸ μὲν οὖν κρῖμα τῆς μάχης ἐγένετο κατὰ τοὺς Ἡρακλείδας, ἄριστος δὲ ἐκρίνετο Ἀρχέλαος ὁ πρεσβύτατος). Άρα το τρίτο έργο συνεχίζει μια ιστορία την οποία ο Ευριπίδης είχε ξεκινήσει χρόνια πριν στην Αθήνα.

Τι θα μπορούσε να έχει συμβεί; Μια άποψη θέλει το αίτημα του βασιλιά Αρχέλαου να έγινε πριν επισκεφθεί ο Ευριπίδης την Μακεδονία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Ευριπίδης δημιούργησε έναν άλλο γιο και ήρωα της κατάληψης της Πελοποννήσου στην τραγωδία ‘Τήμενος’ ως ένα βάθρο πάνω στο οποίο έχτισε αργότερα την τραγωδία ‘Αρχέλαος’. Ένα πάντως είναι σίγουρο: η τραγωδία είχε επιτυχία στην αρχαιότητα αν κρίνουμε από τα βραβεία που κέρδισε σε σκηνικούς αγώνες διαφόρων πόλεων. Η γενεαλογία του Ευριπίδη άρχισε να ξεθωριάζει μετά τον θάνατο του Αρχελάου. Ένας ‘βασιλικός παίδας’, ο αγαπημένος του Κρατερός, τον σκότωσε από λάθος με ακόντιο στο κυνήγι! Ορισμένοι είπαν ότι το ακόντιο δεν έκανε λάθος. Αν κρίνουμε από την χαοτική περίοδο που επακολούθησε με πρωταγωνιστές τους μνηστήρες του θρόνου ίσως η άποψη αυτή να έχει βάση. Άτυχο θάνατο λέγεται ότι βρήκε και ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, ο Ευριπίδης πέθανε από δάγκωμα κυνηγετικών σκύλων ενώ περπατούσε στο δάσος μεταξύ Αρέθουσας και Βρομίσκου. Ο ποιητής αποκαλούσε τα σκυλιά αυτά τραπεζήες, ίσως λόγω του μεγάλου τους ύψους (Βορμίσκος , χωρίον Μακεδονίας , εν ώ κυνοσπάρακτος γέγονεν Ευριπίδης: ούς κύνας τη πατρώα φωνή εστερικές καλούσιν οι Μακεδόνες, ο δε ποιητής τραπεζήας”. Στο σημείο του θανάτου ο Αρχέλαος έκτισε μνημείο το οποίο ήταν τόπος επίσκεψης για αιώνες. Κοντά στο μνημείο την ρωμαϊκή εποχή βρισκόταν επί της Εγνατίας οδού σταθμός αλλαγής ίππων γνωστού ως παραφθορά του ονόματος του (mutatio Peripides).

3. Ο τρίτος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Κάρανο (Θεόπομπος, γύρω στο 330 π. Χ.)

Η λέξη κάρανος ή κάρηνος σημαίνει κεφαλή (Ιλιάδα Λ 500: τῇ ῥα μάλιστα ἀνδρῶν πῖπτε κάρηνα) και είναι ο δωρικός τύπος του κοίρανος που σημαίνει αρχηγός, επικεφαλής (Ιλιάδα Β 487: οἵ τινες ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν). Απαντάται και ως επίθετο (αρχηγός, κυρίαρχος, επικεφαλής) και ως ουσιαστικό (βασιλιάς). Προέρχεται από την ρίζα κάρα που σημαίνει κεφαλή ή κορυφή. Μεταφορικά η λέξη σημαίνει τον αρχηγό, τον ηγέτη, τον αρχιστράτηγο όπως μας θυμίζει και ο Ξενοφών στα Ελληνικά : “Ο Κύρος έφερνε γράμμα με τη σφραγίδα του (Πέρση) Βασιλιά, που απευθυνόταν σ᾽ όλους τους κατοίκους των παραλίων λέγοντας ανάμεσα στ᾽ άλλα: «Στέλνω τον Κύρο κάρανο των δυνάμεων που συγκεντρώνονται στον Καστωλό». Κάρανος σημαίνει αρχηγός.” (καί Κῦρος, ἄρξων πάντων τῶν ἐπὶ θαλάττῃ καὶ συμπολεμήσων Λακεδαιμονίοις, ἐπιστολήν τε ἔφερε τοῖς κάτω πᾶσι τὸ βασίλειον σφράγισμα ἔχουσαν, ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε: Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων. τὸ δὲ κάρανον ἔστι κύριον [Ξενοφών, Ελληνικά, 1.4.3] )).

Τον Κάρανο ως αρχηγέτη της μακεδονικής δυναστείας αναφέρουν πολλοί συγγραφείς. Ο Γεώργιος Σύγκελλος (8ος αιώνας), αναπαράγει κείμενο του Πορφυρίου της Τύρου (3ος αιώνας), ο οποίος παραπέμπει στον Διόδωρο Σικελιώτη (1ος π.Χ. αιώνα), ο οποίος αναφέρει τον Θεόπομπο ως τον σημαντικότερο ιστορικό της πρώτης γενεαλογίας από τις δύο που αρχίζουν από τον Κάρανο. Έτσι κατά τον Διόδωρο, η πρώτη γενεαλογία που υποστηρίζεται από τους πολλούς, εκ των οποίων και ο Θεόπομπος, έχει ως εξής:

Τήμενος -» Κίσσος -» Θέστιος-» Μέροπας -» Αριστοδαμίδας -» Κάρανος -» Κοίνος -» Τυρίμμας -» Περδίκκας……

Παρατηρούμε ότι ο Κάρανος είναι τρεις γενιές πριν από τον Περδίκκα και πέντε γενιές μετά τον Τήμενο. Αν υπολογίσουμε τριάντα χρόνια κάθε γενιά τότε προσθέτουμε στην βασιλεία του Περδίκκα του 730 π.Χ άλλα 240 χρόνια και φτάνουμε στο 970 π.Χ. για την βασιλεία του Τημένου.

Η δεύτερη γενεαλογία που υποστηρίζεται από λίγους διαφέρει αρκετά και είναι πολύ μεγαλύτερη:

Τήμενος -» Λαχάρης -» Δέβαλλος -» Ευριβιάδας -» Κλεοδαίος -» Κροίσος -» Ποίαντας -» Κάρανος -» Κοίνος -» Τυρίμμας -» Περδίκκας ……

Ο Κάρανος με την γενεαλογία αυτή είναι επτά γενιές μετά τον Τήμενο και τρεις πριν από τον Περδίκκα, σύνολο δηλαδή δέκα γενιές μεταξύ Τημένου και Περδίκκα. Προσθέτοντας 300 χρόνια στην βασιλεία του Περδίκκα φτάνουμε στο 1030 π,Χ για την αρχή της βασιλείας του Τημένου στο Άργος.

(Γενεαλογοῦσι δ’ αὐτὸν οὕτως, ὡς φησιν ὁ Διόδωρος καὶ ​οἱ πολλοὶ τῶν συγγραφέων, ὧν εἷς καὶ Θεόπομπος. Κάρανος Φείδωνος τοῦ Ἀριστοδαμίδα τοῦ Μέροπος τοῦ Θεστίου τοῦ Κισσίου τοῦ Τημένου τοῦ Ἀριστομάχου τοῦ Κλεοδαίου​ τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέους. ἔνιοι δὲ ἄλλως, φησί, γενεαλογοῦσι, φάσκοντες εἶναι Κάρανον Ποίαντος τοῦ Κροίσου τοῦ Κλεοδαίου τοῦ Εὐρυβιάδα τοῦ Δεβάλλου τοῦ Λαχάρους τοῦ Τημένου, ὃς καὶ κατῆλθεν εἰς Πελοπόννησον)

Ο Κάρανος πήρε γρήγορα την επίσημη θέση του αρχηγέτη της δυναστείας σίγουρα με την υποστήριξη του παλατιού. Θεωρούμε απίθανο κάτι τέτοιο να έγινε στην βασιλεία του Αρχελάου, όπως ισχυρίζεται ο Χάμοντ (Ιστορία της Μακεδονίας. Τ2), για προφανείς λόγους. Ο Θεόπομπος φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος ιστορικός που έγραψε για αυτόν, στην διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Β’, όταν βρισκόταν στην μακεδονική αυλή. Ποιος ήταν όμως ο Θεόπομπος ο Χίος; Γνωρίζουμε ότι σπούδασε στην Αθήνα, στον Ισοκράτη, και έζησε για αρκετά χρόνια στην Πέλλα στα χρόνια του Φιλίππου Β’. Κύρια έργα του ήταν τα ‘Ελληνικά’ και τα ‘Φιλιππικά’. Στο πρώτο εξιστορούσε τα γεγονότα από το 411, χρονιά που σταματά να γράφει ο Θουκυδίδης, μέχρι το 394. Στο δεύτερο, ένα μνημειώδες έργο 58 βιβλίων, εξιστορούσε την περίοδο του Φιλίππου στην Μακεδονία. Δυστυχώς και τα δύο συγγράμματα έχουν χαθεί και μόνο μικρά αποσπάσματα έχουν βρεθεί. Ότι γνωρίζουμε προέρχεται κυρίως από το επίσης χαμένο έβδομο βιβλίο του ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη, ο οποίος αντέγραψε χαρακτηριστικά αποσπάσματα του έργου του. Ευτυχώς μεταγενέστεροι συγγραφείς διέσωσαν κάποια τμήματα έτσι ώστε χάρη σ’ αυτούς να γνωρίζουμε τι έγραψε ο Διόδωρος και συνεπώς ο Θεόπομπος. Σύμφωνα με δύο αποσπάσματα του Συγκέλλου ο Κάρανος, αδελφός του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, θέλησε να αποκτήσει και αυτός δικό του βασίλειο. Αφού παρέλαβε στρατό από τον αδελφό του και από άλλους Πελοποννήσιους πήγε προς τα μέρη της Μακεδονίας (τοίς κατά Μακεδονίαν τόποις επήλθε / τοις υπέρ Μακεδονίας τόποις επιστρατεύσας). Εκεί συμμάχησε με τον βασιλιά των Ορεστών σε πόλεμο εναντίον των γειτόνων του Εορδών. Μετά την νίκη μοίρασαν στα δύο την κατακτηθείσα περιοχή και ο Κάρανος παρέλαβε την Μακεδονία (τῆς κατακτηθείσης χώρας τὸ ἥμισυ προσλαβὼν διὰ τὴν συμμαχίαν, παρέλαβε τὴν Μακεδονίαν). Στην περιοχή αυτή έκτισε πόλη σύμφωνα με χρησμό ( καὶ ἔκτισε πόλιν ἐν αὐτῇ κατὰ χρησμόν / και πόλιν ήγειρε κατά χρησμόν) και δημιούργησε βασίλειο εκεί (και βασιλείαν εν αυτή συνεστήσατο) στο οποίο βασίλεψαν οι διάδοχοι του (ἣν καθεξῆς οἱ ἀπ’ αὐτοῦ διεδέχοντο).

Δυστυχώς ο χρησμός στον οποίο αναφέρεται ο Διόδωρος μάλλον χάθηκε με το έβδομο βιβλίο του. Θα βρεθεί όμως σαν από θαύμα όπως θα δούμε στον επόμενο, τον τέταρτο ιδρυτικό μύθο. Ο χρησμός έλεγε “πήγαινε προς τις πηγές του Αλιάκμονα και όταν πρωτοδείς γίδες να βόσκουν εκεί εγκαταστήσου ευτυχισμένος εσύ και οι επόμενες γενιές σου”. Αυτό εξηγεί γιατί ο Κάρανος ανεβαίνοντας προς βορρά έστριψε δυτικά – προς Ορέστεια και Εορδαία – όταν συνάντησε τον Αλιάκμονα. Απλά πήρε την κατεύθυνση προς τις πηγές του στην Άνω Μακεδονία, πράγμα που εξηγεί την συνάντηση του με τους Ορέστες.

Σχετική με τον ιδρυτικό αυτόν μύθο είναι και μια ιστορία που διηγείται ο ιστορικός Παυσανίας (2ος αιώνας μ. Χ.) όταν επισκέφτηκε την Μακεδονία όπου άκουσε τις τοπικές παραδόσεις. Σύμφωνα με αυτές, ο Κάρανος νίκησε σε μάχη έναν βασιλιά Κισσέα ο οποίος καταδυνάστευε την γειτονική του χώρα (κρατῆσαι μάχῃ Κισσέως, ὃς ἐδυνάστευεν ἐν χώρᾳ τῇ ὁμόρῳ). Μετά την νίκη έστησε τρόπαιο όπως ήταν η συνήθεια των Αργείων. Ένα λιοντάρι όμως κατέβηκε από τον Όλυμπο και ανέτρεψε το τρόπαιο (ἐπελθόντα δέ φασιν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου λέοντα ἀνατρέψαι τε τὸ τρόπαιον). Ο Κάρανος θεώρησε ότι αυτό ήταν ένα μήνυμα. Σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να δημιουργεί αδιάλλακτες έχθρες με τους γείτονες στήνοντας τρόπαια αν ήθελε να τους κάνει στο μέλλον φίλους. Οι σημερινοί εχθροί μπορεί να γίνουν οι μελλοντικοί φίλοι! Από τότε για τις νίκες επί των βαρβάρων δεν έστειναν τρόπαια, ούτε ο ίδιος ούτε οι διάδοχοι του, (μήτε ὑπὸ αὐτοῦ Καρανοῦ μήτε ὑπὸ τῶν ὕστερον βασιλευσόντων Μακεδονίας τρόπαια ἵστασθαι). Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι και ο Αλέξανδρος συνέχιζε αυτή την συνήθεια (μαρτυρεί δὲ τῷ λόγῳ καὶ Ἀλέξανδρος, οὐκ ἀναστήσας οὔτε ἐπὶ Δαρείῳ τρόπαια οὔτε ἐπὶ ταῖς Ἰνδικαῖς νίκαις).

Το απόσπασμα αυτό του Παυσανία είναι σημαντικό γιατί μας λέει ότι η νίκη του Καράνου επί του γείτονα Κισσέα έλαβε χώρα κοντά στον Όλυμπο όπου έστησε το τρόπαιο που έριξε το λιοντάρι. Συνεπώς το βασίλειο που είχε ιδρύσει ο Κάρανος ήταν δίπλα στον Όλυμπο, δηλαδή στα Πιέρια. Η όμορος χώρα του βασιλείου του, την οποία καταδυνάστευε ο Κισσέας, θα ήταν μάλλον οι Ορέστες με τους οποίους συμμάχησε για να νικήσει τον Εορδό Κισσέα. Αφού υπήρχε τέτοια παλιά παράδοση στην Μακεδονία ίσως να ενέπνευσε και τον Ευριπίδη για την δική του ιστορία.

Σχολιασμός

Ο Κάρανος εισάγεται για πρώτη φορά από τον Θεόπομπο ο οποίος είχε ζήσει για μεγάλο διάστημα στην μακεδονική αυλή την εποχή του Φιλίππου Είναι πολύ πιθανόν η αφήγηση του να αναπαράγει την ιστορία που άκουσε στην βασιλική αυλή, όταν βασίλευε ο Φίλιππος. Ο τελευταίος όπως γράφει ο Διόδωρος είχε αναγορευθεί το 338 π.Χ. αυτοκράτωρ στρατηγός (ὡς οἱ Ἕλληνες αὐτοκράτορα στρατηγὸν εἵλοντο Φίλιππον, αρχή βιβλίου 16) και πιο κάτω βασιλεύς ηγεμών (ἐπὶ δὲ τούτων Φίλιππος ὁ βασιλεὺς ἡγεμὼν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων καθεσταμένος, βιβλίο 16.91). Ακόμη και ο Διόδωρος δεν μπορούσε να βρει έναν ακριβή όρο για να αποδώσει τον νέο τίτλο του Φιλίππου γράφοντας άλλοτε “αυτοκράτωρ στρατηγός” και άλλοτε “βασιλεύς ηγεμών¨. Οι τίτλοι αυτοί παραπέμπουν στην έννοια του αρχηγού, του αρχιστρατήγου, του καράνου, όπως έγραψε ο Ξενοφών δέκα χρόνια νωρίτερα από τον Θεόπομπο. Κάρανος όλων των Ελλήνων – πλην Λακεδαιμονίων – ήταν λοιπόν ο Φίλιππος πράγμα που ίσως δεν διέφυγε της προσοχής του Θεοπόμπου! Αλλά και ο ίδιος ο Φίλιππος λέγεται ότι ονόμασε Κάρανο τον γιο που απέκτησε από την τελευταία του σύζυγο, την Κλεοπάτρα (καὶ γὰρ ἐτύγχανε παιδίον ἐκ τῆς Κλεοπάτρας γεγονὸς τῷ Φιλίππῳ τῆς τελευτῆς τοῦ βασιλέως ὀλίγαις πρότερον ἡμέραις, Διόδωρος 17.2). Επρόκειτο για έναν διεκδικητή του θρόνου, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στην Ολυμπιάδα, και ο οποίος εξαφανίστηκε μετά την δολοφονία του Φιλίππου (ἐπὶ δὲ Φιλίππῳ τελευτήσαντι Φιλίππου παῖδα νήπιον, γεγονότα δὲ ἐκ Κλεοπάτρας ἀδελφιδῆς Ἀττάλου, τοῦτον τὸν παῖδα ὁμοῦ τῇ μητρὶ Ὀλυμπιὰς ἐπὶ σκεύους χαλκοῦ πυρὸς ὑποβεβλημένου διέφθειρεν ἕλκουσα, Παυσανίας, 8.7.7). Εάν όντως αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τότε αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα το εξής σενάριο. Ο Φίλιππος μετά την ανακήρυξη του ως αρχηγού όλων των Ελλήνων, παντρεύεται την Κλεοπάτρα, μια βέρα Μακεδόνισσα. Ο γιος που γεννιέται ονομάζεται Κάρανος ενώ συγχρόνως αναδύεται από την αυλή μια νέα δυναστική γενεαλογία με αρχηγέτη κάποιον Κάρανο. Το μήνυμα της βασιλικής βούλησης είναι σαφές: το νεογέννητο προορίζεται για διάδοχος του θρόνου. Η Ολυμπιάς όμως δεν θα ανεχθεί κάτι τέτοιο, ούτε ο Αλέξανδρος (Aemulum quoque imperii, Caranum, fratrem ex nouerca susceptum, interfici curauit, Just. XI.2).

Ο νέος αρχηγέτης που ονομάζεται Κάρανος πήγε προς τις πηγές του Αλιάκμονα στην Άνω Μακεδονία. Εκεί τον στέλνει ο χρησμός όπως θα ανακαλύψουμε στον επόμενο ιδρυτικό μύθο. Μαθαίνει ότι οι Εορδοί έχουν δημιουργήσει προβλήματα στους γείτονες τους, στους Ορέστες, μάλλον έχουν καταλάβει εδάφη τους. Ο βασιλιάς των Ορεστών ζητά την βοήθεια του Καράνου υποσχόμενος να του δώσει τα μισά εδάφη αν νικήσουν τους Εορδούς. Να μια χρυσή ευκαιρία. Συμμαχεί με τους Ορέστες, νικούν τους Εορδούς οπότε στον Κάρανο περιέρχεται η μισή έκταση, η οποία τυχαίνει να είναι η Μακεδονία, δηλαδή η ορεινή Πιερία. Εκεί εγκαθίσταται όπως ορίζει ο χρησμός ιδρύοντας το βασίλειο του.

Η αναλυτική εξέταση των τριών πρώτων ιδρυτικών μύθων δείχνει ότι έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλοι ξεκινούν από ένα κοινό γεγονός που συνέβη παλιά στην Άνω Μακεδονία. Ο Περδίκκας του Ηροδότου δούλευε με τα αδέλφια του σε ένα βασιλιά βορειοδυτικά του Αλιάκμονα, προφανώς στην Εορδαία. Ο Αρχέλαος με την σειρά του πολέμησε για να βοηθήσει έναν βασιλιά Κισσέα στη περιοχή της Άνω Μακεδονίας. Ο Κάρανος κατά τον Θεόπομπο συμμαχώντας με τους Ορέστες νίκησε τον βασιλιά των Εορδών που είχε καταπατήσει τα εδάφη τους και κερδίζει τα μισά από αυτά που είναι η Μακεδονία. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι ο βασιλιάς που νίκησε ο Κάρανος βρισκόταν σε όμορη χώρα και ονομαζόταν Κισσέας. Ο χώρος λοιπόν που διαδραματίζονται όλα αυτά τα γεγονότα είναι σαφής. Οι τρεις ιδρυτικοί μύθοι, του Ηροδότου, του Ευριπίδη και του Θεοπόμπου, συναντώνται κάπου στα όρια Πιερίων, Ελίμειας και Εορδαίας!

Με λατινικούς αριθμούς εντός των κόκκινων κύκλων I, II, III, και IV οι περιοχές της Πιερίας, της Εορδαίας, της Ορέστειας και της Ελίμειας. Με σκούρα μπλε γραμμή ο ρους του Αλιάκμονα και με σκούρο κίτρινο η πιθανή περιοχή όπου διαδραματίστηκαν οι τρεις ιστορίες, βορειοδυτικά του ποταμού. Το κόκκινο βέλος αριστερά δείχνει την πιθανή διαδρομή του Περδίκκα με τα αδέλφια του και δεξιά την πιθανή διαδρομή του Καράνου και των αποίκων του προς την Μακεδονία, γιατί, όπως συνηθιζόταν τότε, οι άποικοι ταξίδευαν από την θάλασσα.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: ένας τέταρτος ιδρυτικός μύθος διαφέρει ριζικά από τους προηγούμενους τρεις. Ας τον εξετάσουμε πριν βγάλουμε τα τελικά συμπεράσματα!

VII. Ο τέταρτος ιδρυτικός μύθος με αρχηγέτη τον Κάρανο ( Ευφορίων/ Τρώγος / Ιουστίνος, 230 π.Χ. – 200 μ. Χ.)

Ο τέταρτος μύθος έγινε γνωστός από τον Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο:

Και ο Κάρανος με ένα μεγάλο πλήθος Ελλήνων, προσταγμένος από τον χρησμό να πάει να εγκατασταθεί στη Μακεδονία, έφτασε στην Ημαθία. Κυρίευσε εκεί την Έδεσσα περνώντας απαρατήρητος από τους κατοίκους της πόλης χάρις σε μια δυνατή μπόρα, με ομίχλη και πυκνή βροχή. Μπροστά του έτρεχαν γίδες που η κακοκαιρία τις έσπρωχνε προς την πόλη και ενθυμούμενος τον χρησμό που έλεγε ότι “θα βασιλέψει εκεί που θα τον οδηγήσουν οι γίδες” διάλεξε την πόλη αυτή για έδρα του βασιλείου του. Από τότε σε κάθε εκστρατεία έβαζε να προπορεύονται του στρατού γίδες για να έχει την ίδια επιτυχία όπως στη πρώτη του κατάκτηση. Σαν ενθύμιο αυτού του περιστατικού ονόμασε Αιγές την Έδεσσα και το λαό της Αιγαιάτες”.

Για σχεδόν δεκαοκτώ αιώνες αυτό το κείμενο του Ιουστίνου θα γίνει το ευαγγέλιο λογίων, ιστορικών, αρχαιολόγων και άλλων επαϊόντων όταν προσέγγιζαν το θέμα της τοποθεσίας των Αιγών. Περαστικοί και επισκέπτες, περνώντας από την Έδεσσα δεν θα λησμονούν να αναφέρουν ότι εδώ ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Ήταν πίστη ακράδαντη, θεμελιωμένη στο παραπάνω απόσπασμα την οποία μάλιστα κατόρθωσαν να περάσουν και στους ίδιους τους Εδεσσαίους όπως και στη δική μου αφεντιά όταν πήγαινα μικρός σχολείο!

Ποιος ήταν ο ιστορικός Ιουστίνος; Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Δεν γνωρίζουμε ούτε πού, ούτε πότε γεννήθηκε. Από τα ιστορικά γεγονότα που εξιστορεί υπολογίζεται ότι έζησε κάπου μεταξύ του 2ου και του 3ου αιώνα μ. Χ. Ήταν Ρωμαίος και έγραψε “εις λατινίδα φωνήν”. Το μόνο γνωστό του σύγγραμα είναι η επιτομή, δηλαδή η σύνοψη σε ένα τόμο, της μη σωζόμενης μεγάλης και πολύτομης “Παγκόσμιας Ιστορίας των Λαών” του Ρωμαίου ιστορικού Πομπηίου Τρώγου. Ο τελευταίος έζησε στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου και του Τιβερίου, στο πέρασμα δηλαδή από την παλιά στη νέα εποχή, στα χρόνια του Ιησού. Η ιστορία του περιείχε τεράστιο αφιέρωμα στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στον πατέρα του Αλεξάνδρου, τον Φίλιππο, σ’ αυτόν που έβαλε τις βάσεις του μακεδονικού μεγαλείου. Γι’ αυτό και το έργο του έγινε γνωστό και σαν “Φιλιππικές Ιστορίες”. Άλλωστε μόλις τότε ο Οκταβιανός έδωσε τέλος στη τελευταία κραταιά μακεδονική δυναστεία, την δυναστεία των Λαγιδών Πτολεμαίων της Αιγύπτου, οδηγώντας σε αυτοκτονία την Κλεοπάτρα. Ο Ιουστίνος λοιπόν απλά σμίκρυνε το μεγάλο έργο του Τρώγου γράφοντας μια σύνοψη. Σύνοψη που σίγουρα ήταν πιο εύκολο να αναπαραχθεί, πιο εύκολο να μεταφερθεί και πιο εύκολο να διαβαστεί από τους λατινόφωνους πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έφερε τον τίτλο “Epitoma historiarum Philippicarum Pompei Trogi” (Επιτομή των Φιλιππικών Ιστοριών του Πομπηίου Τρώγου). Στη σύνοψη αυτή ο Ιουστίνος έκανε αναγκαστικά μια επιλογή αυτών που έγραψε ο Τρώγος στην πολύτομη ιστορία του. Και για την ίδρυση των Αιγών θα θεώρησε ότι ο μύθος της κατάληψης της Έδεσσας με την βοήθεια αγριοκάτσικων και της μετονομασίας της σε Αιγές ήταν ίσως o πιο εξωτικός και ελκυστικός.

Ο μύθος λοιπόν προέρχεται από τον ιστορικό Τρώγο. Ποιες μπορεί να ήταν οι πηγές του; Σίγουρα τα ‘Φιλιππικά’ του Θεοπόμπου θα ήταν η κύρια επιλογή. Είδαμε όμως ότι ο Θεόπομπος, ο οποίος πρώτος εισήγαγε τον Κάρανο ως νέο αρχηγέτη, αναφέρει τον τρίτο μύθο. Άρα κάποιος άλλος έγραψε για την σχέση Καράνου και Εδέσσης μετά από αυτόν. Το αίνιγμα λύθηκε τελείως τυχαία από τον Κλήμη της Αλεξανδρείας – κυριολεκτικά αν αγνοία του – ή καλύτερα από το έργο του ‘Προτρεπτικός προς Έλληνας’. Στο δεύτερο κεφάλαιο του έργου αυτού, ο πρώτος μεγάλος πατέρας της χριστιανικής θρησκείας (150 – 211 μ Χ.), κριτικάρει τις αρχαίες δοξασίες σε ένα εξαιρετικά πυκνό κείμενο. Εκεί (2.11.3) κάνει αναφορά σε τερατοσκόπους, σε νεκρομαντεία τα οποία σκορπίζουν σκοτάδι (νεκυομαντεία σκότω παραδιδόσθων), σε σοφιστήρια και μπαρμπουτιέρες (ανθρώπων απίστων σοφιστήρια και πλάνης ακράτου κυβευτήρια), σε κατσίκες εκπαιδευμένες στην μαντική και σε κοράκια που διδάσκουν ανθρώπους (αίγες αι επί μαντικήν ησκημέναι και κόρακες ανθρώποις χρων υπό ανθρώπων διδασκόμενοι). Σε ένα αντίγραφο του έργου αυτού, ο Πατρινός αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας Αρέθας (850 – 932 μ.Χ), κάτοχος μεγάλης βιβλιοθήκης και μελετηρός αναγνώστης της αρχαίας γραμματείας, γράφει στο περιθώριο δίπλα στη λέξη ‘τερατοσκόπους’: Καρανός τις Αργείος επί οχήματος αιγών κατά χρησμόν εις Μακεδονίαν μετωκίσθη δηλαδή κάποιος Κάρανος από το Άργος σύμφωνα με χρησμό μετακόμισε στην Μακεδονία πάνω σε άμαξα που έσερναν αίγες. Και λίγο πιο κάτω δίπλα στις ‘αίγες επί μαντική ησκημέναι’ σημειώνει:

Ο Κάρανος, γιος του Ποιάνθη (ο Ποίαντας της δεύτερης γενεαλογίας), σχεδιάζοντας να ιδρύσει αποικία στην Μακεδονία πήγε στους Δελφούς και πήρε τον εξής χρησμό:

Άκου ευγενικέ Κάρανε και βάλε τα λόγια καλά στο μυαλό σου
Αφού εγκαταλείψεις το Άργος και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες,
πήγαινε προς τις πηγές του Αλιάκμονα και όταν πρωτοδείς γίδες να βόσκουν,
εκεί εγκαταστήσου ευτυχισμένος εσύ και οι επόμενες γενιές σου.

Μετά τον χρησμό αυτόν ο Κάρανος ξεκίνησε με άλλους Έλληνες και αφού έφτασε στη Μακεδονία εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα την οποία μετονόμασε σε Αιγές από τις γίδες. Εκεί έμεναν Φρύγες και Λυδοί που είχαν μεταφερθεί στην Ευρώπη από τον Μίδα. Αυτά εξιστορεί ο Ευφορίων στα έργα του Ἱστίᾳ καὶ Ἰνάχῳ.

Σχολιασμός

Το απόσπασμα αυτό είναι αποκαλυπτικό για τρεις λόγους. Ο πρώτος γιατί μας δίνει τον δελφικό χρησμό προς τον Κάρανο που έλειπε από την εξιστόρηση του Θεοπόμπου. Γιατί θα ήταν παράδοξο ο Κάρανος να έχει πάρει δύο διαφορετικούς χρησμούς για την ίδια επιχείρηση. Ο δεύτερος γιατί ο χρησμός δεν αναφέρεται ούτε σε Ημαθία, ούτε σε Έδεσσα, ούτε έστω σε Μακεδονία, αλλά ορίζει να πάει προς τις πηγές του Αλιάκμονα που βρίσκονται φυσικά στην Άνω Μακεδονία. Η Έδεσσα βρισκόταν τότε έκτος Μακεδονίας, στη Βοττιαία, άρα δεν θα μπορούσε ψάχνοντας την Μακεδονία να έπεσε πάνω στην Έδεσσα. Και ο τρίτος λόγος γιατί μας αποκαλύπτει ότι ο Ευφορίων είναι αυτός που συνέδεσε τον Κάρανο με την Έδεσσα και εν τέλει με τις Αιγές. Και μάλιστα χωρίς πόλεμο αλλά εποχούμενο σε άμαξα που έσερναν κατσίκες. Το είχε γράψει στο έργο του για την Ιστιαία και τον Ίναχο, τον γενάρχη της βασιλικής δυναστείας του Άργους από τον οποίο ονομάστηκε και ο ποταμός της αργολικής γης που λεγόταν έως τότε, κατά τον Απολλόδωρο, Αλιάκμων! Ο χρησμός με άλλα λόγια έστελνε τον απόγονο του Ινάχου από τον Αλιάκμονα του νότου στον Αλιάκμονα του βορρά. Την ιστορία του Ευφορίωνα χρησιμοποίησε ο Τρώγος και στη συνέχεια ο Ιουστίνος.

Ποιός ήταν ο Ευφορίων; Κατά τον Σουίδα ο Ευφορίων καταγόταν από την Χαλκίδα και μαθήτευσε στη Αθήνα στους φιλοσόφους Λακύδη και Πρυτανίδη καθώς και στον ποιητή Αρχέβουλο από την Σαντορίνη “Εὐφορίων Πολυμνήστου, Χαλκιδεύς, ἀπὸ Εὐβοίας, μαθητὴς ἐν τοῖς φιλοσόφοις Λακύδου καὶ Πρυτάνιδος καὶ ἐν τοῖς ποιητικοῖς Ἀρχεβούλου τοῦ Θηραίου ποιητοῦ, οὗ καὶ ἐρώμενος λέγεται γενέσθαι”. Γεννήθηκε το 275 και πέθανε το 185 π.Χ. Σπούδασε και έζησε στην Αθήνα ως Αθηναίος πολίτης, και πέθανε στη Συρία όπου πήγε περί το 220 π. Χ. ως διευθυντής της βιβλιοθήκης του Αντιόχου Γ’, του επονομαζόμενου και Μεγάλου. Στην Αθήνα έγινε γνωστός από τις δύσκολες και σπάνιες λέξεις που χρησιμοποιούσε και τα πικάντικα και δημοφιλή θέματα που συγκινούσαν ένα ευρύτερο κοινό. Τα αρκετά σωζόμενα αποσπάσματα έργων του ασχολούνται με μάντεις και προφήτες, με σημεία κατά την γέννηση που αναγγέλλουν την μοίρα ενός ανθρώπου, με μαγείες και παράξενους έρωτες, με πετάγματα πουλιών που προμηνύουν σημαντικά γεγονότα, με ερμηνείες ονείρων, με θαύματα που προδικάζουν γεγονότα, με αστρολογία αλλά και με χρησμούς που συνδέονται συχνά με ιδρυτικούς μύθους. Λέγεται ότι στο έργο του Χιλιάδες, πέντε βιβλίων,συμπεριέλαβε στο πέμπτο όλους τους εκπληρωμένους χρησμούς χιλίων ετών από τα μαντεία της Δωδώνης, των Δελφών και της Δήλου – αρχής γενομένης από τον Δήλιο μάντη Άνιο, τον θεωρούμενο αρχηγέτη του ιερατικού γένους. Το έργο του ήταν σχετικό με μύθους, προφητείες, θαύματα, παράξενους έρωτες και χρησμούς πράγμα που το έκανε ιδιαίτερα δημοφιλές.

Ο Ευφορίων έγινε πολύ πλούσιος στην Αθήνα. (εὔπορος σφόδρα γεγονὼς). Η βαθύπλουτη και ηλικιωμένη βασίλισσα της Κορίνθου Νίκαια τον είχε υπό την προστασία της και τον έκανε πλούσιο. Πρόκειται για την χήρα του βασιλιά της Ευβοίας και της Κορίνθου, τον Αλέξανδρο, γιο του Κρατερού, εγγονού του συνώνυμου εταίρου του Μεγαλέξανδρου. Με σαρκασμό έγραψε ο Πλούταρχος “τούτου δ’ ουδέν τι βελτίων ο βουλόμενος άμα μεν Εμπεδοκλής ή Πλάτων ή Δημόκριτος είναι περί κόσμου γράφων και της των όντων αληθείας, άμα δε πλουσία γραΐ συγκαθεύδειν ως Ευφορίων”. Τα έργα του μεταφράστηκαν στα λατινικά και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή στην Ρώμη για πολλά χρόνια λόγω του πρωτότυπου και σκανδαλιστικού περιεχομένου. Έβρισκε μιμητές στην Ρώμη (η αποκαλούμενη νεωτεριστική ποίηση – poetae novi) τους οποίους ο Κικέρων αποκαλούσε ειρωνικά αοιδούς του Ευφορίωνα (cantores Euphorionis). Δυστυχώς δεν έχει σωθεί κανένα από τα έργα του αν και υπάρχουν αρκετά διασωθέντα μικρά αποσπάσματα. Ο Ευφορίων δεν ταξίδεψε στην Μακεδονία και δεν είχε ιδίαν αντίληψη ούτε της γεωγραφίας ούτε των εκεί τοπικών παραδόσεων και μύθων. Έζησε όμως το τελευταίο μέρος της ζωής του στην αυλή του Αντιόχου και ίσως από εκεί να πήρε πληροφορίες από δεύτερης γενιάς Μακεδόνες, από ιστορίες δηλαδή παιδιών παλαιών πολεμιστών καταγόμενων ίσως και από την Έδεσσα.

Ως γνωστόν, ο Σέλευκος Νικάτωρ, είχε εγκαταστήσει τους παλαίμαχους Εδεσσαίους πολεμιστές που δεν θέλησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα, στην ασσυριακή πόλη Ορχόη, την σημερινή Ούρφα της Τουρκίας, την οποία μετονόμασε σε Έδεσσα (γνωστής αργότερα ως Έδεσσα της Μεσοποταμίας) λόγω των πολλών νερών. Η ιστορία της κατάληψης της Έδεσσας από τον Κάρανο ή τους απογόνους του με την βοήθεια κατσικιών ίσως ήταν μια παλιά τοπική παράδοση η οποία όμως δεν σχετιζόταν με την ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου αλλά με την επέκταση του. Όπως θυμόμαστε από τον Θουκυδίδη, μετά την ίδρυση του βασιλείου με πρωτεύουσα τις Αιγές στους βόρειους πρόποδες των Πιερίων, το επόμενο βήμα ήταν η εκδίωξη των Πιέρων Θρακών που κατοικούσαν τις παραλίες της περιοχής και στη συνέχεια η κατάκτηση της Βοττιαίας με εκδίωξη των κατοίκων της προς την Θέρμη της Χαλκιδικής. Η Έδεσσα ως η βορειότερη πόλη της Βοττιαίας θα είχε την ίδια βέβαια τύχη, δηλαδή κατάληψη της από τον βασιλιά του νέου κράτους και μετακίνηση των κατοίκων, Λυδίων και Φρυγών, προς την Ανθεμούντα, στην δυτική Χαλκιδική. Το σκηνικό της δυνατής βροχής με ομίχλη και τις κατσίκες που οδήγησαν τους κατακτητές μέσα στην πόλη ίσως είναι εφεύρημα άλλων το οποίο άρεσε στον Τρώγο ή στον Ιουστίνο. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο ο Ευφορίων έκρινε ότι η ιστορία αυτή θα μπορούσε να παντρευτεί με την μετονομασία της Έδεσσας σε Αιγές όπως η Ορχόη σε Έδεσσα.

Στην όλη αφήγηση όμως υπάρχουν μερικά προβλήματα τόσο λογικής όσο και ιστορικής συνέπειας. Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι ο Ευφορίων εμφανίζει τον Κάρανο να παραβιάζει τον χρησμό, αφού ερχόμενος στον βορρά δεν ακολουθεί τον ρου του Αλιάκμονα δυτικά προς τις πηγές όπως ορίζει ο χρησμός αλλά τον προσπερνά συνεχίζοντας την πορεία προς βορρά. Για να βρει τι άραγε; την Έδεσσα; Ο Ιουστίνος επίσης γράφει ότι ο χρησμός όρισε να πάει ο Κάρανος στην Μακεδονία – πράγμα που δεν λέει ο χρησμός – αλλά ούτε εκεί πηγαίνει. Αντίθετα παίρνει τον δρόμο προς την Βοττιαία και την Έδεσσα, εκτός δηλαδή της Μακεδονίας. Παράλογα πράγματα για κάποιον που έδινε τόσο μεγάλη πίστη στους χρησμούς. Ελαφρυντικό στοιχείο για την παράξενη αυτή ιστορία είναι, ίσως, η έλλειψη γνώσης της γεωγραφίας της περιοχής, πού βρισκόταν δηλαδή η Έδεσσα και πού ο Αλιάκμονας, αφού δεν την επισκέφτηκε ποτέ ο ίδιος.

Το δεύτερο και σημαντικότερο στοιχείο είναι η άγνοια των ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν την περίοδο εκείνη, στα οποία Έδεσσα και Αιγές υπήρξαν θέατρα επιχειρήσεων. Κι αυτό γιατί έζησε για χρόνια με την χήρα του Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρου που τύχαινε να βασιλεύει και στην ιδιαίτερη του πατρίδα, την Εύβοια. Ποια είναι αυτά τα ιστορικά γεγονότα; Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, ο βασιλιάς των Μολοσσών Πύρρος έκανε τρεις απόπειρες κατάληψης του μακεδονικού θρόνου, δύο εκ των οποίων έγιναν από την Έδεσσα. Την πρώτη, περί το 288 π. Χ., τριάντα-πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου και είκοσι από του γιου του Αλέξανδρου Δ’, όταν πληροφορήθηκε ότι ο τότε βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος Πολιορκητής ήταν κατάκοιτος στην Πέλλα. Ήρθε από δυσμάς μέσω της στενωπού του σημερινού Άγρα που οδηγεί από την Άνω στην Κάτω Μακεδονία και σταμάτησε στην Έδεσσα πριν τραπεί σε φυγή από τους στρατηγούς του Δημητρίου “ὀλίγῳ δὲ ὕστερον πυθόμενος νοσεῖν τὸν Δημήτριον ἐπισφαλῶς ἐνέβαλε μὲν ἐξαίφνης εἰς Μακεδονίαν ὡς ἐπιδρομήν τινα καὶ λεηλασίαν ποιησόμενος, παρ᾽ ὀλίγον δὲ ἦλθε πάντων ὁμοῦ κρατῆσαι καὶ λαβεῖν ἀμαχεὶ τὴν βασιλείαν, ἐλάσας ἄχρι Ἐδέσσης μηδενὸς ἀμυνομένου” (Πλουτάρχου Πύρρος, 10 1-2). Ένα χρόνο αργότερα, μετά την φυγή του Δημητρίου στην Ασία, μοιράστηκε με τον Λυσίμαχο το βασίλειο, παίρνοντας αυτός την Άνω Μακεδονία (τα δυτικά) και ο Λυσίμαχος την Κάτω (τα ανατολικά). Φαίνεται μάλιστα ότι ο ίδιος είχε εγκατασταθεί στην Έδεσσα. Και αυτό όμως όχι για πολύ. Όταν ο Λυσίμαχος πληροφορήθηκε την αιχμαλωσία του Δημητρίου από τον Σέλευκο στην Συρία το 285 π. Χ., κίνησε εναντίον του Πύρρου που βρισκόταν στην Έδεσσα. Και τότε ο Ηπειρώτης βασιλιάς τα μάζεψε και έφυγε από την Έδεσσα χωρίς μάχη (“τέλος δὲ Δημητρίου καταπολεμηθέντος ἐν Συρίᾳ Λυσίμαχος ἐπ᾽ ἀδείας γενόμενος καὶ σχολάζων εὐθὺς ἐπὶ τὸν Πύρρον ὥρμησε καθημένου περὶ τὴν Ἔδεσσαν”, Πλουτάρχου Πύρρος 12 5-6). Την τρίτη φορά, το 274 π. Χ., ο Πύρρος επιστρέφοντας από την πύρρειο νίκη στην Ιταλία, επιτέθηκε εναντίον του Αντίγονου Γονατά, που στο μεταξύ βρισκόταν στον θρόνο της Μακεδονίας. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς νίκησε και κατάφερε να κυριεύσει τις Αιγές με την βοήθεια των άπληστων και αγροίκων Γαλατών μισθοφόρων που βεβήλωσαν τους βασιλικούς τάφους, ακολουθώντας μάλλον τον ρου του Αλιάκμονα “τῶν δὲ Αἰγαίων κρατήσας τά τε ἄλλα χαλεπῶς ἐχρήσατο τοῖς ἀνθρώποις, καὶ φρουρὰν Γαλατικὴν ἐν τῇ πόλει κατέλιπε τῶν μετ᾽ αὐτοῦ στρατευομένων” Πλουτάρχου Πύρρος 26). Μετά την κατάληψη των Αιγών, εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, ενώ οι στρατηγοί του άρχισαν να πολιορκούν τις άλλες πόλεις της Μακεδονίας (μετὰ τὴν μάχην δὲ εὐθὺς ἀνελάμβανε τὰς πόλεις). Μια από αυτές ήταν και η Έδεσσα, η κατάληψη της οποίας είχε ανατεθεί στον Λακεδαίμονα σύμμαχο του, τον στρατηγό Κλεώνυμο, ο οποίος μάλιστα κατάφερε να νικήσει την φάλαγγα των σαρισοφόρων υπερασπιστών της πόλης όπως γράφει ο Πολύαινος Κλεώνυμος Ἔδεσσαν πολιορκῶν, τοῦ τείχους πεσόντος, τῶν πολεμίων ἐπελθόντων σαρισοφόρων ‑ ἑκάστη σάρισα πηχῶν ἦν ἑκκαίδεκα ‑ ἐπύκνωσε τὴν αὑτοῦ φάλαγγα ἐς βάθος· τοὺς δὲ πρωτοστάτας καὶ τοὺς τούτων ἐπιστάτας ἄνευ δοράτων ἔταξε παραγγείλας, ἂν συμμίξωσιν οἱ σαρισοφόροι, διαλαβεῖν ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶ τὴν σάρισαν καὶ κατέχειν, τοὺς δὲ ἑπομένους παρὰ πλευρὸν ἑκάστου παρελθόντας ἐνεργεῖν τὴν μάχην. οἱ μὲν ἐλάβοντο τῶν σαρισῶν (οἱ δὲ) ἀνθέλκοντες, οἱ δὲ κατόπιν παρελθόντες ἀνεῖλον τοὺς σαρισοφόρους, καὶ ἄχρηστον ἠλέγχθη τὸ σαρίσης μέγεθος τῇ Κλεωνύμου δεινότητι, Πολυαίνου Στρατηγήματα, 2.29.2)

Πως λοιπόν θα μπορούσε να αγνοεί ο Ευφορίων την ύπαρξη των Αιγών και της Έδεσσας ως δύο διακριτών, διαφορετικών πόλεων που πρωταγωνίστησαν στις μάχες της διαδοχής, τριάντα-πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου και μόλις είκοσι μετά τον θάνατο του τελευταίου Τημενίδη, ο οποίος τάφηκε στις Αιγές; Είχε φοιτήσει στην Αθήνα λίγα χρόνια μετά το συγκλονιστικά γεγονότα που οδήγησαν τον Πύρρο στον μακεδονικό θρόνο. Είχε διατελέσει επί χρόνια ερωμένος της Νίκαιας, χήρας του Μακεδόνα Αλεξάνδρου, βασιλιά Κορίνθου και Ευβοίας, και κάτι θα είχε ακούσει για όλα αυτά. Είχε τέλος τοποθετηθεί τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του διευθυντής της βιβλιοθήκης του Αντιόχου όπου υπήρχαν όλα τα ιστορικά βιβλία της εποχής.

Το εκπληκτικό βέβαια είναι ότι τα κείμενα αυτά δεν τα αγνόησε μόνο ο Ευφορίων αλλά και όλοι οι ιστορικοί και αρχαιολάτρες της Ευρώπης από την αρχαιότητα μέχρι την δεκαετία του 1970 όταν η αρχαιολογική σκαπάνη απεκάλυψε την αλήθεια. Ήταν πράγματι εκπληκτική η επιβίωση αυτού του μύθου! Πως αλλιώς να πιστέψει κανείς ότι λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου, οι Μακεδόνες, οι τόσο πιστοί στην παράδοση του πατρώου Ηρακλή, θα άλλαζαν στα γρήγορα το μυθικό όνομα των Αιγών για να επαναφέρουν – μετά από πέντε ολόκληρους αιώνες! – το παλιό φρυγικό όνομα; Θα έπρεπε να είχαν εξαιρετική μνήμη γιατί και εμείς οι Νεοέλληνες έχουμε ξεχάσει πολλά τοπωνύμια των μεσαιωνικών χρόνων της πατρίδας μας.

VIII. Επίλογος

Η διήγηση αυτή ξεκίνησε συνδέοντας μύθο, έπος και λόγο με τελικό ερωτηματικό την ιστορία. Όσο και αν οι παραδόσεις δεν είναι ιστορία, μερικές φορές κάποιο γεγονός μπορεί να βρίσκεται στην αρχή τους. Ένα γεγονός που παίρνει στην συνέχεια μυθικές διαστάσεις και γίνεται έπος. Μύθος και έπος είναι και η παράδοση των ιδρυτικών μύθων της Μακεδονίας. Είναι η σειρά του λόγου μετά να αξιολογήσει και να εξετάσει την σχέση ή όχι με πιθανά πραγματικά γεγονότα, δηλαδή με την ιστορία.

Το σκηνικό των τριών πρώτων μύθων είναι σαφέστατο. Πρόκειται για την Άνω Μακεδονία, στα ‘σύνορα’ Εορδαίας, Πιερίας και Ελίμειας. Το σενάριο είναι βασικά το ίδιο με μικρές διαφορές. Πρωταγωνιστές είναι τα έθνη των Ορεστών, των Εορδών και βέβαια των ποιμένων Μακεδόνων της Πιερίας. Ένας Ηρακλείδης απόγονος του βασιλικού οίκου του Άργους, έρχεται στην περιοχή αφού δεν έχει προοπτική να βασιλέψει στην γενέτειρα του. Θα ψάξει την τύχη του σε ένα άλλο μέρος όπου ζουν παλιοί Δωριείς. Τα βήματα τα οδηγεί χρησμός του μαντείου των Δελφών ο οποίος συνδέει την εκπλήρωση του στόχου με οδηγούς τις αίγες.

Στην Εορδαία κυβερνά ένας δύστροπος, πονηρός και εριστικός με τους γείτονες βασιλιάς, τον λέγανε Κισσέα. Εκεί θα φτάσουν διωγμένοι από το Άργος, ο Περδίκκας ήρωας του πρώτου μύθου, και ο Αρχέλαος ήρωας του δευτέρου μύθου. Ο Κισσέας θα τους εξαπατήσει και στις δυο περιπτώσεις. Δεν θα δεχτεί να πληρώσει τον πρώτο για την δουλειά του ενώ θα αθετήσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον δεύτερο. Και στις δύο περιπτώσεις θα προσπαθήσει να τους πιάσει και να τους σκοτώσει αλλά οι δυο ήρωες καταφέρνουν να ξεφύγουν. Στον τρίτο μύθο ο Κάρανος, αδελφός του βασιλιά του Άργους, μεταβαίνει με στρατό στην ίδια περιοχή και συμμαχεί με τον βασιλιά των Ορεστών εναντίον του βασιλιά των Εορδών, ο οποίος ονομάζεται Κισσέας κατά τον Παυσανία. Νικά και αυτός και η επιτυχής έκβαση της δοκιμασίας τον οδηγεί στην εκπλήρωση του στόχου του.

Παρατηρούμε ότι στην καρδιά των τριών μύθων βρίσκεται η ίδια ιστορία. Οι Μακεδνοί της Άνω Μακεδονίας έχουν προβλήματα με τους Εορδούς τους οποίους καταφέρνουν και νικούν. Η οριστική σύγκρουση θα έρθει, όπως μας γράφει ο Θουκυδίδης, λίγο αργότερα όταν οι Μακεδόνες θα τους εξοντώσουν με ελάχιστους να διαφεύγουν εκτός της επικράτειας τους. Οι μύθοι ίσως αφηγούνται την δύσκολη συνύπαρξη Μακεδνών και Εορδαίων τα πρώτα χρόνια. Έγινε έπος που μεταδιδόταν προφορικά, πώς δηλαδή νιόφερτοι απόγονοι του Ηρακλή κατάφεραν έναν άλλον άθλο, να επικρατήσουν σε μια περιοχή που την εξουσίαζε ένας εχθρικός και δυνατός λαός. Η νίκη συνοδεύτηκε από την κάθοδο των Μακεδόνων από τα ψηλά βουνά στα πεδινά, κοντά στην θάλασσα και στον έξω κόσμο. Ήταν η αρχή μιας νέας και ένδοξης περιόδου. Ο μύθος μας λέγει και κάτι άλλο. Ότι ένας απομονωμένος λαός εκεί πάνω, χρειάστηκε ένα εξωτερικό ερέθισμα, μια καινούργια ιδέα που ερχόταν από το μακρινό Άργος: να κατέβει στα πεδινά εκεί που περνούσαν οι δρόμοι του εμπορίου και παιζόταν το μεγάλο παιχνίδι της εξουσίας στον ελληνικό χώρο. Με τον καιρό το έμαθαν καλά αυτό το παιχνίδι όπως δείχνει η μετέπειτα πορεία τους.

Ο τέταρτος μύθος αντίθετα δεν μπορεί να συνδεθεί με τους τρεις πρώτους αλλά ούτε και με μετέπειτα ιστορικά γεγονότα. Ίσως ήταν μια ιστορία για την κατάληψη της Έδεσσας μετά την ίδρυση του βασιλείου όταν επέκτεινε την κυριαρχία του στην Βοττιαία. Ένας μύθος γραμμένος με τέχνη και φαντασία ο οποίος κατόρθωσε να εξαπατήσει όλον τον κόσμο για πάνω από είκοσι αιώνες. Ήταν η πλέον μακρόχρονη επιβίωση ενός μύθου ή fake news όπως θα λέγαμε σήμερα! Και μόνο για αυτό αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους δημιουργούς του!

1 thought on “3 + 1 ιδρυτικοί μύθοι της μακεδονικής δυναστείας

  1. Pingback: Έδεσσα – Αιγές: η εκπληκτική επιβίωση ενός μύθου | Little stories of big History

Leave a comment